Συνέχεια από: Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024
Συνέχεια από: Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024
Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
5 – Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Ξεκινημένος από μια θαμπή και άγνωστη αφετηρία[ΥΠΗΡΞΕ ΠΑΤΡΟΚΤΟΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ, ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ] ο Χάιντεγγερ έπλασε αν όχι μια νέα γλώσσα, τουλάχιστον μια νέα ορολογία· πρέπει να πειστείς όμως ότι αυτή η νέα ορολογία είναι αναγκαία και διόλου φιλοσοφική κοκεταρία που, όπως συχνά λέμε με σύμβουλο τον κοινό νού, κάνει το εύκολο δύσκολο. Ούτε βέβαια ισχύει η μικρόψυχη αντίδραση του Γκαμπριέλ Μαρσέλ που επιμένει να βλέπει στο Είναι και Χρόνος το νεωτερισμό μιάς έκφρασης που δεν έχει τίποτα το νέο να πει.[ΕΧΕΙ ΝΑ ΠΕΙ. ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΕΘΕΣΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΟΝ ΚΡΟΝΟ] Το γεγονός είναι ότι διανοίγεται μια άλλη προοπτική στη σκέψη που για να εκφραστεί στην εντέλεια έχει ανάγκη μιαν άλλη διατύπωση. Όταν λοιπόν με σχολαστική επιμονή αναλύουμε τη μέριμνα, την εκ-σταση, το για να, την παραπεμπτικότητα, την αυθεντικότητα-αναυθεντικότητα, την απροσωπία, την εύρεση, την ενοχή, την κλήση της συνείδησης δεν πρόκειται απλώς για terminus technicus heideggerianus.[ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ] Όποια κι αν είναι η φυσιογνωμία της, μια τεχνική γλώσσα δεν μπορεί να στηρίξει μια φιλοσοφία. Πέρα από την όποια ορολογία, αυτό που αποφασίζει για την προσοχή και το ενδιαφέρον μας δεν είναι τα εκκεντρικά κλασαυχενίσματα που δίνουν τροφή στη ματαιοδοξία του ευρωπαίου, αλλά το ίδιο το πρόβλημα της θεμελίωσης. Πράγμα που φαίνεται καθαρά στην ερμηνεία που προτείνει η υπαρκτική αναλυτική για την πιο κεντρική μεταφυσική και λογική έννοια: την αλήθεια.
Για την παράδοση, η αλήθεια, στην κάθε μορφή της – λογική, μαθηματική, γεωμετρική, φυσική, ψυχολογική – συνυφαίνεται με την κρίση. Ο Θεός υπάρχει, η ζωή είναι σύντομη, ο χρόνος είναι άπειρος, εκ του μηδενός το μηδέν κτλ. είναι κρίσεις που η αλήθεια τους συνίσταται στο συνδυασμό των κύριων όρων της πρότασης: judicium est locus veritatis (η κρίση είναι ο τόπος της αλήθειας). Φυσικά, αν παραδεχτούμε ότι η αλήθεια απορρέει αποκλειστικά από την κρίση, τότε η υπαρκτική αναλυτική, ως μη γνωστική περιγραφή ενός όντος που η γνώση – άρα και η κάθε κρίση – δε σχετίζεται με την αρχέγονη ουσία του, χάνει κάθε πρόσβαση στο ζήτημα της αλήθειας. Κάθε άκριτη συμπεριφορά εξ ορισμού είναι και αν-αληθής. Είναι όμως το αρχέγονο νόημα της αλήθειας τόσο στενά δεμένο με την κρίση ή κι εδώ υφέρπει μια πλάνη, ανάλογη με τις προηγούμενες; Μήπως η αλήθεια ως κρίση συγκαλύπτει περισσότερα από όσα αποκαλύπτει;
Όταν γυρεύει την αλήθεια, η τρέχουσα γλώσσα έχει στο νού της το πραγματικό στοιχείο μιας κρίσης. «Αλήθεια σου λέω, όλο το βράδυ δεν έφυγα από το σπίτι», «είναι αληθινή χαρά να συνεργάζεσαι μαζί του», «για να πούμε την αλήθεια έχει κάνει κι αυτός τα λάθη του». Κάθε μια από αυτές και τις άπειρες ανάλογες αποφάνσεις πασχίζει να πείσει για την συμφωνία της με μια πραγματικότητα. Δε λέει ψέματα, λέει αλήθεια, άρα συμφωνεί με κάτι πραγματικό (wirkliche).[ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ] Όπως μιλάμε για το αληθινό χρυσάφι ή το γνήσιο κρασί σε αντιπαραβολή με εκείνο που φαίνεται γνήσιο, αλλά δεν είναι. Δεν είναι αληθινό, συνεπώς διαφέρει από το πραγματικό. Τίποτε δεν μπορεί ωστόσο, να στηρίξει την άποψη ότι το νόθο πράγμα δεν είναι εξίσου πραγματικό με το αληθινό. Θέλω να πω ότι ένας αυθεντικός Μπράκ είναι τόσο πραγματικός όσο και μια επιτυχημένη απομίμηση. Με ένα λόγο η «αλήθεια» ενός πράγματος δεν μπορεί να βασιστεί στην πραγματικότητά του. Και τούτο εξαρτάται πάντα από τη συμφωνία – την ομοιότητα, την ανταπόκριση – του πράγματος με την κρίση που κάνουμε γι' αυτό. Η αλήθεια έχει να κάνει με μια συμφωνία, εξού και ο παραδοσιακός της ορισμός: αλήθεια είναι η συμφωνία του πράγματος με την κρίση (veritas est adaequatio rei et intellectus).
Στρέφοντας και αντιστρέφοντας αυτή την πρόταση, μπορείς να μιλήσεις για την υποταγή του πράγματος στη νόηση, όπως στον Καντ, ή για έναν απλοϊκό εμπειρισμό που βάζει τη νόηση να γίνεται καθρέφτης των πραγμάτων. Πάντως και στη μία συμφωνία και στην άλλη (intellectus ad rem, rei ad intellectus* = ο νους προς το πράγμα, το πράγμα προς τον νου) η adaequatio παραμένει και οδηγεί το Χάιντεγγερ σε μια βαθύτερη καταγωγή. Αυτή η συμφωνία (σεβαστή από τους πιο διαφορετικούς διανοητές: από τον Ακινάτη, τον Καντ, το Χούσερλ) πηγάζει από μια θεολογική ιδέα καθαρά χριστιανικού χαρακτήρα κατά την οποία τα πράγματα, στην ουσία τους, ως δημιουργημένα όντα, συστοιχούν με την προγενέστερη ιδέα που υπάρχει γι' αυτά μέσα στη θεία νόηση, δηλαδή το πνεύμα του Θεού. Συνέχιση της ίδιας αναλογίας, η ανθρώπινη νόηση, όντας κι αυτή ένα δημιούργημα, είναι σύμφωνη με τη δημιουργία της πραγματώνοντας έτσι μέσω της κρίσης της αυτή την προγενέστερη συμφωνία[ΜΑΛΛΟΝ ΑΣΤΟΧΗΣΑΜΕ]. Αλλά ακόμα κι αν αποσπαστούμε από τη θεολογία και στη θεολογική τάξη υποκαταστήσουμε την λογική τάξη του κόσμου η συμφωνία διατηρείται με «λογικό» περιεχόμενο αυτή τη φορά. Η αλήθεια ή η αναλήθεια μιας κρίσης εξαρτάται από τη συμφωνία ή την ασυμφωνία της νόησης με την ουσία του πράγματος.
Σαν παράδειγμα, πάρε δύο δεκάρικα που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι σου. Είναι φτυστά στο σχήμα, στο μέγεθος, στο βάρος, στον όγκο, στις απεικονίσεις, στο χρωματισμό. Εξόν από τη θέση τους, ανάμεσά τους επικρατεί πλήρης ομοιότητα και συμφωνία. Όταν πω όμως: αυτά τα δύο δεκάρικα είναι όμοια ή αυτό το κέρμα είναι στρογγυλό, τι απογίνεται η συμφωνία; Σίγουρα πρόκειται για την αντιστοιχία του περιεχομένου μιας κρίσης με ένα αντικείμενο· αλλά αφού εδώ πιά δε μιλάμε για συμφωνία ανάμεσα σε δύο πράγματα, αλλά ανάμεσα σε μια κρίση και ένα πράγμα, η όποια ομοιότητα ανήκει σε άλλη τάξη. Κρίση και κέρμα δεν έχουν κοινή σύσταση, δεν έχουν κοινό σχήμα ή κάποια κοινή ιδιότητα, μολαταύτα συμφωνούν. Γιατί; Επειδή η κρίση εκφράζει την αλήθεια του πράγματος. Είναι στρογγυλό, μετάλλινο, κέρμα, μέσο συναλλαγής, έχει αξία κτλ. Πώς; Χωρίς να εγκαταλείπει το γραμματικό και νοηματικό της πεδίο, η πρόταση αναφέρεται σε κάτι έξω από αυτή, στο τυγχάνον, με πρόθεση να φτάσει στον «εξωτερικό» κόσμο.[ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑ-ΚΡΙΣΗ;]
Ξαναβρίσκουμε έτσι την οικεία μας προοπτική. Αυτή η σχέση με τον εξωτερικό κόσμο, γνωστική εφόσον πρόκειται για κρίση, θέτει με τον τρόπο της πρόβλημα υποκειμένου-αντικειμένου, εσωτερικότητας- εξωτερικότητας. Αποφεύγοντας τις φορτικές επαναλήψεις σου θυμίζω μόνο ότι στον Χούσερλ – όπως είδαμε – κάθε σχέση με τα πράγματα, προτού γίνει σχέση γνώσης, προτού δηλαδή περάσει στο πεδίο της κρίσης, απαιτεί μια συγκρότηση, μια προ-παρουσίαση. Το πράγμα που κρίνω δεν το βρίσκω έτοιμο μπροστά μου, όπως θα πίστευε ένας αφελής εμπειριστής, το συγκροτώ. Πάνω σ' αυτό η φαινομενολογία διχάστηκε δεινά: ενώ ο Χούσερλ (βλ. Κρίση και εμπειρία) δεν έφτασε ως την αξίωση μιας οντολογίας, ο Χάιντεγγερ μόνο ως οντολογία δέχτηκε τη φαινομενολογία. Η αλήθεια ως συμφωνία προϋποθέτει μιαν οντολογία αυτής της θεωρίας (Βλ. Waehlens, Phénoménologie et vérité, Louvain, σ.61). Όπως κάθε γνώση προϋποθέτει μιάν υπαρκτική σχέση με το φαινόμενο του κόσμου, παρόμοια κάθε σχέση με ένα αντικείμενο για το οποίο εκφέρεται μια κρίση, απαιτεί μιαν προ-παρουσίαση που οπωσδήποτε δεν έχει να κάνει με τη γνώση.
Πριν από κάθε κρίση έχουμε μια προ-δοσία (Vor-geben) της πραγματικότητας προς την οποία ο Χάιντεγγερ στρέφεται αποφασιστικά για να αντιστρατευθεί στην παράδοση.[ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΣΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΝΑΠΟΔΑ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΤΟ ΙΣΙΩΝΕΙ. ΓΙΑΤΙ; ΝΑΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΩ ΣΑΝ ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ; ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ] Παρά τη διαφορετική θεματολογία, κι εδώ, με το ίδιο ύφος και την ίδια μέθοδο, συνεχίζει την αποδόμηση του cogito. Εφόσον βαθύτερα από τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου εντοπίζεται η δομή είναι-στον-κόσμο, αναγκαστικά πριν από κάθε κρίση συνάγεται μια υπαρκτική σχέση με τα πράγματα άσχετη με κάθε ορθολογική συμπεριφορά. Πράγματι, όταν στο Ε΄ κεφάλαιο του Είναι και Χρόνος διαβάζουμε ότι το Dasein είναι η διανοικτικότητά του (das Dasein ist seine Erschlossenheit), αυτό το εκστατικό άνοιγμα προς τον κόσμο δεν έχει να κάνει με καμιά γνωστή στάση. Πρώτα ο κόσμος αποκαλύπτεται, διανοίγεται για να μπορούμε κατόπιν να εκφράσουμε μια τάδε κρίση. Συνεπώς, η κλασική αντίληψη που ορίζει την κρίση ως locus veritatis επισκιάζεται, κλονίζεται, υποχωρεί για να δώσει τη θέση της σε μια θέαση καθαυτό αρχέγονη. Πριν από κάθε κρίση, αδιαφορώντας για το νόημα της adaequatio, της correspondentia, της convenientia, ο Χάιντεγγερ θα γυρέψει τη θεμελίωση στην ίδια την ουσία της ύπαρξης: την υπέρβαση.[ΤΟΥ ΕΙΔΩΛΟΥ]
Είμαι-στον-κόσμο σημαίνει υπάρχω ως υπέρβαση: συνίσταμαι χρονικά ως μέριμνα και συνιστώ χρονικά τον κόσμο ως νοηματική παραπεπτικότητα. Αφού όμως αυτή η υπερβατική συμπεριφορά – δεδομένη εξαρχής – υπόκειται στο δυισμό της αυθεντικότητας - αναυθεντικότητας δεν μπορούμε να πούμε πότε αυτή η υπέρβαση πραγματώνεται αυθεντικά και πότε εκπίπτει στην απορρόφηση από τον περίκοσμο. Κάθε αλήθεια σαν διάνοιξη απαιτεί μια συνθήκη που δεν είναι άλλη από την ελευθερία. Μόνο όταν ελευθερώνομαι (από την κατάπτωση της αναυθεντικότητας) καθίσταμαι ικανός να υψωθώ στην ανώτερη δυνατότητά μου: την μεταφυσική εμπειρία της αγωνίας. Να γιατί ο Χάιντεγγερ δε θα διστάσει να γράψει: ουσία της αλήθειας δεν είναι η κρίση, αλλά η ελευθερία (De l'essence de la verité, Gallimard, σ. 173). Με την ελευθερία γίνομαι αυτό το «ανάμεσα» στο ον και στο Είναι που διανοίγει το χάσμα τους και φέρνει στο προσκήνιο το αθεμελίωτο και το αβυσσαλέο. Η αλήθεια, με άλλα λόγια, απαιτεί μια θεμελίωση που δεν είναι άλλη από την ύπαρξη· θεμελίωση αυτή που οδηγεί στο εξής παράδοξο: θεμέλιο της αλήθειας είναι ένα ον που δεν έχει θεμέλιο.
Η ουσία της ύπαρξης, η ουσία της ελευθερίας και η ουσία της αλήθειας τελικά θα αποδειχτούν συναφείς. Αν η αναυθεντικότητα είναι ένα πέπλο που επικαλύπτει τα πράγματα με τη φλυαρία, την περιέργεια, την αμφισημαντότητα και την απροσωπία, η ελευθερία (που χωρίς κίνδυνο μπορούμε να τη θεωρήσουμε άλλη ονομασία της αυθεντικότητας) είναι αυτή τούτη η διάνοιξη.[ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΙΔΩΛΟΥ, ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΥΤΟΣΥΓΚΡΟΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ] Η εγελιανή άρνηση, η πράξη, η λογική επεξεργασία των εννοιών είναι επακολουθήματα της αλήθειας που αποκαλύπτει τα πράγματα και τα αφήνει-να-είναι (lassen Sein). Δεν υπάρχει φιλοσοφία που να θέλει να αλλάξει τον κόσμο προτού τον αποκαλύψει. Μέσω της υπαρκτικής μου ελευθερίας καταφέρνω την αρχέγονη διάνοιξη του κόσμου και επιτελώ την ανώτερη πράξη: αφήνω το ον ως τέτοιο μέσα στην αποκάλυψή του. Κάθε φροντίδα για μεταβολή, έλεγχο, δράση, ακολουθεί. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια φιλοσοφία της αδράνειας που καταργεί τη δράση και διακηρύχνει τη στασιμότητα. Τó lassen δεν είναι η ήττα και η απάθεια, ούτε μια έμμεση υπεράσπιση ενός (πολιτικά) υπόπτου αγνωστικισμού. Αν η διάνοιξη φαίνεται πολιτικά ύποπτη, είναι ύποπτη όσο και κάθε οντολογία.
Ξέρω ότι αυτή την άγνωστή σου άποψη έχεις διάθεση να τη γαυγίσεις όπως τα σκυλιά γαυγίζουν εκείνους που δε γνωρίζουν. Πάντως, έστω και μέσα σε γαυγίσματα, σου θυμίζω ότι ο αρχιτέκτονας της λέξης αλήθεια δεν έλαβε πρωταρχικά υπόψη του τη λογική ακρίβεια, αλλά τη λήθη. Α-ληθεύει ό,τι δεν πέφτει στη λήθη, δε λανθάνει και δεν καταδικάζεται στην απόκρυψη.[ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ] Με μοναδική μαεστρία ο Χάιντεγγερ θα αξιοποιήσει την εσωτερική συγγένεια της απόκρυψης, της λήθης, της συγκάλυψης με αποκλειστική πρόθεση να δείξει ότι αλήθεια και ελευθερία δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να εκ-θέτουν αυτό που έχει αποκρυβεί: το ον εννοημένο μέσα στο χρονικό του ορίζοντα – δηλαδή το Είναι.[ΦΥΣΙΣ ΚΡΥΠΤΕΣΘΑΙ ΦΙΛΕΙ, ΣΤΟ ΕΙΔΩΛΟ. ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΝΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΩ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝΤΑΣ ΤΟ] Μέσα σε ετούτη τη μεγαλειώδη σύλληψη της διάνοιξης και της απόκρυψης παίζεται κάθε ιστορικό, κοινωνικό, επιστημονικό και φιλοσοφικό παιχνίδι. Όσο κι αν ηχεί παράταιρα στην κουρασμένη από θετικισμό ακοή μας, το δράμα της δυτικής ιστορίας αναγνωρίζει την αρχέγονη καταγωγή του στην απόκρυψη της οντικοοντολογικής διαφοράς – στην ηγεμονία του όντος.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να φανεί ότι η διάνοιξη (της διαφοράς) σχετίζεται εσωτερικά με σύνολη την υπαρκτική δομή που περιγράψαμε μέχρι τώρα. Με τη λέξη υπέρβαση ορίσαμε τόσο τη μέριμνα (λόγω της εκστατικοοριζόντιας χρονικής δομής της), όσο και το ξεπέρασμα των όντων προς τη μηδενικότητα του Είναι. Αυτό το προς το Είναι ή το μετά τα όντα είναι η ίδια η μεταφυσική εμπειρία. Πως διασώζεται όμως ο εσωτερικός συσχετισμός ανάμεσα στην έκ-σταση, στο φαινόμενο του κόσμου, στο μηδέν, στην α-λήθεια, στην αγωνία και στην οντικο-οντολογική διαφορά; Μέσα στο Είναι και Χρόνος, παρά την πολύπλοκη πορεία της μεθόδου, η κίνηση της υπέρβασης περιγράφεται σαν έκ-σταση του ίδιου του χρόνου και ως μη υποστασιακή ολότητα του κόσμου. Αν ο κόσμος είναι νοηματική παραπεμπτικότητα που συνιστά την ύπαρξη από τα έξω, σαν um, σαν περίκοσμος και ποτέ σαν πράγμα, ουσιαστικά είναι η ίδια η υπέρβαση. Η υπέρβαση του κόσμου (γενική υποκειμενική) και η υπέρβαση της ύπαρξης είναι ένα και το αυτό. Έτσι μπορούν να ακουστούν οι τρεις επόμενες προτάσεις:
α) ο κόσμος δεν είναι, όπως ένα πράγμα, αλλά κοσμικεύεται, παράγεται ως παραπεμπτικό νόημα καθόσον υπάρχει το Dasein.
β) Για τον ίδιο λόγο ο χρόνος δεν είναι, σαν πράγμα, χρονούται καθόσον υπάρχει το Dasein.
γ) Τέλος το μηδέν δεν είναι, σαν κάτι άδειο, αλλά μηδενοποιείται σαν μη υποστασιακή κοσμικότητα καθόσον υπάρχει το Dasein.
Ωστόσο αν υπάρχω σημαίνει εἶμαι ἐν ὑπερβάσει, τότε η υπέρβαση, σαν δομική συνάφεια της έκ-στασης με τον κόσμο, θα κατείχε εξαρχής τη διανοικτότητα και δε θα υπήρχε λόγος να μιλάμε για διαφορά. Το Dasein θα υπήρχε ανά πάσα στιγμή ως αυθεντική υπέρβαση και χωρίς δυσκολία θα βεβαιωνόταν – μέσα από τη μόνιμη κατάστασή του: την αγωνία – για την αθεμελίωτη συνθήκη του. Αλλά η υπέρβαση, μολονότι κατά ένα τρόπο υπάρχει απαρχής ως κοσμικότητα, δεν προσφέρεται ακέραια, καταχτιέται. Η ύπαρξη είναι ριγμένη στον κόσμο, στη λήθη, στην αναυθεντικότητα και μόνο τροποποιώντας την υπαρκτικά φτάνει στην ελευθερία. Δηλαδή κατακτά κάτι που ενυπάρχει στις δυνατότητές της. Εξού και η προσπάθεια να αναχαιτιστεί η ισοπεδωμένη καθημερινότητα που, βουλιαγμένη στην απροσωπία, δεν αντιλαμβάνεται τη μηδενικότητα του κόσμου. Μόνο η αφύπνιση – που έρχεται, καθώς θα δούμε με την κλήση της συνείδησης – αποσπά την ύπαρξη από την απροσωπία και την διανοίγει στην πηγή της (κάθε) αλήθειας: τη διαφορά.
Με την αγωνία ο κόσμος βιώνεται στη μηδενικότητά του και αυτό το μηδέν είναι η βασιλική οδός που, βγάζοντας την ύπαρξη από τον κλοιό των όντων και της φύσης, την καθιστά ικανή να διατυπώσει την αρχιβασική ερώτηση: «γιατί να υπάρχει το ον και όχι το τίποτε;» Η προήγηση του μηδενός απέναντι στην άρνηση οφείλεται στην ανακάλυψη του φαινομένου του κόσμου. Κάθε σχέση μου με τα πράγματα ή τις υπάρξεις του κόσμου, ιδρύεται πάνω σε μια μηδενοποιούμενη κοσμικότητα. Η α-λήθεια, σαν διάνοιξη και παραμονή μέσα στο μηδέν, είναι το δράμα που μέσα στη φασματική του κίνηση συμπυκνώνει ολόκληρη τη μεταφυσική: το νόημα του Είναι δε γνωρίζει άλλη θεμελίωση. Έτσι μονάχα αποκρυπτογραφείται και η προλογική σημείωση του Είναι και Χρόνος: «Προσωρινός σκοπός αυτής της διατριβής είναι να ερμηνεύσει το χρόνο ως το δυνατό ορίζοντα (möglichen Horizontes) οποιασδήποτε κατανόησης του Είναι». Το νόημα του Είναι μονάχα μέσα στην υπερβατική χρονικότητα του Dasein είναι προσιτό. Το ίδιο το Είναι δεν ορίζεται παρά σαν μια μηδενοποιούμενη χρονικότητα.
Μόνο με στήριγμα αυτά τα σχόλια μπορώ τώρα να σου αναφέρω ορισμένες προτάσεις που για κάθε αυτί που είναι συνηθισμένο στην παραδοσιακή σκέψη, ηχούν σαν εξωφρενικά αποκυήματα. Η αλήθεια, διαβάζουμε στην παράγραφο 44 (β), είναι υπαρκτικό χαρακτηριστικό (ein Existenzial). Πράγματι, αφού κάθε κρίση ορθολογικής συνέπειας αποκλείεται ως παράγωγη αλήθεια, αυτό που απομένει, η διάνοιξη, ανήκει εξολοκλήρου στην ύπαρξη. Αυτό το άνοιγμα προσφέρεται ως αναγκαίος και απαράγραπτος ορίζοντας κάθε έρευνας και γνώσης. Αν λοιπόν η αλήθεια δεν έγκειται στην κρίση, αλλά σε αυτό που την καθιστά δυνατή, τότε δεν έχει σχέση με την αιωνιότητα της κρίσης, παρά με τη θνητότητα και την περατή χρονική ύπαρξη του Dasein. Δεν μπορούμε πιά να μιλήσουμε για το καθ' εαυτό νόημα της αλήθειας. Αποτέλεσμα ελευθερίας και διάνοιξης, η αλήθεια υπάρχει όσο υπάρχει το Dasein. Αναπόδραστα συλλαμβάνεται μέσα στον περατό ορίζοντα της ύπαρξης. Συμπέρασμα που, όπως καταλαβαίνεις, παίρνει μια από τις πιο αντιπλατωνικές θέσεις που έχουν ποτέ διατυπωθεί.[ΕΦΟΣΟΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.]
Αρνητής κάθε αιώνιας αλήθειας – σκέψου τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο, το Χριστιανισμό, το Χούσερλ– , κάθε ιδεώδους περιεχομένου με αχρονική σημασία, ο Χάιντεγγερ εξαρτά το α-ληθές από ένα ον χρονικά πεπερασμένο καθιστώντας το και αυτό χρονικά περατό. «Οι νόμοι του Νεύτωνα, η αρχή της αντίφασης, κάθε αλήθεια γενικά είναι αληθινή, μόνο όσο υπάρχει το Dasein. Όταν ακόμα δεν υπήρχε Dasein δεν υπήρχε αλήθεια, κι ούτε θα υπάρχει όταν θα πάψει η ύπαρξη» (Είναι και Χρόνος, σ.352). Μια πιθανή απόδειξη των αιώνιων αληθειών θα πήγαινε σφιχτοπιασμένη με την απόδειξη ότι ανέκαθεν υπήρξε η ύπαρξη και ότι θα υπάρχει εσαεί. Όσο εκκρεμεί μια τέτοια απόδειξη, η υποτιθέμενη αιωνιότητα της αλήθειας θα παραμένει φανταστική εικασία που δεν κερδίζει καμιά νομιμότητα επειδή την πρεσβεύουν θεωρητικοί και φιλόσοφοι[ΜΟΝΟ ΕΑΝ ΑΠΟΡΡΙΨΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ]. Πιο ριζικά ιδωμένη η άποψη περί «αιωνίων αληθειών» φανερώνει μιαν ανομολόγητη συνενοχή με τα υπόλοιπα χριστιανικής θεολογίας που, μεταμορφωμένα και γι' αυτο πιο δραστικά, επιβιώνουν μέσα στη φιλοσοφική προβληματική στο πείσμα της διατυμπανιζόμενης μεθόδου.
Ωστόσο τι τύχη μπορεί να έχει μια σκέψη που θεμελιώνει την αλήθεια στην ύπαρξη ενός όντος που υπάρχει χωρίς θεμέλιο; Από το 1927 (Είναι και Χρόνος) ως το 1954 (Για την ουσία της αλήθειας), ο Χάιντεγγερ βασανίστηκε πολύ για να βρεί μια γλώσσα που να αναλαβαίνει την ευθύνη αυτής της απορίας. Τη βρήκε; Σχολιαστές σαν τον A. Koyré (βλ. Etudes d'histoire de la philosophie, Gallimard, σσ. 271- 304) πιστεύουν ότι το δεύτερο γραφτό του για την αλήθεια δίνει τόπο για πολλές και συντριπτικές επικρίσεις. Σημασία δεν έχει να στις απαριθμήσω, όσο να δούμε πως από τα νέα επιχειρήματα αναδύεται μια διαφορετική προβληματική που δύσκολα συμφιλιώνεται με εκείνη της υπαρκτικής αναλυτικής. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος με τις δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, η συντριβή του ναζισμού, η κυριαρχική επιβολή της τεχνικής πάνω στην Ευρώπη που σημαίνει μια νέα μεταφυσική εποχή, κάνουν πιά το Χάιντεγγερ να εγκαταλείψει τον οικείο γλωσσικό του χώρο και να ζητήσει την αρωγή άλλων σκέψεων. Έτσι εμφανίζεται η πλάνη, η περιπλάνηση και το μυστήριο.
Ο άνθρωπος πλανιέται (der Mensch irrt). Μιλώντας για τον άνθρωπο, τη συγκεκριμένη ιστορία της ανθρωπότητας, η σκέψη θίγει το πρόβλημα του ιστορικού παρελθόντος. Δεν μπορεί πιά να περιοριστεί στην ανάλυση της ύπαρξης που δεν ταυτίζεται με τον άνθρωπο, αλλά πρέπει να ανακαλύψει την περιπέτεια της λήθης του Είναι σαν συγκεκριμένη περιπέτεια του ιστορικού ανθρώπου. Όσο κι αν περιμένουμε εδώ ανάλυση γνωστών ιστορικών εποχών δε θα τις βρούμε, όπως άλλωστε δεν τις βρίσκουμε στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του Είναι και Χρόνος για την ιστορικότητα. Μπορεί ο Χριστιανισμός, σαν ιστορική εποχή, η τεχνική ή μια άλλη περίοδος να συνιστούν πλάνη, ωστόσο κάθε πλάνη και κάθε λάθος συμβαίνουν μέσα σε ένα θέατρο που για τη φιλοσοφία έχει πρωταρχικότερη σημασία. Το γεγονός είναι ότι η πλάνη αποτελεί συστατικό στοιχείο του Dasein στην οποία ο ιστορικός άνθρωπος έχει ανέκαθεν εγκαταλειφθεί.
Αυτή η εγκατάλειψη δεν είναι κάτι που επισυμβαίνει, σαν συμφορά ή απώλεια ιστορικού προσανατολισμού· αντίθετα απαρχής ο άνθρωπος είναι χαμένος μέσα στην πλάνη. Κάθε επιμέρους λάθος, σφάλμα ή ατόπημα λαβαίνει χώρα μέσα στο ανοιχτό πεδίο της μη αλήθειας. Η πλάνη είναι η σκηνή και το θεμέλιο του λάθους (die Irre ist die offene Statte und der Grund des Irrtums). Και για να πάμε ως τη ρίζα αυτής της σκέψης, πρέπει να πούμε ότι ο πλατωνισμός είναι ένα από αυτά τα μεγαλειώδη «λάθη» μια και πρώτος αυτός ίδρυσε την αλήθεια σαν ομοιότητα και συμφωνία.[ΠΟΙΟΣ ΠΛΑΤΩΝ ΑΚΡΙΒΩΣ; ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ, ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ;] Ένα όποιο προσωπικό λάθος (η παρεξήγηση ενός φίλου), μια μάταια εκστρατεία, μια αθεμελίωτη φιλοσοφία είναι στιγμές αυτής της πλάνης που δύσκολα βρίσκουμε τρόπο να την εκτιμήσουμε. Κάθε γιατί – όταν πρόκειται για την ιστορία – γεννάει κιβδηλοποιούς. Ουσιαστικά δεν υπάρχει απάντηση μπροστά στο βάρος των γεγονότων. Κι όταν ο Χάιντεγγερ φτάνει στο σημείο να μιλήσει για το μυστήριο του Dasein (Geheimnis des Daseins) νομίζω ότι απαντάει με σοβαρότητα σε αυτό το αναπάντητο ζήτημα: τι νόημα έχει μια αλήθεια που θεμελιώνεται σε ένα ον αθεμελίωτο και χάνεται μέσα στα ερέβη της πλάνης; Ουσιαστικά η αλήθεια του Είναι δε λέει τίποτα διαφορετικό: η αγωνία μπρός στο άβυσσαλέο είναι η μόνη απάντηση. Κάθε παράσταση και έννοια, κάθε φιλοσοφία της απελπισίας υποχωρούν μπρός σε αυτή τη μοναδική αλήθεια: ο μόνος οδηγός είναι το νόημα του Είναι.
Ο ΑΠΩΝ ΘΕΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου