Παρασκευή 4 Απριλίου 2025

Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ (2)

   Συνέχεια από:  Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ 
Του Ugo Ugazio.

1. Η "ουσιώδης γνώση" μετά τους Έλληνες (συνέχεια).

    Η επιστήμη αυτή του «σχολείου», κατά τόν Ακινάτη, την οποία καλλιεργούσε και ο Προτεσταντισμός κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, κυριαρχούσε για πολύ καιρό παράλληλα με την αναδυόμενη επιστήμη της νεωτερικότητας: κατά το τέλος του 18ου αιώνα παραγκωνίστηκε οριστικά, δια μέσου του Καντ, από την πνευματική ζωή. 
   Αυτή η συνειδητή θεμελίωση της φιλοσοφίας σε ανθρωπολογικές βάσεις έχει ως ουσιαστικό επακόλουθο την κεντρική θέση που κατέχει η βούληση στην κοσμοθεωρία του Αυγουστίνου. Χωρίς αμφιβολία αυτό οφείλεται στις προσωπικές εμπειρίες ενός ανθρώπου με έντονες ορμές και ισχυρή θέληση, ο οποίος, καθώς διερευνούσε στοχαστικά τη δική του προσωπικότητα, διαπίστωνε ότι ο εσώτατος πυρήνας της ήταν η βούληση. Γι' αυτό θεωρεί τη βούληση κάτι ουσιαστικό. Πίσω από κάθε κατάσταση, κάθε κίνηση της ψυχής, κρύβεται η βούληση. Πιο σωστά: όλες οι ψυχικές καταστάσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρόποι της βούλησης (voluntates).
 Για τον Αυγουστίνο η γνώση του νοητού κόσμου είναι ουσιαστικά φώτιση, αποκάλυψη. Γιατί το πνεύμα μπροστά στο δημιουργό του δεν έχει δυνατότητα ούτε για δημιουργική αλλά ούτε και για παθητική πρόσληψη.  

Ο υπολογισμός τού "πνεύματος" γίνεται ιδιαιτέρως δύσκολος όταν ερευνάται στο φιλοσοφικό πλαίσιο και αναφέρεται στο όριο το οποίο χωρίζει το αισθητό, απο το υπέρ αισθητό. Αυτό το όριο, το οποίο δέν επεβλήθη με κανένα τρόπο στην φιλοσοφία απο τα πράγματα και τα γεγονότα, εξ' αρχής ερευνήθηκε σύμφωνα με κριτήρια τα οποία με μεγάλη δυσκολία μπορούσαν να αναχθούν μόνον στην εμπειρία και στα αισθητήρια. Η φιλοσοφία η οποία στην βάση αυτής της διακρίσεως, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, θεμελιωνόταν σαν "μετά-φυσική", αναπόφευκτα κατέληγε να εννοεί το χρέος της σαν έρευνα ενός θεμελίου τής αλήθειας το οποίο δέν κατοικούσε στο ίδιο το όν.

Παρά το ότι ο Πλάτων στάθηκε σ'αυτό το πλαίσιο μόνον στους "μύθους" που κατασκεύασε, ο Χάιντεγκερ υπολόγισε ακριβώς αυτή την στάση σαν την μοναδικά ικανή να αποκαλύψει την αλήθεια τού Είναι. (Μ.Χάιντεγκερ, Ο ύμνος "Der ister" τού Χαίλντερλιν). Στην αντίπερα όχθη όμως στεκόταν η μεταφυσική η οποία αναζητούσε τον ριζικό διαφωτισμό με τον τρόπο τών μελλοντικών θετικών επιστημών. Ο Χάιντεγκερ δηλαδή πίστεψε ότι μπορούσε να αποδείξει ότι η ουσιώδης γνώση τής αρχής, τού ξεκινήματος είχε αφήσει ίχνη στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, και στην μεταφυσική σκέψη η οποία προέκυψε μετά απο αυτούς μέχρι τον Χέγκελ και τον Νίτσε, αλλά μόνον καθότι σοφία ολοκληρωτικώς χαμένη! Κάθε προσπάθεια να δοθεί ένα θετικό περιεχόμενο στην αρχική γνώση φαινόταν στραμμένη αποκλειστικά σε απαιτήσεις τού όντος που παρουσιάζοντο κάθε φορά. Έτσι μόνον στην προοπτική τού διαφωτισμού, την οποία εγκαινίασε η σοφιστική και ο Σωκράτης, το πλαίσιο των ιδεών κατόρθωσε να κατανοηθεί σαν ένα πλαίσιο ολοκληρωτικώς απλωμένο αλλά και ταυτοχρόνως κρυμμένο απο την αισθητή περατότητα τού ανθρώπινου παρατηρητού. Η κύρια δυσκολία για την πραγματοποίηση τής "λογικής" σκέψης φάνηκε λοιπόν να είναι ο φυσικός κόσμος και η φαινομενική του σύσταση, σε τέτοιο σημείο ώστε η αναζήτηση τού νοήματος τού Είναι αναγκάστηκε κατ'αρχάς να διευκρινίσει ότι η υποταγή τής παρουσίας τού ενδοκοσμικού Είναι σε δομές σημασίας και πληρότητος (ευχαριστίας) δέν βρισκόταν σε καμμία υποκειμενική στάση!
Η ερώτηση, γιατί το Είναι, το όν κατά Χάιντεγκερ και όχι το τίποτα, μάς μεταφέρει στο θεμέλιο μιάς απόφασης η οποία δέν αναφέρεται σε άλλο παρά μόνον στον εαυτό της. Αυτός ο τρόπος ερωτήσεως έχασε κάθε έδαφος στο οποίο θα μπορούσε να ακουμπήσει και έμεινε ας πούμε, μετέωρος. Ο Χάιντεγκερ λέει λοιπόν ότι αυτός είναι μόνον μία πρόοδος η οποία συμβαίνει αποκλειστικά μέσα στην νόησή μας, χωρίς πιάσιμο πλέον στο ίδιο το όν. Η κατάσταση μετεωρισμού η οποία χαρακτηρίζει την αποθεμελίωση, μόνον φαινομενικώς μοιάζει να μας περιλαμβάνει. Μας σπρώχνει όμως στο ανοιχτό, και πάνω στα πάντα και μέσω των πάντων, προγραμματίζει έναν νέο χώρο. Η μετα-φυσική ερώτηση η οποία μας αφήνει μετέωρους ανάμεσα στο όν και στο τίποτα δέν μας ωθεί σε ένα στοιχείο οικείο σε μας, τέτοιο ώστε να μας συμπεριλαμβάνει εξ'αρχής, αλλά συστήνει, ιδρύει, με τον τρόπο τής αγαθής ερωτήσεως, τής καθαρής απορίας έναν καινούργιο, νέο χώρο.
Τόσο στην αυγή τής ελληνικής σκέψης, όσο και στην σκέψη η οποία ωρίμασε με τον μηδενισμό, ο Χάιντεγκερ θέλησε να δεί ένα κοινό έδαφος στο οποίο θα μπορούσε να αποδώσει την προέλευση εκείνου το οποίο διαφορετικά μπορούσε να φανερωθεί μόνον σαν όν. Η αστάθεια, την οποία θα κατέληγαν να αποδώσουν στον αισθητό κόσμο οι Έλληνες, ήταν τέτοια μόνον αναφορικά με κάποιο πρότερον της φύσεως, το οποίο κατενοήθη σαν το πλαίσιο τής πλήρους ενέργειας, του ενεργεία, χάρις στην αριστοτελική οπτική την οποία αποδίδει ο Χάιντεγκερ στην ελληνική σκέψη μετά τον Σωκράτη! Εξίσου, η δύναμις μετά λόγου κατανοήθηκαν με την σημασία των δυνάμεων οι οποίες απαρχής, έπρεπε να οδήγησαν τις κινήσεις, πρός τους σκοπούς οι οποίοι τις είχαν καθορίσει. Έτσι και η δουλειά του τεχνίτη, του χειρώνακτα, ο οποίος παράγει το χειροποίητό του, προχωρά βεβαιώνοντας και αρνούμενη κάτι, γύρω απο ουσίες οι οποίες έχουν ήδη κατανοηθεί σαν σκοποί πρός κατάκτηση! Οπωσδήποτε, αυτό το εισαγωγικό λέγειν δέν κατανοήθηκε στο όριο τού όντος και δέν μειώθηκε σε ένα σύνολο ορισμών καθαρά αντικειμενικών. Το τέλειο a'priori που συνοδεύει το "ήδη πάντοτε" αυτών των ουσιών είναι στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ένα τέλειο υπερβατικό ή οντολογικό. [Σ'αυτό το τέλειο a'priori συνδέεται με κάποιο τρόπο η έννοια του a'priori τής επικοινωνίας του O.Apel]. Έτσι λοιπόν παρά το ότι το άπλωμα, το ξεδίπλωμα τού Είναι δέν φανερώθηκε παρά μόνον σαν αντικατόπτρισμα τού όντος στην σκέψη, ακριβώς αυτό το αντικατόπτρισμα πρέπει να κατορθώσει να φανερωθεί σαν την καταγωγή του ίδιου του Είναι.
Η φιλοσοφία η οποία αντελήφθη τον εαυτό της σαν μεταφυσική θα είχε πάρει λοιπόν έναν δρόμο ριζικά λανθασμένο, μετά το μεγαλειώδες ξεκίνημά της κοντά στο Είναι, ακριβώς επειδή κατενόησε με ανακόλουθο τρόπο το ξεπέρασμα τού "φυσικού", όπως ακριβώς παρανόησε την σημασία τής "αιτίας" και της "δημιουργίας" . Κάτω απο την Physis οι Έλληνες τοποθετούσαν την ολότητα τού όντος, όπως επίσης και εκείνο το οποίο στην συνέχεια θα υπολογισθεί σαν "ψυχικό". Στην φύση αντιθέτως αντιπαρατέθηκε η θέσις, δηλαδή εκείνο που τοποθετείτο και προήρχετο κατά κάποιο τρόπο απο την απρόβλεπτη ελευθερία τής συμπεριφοράς τού καθενός. Φύσις και πνεύμα ήταν υποταγμένα στην Physis και η αντίθεσή τους δέν έπαιξε κανέναν ρόλο στην γιγαντομαχία περί της ουσίας (στην ελληνική ύπαρξη ήταν φανερή η αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και στο φαίνεσθαι). Ακόμη και οι θεωρίες τού Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, δέν είχαν καθορισμούς κατά βάθος και φανερώθηκαν μόνον απο την στιγμή που εξαφανίστηκε καθοριστικά η "ουσιώδης γνώση".
Παραμένει όμως η ερώτηση περί του τρόπου με τον οποίο φανερώνεται και φανερώθηκε ακόμη και στο παρελθόν εκείνο που για μας τώρα πλέον φαίνεται σαν πλήρες κρύψιμο! Σ'αυτή την τοποθέτηση τής ερωτήσεως στην πραγματικότητα περιέχεται ήδη ο δείκτης της πορείας που ακολούθησε ο Χάιντεγκερ. Αυτό που έγινε για την Μεταφυσική το ΤΙΠΟΤΑ είναι στην πραγματικότητα η σταθερή αναφορά τής αρχικής σκέψης, το "απο πού" και το "πρός πού" της δημιουργικής καταγωγής. Και για να στηρίξει την θέση του, ο Χάιντεγκερ, αναφέρεται σε ένα χωρίο του Πλάτωνος όπου κάθε αιτία τού περάσματος απο το μή-όν (εκ του μή όντος) εις το όν, επαναφέρεται ακριβώς στην ποίηση, στην δημιουργία. (όπου φαίνεται καθαρά ότι ο Χάιντεγκερ βλέπει τον Πλάτωνα μέσω του φακού τού Αριστοτέλη).
Η ακραία αναφορά κάθε θεμελίου θα έπρεπε να αναζητηθεί σε εκείνο το οποίο για την μεταφυσική και για τις επιστήμες ήταν μόνον ένα ψυχοπνευματικό συμβάν. Αυτής της αναφοράς οι Έλληνες συνέλαβαν κατ'αρχάς τον αρνητικό χαρακτήρα και σχημάτισαν την αλήθεια σαν α-λήθεια, την φανέρωσή έξω απο το κρύψιμο. Την μεταφορά έξω απο το κρυφό. Εξ'άλλου ακριβώς αυτή η αρνητικότης η οποία συνόδευε το αληθινό τούς εμπόδισε να εκφράσουν οποιοδήποτε καθορισμό ο οποίος θα υπερέβαινε την ένδειξη τής καταγωγής. Έτσι η δυσκολία βρισκόταν ολοκληρωτικώς στον αρνητικό χαρακτήρα αυτού τού πλαισίου και στον προβληματισμό ενός περιορισμού του! Παρότι λοιπόν για παράδειγμα η καθολικότης και η ανάγκη των μαθηματικών αρχών και των λογικών περιοριζόταν στην νόηση, βάσιζαν δηλαδή την σταθερότητα τους ακριβώς στο γεγονός ότι δέν ήταν υποκείμενες στην μεταβλητότητα τού αισθητού κόσμου, παρ'όλα αυτά το συμπλήρωμα σταθερότητος που τις καθόριζε έμοιαζε να οφείλεται στα ιδιαίτερα σύνορα τής νοήσεως. Το παράδειγμα των μαθηματικών όμως έδειχνε ότι οι υποθέσεις τής γεωμετρίας δέν θα μπορούσαν να έχουν μία δική τους βάση. Στην αλήθεια μίας γεωμετρικής αποδείξεως απαιτείτο να βασισθεί στην γνώση, χωρίς καμμία βοήθεια απο την διαίσθηση ή τις σχηματισμένες φιγούρες (Πλάτων VII επιστολή, 339 d.ss).

Συνεχίζεται.

Εάν για την αυγή της ελληνικής σκέψης το όν στο σύνολό του, η Physis, δέν ήταν ένα πρωταρχικό δεδομένο, καθότι το νοείν ήταν αυτό το ίδιο ΕΝΑ το οποίο έβλεπε πολύ περισσότερα απο το αισθητό, αυτή η αστάθεια τού αισθητού έπρεπε τώρα να ξαναανακαλυφθεί. Η εμπειρία τού μηδενισμού υποχρέωσε την αναζήτηση θεμελίου : η απόφαση εκκρεμεί τώρα ανάμεσα στο όν και στο Μηδέν. Η θεμελιακή απαίτηση της μετά-φυσικής έγινε μία απόφαση η οποία επιλέγει το όν ενάντια στο Μηδέν. Εκ νέου όμως, όπως για το Ελληνικό ξεκίνημα, αυτή η θεμελίωση δέν μπορεί να είναι απλώς αντικειμενική. Απο την απόφαση η οποία απαιτείται στην ταλάντευση ανάμεσα στο όν και στο μηδέν, συνεπάγεται ότι εμείς δέν μπορούμε να ανήκουμε πλήρως σε κανένα πράγμα, ούτε στους εαυτούς μας! (Εισαγωγή στην Μεταφυσική).

 Το βλέμμα, το μεταφυσικό βλέπειν, έπρεπε να μάθει εκ νέου να βλέπει την ιδέα χωρίς να αναγνωρίζει σ'αυτή το όν. Η φιλοσοφία είναι τόσο στοχασμός τού εαυτού όσο και στοχασμός αυτού που συμβαίνει σαν αναγκαίως ακόμη άλλο: εάν αυτός είναι "πρωταρχική σκέψη της άλλης αρχής", μπορεί να είναι τέτοιος επειδή δέν σκέπτεται το ξεκίνημα, την αρχή του "σώματος", της "ψυχής" ή του "πνεύματος", αλλά ακριβώς την ίδια την αρχή της αρχής. Ο Χάιντεγκερ θα ήθελε να υπερβεί την έννοια μίας ιδιότητος η οποία λέει ΕΓΩ. Και σχετικά μ'αυτή του την πρόθεση ισχυρίζεται ότι και ο Κάντ "ήταν ήδη πολύ πιο προχωρημένος απο αυτόν τον βιολογικό φιλελευθερισμό", όταν διέκρινε το θεμέλιο τού προσώπου στην αυτονομοθέτηση, την αυτονομοθεσία. 

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ  ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ ΑΛΛΑ Η ΑΡΧΗ Η ΟΠΟΙΑ  ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΛΗΣΕΩΣ, ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: