Συνέχεια από: Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024
π.Λουδοβίκος
Κείμενο Πρώτο
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: ΛΑΚΑΝ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ*
* Διάλεξη που οργανώθηκε από το Ελληνικό Ψυχαναλυτικό Κέντρο, στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Θεσσαλονίκης, στις 10 Μαρτίου 2002.
Εισερχόμαστε λοιπόν στον Lacan, ο οποίος έχει διαβάσει Heidegger, έχει διαβάσει Husserl, έχει διαβάσει Hegel και βεβαίως έχει διαβάσει πολύ καλά Freud. O Lacan, λοιπόν, έχει διαβάσει πολύ καλά τον Hegel, την διαλεκτική Κυρίου και Δούλου λόγου χάριν, εκεί, στην “Φαινομενολογία του Πνεύματος”, που δείχνει ότι κάθε συνείδηση, η γένεση της συνειδητότητας η ίδια, έχει να κάνει με τον άλλον. Δεν είναι ένα απλό γεγονός μιάς εσωτερικής απλώς και μόνον διεργασίας. Πραγματοποιεί ο Lacan μία γενναία επέμβαση σ' αυτήν την εγωκεντρική ή ατομοκεντρική φιλοσοφική παράδοση που 'ναι τεράστια και ξεκινάει την πορεία του προτείνοντάς μας να διαβάσουμε τον Καρτέσιο ως έναν εφιάλτη. Γιατί; Διότι το εγώ, αυτό το ατομικό συνειδητό εγώ του Καρτέσιου, είναι για τον Lacan φανταστικό. Είναι κάτι που προέρχεται από μια σειρά ταυτίσεων με εικόνες ιδεατές, και ένα είδος κρυστάλλωσης ιδεατών εικόνων. Ο Lacan στην ανάπτυξη του παιδιού το συνδέει αυτό με το περίφημο στάδιο του καθρέφτη, όπου το παιδί καθρεπτίζεται όχι σ' έναν καθρέπτη οπωσδήποτε, αλλά πάντως στα μάτια της μητέρας του, και αποκτά το εγώ της αγάπης της προς αυτό. Και αυτό το εγώ βέβαια είναι ένα εγώ το οποίο αργότερα θα συναντηθεί με το συμβολικό και την τάξη του λόγου προκειμένου να γίνει ένα πραγματικό ανθρώπινο ον.
Λοιπόν, το υποκείμενο για την φροϋδική παράδοση και για τον Lacan είναι ένα ρήγμα. Ένα ρήγμα κατ' αρχήν στον λόγο: παραπραξίες, σαρδάμ, λάθη εκφοράς και άρθρωσης, όλα αυτά αποκαλύπτουν ένα υποκείμενο το οποίο ασφυκτιά κάτω από το συνειδητό εγώ και κάνει την εμφάνισή του με διάφορες κλωτσιές, όπως ακριβώς το έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, με αδιόρατο στιγμιαίο τρόπο. Έτσι, εμφανίζεται το υποκείμενο «κλωτσώντας» μέσα από τον λόγο. Λοιπόν, θα θυμάστε το αρχικό μας καρτεσιανό σχήμα. Υπάρχει το σκέπτεσθαι, υπάρχει το Είναι, ως δύο τεμνόμενοι κύκλοι, και ανάμεσά τους υπάρχει το υποκείμενο ως ένα σημείο τομής του σκέπτεσθαι και του Είναι. Ο Lacan έχει ένα άλλο πιο περίπλοκο σχήμα, το οποίο αποτελείται και πάλιν από δύο τεμνόμενους κύκλους. Ο ένας κύκλος είναι αυτός του σκέπτεσθαι, ο άλλος αυτός του Είναι, αλλά το κοινό τους διάστημα δεν είναι κοινόν, δεν είναι δηλαδή μία ταύτιση σκέψεως και Είναι, αλλά μάλλον η απουσία και των δύο. Δηλαδή είναι ένας χωρισμός: από την μία έχουμε την σκέψη, έτσι που σημαίνει ότι δεν είμαι αλλά σκέπτομαι, και εδώ είναι ο χώρος του ασυνειδήτου βέβαια, και από την άλλη, το άλλο ημικύκλιο, είναι το ψεύτικο αυτό εγώ που σας έλεγα τώρα, οπότε λες ότι σκέπτομαι και εννοείς στην πραγματικότητα πως δεν σκέπτομαι, αλλά φαντάζομαι ότι υπάρχω και μάλιστα φαντάζομαι μία σειρά προβολών. Το υποκείμενο είναι διχασμένο ανάμεσα στα δύο, σε δύο υπαρξιακές συνθήκες. Από την μια πλευρά η σκέψη ως μη-ύπαρξη, ως ασυνείδητο, από την άλλη πλευρά η ύπαρξη ως ψεύτικο φανταστικό εγώ και ως μη-σκέψη. Είναι μία θεμελιώδης διαφορά, πάρα πολύ θεμελιώδης. Καταλαβαίνετε ότι το υποκείμενο είναι αυτό που υποδηλώνεται στην πραγματικότητα ή αυτό το οποίον εμφανίζεται όταν η τομή της σκέψης και του Είναι δεν είναι απολύτως στεγανή. Εκεί ακριβώς δηλώνεται το υποκείμενο.
Λοιπόν, θα χρησιμοποιήσω τρεις εξισώσεις, οι οποίες παριστούν – ξέρετε πόσο αγαπούσε τα μαθηματικά ο Lacan – τις τρεις μεγάλες φάσεις τις οποίες διαβαίνει η συγκρότηση του υποκειμένου αυτού και εδώ θα βρούμε την επιθυμία τελικά, μετά από ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι, να λειτουργεί οντολογικά. Δηλαδή την επιθυμία να φτιάχνει, να δημιουργεί το υποκείμενο.
Η πρώτη φάση είναι αυτή που θα λέγαμε στα ελληνικά αποξένωση. Πρόκειται για το διχασμένο υποκείμενο, το οποίο αντιμετωπίζει την ύπαρξή του, το γεγονός της ύπαρξής του στην προοπτική του άλλου. Άλλος είναι το άλλο ον, το άλλο Είναι, η άλλη ύπαρξη. Δεν είναι οπωσδήποτε ο Θεός, αλλά είναι πάντα ο Άλλος, το άλλο υποκείμενο, το οποίον όμως για τον άνθρωπο έχει καταλυτική σημασία, είναι η άλλη εκείνη συνείδηση του Εγέλου, η οποία σχηματοποιεί την δική μου ύπαρξη, την ζωή μου. Λοιπόν, ο Άλλος (με Α κεφαλαίο στο εξής) παίρνει την θέση του διχασμένου υποκειμένου για να υπάρξει το υποκείμενο, αλλά το τίμημα της ύπαρξης είναι μία αποξένωση. Βέβαια ο πρώτος Αλλος είναι η μητέρα.
Στην συνέχεια υπάρχει η δεύτερη φάση που θα την έλεγα αποχωρισμό. Και εδώ η εξίσωση έχει ως αριθμητή το αντικείμενο μικρό α, και ως παρονομαστή πάλι το διχασμένο υποκείμενο. Τώρα, τι είναι αυτό το αντικείμενο μικρό α; Θα δουλέψουμε λίγο να το εξηγήσουμε, γιατί σ' αυτό ο Lacan αφιέρωσε δεκαετίες σκέψης και το ονόμασε με πολλούς τρόπους και είναι ίσως το μόνο στοιχείο για το οποίο δούλεψε τόσο πολύ.
Το αντικείμενο μικρό α θα έλεγα κατ' αρχήν ότι είναι η επιθυμία του Άλλου που έρχεται να προσδιορίσει το υποκείμενο. Ο Άλλος δεν είναι ουδέτερος, ο Άλλος είναι ον επιθυμητικό, κι αν αυτό το ον εισβάλλει μ' έναν τρόπο στην συνείδησή μου, εισβάλλει ως επιθυμούν ον. Ο τρόπος με τον οποίο η μητέρα πραγματοποιεί την υποκειμενικότητά μου, είναι η επιθυμία της. Και ο τρόπος με τον οποίον επιβάλλει στο διχασμένο μου υποκείμενο την ύπαρξή της, είναι η επιθυμία της. Ας μείνουμε λίγο στο σημείο αυτό για να το εξηγήσουμε όσο μπορούμε καλύτερα.
Υπάρχει μία φράση στα γραπτά του Lacan «...η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου». Προσέξτε πως γεννιέται ο άνθρωπος, το υποκείμενο, μέσα από την επιθυμία του Άλλου. Θα φθάσουμε στην θεολογία βέβαια με όλα αυτά και αυτό είναι το συναρπαστικό, για εμένα τουλάχιστον. Λοιπόν, αυτή η φράση επιδέχεται τουλάχιστον δύο ομάδες ερμηνειών.
Θα σας αναφέρω την πρώτη ομάδα:
1ον: η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου.
2ον: η επιθυμία του ανθρώπου είναι ίδια με την επιθυμία του Άλλου.
3ον: ο άνθρωπος επιθυμεί αυτό που ο Άλλος επιθυμεί.
Δηλαδή ο άνθρωπος πρώτον μαθαίνει να επιθυμεί ως ένας Άλλος. Η επιθυμία του ανθρώπου, δεύτερον, είναι η επιθυμία του Άλλου, η επιθυμία του ανθρώπου είναι ίδια με την επιθυμία του Άλλου. Το παιδί επιθυμεί αυτό που επιθυμεί η μάνα του. Κι έτσι μπαίνει στο χώρο του ανθρώπου, γίνεται σιγά-σιγά υποκείμενο. Και τρίτον ο άνθρωπος επιθυμεί αυτό που ο Άλλος επιθυμεί. Όχι κάτι άλλο. Θέλει να αναγνωρισθεί ως άνθρωπος και ως ύπαρξη μέσα από την επιθυμία του και γι' αυτό είναι ταυτόσημη η επιθυμία του με την επιθυμία του Άλλου. Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να επιθυμεί ως ένας Άλλος. Από θεολογικής πλευράς αυτό βέβαια είναι σημαντικότατο.
Χρειάσθηκε να περάσουν χρόνια και να διαβάσω τον Μάξιμο τον Ομολογητή, για να καταλάβω, για να νοιώσω το σκίρτημα πίσω από την διατύπωση αυτή, της καταπληκτικής έννοιας του «ομοουσίου». Η θεολογική έννοια του ομοουσίου μας λέγει ότι υπάρχουν στο Θεό τρία πρόσωπα και ότι υπάρχει παρά ταύτα εδώ μία κοινή συνείδηση, μία ύπαρξη. Θα το εξηγήσω όμως αυτό σε λίγο.
Αφού ισχύει αυτή η πρώτη ομάδα προτάσεων, υπάρχει και μία δεύτερη ομάδα προτάσεων, που εξηγεί συμπληρωματικά την πρώτη.
α) Η επιθυμία του ανθρώπου είναι να τον επιθυμήσει ο Άλλος.
β) Ο άνθρωπος επιθυμεί την επιθυμία του Αλλου γι' αυτόν.
Κοιτάξτε πως συγκροτείται το υποκείμενο, μ' έναν τρόπο που μας δένει βαθύτατα και οντολογικά με τον Άλλο.
Θα έλεγα ότι όλες οι διατυπώσεις που είδαμε προηγουμένως στο επίπεδο της διυποκειμενικής φιλοσοφίας δεν με πείθουν, διότι έχουν πολλή περιπάθεια και πολύ ναρκισσισμό. Έχω και προσωπικά κάνει κριτική στον Buber και στον Levinas, ακριβώς διότι δεν με πείθουν. Δεν με πείθουν υπό την έννοιαν ότι ο περιπαθής ναρκισσισμός και ο ερωτισμός του μεσοπολέμου, της Μπελ Επόκ, ήταν ακριβώς η κατάλληλη ατμόσφαιρα για να δημιουργηθεί αυτή η αθροιστική, ναρκισσική αντίληψη για τον Άλλο, ο οποίος είναι χρήσιμος μόνον στον βαθμό που οικοδομεί το υποκείμενό μου και μετά, όπως λέγει ξεκάθαρα ο Buber, σβήνει, χάνεται, δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει ή όχι. Δηλαδή στον Buber δεν υπάρχει οντολογικά ο Αλλος εντός μου. Νομίζω μάλιστα πως συμβαίνει το ίδιο ακόμη και στον Levinas. Ο Άλλος μου χρειάζεται ναρκισσιστικά, τον χρησιμοποιώ σε μία στιγμή, αλλά το όλο θέμα μένει στο επίπεδο του φαντασιακού, στο στάδιο του καθρέπτη. Δηλαδή αναγνωρίζομαι στην ναρκισσική μου, φανταστική πληρότητα, στα μάτια του αγαπημένου ή της αγαπημένης, τον αθροίζω στην δική μου ατομικότητα, γίνεται επομένως κι αυτός ένα στοιχείο της φανταστικής μου εικόνας, αλλά δεν αποτελεί στοιχείο της οντολογικής μου ταυτότητας, ούτως ώστε αυτή να είναι αδιανόητη χωρίς αυτόν. Ο Lacan όμως με πείθει προσωπικά, με πείθει βαθύτατα ότι είναι αδύνατο χωρίς τον Άλλο να υπάρξει υποκείμενο. Είναι οργανικά αδύνατον ακριβώς διότι η επιθυμία του ανθρώπου είναι να τον επιθυμήσει ο Άλλος ή ο άνθρωπος επιθυμεί την επιθυμία του Άλλου γι' αυτόν. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό σημαίνει μόνον την επισήμανση μιάς συγκεκριμένης οντολογίας, όχι όμως και την κατόρθωσή της, φυσικά. Καμμιά ψυχανάλυση δεν επαρκεί από μόνη της για να μας βγάλει εκτός ενός υποκειμενισμού ο οποίος στην διαλεκτική της Επιθυμίας δεν αναγνωρίζει τίποτε περισσότερο από το παιχνίδι της αναζήτησης Ισχύος και όχι κάποιο γνήσιο άνοιγμα προς τον άλλον. Αυτό είναι νομίζω το έργο της θεολογίας...
XΩΡΙΣ ΠΑΤΕΡΑ. Η ΠΡΩΤΗ ΠΗΓΗ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ COGITO ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ. ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΕΓΩ, Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΣΑΝ ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ. ΟΥΣΙΑΣΤIΚΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΝΟΥ, ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟ. ΟΛΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΓΛΥΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝΙΤΗ. ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου