Συνέχεια από : Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024
ΚΕVIN CORRIGANΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΣ
«Substance» είναι ο Λατινικός όρος τού Ελληνικού ουσία. Δυστυχώς ο όρος αυτός τείνει να σημαίνει κάτι τό οποίο «βρίσκεται κάτω» από το φαινόμενο, το οποίο όμως στά Ελληνικά είναι το υποκείμενο, και στά Λατινικά το substratum, πού είναι ακριβώς αυτό πού κείται κάτω από τα φαινόμενα, συγκεκριμένα ύλη ή μορφοποιημένη ύλη, δηλ. ουσία.
Ουσία κατ’αρχάς στά Ελληνικά σήμαινε υλικό «πράγμα», δηλ πράγματα πού μπορείς να κρατήσεις στά χέρια σου, χειροπιαστά. Γιά τον Πλάτωνα όμως κατέληξε να σημαίνει την νοητή πραγματικότητα, η οποία είναι «πραγματικώς πραγματικά» πράγματα τών οποίων τα υλικά είναι μόνον αντανακλάσεις της πραγματικής πραγματικότητος. Γιά τον Αριστοτέλη αντιθέτως, οι πρώτες ουσίες είναι ατομικά πράγματα «αυτό το σκυλί, αυτός ο άνθρωπος», τών οποίων οι δεύτερες ουσίες (π.χ. λογική ή άλογη ζωϊκότης) είναι οι έννοιες με τίς οποίες ορίζουμε αυτά τα ατομικά πράγματα.
Μπορούμε όμως επίσης να δούμε τα άτομα όχι μόνο με τούς όρους τής ύλης ή με τα μορφoποιημένα σύνθετα ύλης τα οποία βλέπουμε και πιάνουμε, αλλά επίσης με τούς όρους της μορφής τους, τής φόρμας τους, ή ακριβέστερα την οργανωτική αρχή μέσα τους η οποία τούς επιτρέπει να είναι αυτό πού είναι, δηλ. την ψυχή. Γιά τον Αριστοτέλη, σε πολλά σημεία τού έργου του, η ουσία είναι και τα δύο και τα ατομικά πράγματα και οι φόρμες πού κάνουν αυτά να είναι αυτό που είναι (π.χ. οι κατηγορίες και αντιστοίχως στα μεταφυσικά 7-8).
Ο Γρηγόριος –μετά τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο– κρατά αυτή την ιστορική εικόνα συγκεντρωμένη σάν να είναι οι δυό πλευρές τού ιδίου νομίσματος. Στήν μία πλευρά, οι ουσίες είναι ατομικές πραγματικότητες (ο Πέτρος, ο Παύλος...), αλλά είναι άτομα επειδή από την άλλη πλευρά τού νομίσματος, η κοινή τους φύση και η ολοκληρωμένη τους πραγματικότης έρχονται άνωθεν, συγκεκριμένα από τον Θεό. Γι' αυτό και ο όρος «Substance» είναι στ’αλήθεια η πιό λανθασμένη μετάφραση τής ουσίας, διότι εισάγει κάτι το οποίο είναι ξεχωρισμένο, το οποίο βρίσκεται κάτω από τα φαινόμενα, ενώ γιά τον Γρηγόριο ουσία είναι η κοινότης όλων τών όντων η οποία «υπέρκειται» τών ατομικών πραγμάτων, η οποία προέρχεται αμέσως από την υπερκείμενον αιτία, συγκεκριμένα από την Τριάδα (περί ψυχής και αναστάσεως 124b).
Στήν ανθρώπινη αντίληψη/κατανόηση, υπάρχει ένα είδος χάσματος ρήγματος ανάμεσα στά ατομικά πράγματα πού βλέπουμε και στήν υπερκείμενη πραγματικότητα η οποία κάνει τα άτομα αυτά πού είναι. Εντελώς λανθασμένα εκλαμβάνουμε αυτή την υπερκείμενη πραγματικότητα σάν θεωρητική και αφηρημένη. Έτσι υπάρχει ένα είδος χάσματος ή αποστάσεως ανάμεσα στίς δύο πλευρές τού νομίσματός μας. Μόνον στό Θεό δέν υπάρχει απόσταση, διάλειμμα ανάμεσα στά ιδιαίτερα πρόσωπα και στήν κοινή τους πραγματικότητα ή ουσία.
Αυτό το διάστημα είναι πολύ βασικό στήν θεολογία τού Γρηγορίου. Όλα τα κτιστά όντα χαρακτηρίζονται από αυτή την απόσταση, τό διάκενο. Μόνον ο Θεός είναι «αδιάστατος φύσις».
Αμέθυστος
Ουσία κατ’αρχάς στά Ελληνικά σήμαινε υλικό «πράγμα», δηλ πράγματα πού μπορείς να κρατήσεις στά χέρια σου, χειροπιαστά. Γιά τον Πλάτωνα όμως κατέληξε να σημαίνει την νοητή πραγματικότητα, η οποία είναι «πραγματικώς πραγματικά» πράγματα τών οποίων τα υλικά είναι μόνον αντανακλάσεις της πραγματικής πραγματικότητος. Γιά τον Αριστοτέλη αντιθέτως, οι πρώτες ουσίες είναι ατομικά πράγματα «αυτό το σκυλί, αυτός ο άνθρωπος», τών οποίων οι δεύτερες ουσίες (π.χ. λογική ή άλογη ζωϊκότης) είναι οι έννοιες με τίς οποίες ορίζουμε αυτά τα ατομικά πράγματα.
Μπορούμε όμως επίσης να δούμε τα άτομα όχι μόνο με τούς όρους τής ύλης ή με τα μορφoποιημένα σύνθετα ύλης τα οποία βλέπουμε και πιάνουμε, αλλά επίσης με τούς όρους της μορφής τους, τής φόρμας τους, ή ακριβέστερα την οργανωτική αρχή μέσα τους η οποία τούς επιτρέπει να είναι αυτό πού είναι, δηλ. την ψυχή. Γιά τον Αριστοτέλη, σε πολλά σημεία τού έργου του, η ουσία είναι και τα δύο και τα ατομικά πράγματα και οι φόρμες πού κάνουν αυτά να είναι αυτό που είναι (π.χ. οι κατηγορίες και αντιστοίχως στα μεταφυσικά 7-8).
Ο Γρηγόριος –μετά τον Πλωτίνο, τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο– κρατά αυτή την ιστορική εικόνα συγκεντρωμένη σάν να είναι οι δυό πλευρές τού ιδίου νομίσματος. Στήν μία πλευρά, οι ουσίες είναι ατομικές πραγματικότητες (ο Πέτρος, ο Παύλος...), αλλά είναι άτομα επειδή από την άλλη πλευρά τού νομίσματος, η κοινή τους φύση και η ολοκληρωμένη τους πραγματικότης έρχονται άνωθεν, συγκεκριμένα από τον Θεό. Γι' αυτό και ο όρος «Substance» είναι στ’αλήθεια η πιό λανθασμένη μετάφραση τής ουσίας, διότι εισάγει κάτι το οποίο είναι ξεχωρισμένο, το οποίο βρίσκεται κάτω από τα φαινόμενα, ενώ γιά τον Γρηγόριο ουσία είναι η κοινότης όλων τών όντων η οποία «υπέρκειται» τών ατομικών πραγμάτων, η οποία προέρχεται αμέσως από την υπερκείμενον αιτία, συγκεκριμένα από την Τριάδα (περί ψυχής και αναστάσεως 124b).
Στήν ανθρώπινη αντίληψη/κατανόηση, υπάρχει ένα είδος χάσματος ρήγματος ανάμεσα στά ατομικά πράγματα πού βλέπουμε και στήν υπερκείμενη πραγματικότητα η οποία κάνει τα άτομα αυτά πού είναι. Εντελώς λανθασμένα εκλαμβάνουμε αυτή την υπερκείμενη πραγματικότητα σάν θεωρητική και αφηρημένη. Έτσι υπάρχει ένα είδος χάσματος ή αποστάσεως ανάμεσα στίς δύο πλευρές τού νομίσματός μας. Μόνον στό Θεό δέν υπάρχει απόσταση, διάλειμμα ανάμεσα στά ιδιαίτερα πρόσωπα και στήν κοινή τους πραγματικότητα ή ουσία.
Αυτό το διάστημα είναι πολύ βασικό στήν θεολογία τού Γρηγορίου. Όλα τα κτιστά όντα χαρακτηρίζονται από αυτή την απόσταση, τό διάκενο. Μόνον ο Θεός είναι «αδιάστατος φύσις».
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου