π.Λουδοβίκος
Κείμενο Πρώτο
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ: ΛΑΚΑΝ ΚΑΙ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ*
* Διάλεξη που οργανώθηκε από το Ελληνικό Ψυχαναλυτικό Κέντρο, στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Θεσσαλονίκης, στις 10 Μαρτίου 2002.
Ευχαριστώ γι' αυτήν την πρόσκληση, να μιλήσουμε για ένα θέμα το οποίο βέβαια δεν θα εξαντλήσουμε, αλλά οπωσδήποτε θα εντυπωσιασθούμε από το εύρος του και από τον τρόπο με τον οποίον προσφέρεται, ώστε να αποτελέσει μία πολύ ουσιώδη συνάντηση της νεώτερης παράδοσης στον ψυχαναλυτικό χώρο με την θεολογία, την Ορθόδοξη πατερική θεολογία. Βέβαια αυτά τα θέματα είναι καινούργια και παρουσιάζονται με έναν τρόπο που στα αυτιά μερικών ηχεί λίγο παράξενα. Αλλά δεν πειράζει· πιστεύω άλλωστε ότι αυτά τα πρώτα βήματα θα έχουν, συν Θεώ, συνέχεια. Και πρέπει άλλωστε να συνεχίσουμε, για να καταλάβουμε τον εαυτό μας και να καταλάβουμε και τον κόσμο ακόμη καλύτερα. Για εμένα η ψυχανάλυση, από την οποίαν κάποτε ξεκίνησα, είναι μόνον ένα θεωρητικό εργαλείο. Σημαντικό πολύ, όμως, εργαλείο θεωρητικό, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να μας μάθει να επεξεργαζόμαστε με έναν τρόπο ριζικό τα ήδη ριζικά θεολογικά δεδομένα. Και, βέβαια, με τον τρόπο αυτό να εργασθούμε για να έχουμε μίαν κοινή γλώσσα κατανόησης της μετανεωτερικότητας σήμερα.
Θα ξεκινήσω από την φιλοσοφία, για να δούμε το περιβάλλον στο οποίο ανδρώθηκε ο Lacan. Όταν διάβασα τον Lacan, πριν είκοσι χρόνια, η μεγάλη ευγνωμοσύνη που ένοιωσα ήταν ότι μ' ελευθέρωσε από μία συγκεκριμένη φιλοσοφική παράδοση, η οποία, όσο κι αν είναι πολύτιμη κι όσο κι αν διαρκεί ακόμη, έχει τα μεγάλα της προβλήματα, έχει πολύ μεγάλα προβλήματα, τα οποία θα έλεγα ότι προσδιορίζουν μ' έναν απόλυτο τρόπο και την σημερινή πνευματική κατάσταση της Δύσης, της οποίας τα αδιέξοδα είναι ακόμη και σήμερα ψηλαφητά και συζητήσιμα.
Δεν θα πάω πολύ μακριά, αλλά θα ξεκινήσω από τον Καρτέσιο που τόσο τον αγαπούμε όλοι: Τον Καρτέσιο ο οποίος επιφέρει πραγματικά μίαν επανάσταση στον χώρο της φιλοσοφίας και εφευρίσκει το νεώτερο υποκείμενο (όχι, φυσικά, εκ του μηδενός – η αυγουστίνεια σχετική παράδοση συνεχίζει υπόρρητα εδώ τη διαδρομή της). Ο Καρτέσιος, του οποίου όλοι ξέρετε την φαυλοκεντρική φράση «Cogito ergo sum» («σκέπτομαι άρα υπάρχω»), δηλαδή την φράση που τοποθετεί την αλήθεια στον χώρο της υποκειμενικότητας. Όχι όπως είναι στον Πλάτωνα η στους Στωικούς, εκτός του υποκειμένου, αλλά εντός του υποκειμένου. Η αλήθεια είναι αυτό το οποίο εγώ σκέπτομαι, αυτό το οποίο εγώ μπορώ να προσδιορίσω ως παράγωγο της νόησής μου. Ακόμη κι ο Θεός, η οποιαδήποτε εξωτερική αλήθεια, υπάρχει διότι μπορώ να την σκεφτώ εγώ, όπως μπορώ να σκεφτώ ένα τρίγωνο κι αυτό σημαίνει ότι το τρίγωνο υπάρχει.
Αυτό δημιουργεί μίαν επανάσταση, διότι για πρώτη φορά αποσυνδέει το υποκείμενο από τις κεκτημένες παραδοσιακές και ομαδικές αλήθειες και συνιστώσες. Αυτό κάποιοι άγγλοι ιστορικοί της φιλοσοφίας το ονόμασαν τελευταία detached self, αποσυνδεδεμένο εαυτό. Είναι ένα ψυχικό υποκείμενο (και το εγώ το φροϋδικό κατάγεται από τέτοιου είδους «ψυχικότητα»), μία απόλυτη ψυχική ύπαρξη, η οποία θέτει υπό την κρίση της οποιεσδήποτε παραδόσεις και αλήθειες και είναι αποσυνδεδεμένη από οτιδήποτε δεν είναι σκέψη, προσωπική της, ατομική σκέψη.
Όπως το παρουσιάζει ο Lacan, το καρτεσιανό υποκείμενο προέρχεται από δύο κύκλους οι οποίοι τέμνονται. Πέστε ότι ο ένας είναι ο κύκλος της «σκέψης» και ο άλλος ο κύκλος του «Είναι». Αυτοί οι δύο κύκλοι, αν τους βάλουμε μαζί, τέμνονται σ' ένα σημείο. Αυτό το σημείο τομής είναι το υποκείμενο. Είναι ο χώρος που συμπίπτει το Είναι και το σκέπτεσθαι. Θα δούμε μετά πόσο διαφορετικό είναι το λακανικό υποκείμενο.
Έρχεται στη συνέχεια ο John Locke, στον οποίο αποδίδουν την άποψη του punctual self, του σημειακού εαυτού, του εαυτού-σημείο, ο οποίος είναι τόσο πολύ πιά υπερεξηρμένος πάνω από παραδόσεις, από ομαδικότητες, από όλα αυτά, ούτως ώστε η υπερέξαρση αυτή γεννά μία καταπληκτική πηγή δύναμης και δημιουργικότητας στην μεταμεσαιωνική δύση. Είναι ένα υποκείμενο το οποίο θέτει υπό την κρίση του όλες τις παραδόσεις, καθότι είναι ανεξάρτητο από την ομάδα, εντελώς ανεξάρτητο από οποιοδήποτε περιορισμό. Αυτό κορυφώνεται στον Kant, με την περίφημη «κατηγορική προσταγή», διά της οποίας αυτός μεταφέρει τα ηθικά κριτήρια μέσα στο ίδιο το άτομο. Η ηθική δεν είναι αυτό που μου λέει η ομάδα ότι είναι καλό, η ηθική είναι αυτό που εγώ αποφασίζω μόνος μου ότι είναι καλό. Αυτή είναι η περίφημη κατηγορική προσταγή που ζητά να πράττεις με τρόπο ώστε να μπορεί αυτή η πράξη να γίνει καθολικός νόμος για όλους τους ανθρώπους. Αλλά το να αποφασίζεις εσύ, αυτό είναι μία καθαρή ηθικότητα. Δηλαδή το να αποφασίζεις όχι σύμφωνα με τις συνθήκες, αλλά ανάλογα με αυτό το οποίο εσύ προσδιορίζεις ως ηθικό. Καταλαβαίνετε πως έτσι έχουμε ένα υπερεξηρμένο ατομικό ή ατομοκεντρικό υποκείμενο. Είναι αυτά, εν ολίγοις, τα θεμέλια του νεώτερου ατομισμού.
Στη συνέχεια έχουμε μία κίνηση από τον Herder και την ομάδα Sturm und Drag, και τον Έγελο στην κορυφή, όπου προσθέτει σ' αυτό το ψυχικό υποκείμενο, την φύση, την σωματικότητα την ξεχασμένη, οπότε η ατομικότητα πλαισιώνεται με μίαν ατομική δυνατότητα μετοχής στην φύση και στον κόσμο. Αυτή η δυνατότητα μετοχής στην φύση και στον κόσμο κάνει ώστε να είμαι προσωπικά, όπως έλεγε ο Rousseau, και μία Εκφανση, ως άτομο, ολόκληρου του κόσμου. Είμαι δηλαδή κάποιος στον οποίον ο κόσμος ολόκληρος ευρίσκει μία μοναδική έκφρασή του. Έτσι, το άτομο απολυτοποιείται ακόμη πιο πολύ, έχουμε μια βαθύτερη υποκειμενοποίηση στην οποία τελικά μετέχει ο αποσυνδεδεμένος, ας πούμε, λογικός έλεγχος, αλλά και η δύναμη αυτή της φύσης σε ατομικό επίπεδο. Και αυτό το γεγονός δημιουργεί μίαν ακόμη βαθύτερη υποκειμενοποίηση του κόσμου, της σκέψης και της ηθικής και έτσι έχουμε την γέννηση του νεώτερου ατομισμού.
Ποια είναι τα δυσάρεστα αποτελέσματα της γένεσης του νεώτερου ατομισμού; Τα ξέρουμε όλοι, τα έχω συνοψίσει έτσι, πρόχειρα, για σας: η καταστροφή της παραδοσιακής κοινότητας. Δεν υπάρχει πιά η παραδοσιακή κοινότητα, διότι όλα τίθενται υπό έλεγχο και υπό αμφισβήτηση, η κοινότητα διαιρείται σε πολλούς αυτοσκοπούς, ο καθένας έχει έναν ιδιαίτερο αυτοσκοπό και πορεύεται ανάλογα. Έτσι φθάνουμε στην κατάρρευση της κοινής πηγής νοήματος, κάτι το οποίο πρόσεξε η σχολή της Φραγκφούρτης (Horkheimer, Adorno κ.λπ.). Πρόσεξε, δηλαδή, πως έτσι καταστρέφεται η κοινή πηγή νοήματος, δεν έχουμε μία κοινή κοινωνικότητα η οποία θα μπορεί να μας ορίσει - κοινές ιστορικές πράξεις. Και επιπλέον έχουμε επίσης μερίκευση των κοινωνικών ρόλων και απώλεια του κοινωνικού πλήρους Είναι. Όταν λέγει ο Καστοριάδης στο έργο του “Θρυμματισμένος κόσμος” ότι ποτέ στην Δύση δεν υπήρχε οντολογία του κοινωνικού Είναι, μας τονίζει μία τραγική αλήθεια, η οποία δεν έχει προσεχθεί στην Ελλάδα, όπως και αλλού.
Και φθάνουμε τελικά σ' αυτό που λέγει ο Norbert Elias σ' ένα κείμενό του το '97 λίγο πριν πεθάνει, το «we ‘less I», το «χωρίς εμείς εγώ». Το «χωρίς εμείς εγώ» είναι ένα υποκείμενο που δεν μπορεί πια να βρει τον άλλον μέσα του κι αυτό βέβαια δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην κοινωνία, στους θεσμούς κ.λπ. Δημιουργεί μίαν ειδικού τύπου ιστορικότητα και κοινωνικότητα. Η κοινωνικότητα αυτή εκφράσθηκε πάντοτε με το κοινωνικό συμβόλαιο, ενώ σήμερα εκφράζεται με την μετανεωτερικότητα, η οποία ουσιαστικά είναι μία συρρίκνωση και της ίδιας της νεωτερικότητας και της αστικής κοινωνίας. Το μετα-νεώτερο είναι έτσι, κατά τον Daniel Bell, μία σάρωση στην κυριολεξία κάθε απελευθέρωσης που απέμεινε, και καταλήγει στην Δύση σε μία, πικρή βέβαια, αναζήτηση, στην αναζήτηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ουσιαστικά σήμερα στην Δύση το μεγάλο ζητούμενο είναι η υπαρξιακή κοινωνία.
Τώρα μπορούμε να προσθέσουμε σ' αυτό την αποτυχία της φαινομενολογίας, όπου δεν υπάρχει οντολογία της κοινωνίας. Το βλέπουμε αυτό στον Husserl για παράδειγμα. Υπάρχει το εγώ, υπάρχει ο υποκειμενικός του ορίζοντας, όπου εκεί εμφανίζονται τα άλλα εγώ, αλλά δεν ξέρω εάν αυτά τα εγώ είναι πραγματικά αληθινά ή όχι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι είναι δικές μου παραστάσεις. Έχω ένα στενό προσωπικόν εγωτικό ορίζοντα και δεν μπορώ να ξέρω αν οι άλλοι παρουσιάζονται πραγματικά στην συνείδησή μου. Δηλαδή δεν ξέρω αν είναι πραγματικοί τόσο, όσο είμαι πραγματικός εγώ ως άτομο. Όλα αυτά, λοιπόν, οδήγησαν στην μεγάλη ανακάλυψη της δι-υποκειμενικότητας.
Η δι-υποκειμενικότητα αποτελεί την μεγαλύτερη φιλοσοφική ανακάλυψη του 20ου αιώνα, ιδίως από ένα σημείο και πέρα, από την δεκαετία του 1920, κοινή ανακάλυψη και στις επιστήμες του ανθρώπου και στην φιλοσοφία. Έρχεται ο περιπαθής εκείνος Εβραίος, ο Martin Buber, με το έργο του Εγώ και Εσύ (1923) και εκεί μας μιλά για την διαλογική λεγόμενη ύπαρξη. Προβαίνει αργότερα δε και σε μία κριτική στον Heidegger, και στη θεωρία του για το μοναχικό ανθρώπινο υποκείμενο του Είναι και Χρόνος (1927) και λέγει ότι το υποκείμενο στην πραγματικότητα συνίσταται ως ένα διαλογικό Είναι. Είναι διαλογικό ως σχέση ουσίας μεταξύ Εγώ και Εσύ. Η σχέση Εγώ και Εσύ είναι έτσι το Απόλυτο. Υπάρχει ένα «ένστικτο σχέσης» στον άνθρωπο, υπάρχει ένα εσωτερικό εσύ, μία εσωτερική αναμονή του, που ενσαρκώνεται στο συγκεκριμένο εσύ της εκάστοτε συνάντησης. Δηλαδή συναντώ κάποιον και στο όνομα αυτού ή χάριν του αποκτώ υποκείμενο.[ΕΓΩ] Καταλαβαίνεται τι ρόλο παίζει εδώ η φιλία και ο έρως και η παιδαγωγική και όλα τα συναφή. Δηλαδή εγώ υποκειμενοποιούμαι για χάρη του άλλου. Όλα αυτά θυμίζουν Lacan για όσους ξέρουν και ήδη αρχίζουν να υποψιάζονται.
Έτσι, το «Συ» είναι αφορμή γένεσης του «Εγώ» και η αλήθεια είναι μία αμοιβαία θεωρία του «Εγώ» και του «Εσύ». Το Εγώ κοιτάζει το Εσύ και βρίσκει τον εαυτό του, το Εσύ κοιτάζει το Εγώ και βρίσκει τον εαυτό του.
Στον Levinas ολοκληρώνεται αυτή η προοπτική, με το έργο “Ολότητα και Άπειρο”. Η ολότης είναι μία καταστροφική του προσώπου συνολικότητα μέσα στην κτίση. Κάποιος κατευθύνεται όπου θέλουν οι ηγήτορες, η εκάστοτε αυτή ολοκληρωτική κοινωνικότης, αλλά κάποια στιγμή ανακαλύπτει τον πραγματικόν άλλον και το γεγονός αυτό του δημιουργεί μίαν έξοδο, μιάν εξωτερικότητα, μιάν έξοδο προς το άπειρο της ατομικής προσωπικής σχέσης πλέον με τον άλλον, ως ομηρία στον άλλον, ως ηθική ευθύνη για τον άλλον. Βρίσκει τον πραγματικό άλλον και αυτό τον βγάζει από την απρόσωπη ολότητα του Είναι.
Έτσι, μέσω μιάς αναχώνευσης της μετά τον Hegel φιλοσοφικής παράδοσης, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης και η Βιβλική κληρονομιά –ο Buber και ο Levinas είναι Εβραίοι– «ανακαλύφθηκε» η «δι-υποκειμενικότητα». Και θέλω να τονίσω πως είναι πολύ σημαντικό μετά από πολλούς αιώνες υπερβατικού εγώ, εγωλογικού ιδεαλισμού, εμπειρισμού, όπως θέλετε πέστε το –υποκειμενικός ιδεαλισμός, αντικειμενικός ιδεαλισμός, θα μπορούσαμε να συζητούμε για ώρα τώρα, για να δούμε φιλοσοφικά πόσος αγώνας έγινε για να στηριχθεί στο υποκείμενο όλη αυτή η φιλοσοφία– να ανακαλύπτεται η δι-υποκειμενικότητα, η χαραυγή του άλλου, η εμφάνιση δηλαδή του άλλου στην οντολογία.
Ο Lacan συγγενεύει με αυτού του είδους την τομή. Προέρχεται από αυτήν την παρέμβαση και την ολοκληρώνει μ' έναν ριζικό τρόπο.
Ὑπαρξισμός
Ὁ Ὑπαρξισμὸς εἶναι ἕνα φιλοσοφικὸ κίνημα, ποὺ γενικῶς λογίζεται ὡς μελέτη, ποὺ ἐπιδιώκει νόημα στὴν ὕπαρξη καὶ ἀναζητᾷ τὶς ἀξίες γιὰ τὸ ὑπαρκτὸ ἄτομο. Ὁ Ὑπαρξισμός, ἐν ἀντιθέσει μὲ ἄλλα φιλοσοφικὰ πεδία, δὲν συμπεριφέρεται στὸ ἄτομο ὡς ἔννοια, ἀλλ᾿ ἀποδίδει μεγαλύτερη ἀξία στὴν ἐξατομικευμένη ὑποκειμενικότητα ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικότητα. Ὡς ἀποτέλεσμα, ἐρωτήματα ἀφορῶντα στὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὑποκειμενικὴ ἐμπειρία θεωροῦνται ὑψίστης σημασίας, ὑπεράνω ἄλλων ἐπιστημονικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ἐπιδιώξεων. Ὁ Ὑπαρξισμὸς συχνὰ σχετίζεται μὲ τὸ ἄγχος, τὸν τρόμο, τὴν ἐπίγνωση τοῦ θανάτου καὶ τὴν ἐλευθερία. Στοὺς διάσημους ὑπαρξιστὲς συγκαταλέγονται οἱ Σάρτρ, Νίτσε, Κίρκεγκαρντ, Καμοὺς καὶ Χάιντεγγερ.
Ὁ Ὑπαρξισμὸς προσδίδει ἔμφαση στὴν δράση, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα, ὡς θεμελιώδη στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἀντιτίθεται δὲ καθέτως στὴν αἰτιοκρατικὴ παράδοση καὶ τὸν θετικισμό· ἐπιχειρηματολογεῖ ἐναντίον τοῦ ὁρισμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων ὄντων, εἴτε ὡς πρωταρχικῶς αἰτιοκρατικῶν, γνωστικῶν ὄντων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν πραγματικότητα πρωτίστως ὡς ἕνα γνωστικὸ ἀντικείμενο, ἢ γιὰ ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ δράση μπορεῖ ἢ ὀφείλει νὰ κανονίζεται ἀπὸ αἰτιακὲς ἀρχές, καὶ εἴτε ὡς ὄντα ποὺ μποροῦν νὰ καθορισθοῦν μὲ συμπεριφορικοὺς ὅρους, ὅπως φαίνονται ἢ μελετῶνται ἀπὸ ἄλλους. Γενικότερα, ἀπορρίπτονται ὅλοι οἱ Δυτικοὶ αἰτιοκρατικοὶ ὁρισμοὶ τοῦ ὄντος ὅσον ἀφορᾷ σὲ λογικὲς ἀρχὲς ἢ οὐσίες ἢ ὡς τὸ γενικότερο χαρακτηριστικὸ ποὺ διαμοιράζονται ὅλες οἱ ὑπάρξεις. Ὁ Ὑπαρξισμὸς τείνει νὰ θεωρεῖ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα ὡς ὑποκείμενα σὲ ἕνα οὐδέτερο, ἀντικειμενικό, συχνὰ διφορούμενο καὶ «ἄτοπο» σύμπαν, ὅπου τὸ νόημα δὲν παρέχεται ἀπὸ τὴν φυσιοκρατία, ἀλλὰ μᾶλλον μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ, ὁπωσδήποτε προσωρινῶς καὶ ἀσταθῶς, μέσω τῶν ἐξατομικευμένων δράσεων καὶ ἑρμηνειῶν.
Μολονότι ὑπάρχουν συγκεκριμένες κοινὲς τάσεις μεταξὺ τῶν ὑπαρξιστῶν στοχαστῶν, ὑπάρχουν μεταξύ τους μείζονες διαφορὲς καὶ διαφωνίες· ὅπως τὸ ὅτι ὅλοι τους δὲν υἱοθετοῦν ἢ δὲν δέχονται τὴν ἐγκυρότητα τοῦ ὅρου «ὑπαρξισμός». Στὴ Γερμανική, χρησιμοποιεῖται ἐπίσης ἡ ἔκφραση Existenzphilosophie (φιλοσοφία τῆς ὑπάρξεως).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου