Συνέχεια από: Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021
Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΣΕ ΔΙΑΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗ
ΤΟΥ PAOLO VANIN
Τα χωρία τού Παρμενίδη στον χρόνο.
Ο Πλάτων αντιμετωπίζοντας το θέμα τού Είναι και του μη-είναι τού Ενός, βρίσκεται απέναντι, από το ένα μέρος στην
πολυσημεία αυτής τής Έννοιας, από το άλλο, στις κατηγορίες τού ταυτού και τού διαφορετικού και τού παρόντος και τού γιγνόμενου. Η πρώτη θέση τού διαλόγου
(1.1), στο ένα που είναι Ένα (ταυτόν με τον εαυτό του) δείχνει πώς, όταν η
σκέψη σκέφτεται κάτι, σκέφτεται πάντοτε το διαφορετικό, διότι στην καθαρή
ταυτότητα δεν σκεφτόμαστε τίποτα! Εάν το Ένα εννοείται στην απόλυτη σημασία,
δεν δέχεται άλλο από το ίδιο (ούτε σαν ίσο με αυτό). Έτσι δεν βγάζουμε άκρη με
κανένα τρόπο: αυτό είναι η άρνηση τής πραγματικής πολλαπλότητος και αποτελεί
μία αφασική φυλακή για την σκέψη. Διότι δεν βεβαιώνεται με κανένα τρόπο (ούτε
σαν ίδιο με τον εαυτό του, καθότι θα έπρεπε να διπλασιαστεί για να μπορέσει να
ταυτοποιηθεί), δεν είναι χρονικό (διότι δεν γίνεται ποτέ διαφορετικό) και
επομένως δεν μετέχει ούτε κάν του Είναι: είναι ένα μη όν, για το οποίο δεν
μπορούμε να πούμε τίποτα!
Ήδη βρίσκουμε εδώ έναν δεσμό ανάμεσα
στο διαφορετικό, το γίγνεσθαι (διαφορετικό), την χρονικότητα και το Είναι:
αποκλείοντας λοιπόν ότι μπορεί το Είναι να εννοηθεί σαν απλή ταυτότης (καθότι
αμέσως θα συνέπιπτε με το τίποτα), πρέπει να το σκεφθούμε σαν διάρθρωση
διαφοροποιημένη μιάς πολλαπλότητος. Στις θέσεις 1.3, 1.4, 2.3, 2.4, ο Πλάτων θα
πραγματοποιήσει την διαδρομή αντίστροφα κατά κάποιο τρόπο, δείχνοντας ότι και
τα πολλά, αφαιρώντας την ενότητα, δεν Είναι. Αυτό σημαίνει ότι η
διαφοροποιημένη διακλάδωση της πολλαπλότητος πρέπει να είναι συμβατή με κάποια
έννοια, με το Ένα. Αλλά αυτό είναι εφικτό μόνον εάν το Ένα δεν παραμένει ίδιο
απλώς με τον εαυτό του (ταυτό) (δηλαδή, εάν δεν παραμένει απλώς ένα), αλλά
γίνεται διαφορετικό από τον εαυτό του (γίνεται πολλαπλότης). Αυτό το γίγνεσθαι
έχει σαν συνέπεια το Ένα να μην μπορεί να κατανοηθεί με στατικό τρόπο, αλλά
πρέπει να ερμηνευθεί με χρονικό τρόπο. Η δεύτερη θέση (1.2), λοιπόν, θα αφορά
το Ένα το οποίο, υπάρχοντας (και μάλιστα υπάρχοντας σαν κατανοητό και
βεβαιωμένο), είναι ταυτοχρόνως ένα και διαφοροποιημένη διακλάδωση τής
πολλαπλότητος, είναι δηλαδή ταυτοχρόνως ταυτόν και γίνεται άλλο και διαφορετικό
από το ίδιο.
Για την ώρα ο Πλάτων τοποθετεί την σύνδεση ανάμεσα στον χρόνο, το Είναι και την διαφορά, μέσα στο πλαίσιο τής πρώτης θέσης (1.1). Η παράγραφος 141 είναι ο τόπος αυτής της συζήτησης. Και πρώτα απ’όλα ορίζεται ο σύνδεσμος ανάμεσα, στο διαφορετικό και το γίγνεσθαι (διαφορετικό): “Τίποτε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικό από ένα άλλο πράγμα το οποίο είναι ήδη διαφορετικό. Όμως, διαφέρει από αυτό που είναι διαφορετικό, αφού ήδη υπήρξε διαφορετικό από αυτό που έγινε διαφορετικό, θα διαφέρει από αυτό που θα είναι διαφορετικό, ενώ από αυτό το οποίο γίνεται διαφορετικό ούτε υπήρξε διαφορετικό, ούτε θα διαφέρει ούτε διαφέρει, αλλά διαφοροποιείται. Δεν υπάρχει άλλη δυνατότης”. (Παρμενίδης 141 Β 3-8). Εδώ ήδη αναδύονται δύο βασικά στοιχεία: από το ένα μέρος η διαφορετικότης εννοείται, σχεδόν φαινομενολογικά, σαν σχέση που θέτει τα σχετιζόμενα (τίποτε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικό από κάτι που είναι ήδη διαφορετικό). Από το άλλο, αναδύεται ότι οι στατικές κατηγορίες κατανοήσεως του χρόνου (παρελθόν, παρόν, μέλλον) δεν είναι επαρκείς για να λογαριάσουν το γίγνεσθαι (και είναι αδύνατο εκείνο, που τώρα γίνεται διαφορετικό, να θεωρηται ότι έχει γίνει ή μέλλει να γίνει ή είναι διαφορετικό αλλά πρέπει να συνεχίζει τη γένεσή του και άλλως ούκ είναι). Αυτή η διαφοροποποίηση (αλλά γίγνεσθαι) δεν είναι ήδη μία παρούσα διαφορά, δεν υπήρξε ή θα είναι τέτοιο (ή καλύτερα δεν μπορεί να κατανοηθεί σαν μελλοντική διαφορά το γίγνεσθαι): δεν είναι λοιπόν στο εσωτερικό εκείνων που ονομάζει ο Χάιντεγκερ ενδοχρονικά (παρελθόν, παρόν και μέλλον ειδωμένα στην παρουσία τους) δυνατόν να κατανοηθεί το γίγνεσθαι, αλλά η κατανόησή του απαιτεί κάτι που να είναι “έξω” από τον χρόνο και να θεμελιώνει τον χρόνο τον ίδιο. Αυτή η συνθήκη θα υποδειχθεί από τον Πλάτωνα σαν εξαίφνης, στιγμή. Θα δούμε πώς ο Χάιντεγκερ για να διατυπώσει την δική του έννοια της στιγμής, παίρνει πολλά από το Πλατωνικό εξαίφνης.
Η σχέση ανάμεσα στον χρόνο και το
γίγνεσθαι υπογραμμίζεται από τον Πλάτωνα με τον ακόλουθο τρόπο: “Επομένως είναι
ανάγκη όπως φαίνεται, απ’όσα υπάρχουν μέσα σε χρόνο και μετέχουν σ’αυτόν, να
έχει το καθένα απ’αυτά και την ίδια με τον εαυτό του ηλικία και συγχρόνως να
γίνεται και πρεσβύτερο και νεώτερο από τον εαυτό του! (έκαστον αυτών την αυτήν
τε αυτό αυτώ ηλικίαν έχειν και πρεσβύτερόν τε αυτού άμα και νεώτερον γίγνεσθαι. 141 C 8- D 3)”. Έχουμε λοιπόν στον Παρμενίδη τον ακόλουθο ορισμό
του “Είναι στον χρόνο”: καθώς είναι καθαυτά σύγχρονα, να γίνουμε πιο γέροι από
τον εαυτό μας, γινόμαστε πιο νέοι από τον εαυτό μας! Αυτή η θέση, παράδοξη για
μία σκέψη συνηθισμένη να ευθυγραμμίζει σε ακολουθία παρελθόν, παρόν και μέλλον,
θα προσληφθεί πλήρως από τον Χάιντεγκερ, όταν σκέφτεται τον χρόνο σαν εκστατική
ενότητα, στην οποία καθένας από τους τρείς χρόνους είναι τέτοιος μόνον καθόσον
αυτός ο ίδιος είναι μαζί και οι άλλοι δύο.
Πάντοτε στην ίδια παράγραφο (141 C) ο Πλάτων υπογραμμίζει και τον σύνδεσμο ανάμεσα στον χρόνο και το Είναι:
“Εί άρα το έν μηδαμή μηδενός μετέχει χρόνου, ούτε ποτέ γεγόνει ούτε εγίγνετο
ούτ ήν ποτέ, ούτε νύν γέγονεν ούτε εγίγνετο ούτ’ην ποτέ, ούτε νύν γέγονεν ούτε
γίγνεται ουτ’ έστιν, ούτ’ έπειτα γενσεται ούτε γενηθήσεται ούτ’ έσται.
Αληθέστατα. Το Εν λοιπόν δεν μετέχει με κανένα τρόπο στην ουσία (Είναι), διότι
υπάρχει εκτός από τα παραπάνω κανένας άλλος τρόπος κατά τον οποίο θα μπορούσε
το έν να μετέχει στην ουσία; Δεν υπάρχει. Και αμέσως μετά (142 Α) “επομένως το
Έν δεν είναι εν και δεν υπάρχει: Εκείνο όμως που δεν υπάρχει μπορεί να έχει
κάποιο κατηγόρημα (τί) που είναι σ’εκείνο ή απ’εκείνο. Δεν είναι δυνατόν.
Ουδ’άρα όνομα εστιν αυτώ, ουδέ λόγος (ορισμός) ούδέ τις επιστήμη (γνώση) ούτε
αίσθηση ούτε δοξασία (γνώμη)”.
Εδώ οι
εννοιολογικοί δεσμοί είναι πολλοί. Ο Πλάτων δεν μας έχει πει ακόμη τί πράγμα
εννοεί σαν “Είναι” (σ’αυτό αφιερώνεται η δεύτερη θέση) αλλά η ανάλυση του Ενός,
εννοημένου σαν απολύτου, σαν καθαρή ταυτότης μ’αυτό, τον οδήγησε να το απωθήσει
σαν μία κενή λέξη, αντί για την υπέρτατη αλήθεια, όπως προσπάθησαν να το
εννοήσουν οι Ελεάτες. Έτσι λοιπόν όταν σκεφτόμαστε το Είναι, δεν είναι δυνατόν
να το σκεφθούμε ούτε σαν απλή ταυτότητα, καθότι σκεφτόμαστε πάντοτε μία διαφορά
(οποιαδήποτε τοποθέτηση λέει μία διαφορά), ούτε αφαιρώντας το από τον χρόνο,
καθότι χάνεται πάντοτε σαν παρελθόν, παρόν ή μέλλον (ή σαν γίγνεσθαι). Είναι
σημαίνει εδώ “Είναι στον χρόνο” ενώ αποκλείεται καθώς άρρητο και ασύλληπτο, η
πιθανή σημασία του σαν “αιώνιου Είναι”.
Αυτή η ερμηνεία, η οποία υποστηρίχθη
στην θέση 1,1 είναι ακόμη αμφίβολη, διότι δεν κατανοείται πώς υπάρχει η ανάγκη
αποκλεισμού της ερμηνείας του Είναι σαν ολότης διακλαδούμενη στις διαφορές της
και παρ’όλα αυτά αιώνια. Αυτή η οδός, η οποία εδώ δεν αποκλείεται εντελώς, αλλά
δεν διασχίζεται επίσης, θα αναπτυχθεί στον Σοφιστή. Στον Παρμενίδη αντιθέτως
είναι απαραίτητο για τον Πλάτωνα να σκεφθεί ότι εάν το Ένα δεν εννοείται με
απόλυτη σημασία, πρέπει να το ερμηνεύσουμε σαν γιγνόμενο άλλο από αυτό
(πολλαπλό) και γι’αυτό με χρονική σημασία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
4 σχόλια:
Ποια είναι η διαφορά Ενός και Είναι;
Tό Εν δίνει τήν ενότητα τής πολλαπλότητος, τών πολλών. Καί τήν δυνατότητα τής σκέψης, τού νοήματος, διότι σκεφτόμαστε τήν διαφορά.Αυτό εκφράζει ο Παρμενίδης λέγοντας ταυτόν γάρ νοείν τε καί είναι. Τό Εν όμως δέν είναι,διότι θά καταργούσε τήν διαφορά, τά πολλά. Τό είναι νοηματοδοτεί τήν κίνηση τό έν είναι ακίνητο. Ο λόγος λοιπόν είναι τρείς ομόκεντροι κύκλοι όπου στό κέντρο βρίσκεται τό εν, στόν επόμενο κύκλο τό είναι πού γεννά τήν διαφορά, τά πολλά καί στήν περιφέρεια τά πολλά, η πολλαπλότης. Ο Αριστοτέλης μίλησε γιά τό είναι πολλαχώς λεγόμενον, στό οποίο υπονοείται τό εν.Ο άνθρωπος καί ένας άνθρωπος είναι τό ίδιο καί οι κατηγορίες του εξασφαλίζουν τήν ενότητα τών πολλών.
Πως το Εν δίνει την ενότητα της πολλαπλότητας όντας ακίνητο;
Μέ τούς τρείς ομόκεντρους κύκλους.
Δημοσίευση σχολίου