Συνέχεια από: Τρίτη 25 Μαρτίου 2025
ΙΜΑΤΙΑ ΦΩΤΟΣ ΑΡΡΗΤΟΥ
ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
Σταύρος Γιαγκάζογλου - Το πρόσωπο στην περί Αγίας Τριάδος θεολογία του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά (4η συνέχεια)
Χριστολογικός ενεργητισμός
Η Χριστολογία αποβαίνει η βασική κλείδα για την κατανόηση της περί ενεργειών θεολογίας του Παλαμά, η οποία εκκεντρίζεται στην Τριαδολογική σημαντική του προσώπου. Με βάση το χριστολογικό ενεργητισμό, όπως αποκρυσταλλώθηκε τελικά στο θεολογικό αγώνα του αγίου Μαξίμου Ομολογητή, ο Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί τον όρο «ενυπόστατον» μέσα από τη νέα ερμηνεία που προέκυψε από το χριστολογικό δόγμα. Στις δυό φύσεις του Χριστού, τη θεία και την ανθρώπινη, έχουμε δυό φυσικές θελήσεις, δυό φυσικές ενέργειες. Τα φυσικά αυτά ιδιώματα δεν ταυτίζονται με τις φύσεις, ούτε είναι υποστατικά, μολονότι ενυποστασιάζονται από το μοναδικό Πρόσωπο του Χριστού. Το πρόσωπο του Υιού εισέρχεται στην ιστορία του κτιστού, δίχως καμιά τροπή στη θεία του φύση;;;, που παραμένει αναλλοίωτη και υπερβατική εξαιτίας της διάκρισης ουσίας και ενεργειών. Με τον τρόπο αυτό της προσωπικής και όχι της φυσικής ανάληψης της ανθρωπίνης φύσεως, ο ένσαρκος Λόγος ενυποστασιάζει και τη θέληση και ελευθερία του ανθρώπου, καθόσον οι φύσεις δεν ενεργούν από μόνες τους. Εν Χριστώ ο Θεός δεν είναι δύναμη απρόσωπη και συμπαντική ή ουσία αναγκαστικά απρόσωπη, αλλά προσωπική ζωή που αποβαίνει πηγή ανεξάντλητη ζωής και χάριτος για την κτίση και την ανθρωπότητα.
Το ενυπόστατο των ακτίστων ενεργειών
Αντίθετα από τις αιτιάσεις των επικριτών της «παλαμικής» σκέψεως, η χριστολογική θεμελίωση της διάκρισης ουσίας και ενεργειών, καταδεικνύει ότι οι άκτιστες ενέργειες δεν είναι απρόσωπες εκφάνσεις της υπερβατικής θεότητας που πανθεϊστικά αντικαθιστούν και συσκοτίζουν το σωτηριολογικό ρόλο των Τριαδικών Υποστάσεων. Αντίθετα, η περί ενεργειών πατερική διδασκαλία προϋποθέτει και αναδεικνύει το οικονομικό έργο των θείων Υποστάσεων που φανερώνονται ενεργητικά και αποτελούν κυριολεκτικά την αιτία της υπαρξης αλλά και της έκφανσης των Τριαδικών ενεργειών.
Αν οι άκτιστες ενέργειες είναι κοινές και στα Τρία Πρόσωπα τούτο οφείλεται στο ότι είναι ιδιώματα της κοινής φύσεως που ενυπάρχουν και ενυποστασιάζονται από τις Τριαδικές Υποστάσεις. Έχοντας κληρονομήσει μια πλούσια γραμματεία γύρω από τον όρο «ενυπόστατον» και «αυθυπόστατον», ο άγιος Γρηγόριος διακρίνει τις θείες Υποστάσεις ως αυθυπόστατες από τις ενέργειες· οι τελευταίες είναι ανυπόστατες και ανύπαρκτες καθ' εαυτές, υπαρκτές και ενυπόστατες, όμως, όταν ενθεωρούνται στην Τρισυπόστατη φύση. Ο ενυπόστατος αυτός χαρακτήρας των θείων ενεργειών αποτελεί προϋπόθεση για την ορθή κατανόηση σύνολης της ησυχαστικής διδασκαλίας του Παλαμά. Ο δυναμισμός και ο πλούτος της θείας φύσεως εκφαίνεται προσωπικά διά των ενυπόστατων ενεργειών προς την κτίση και την ιστορία της σωτηρίας. Η θεία ουσία συνιστώντας την αιτία και πηγή των ενεργειών δεν αποκλείει αλλά προϋποθέτει, ως Τρισυπόστατη, τον προσωπικό ενυπόστατο χαρακτήρα της. Ο ρόλος των Υποστάσεων αναδεικνύεται καθοριστικός στην ενεργητική έκφανση της θείας ουσίας. Έτσι τα θεία πρόσωπα είναι οι δυναμικοί φορείς που ενεργοποιούν ελεύθερα την παντοδυναμία της θείας ουσίας, αποκαλύπτοντας την προσωπική της ύπαρξη. Η άκτιστη ενέργεια προϋποθέτει και φανερώνει τις Υποστάσεις.
Καταλήγοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε τον διττό χαρακτήρα του ενυπόστατου των θείων ενεργειών. Το «ενυπόστατον» των ακτίστων ενεργειών κατά τον Παλαμά, θεμελιώνεται οντολογικά στην Τριαδολογία και όχι βεβαίως, στην ανθρωπολογία. Το ότι η θεία ενέργεια ενυπάρχει και ενυποστασιάζεται και στα ανθρώπινα πρόσωπα τούτο γίνεται κατά χάριν και δωρεάν. Ο Παλαμάς πουθενά στα έργα του δεν παρουσιάζει το «ενυπόστατον» των ακτίστων ενεργειών απλώς και μόνον επειδή έχει ατομικό «υποστάτην» τον άνθρωπον.
«Καὶ τοίνυν ἡ τοιαύτη θεία καὶ οὐράνιος ζωὴ τῶν θεοπρεπῶς ζώντων ἐν τῷ μετέχειν τῆς ἀχωρίστου τοῦ πνεύματος ζωῆς, ὅτε δωρεὰ θεοποιὸς τοῦ διδόντος πνεύματος ἥκιστα χωριζόμενη, ..., ἀνυπόστατός γε μήν, οὐχ ὡς αὐθυπόστατος, ἀλλ᾿ ἐπεὶ εἰς ἄλλου ὑπόστασιν τὸ πνεῦμα προΐεται αὐτὴν, ἐν ᾗ καὶ θεωρεῖται» (Τριάδες 3, 1, 9, σ. 623).
Οι Υποστάσεις της Αγίας Τριάδος αναλαμβάνοντας ιδιαίτερο έργο η κάθε μία, κοινοποιούν την ενυπόστατη και φυσική θεοποιό ενέργειά τους προς τους αγίους ως σε συγκεκριμένες ανθρώπινες υποστάσεις. Η οικείωση της ενυπόστατης θείας ενέργειας πραγματοποιείται προσωπικά και χαρισματικα. Σε καμιά περίπτωση η μετοχή αυτή δεν είναι φυσική από την πλευρά του ανθρώπου. Δίχως οποιαδήποτε σύγχυση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, κατά τη χαλκηδόνια διαλεκτική του κτιστού και ακτίστου, η θεία ενέργεια είναι μεταβιβάσιμη μόνο διαμέσου Υποστάσεων, προσωπικά, και τούτο διότι κατέχεται, εκδηλώνεται και γνωρίζεται μόνο διαμέσου των θείων Υποστάσεων. Οι άκτιστες ενέργειες αποστέλλονται από τα θεία Πρόσωπα στα ανθρώπινα Πρόσωπα.
ΤΕΛΟΣ
ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ. ΤΙ ΚΡΙΜΑ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ Ο ΠΟΛΛΑ ΥΠΟΣΧΟΜΕΝΟΣ ΣΑΝ ΝΕΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΟ, ΧΩΡΙΣ ΕΡΕΥΝΑ, ΤΗΝ ΕΠΑΡΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ.
ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΣΙΑ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΟΥΣΙΟΣ.
«Η θεολογία λοιπόν άλλα μεν παραδίδει υπό μορφή ενώσεων, άλλα δε υπό μορφή διακρίσεων· και δεν είναι θεμιτό ούτε τα ενωμένα να διαιρούμε ούτε τα διακεκριμένα να συγχέουμε» Διότι ο Θεός είναι και ών και μη ών, πανταχού και πουθενά, πολυώνυμος και ακατονόμαστος, αεικίνητος και ακίνητος, και απλώς τα πάντα και τίποτε από τα πάντα· διότι τα φαινόμενα να αντιτίθενται προς άλληλα και κατά φύσιν απέχοντα πολύ απ' αλλήλων και απαρνούμενα κάθε συνδυασμό επί του Θεού συμφιλιώνονται και συνδυάζονται και συναληθεύουν πλήρως μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν το θείον είναι και έν και μη έν, αμφότερα ευσεβώς και έκαστον τούτων κατά πολλούς και διαφόρους τρόπους.
3. Πράγματι ο Θεός είναι μη έν και κατά υπεροχήν, καθ' όσον είναι υπεράνω του ενός και ορίζει αυτό τούτο το έν. Είναι δε επίσης μη έν και ως διαιρούμενον, καθ’ όσον o ένας Θεός διαιρείται σε τρεις τέλειες υποστάσεις· διότι ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι διακεκριμένα πρόσωπα της μιας θεότητος, χωρίς έτσι να εισάγεται καμμία αντιστροφή ή κάποια κοινότης. Είναι δε πάλιν εκτός τούτου και κάτι το διακεκριμένο η κατά τα ανθρώπινα πλήρης και αναλλοίωτος ύπαρξις του Ιησού. Αυτός δηλαδή ο ένας Θεός, ο προσκυνούμενος σε τρεις υποστάσεις και μία ουσία αμερώς και αμερίστως, διαιρείται σε διαφόρους ενέργειες. Κατά τον θειο Μάξιμο «ο Θεός λέγεται ότι πληθύνεται διά του καθ' έκαστον προς παραγωγήν των όντων βουλήματος πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές προόδους». Και κατά τον απόστολον, «σε άλλον μεν δίδεται διά του πνεύματος λόγος σοφίας, σε άλλον δε κατά το ίδιον πνεύμα λόγος γνώσεως, σε άλλον δε πίστις, σε άλλον δέ κατά το ίδιον πνεύμα χαρίσματα ιαμάτων». Επομένως κατά τον μέγαν Διονύσιον, εάν «θεία διάκρισις είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος, δηλαδή ενέργεια, καθώς η θεία ένωσις από αγαθότητα πληθύνει και πολλαπλασιάζει εαυτήν υπερηνωμένως, ενωμένες μεν είναι κατά την θεία διάκρισιν οι άσχετες μεταδόσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις», «διακρίνονται δε και κατά την αγαθοπρεπή ταύτη πρόοδον τα ιδιώματα της ανθρωπικής θεουργίας του Ιησού∙ διότι σε αυτά κατά κανένα τρόπον δεν μετέχει ο Πατήρ και το Πνεύμα, εκτός μόνον της ευδοκίας και φιλανθρωπίας και όλων όσα έπραξε ως Θεός». Εάν λοιπόν «εμείς σπεύδουμε και να ενώνουμε και να διακρίνουμε τα θεία με τον λόγο, όπως τα ίδια τα θεία ενώνονται και διακρίνονται», πρέπει να ομολογούμε ότι άλλο είναι ουσία επί του Θεού, άλλο δε υπόστασις δηλαδή πρόσωπον, μολονότι είναι ένας Θεός προσκυνούμενος σε μίαν ουσία και τρεις υποστάσεις· και άλλο μεν ουσία, άλλο δε πρόοδος δηλαδή ενέργεια ή θέλημα επί Θεού, μολονότι ένας Θεός είναι, ενεργής και θελητικός. Αλλά όπως ο λέγων αυτόν θελητικόν δηλώνει ότι έχει θέλημα, έτσι και ο αποκαλέσας αυτόν ενεργή υποδηλώνει ότι έχει ενέργειαν. Όποιος δε ισχυρίζεται ότι ο ενεργής είναι άμοιρος ενεργείας, είναι φανερό ότι θεωρεί αυτόν ανενέργητον, αποδίδοντας σε αυτόν το ενεργές ως γυμνόν ήχον λόγου∙ διότι, λέγει, «δεν είναι δυνατόν να ενεργεί χωρίς φυσική ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ουσία και φύσιν».
4. Όπως λοιπόν, ακούοντες τον Υιόν να λέγει «εγώ και ο Πατήρ είμεθα έν», δεν συγχέουμεν τις υποστάσεις, αλλά αναγόμεθα στο ενιαίο της ουσίας και στο ανεκφοίτητο του Υιού από τούς πατρικούς εκείνους κόλπους (διότι ως έν πράγμα αναγνωρίζουμε την προαιώνιο ουσία και την αγίαν και προσκυνητή από όλα τα κτίσματα Τριάδα, και μονάς μεν είναι αδιαίρετος κατά την ουσία ο Θεός, τριάς δε κατά τις υποστάσεις), έτσι και όταν λέγουμε ότι εν είναι η ουσία και η ενέργεια του Θεού, δεν αναιρούμε την θεία πρόοδο, ούτε παραγνωρίζουμεν την (θεία) ενεργητική φύσιν σε ενέργειαν, ούτε αναλύουμε αυτές σε αλλήλες. Αν πράγματι και επί της απλής και ασωμάτου φύσεως η ουσία και ενέργεια επιδέχονται την ιδίαν λογική, αλλά η καθεμία έχει ακινήτους τις καταλλήλους σε αυτή ιδιότητες, μένει η μεν μία ουσία η δε άλλη ενέργεια. Και με τον πατέρα ο υιός επιδέχεται τον ίδιον λόγον, επειδή πάσα γέννησις καθιστά τον γεννώμενον όμοιο με τον γεννώντα, μένει όμως υιός ο υιός, μή μεταποιούμενος σε πατέρα διά την ομοιότητα και την ταυτότητα τού κατά φύσιν λόγου. Όμως δεν πρέπει να δεχθεί κανείς εδώ τον λόγον ως όρον, αλλά απλώς υπό την έννοια των ονομάτων∙ διότι το θείον κατ’ ουσία είναι αόριστον. Επειδή δε ενίοτε η ουσία και η ενέργεια διαφέρουν μεταξύ τους, διά τούτο πάλιν δεν επιδέχονται τον ίδιον λόγον∙ και από αυτό δεν παραβλέπεται η απλότης του Θεού, όπως λέγει πάλι αλλού ο μέγας Βασίλειος. Και ο σοφός δε στα θεία Κύριλλος λέγει σαφώς ότι «της μεν θείας ουσίας ίδιον είναι να γεννά, της δε ενεργείας να ποιεί, φύσις δε και ενέργεια δεν είναι το ίδιον».
9. Ότι δε υπάρχουν άκτιστες ενέργειες του Θεού, κοινώς στα τρία πρόσωπα ενθεωρούμενες, αυτό έχει διακηρυχθεί περισσότερο από κάθε τι άλλο κοινώς από όλους τους θεολόγους. Πράγματι o πολύς τα πάντα και μέγας Βασίλειος, διακηρύσσοντας ακριβώς αυτό το πράγμα και δεικνύοντας με αυτό ότι δεν είναι τέτοια ενέργεια του Θεού ο Υιός, λέγει, «αν ο Υιός είναι ενέργεια και όχι γέννημα, τότε αυτός δεν είναι ούτε ο ενεργήσας ούτε το ενεργηθέν (διότι η ενέργεια είναι κάτι το διαφορετικό από αυτά), αλλά είναι και ανυπόστατος· διότι καμιά ενέργεια δεν είναι ένυπόστατος». Βλέπεις σαφώς ότι οι ενέργειες του Θεού δεν είναι ούτε κτίσματα, διότι τα κτίσματα είναι ενεργηθέντα, ούτε ο Χριστός, διότι αυτός είναι ενυπόστατος; Αλλά και στους λόγους Περί του Πνεύματος, αφού απαρίθμησε όσο ήταν δυνατό αυτές τις ενέργειες, προσθέτει· «όλα αυτά τα έχει αϊδίως το άγιο Πνεύμα· αλλά αυτό μεν, πηγάζον εκ Θεού, είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα από αυτό είναι ενέργειες του». Με μόνο λοιπόν το ότι είπε το άγιο Πνεύμα ενυπόστατο, έδειξε ότι αυτές οι ενέργειες δεν είναι ενυπόστατες· με το ότι είπε ότι το Πνεύμα τις έχει αϊδίως, διεκήρυξε τον άκτιστο χαρακτήρα τους. Πώς θα μπορούσε να είναι ενυπόστατο οποιοδήποτε κτίσμα; Πώς επίσης θα μπορούσαν αυτά τα πολλά να είναι ουσία του Θεού, αφού μάλιστα πηγάζουν από το Πνεύμα; «Γι’ αυτό», λέγει πάλι ο ίδιος, «οι μεν ενέργειες του Θεού είναι ποικίλες, η δε ουσία απλή». Ποιές ενέργειες εννοεί; Αυτές που εμνημόνευσε και ό ίδιος· «την πρόνοια, την δύναμη, την αγαθότητα, το προγνωστικόν, το δημιουργικόν, το ανταποδοτικόν και όλα τα παρόμοια».
10. Ο θεσπέσιος Κύριλλος, απευθυνόμενος προς τους ημιαρείους, που ισχυριζόνταν ότι ο Υιός είναι όμοιος κατά τη βούληση του Πατρός, λέγει, «ο Υιός, ως ενυπόστατος, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να ομοιάζει με την ανυπόστατη βούληση». Και πάλι· «η ομοιότης των ευρισκομένων σε ουσία και υπόσταση είναι προς τα ενούσια και ενυπόστατα, αλλά όχι προς εκείνα πού έχουν το είναι τους (την ύπαρξή τους) μέσα σε άλλα (εν ετέροις), όπως η σοφία στο σοφό και η βουλή στο βουλευόμενο». Ο δε επώνυμος της φιλοσοφίας και μάρτυς του Χριστού Ιουστίνος, λέγει, «αν άλλο είναι το υπάρχειν και άλλο το ενυπάρχειν, και υπάρχει μεν η ουσία τού Θεού, ενυπάρχει δε στην ουσία η βουλή, άρα άλλη είναι η ουσία του Θεού και άλλη η βουλή». Και πάλι· «το βούλεσθαι ή είναι ουσία ή προσυπάρχει στην ουσία. Αλλ’ εάν μεν είναι ουσία, δεν υπάρχει ο βουλόμενος· αν δε προσυπάρχει στήν ουσία, κατ’ ανάγκη άλλο είναι το ένα κι’ άλλο το άλλο. Δεν ταυτίζονται πράγματι τον ον και το προσόν». Και πάλι· «αν ο Θεός βούλεται πολλά, αλλά δεν είναι πολλά κατά την ουσία, άρα στο Θεό δεν είναι το ίδιο πράγμα το είναι και το βούλεσθαι». Άραγε δεν είναι σαφής η διαφορά της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια, συγχρόνως δε και προς κάθε μιά από τις υποστάσεις; Κατά τον ίδιο πράγματι τρόπο είναι δυνατό να ειπούμε και περί τού Υιού, ότι πολλά μεν βούλεται, αλλά δεν είναι πολλά κατά την υπόστασιν· άρα δεν είναι το ίδιο βουλή και υπόστασις. Κατά παρόμοιο τρόπο μπορούμε να ειπούμε και για το Πνεύμα. Και ό,τι είπαμε για τη βουλή, το ίδιο θα μπορούσε κανείς να είπε και για κάθε φυσική ενέργεια• διότι και η βουλή είναι φυσική ενέργεια τού Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν ο θείος Γρηγόριος προεστώς της Νύσσης λέγει, «Ο Θεός δηλώνει τον ενεργούντα· η θεότης την ενέργεια. κανένα δε από τα τρία δεν είναι ενέργεια, αλλά μάλλον το καθένα τους είναι ενεργούν». Μεταξύ λοιπόν των ενεργειών που παρατηρούνται (ενθεωρούνται) στα τρία πρόσωπα είναι και η θεότης, αλλ’ όχι κατά την ιδιαίτερη υπόστασί τους, αν και δεν είναι χωριστά από αυτές. Διότι πλην από εκείνα τα τρία τίποτε άλλο δεν είναι ενυπόστατον στον θεό, δηλαδή αυθυπόστατον.
ΟΙ ΒΙΑΣΤΕΣ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΟΙ ΒΙΑΣΤΕΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου