Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (4)

 Συνέχεια από  Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ

 Η «εποπτεύουσα λογική», που ήταν συστατική για την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας και της επιστήμης τών ψυχικών εμπειριών τον 18ον αιώνα, ήταν (πια) ταυτόχρονα μια εποπτεύουσα λογική, που μπορούσε να εντοπισθή στα σωματικά χαρακτηριστικά.

Οι αλλαγές αυτές οδηγούσαν συχνά στο συμπέρασμα, ότι η σκέψη περί εντοπισμού (της ψυχής στο σώμα…) αποτελούσε την έκφραση ενός αναγωγισμού, απέναντι στον οποίον εγειρόταν συχνά-πυκνά μια αντι-εντοπιστική διαμαρτυρία. Τρεις ανταγωνιστικές έριδες γύρω απ’ την έρευνα του εγκεφάλου τέθηκαν έτσι σε μια συστηματική συνάρτηση: η συζήτηση για το «ψυχικό όργανο» του 18ου αιώνα· η διαμάχη περί ανεξαρτήτων oργάνων τού εγκεφαλικού φλοιού τον 19ον αιώνα· η διαμάχη για σαφώς προσδιορισμένες περιοχές στον εγκεφαλικό φλοιό τον όψιμο 19ον αιώνα· και μια τροποποιημένη τελικά συνέχιση της τελευταίας διαμάχης τον πρώιμο 20ον αιώνα, συνοδευόμενη από μια πρόσφατη «άνθιση» του ολισμού. Η ιστορική αντιπαράθεση ενός αναγωγικού εντοπισμού και ενός ολιστικού, δικαιότερου και καταλληλότερου για τον άνθρωπο αντι-εντοπισμού ξεκινά απ’ τις νευρολογικές συζητήσεις γύρω στο τέλος τής Δημοκρατίας τής Βαϊμάρη


Ήδη από την αρχαιότητα είχαν υπάρξει «φυσιοκρατικές» εξηγήσεις για εκτεταμένες περιοχές τής πνευματικής ζωής: ας σκεφτούμε τα πάθη ή τις «εξάψεις», που ερμηνεύτηκαν επί αιώνες με χιουμοριστικά φυσιολογικό τρόπο· και δεν ήταν μόνο ο καρτεσιανός δυαλισμός, αλλά και η μηχανιστική θεωρία τού Thomas Hobbes. Αντίστοιχα, και οι «φιλοσοφικές» κατηγορίες τροφοδοτήθηκαν πριν το 1800 πολλαπλώς από φυσιοκρατικές, χημικές και φυσιολογικές θεωρίες· αντίθετα οι «φυσιολογικές» κατηγορίες μετά το 1800 είναι οτιδήποτε άλλο παρά ενιαίες, αντιπαρατιθέμενες σ’ ένα μεγάλο τους μέρος διαμετρικά η μια απέναντι στην άλλη, όπως π.χ. οι μορφολογικές παρατηρήσεις τών ανατόμων απέναντι στις βιοφυσικές παρατηρήσεις τών πειραματικών φυσιολόγων γύρω στα 1850. Το ερώτημα θα έπρεπε άρα να είναι, για ποια «πολιτογράφηση» (φυσικήν ένταξη…) και σε ποιο ιστορικό πλαίσιο γίνεται λόγος. Σημαντικώτερος εξάλλου απ’ την «πολιτογράφηση» ή την «υλοποίηση» του Ταυτού ή του Εγώ εμφανίζεται ο κατακερματισμός τού πνεύματος σε επιμέρους τμήματα, τα οποία επαναπροσδιορίζονται επανειλημμένα στη διάρκεια του 19ου αιώνα, συναρθρούμενα κατ’ αρχάς ως ποιότητες, χαρακτηριστικά, ταλέντα και κλίσεις, και αργότερα ως λειτουργίες. Η ενότητα του Είναι και του βιώματος δεν είναι πια αυτονόητη, το άτομο πρέπει στην «κυριολεξία» να θεμελιωθή (( sola scriptura; )), κι αυτή η «διαρρύθμιση» επιτελείται στον χώρο τής βιο-ιατρικής. Ο Foucault έχει επακριβώς επισημάνει εδώ και πολύν καιρό, «ότι σ’ αυτόν τον πολιτισμό (την κουλτούρα), η φιλοσοφική ύπαρξη του ανθρώπου καθορίζεται ουσιαστικά απ’ την ιατρική σκέψη». Τίποτα δεν έχει αλλάξει σε όλα αυτά μέχρι τις μέρες μας – και παρ’ όλ’ αυτά δεν «παρεμβαίνουν» εδώ έννοιες όπως ο αναγωγισμός ή η «πολιτογράφηση». Θα συνδέαμε π.χ. – μαζί με τον Φουκώ – την ιατρική σκέψη με τον Φρόυντ ή – μαζί με τον Χάμπερμας – με τη «διαμαρτυρία» απέναντί της; Ακόμα και ο «εντοπισμός» (των πνευματικών λειτουργιών…) είναι επανειλημμένα ιστορικά ύποπτος για τον υλισμό, διάφορες ωστόσο θεμελιακές σκέψεις τού «εντοπισμού» διατυπώνονται για πρώτη φορά τον πρώιμο 19ον αιώνα στα πλαίσια της ρομαντικής φυσικής φιλοσοφίας, κατανοούμενες συνήθως ως «επάλξεις» ακριβώς απέναντι σε μια αναγωγική άποψη του ανθρώπου· και μια σημαντική εκδοχή τού «εντοπισμού» αναπτύσσεται γύρω στα 1850 σε ένα σαφώς αντι-υλιστικό πλαίσιο. Κάτι δεν πάει λοιπόν καλά με τις ιστορικές έννοιες της «πολιτογράφησης» και του αναγωγισμού (όπου τα πνευματικά φαινόμενα ανάγονται στην ψυχή τού ανθρώπου…), αν τους αποδοθή μια «επίπεδη» και μόνον ερμηνευτική λειτουργία. Ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την έννοια του «εντοπισμού».

Παρ’ όλες τις «νόμιμες» αναζητήσεις για συστήματα συγχρονισμού ή ταυτοχρονίας, υπάρχουν ιστορικο-κατηγοριακές διαφορές ανάμεσα στον «εντοπισμό» απ’ τη μια πλευρά και τον Δαρβινισμό και την ψυχανάλυση απ’ την άλλη. Κοιτώντας στο παρασκήνιο, η σκέψη περί «εντοπισμού» δεν φανερώνεται ως μια αυτοτελής κατ’ αρχάς, «επιστημονική» θεωρία, αλλά διακλαδώνεται σε διάφορα πεδία τής γνώσης. Η διάχυση αυτή οδηγούσε σε παραλλαγές, δίχως να εγκαταλείπεται ωστόσο η κεντρική σκέψη – η κατανομή διαφόρων πνευματικών λειτουργιών σε διάφορες περιοχές τού εγκεφάλου. Ο «εντοπισμός» δεν θεωρήθηκε ποτέ ως ένα ενιαίο γνωστικό οικοδόμημα, και δεν απέκτησε επίσης ποτέ το «οξύτατο» βάθος τού Δαρβινισμού ή της ψυχανάλυσης. Κι όποιος ενδιαφέρεται σήμερα για τη «νευρο-απεικόνιση», για τους εγκεφαλικά ασθενείς τού Oliver Sacks ή για το δεξιό – δημιουργικότερο, αλλά εκλαμβανόμενο ως καταπιεσμένο απ’ την εκπαίδευση – εγκεφαλικό ημισφαίριο, δεν θα βρη παρά άκρως ελάχιστες συναρτήσεις προς την «εντοπιστική» έρευνα του 19ου αιώνα. Ο «εντοπισμός» επαναπροσδιορίζεται προφανώς συνεχώς, και o «πολιτιστικός» του χαρακτήρας τονίστηκε κατ’ ουσίαν εξαιτίας «θεαματικών γεγονότων», όπως π.χ. οι – άγονες (κατά τα άλλα) – έρευνες στους εγκεφάλους τού Λένιν ή τού Αϊνστάιν. Ο «εντοπισμός» διαμελίστηκε, παρόμοια με το αντικείμενό του, σε περισσότερα «αποσπάσματα». Προσπαθώντας λοιπόν να «τακτοποιήσω» κατά το δυνατόν αυτά τα «αποσπάσματα» και να ανακατασκευάσω τις κοινές τους αναφορές και διαφορές, διερευνώ τα διάφορα γνωστικά πεδία, στα οποία και διατυπώνονται οι σκέψεις περί «εντοπισμού», δοκιμάζονται στην πράξη, αλλά και απορρίπτονται. Εδώ ανήκουν η φυσική ανθρωπολογία, και ιδιαίτερα οι διαφορές φυλών και φύλλων, η φρενολογία, η ψυχιατρική, η ρομαντική φυσική φιλοσοφία και η πειραματική φυσιολογία: πρόκειται αναμφισβήτητα για πεδία, τα οποία φαίνονται ασύμμετρα αναμεταξύ τους με την πρώτη ματιά, για καθιερωμένες επιστημονικές ειδικότητες από τη μια, και για κινήσεις και «μόδες» που έχουν εγκαταλειφθή από καιρό από την άλλη. Μπορεί όμως αυτός ακριβώς ο «μαίανδρος» του «εντοπισμού» ανάμεσα σε διαφορετικά πεδία να καθιστά κατανοητή κατ’ αρχάς την επιστημονική του «επιβολή».

Η φυσική ανθρωπολογία έφτιαξε ένα «ράστερ» (πλακέτα γενικών συνδέσεων) για την εγκεφαλική εγκαθίδρυση πνευματικών διακρίσεων, το οποίο επεκτάθηκε και εκλεπτύνθηκε στη φρενολογία. Ο συνεπαγόμενος προκαθορισμός τού ανθρώπου κατέστη ηπιότερος στη ρομαντική φυσική φιλοσοφία, τη στιγμή που ο (σχετικός) πειραματισμός δεν είχε προσφέρει παρά ελάχιστα στην όλη υπόθεση, για να ενσωματωθή ωστόσο οριστικά κατόπιν η «εντοπιστική» σκέψη στις βιοεπιστημες ή «επιστήμες τής ζωής», μια διαδικασία που κράτησε απ’ τον όψιμο 18ον έως τον όψιμο 19ον αιώνα. Πρόκειται άρα παντελώς για εξελίξεις, που οι αιτίες τους δεν καθορίζονται από έναν σαφή διαχωρισμό επιστήμης και μη-επιστήμης. Προσπαθώ να αναλύσω λοιπόν τούς ιστορικούς μάλλον όρους εκείνων τών μέσων, των τεχνικών και των πηγών γνώσεως από εντελώς διαφορετικά πεδία, που συνδέονται (όλα) με τις περί «εντοπισμού» σκέψεις.

Η ιστορία τού «εντοπισμού» τον 19ον αιώνα είναι επίσης η ιστορία αντιπαρατιθέμενων ακριβώς «συμπεριφορών» (κουλτούρες!) και τεχνικών τής παραγωγής γνώσης εντός τής ιατρικής. Η κλινική γνώση βασίζεται στη γνώση και κατάταξη συμπτωμάτων και ενδείξεων, και ο γιατρός γίνεται έτσι ένας σημειολόγος και ανιχνευτής από μιαν ορισμένη άποψη. Μια διπλή αβεβαιότητα διαμορφώνει το έργο του: οι ασθένειες που δεν είναι προσιτές στην άμεση παρατήρηση διαγιγνώσκονται κατ’ αρχάς με τη βοήθεια των συμπτωμάτων· και το σύμπτωμα δεν είναι, κατά δεύτερον, σταθερό και μονοσήμαντο. Το ότι διαφορετικές φαινομενικά προϋποθέσεις οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα, αυτό δημιουργεί συνεχώς καινούργιες, ίσως και πολύ πιο ενδιαφέρουσες ενδείξεις, συντελώντας ωστόσο και σε μια σύγχυση, που «δυσφήμησε» αρκετές φορές τον 19ον αιώνα την κλινική πράξη.

Η κλινική πράξη που προχωρά αποδεικνύοντας συνεχώς τις ικανότητές της, έχει ως αντικείμενο στα φαινόμενα το μοναδικό και έκτακτο, την περιπτωσιολογία και τους ανθρώπους, όντας έτσι υποχρεωμένη να θέτη διαρκώς το ερώτημα, πώς θα οδηγηθή απ’ το ιδιαίτερο στο γενικό. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με την πειραματική επιστήμη, η οποία προχωρά ποσοτικοποιώντας, κατευθυνόμενη προς τη γενικότητα των φαινομένων και την αντίστοιχη δυνατότητα αναπαραγωγής τους, με συνέπεια τα συμπεράσματά της να διαθέτουν έναν πολύ υψηλότερο βαθμό βεβαιότητας. Συνοδευόμενη βέβαια και απ’ το ερώτημα, ποιαν εξήγηση μπορεί (ενδεχομένως) να προσφέρη για μιαν ατομική περίπτωση.

Στην ιατρική τού 19ου αιώνα συναντάμε μια συνεχή, «άσχετη» γειτνίαση ενδεικτικής και πειραματικής επιστήμης, και η διδασκαλία τού «εντοπισμού» αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα αυτής τής «δυναμικής». Και η σύνδεση κατ’ αρχάς τών αβέβαιων και πολλαπλών ατομικών περιπτώσεων με την πειραματική άσκηση είναι αυτή που οδηγεί σε μιαν επιστήμη, που πιστεύει πράγματι, κατά τα τέλη τού 19ου αιώνα, πως θα μπορούσε να εξηγήση πλήρως τον άνθρωπο.

Σ’ αυτό το σημείο θα σταματήσω κι εγώ, διακόπτοντας την έρευνά μου. Όχι επειδή θα τελείωνε έτσι και η ιστορία τού «εντοπισμού», το αντίθετο μάλιστα, καθώς ο «εντοπισμός» περνά σε μια δεύτερη φάση, της οποίας είμαστε εμείς σήμερα ακόμα οι μάρτυρες. Χωρίς ωστόσο τις αρχές τής ιστορίας τού “homo cerebralis”, η σημερινή κατάσταση του «εγκατεστημένου» κάπου ανάμεσα σε εγκεφαλικές εικόνες, σε εγκεφαλικό “jogging” και εγκεφαλικό θάνατο ανθρώπου, θα ήταν εντελώς ακατανόητη.


( Τέλος τής εισαγωγής τού βιβλίου τού Michael Hagner: “Homo cerebralis – Ο εγκεφαλικός άνθρωπος: Η μετατροπή τού (εγκεφάλου ως) ψυχικού οργάνου σε (απλόν) εγκέφαλο» )

ΠΩΣ ΤΟ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ; Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ! 
ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

  

Ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ δέ, ὡς ἐν ὀργάνῳ εὑρίσκεται, οὐχί ἡ οὐσία καί ἡ δύναμις τοῦ νοός, ἤτοι τῆς ψυχῆς· ἀλλά μόνη ἡ τοῦ νοός ἐνέργεια, ὡς προείπομεν ἐν τῇ ἀρχ, καί ἄφες τούς νεωτέρους φυσικούς καί μεταφυσικούς νά λέγωσιν, ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται εἰς τόν ἐγκέφαλον, καί εἰς τό τοῦ ἐγκεφάλου κωνάριον· διότι τοῦτο εἶναι τό ἴδιον, ὡσεί νά εἴπῃ τις, ὅτι ἡ φυτική ψυχή δέν εὑρίσκεται ἀρχικῶς εἰς τήν ρίζαν τοῦ δένδρου, ἀλλά εἰς τόν κλάδον καί εἰς τόν καρπόν1. Τό διδασκαλεῖον τῶν Γραφῶν, καί τῶν ἱερῶν Πατέρων, εἶναι ἀληθέστερον τῶν διδασκαλείων τῶν ἀνθρώπων.
1 Ἔπειτα καί τοῦτο πρέπει νά στοχασθῶμεν· ὅτι πᾶν ἀεικίνητον ᾗ ἀεικίνητον, ἀναλογίαν ἔχει,καί ὁμοιότητα, καί συγγένειαν πρός τό ἀεικίνητον. Ἐπειδή δέ ἡ καρδία, καί τό ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπειλικρινημένον πνεῦμα, ἀεικίνητόν ἐστιν, ἄρα καί ἡ ἀεικίνητος ψυχή, ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ νά εὑρίσκηται κατ’ οὐσίαν καί δύναμιν, καί ἀκόλουθον, καί εὔλογόν ἐστι, μᾶλλον, ἤ νά εὑρίσκηται ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ. Ὅτι μέν οὖν ἡ καρδία ἐστίν ἀεικίνητος, πρόδηλον.
α) διότι αὕτη ἀφ’οὗ πλασθῇ, δέν παύει ἀπό τοῦ νά κινῆται, ἕως οὗ νά ἐξέλθῃ ἡ ψυχή ἐκ τοῦ σώματος·
β) ὅτι αὕτη εἶναι πηγή ζωῆς ὅλου τοῦ σώματος διά τῆς κινήσεώς της, καί εὐθύς ὅταν παύσῃ ἡ κίνησις αὐτῆς, παύει καί ἡ ζωή τοῦ σώματος· μᾶλλον δέ ἡ ψυχή ἡ ἐν τῇ ἀεικινήτῳ καρδίᾳ οὖσα ἐνιδρυμένη, διά τῆς κινήσεως τῆς καρδίας ἐνεργεῖ, μεταδίδουσα τήν ζωήν εἰς ὅλον τό σῶμα καί τοῦτο ζωοποιοῦσα, κατά τόν μέγαν Βασίλειον λέγοντα· «Τήν ζωτικήν δύναμιν, ἐπεί συγκέκραται τῷ σώματι ἡ ψυχή φυσικῶς διά τήν εὐκρασίαν, καί οὐκ ἐκ προαιρέσεως χορηγεῖ». (Διαταξ. ἀσκητικῇ β) Καί
γ) ὅτι τῶν ἄλλων μελῶν, καί μερῶν τοῦ σώματος ἠρεμούντων πολλάκις καί ἀκινητούντων, καθώς μάλιστα συμβαίνει ἐν τοῖς ὕπνοις, καί ὕπνοις βαθυτάτοις, καί ἀφαντάστοις, ἡ καρδία μόνη δέν ἠρεμεῖ, ἀλλά πάντοτε κινεῖται καί ἀγρυπνεῖ, ὡσεί νά προφυλάττῃ αὕτη ὅλα τά λοιπά μέλη τοῦ σώματος, ἅπερ τότε ἡσυχάζουσι, καί ἀναπαύονται· καί τοῦτο ἐστί τό γεγραμμένον ἐν τῷ Ἄσματι· «Ἐγώ καθεύδω, καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμα ε΄ 2) ἄν καί τό ρητόν αὐτό τροπολογικῶς ἑρμηνεύεται ὑπό τῶν θείων Πατέρων, διά τήν τελείαν, καί ὑπό τοῦ θείου ἔρωτος κατεχομένην

[Στον εγκέφαλο, όπως σε ένα όργανο, δεν βρίσκεται η ουσία και η δύναμη του νου, δηλαδή της ψυχής· αλλά μόνο η ενέργεια του νου, όπως αναφέραμε στην αρχή. Και άφησε τους νεότερους φυσικούς και μεταφυσικούς να λένε ότι η ουσία της ψυχής βρίσκεται στον εγκέφαλο και στο κωνάριο του εγκεφάλου. Διότι αυτό είναι το ίδιο, σαν να λέει κάποιος ότι η ψυχή των φυτών δεν βρίσκεται αρχικά στη ρίζα του δέντρου, αλλά στον κλάδο και στον καρπό. Το διδασκαλείο των Γραφών και των ιερών Πατέρων είναι πιο αληθινό από τα διδασκαλεία των ανθρώπων.

Στη συνέχεια, πρέπει να σκεφτούμε και το εξής: κάθε τι που είναι αιωνίως κινούμενο, επειδή είναι αιωνίως κινούμενο, έχει αναλογία, ομοιότητα και συγγένεια με το αιωνίως κινούμενο. Επειδή, λοιπόν, η καρδιά και το πνεύμα που υπάρχει μέσα στην καρδιά είναι αιώνια κινούμενα, άρα και η αιώνια κινούμενη ψυχή βρίσκεται κατ’ ουσίαν και δύναμιν στην αιωνίως κινούμενη καρδιά, και είναι λογικό και εύλογο ότι βρίσκεται περισσότερο εκεί παρά στον εγκέφαλο. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η καρδιά είναι αιωνίως κινούμενη.

α) Διότι από τη στιγμή που σχηματίζεται, δεν παύει να κινείται έως ότου η ψυχή εξέλθει από το σώμα. β) Διότι αυτή είναι η πηγή της ζωής ολόκληρου του σώματος μέσω της κίνησής της, και μόλις η κίνησή της παύσει, παύει και η ζωή του σώματος. Ακόμη, η ψυχή που είναι εγκατεστημένη στην αιωνίως κινούμενη καρδιά, μέσω της κίνησης της καρδιάς ενεργεί, μεταδίδοντας τη ζωή σε ολόκληρο το σώμα και το ζωογονεί. Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Η ζωτική δύναμη, επειδή η ψυχή είναι φυσικά ενωμένη με το σώμα μέσω της ισορροπίας, δεν παρέχεται κατ’ επιλογήν». γ) Ενώ τα υπόλοιπα μέλη και μέρη του σώματος πολλές φορές ηρεμούν και ακινητούν, όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια του ύπνου, ιδιαίτερα στους βαθύτερους και πιο ανενόχλητους ύπνους, η καρδιά δεν ησυχάζει ποτέ, αλλά συνεχώς κινείται και αγρυπνά, σαν να προστατεύει όλα τα υπόλοιπα μέλη του σώματος που εκείνη την ώρα αναπαύονται και ηρεμούν. Αυτό είναι το γραμμένο στο Άσμα: «Εγώ κοιμάμαι, και η καρδιά μου αγρυπνά». Αν και αυτό το ρητό ερμηνεύεται αλληγορικά από τους θεϊκούς Πατέρες, αναφέρεται στην τέλεια ψυχή που κατέχεται από τον θεϊκό έρωτα.]

Ἐρώτησις: Τί εἶναι ἡ συμπάθεια πρὸς τὸν πλησίον, καὶ πῶς γεννᾶται εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τὸ χριστιανικὸν αὐτὸ αἴσθημα;

Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ὁ Γέρων ἀπήντησε:
Συμπάθεια εἶναι τὸ νὰ εὐσπλαγχνισθῇς αὐτόν, ποὺ εὑρέθη εἰς μίαν δυσκολίαν καὶ ἔχει ἀνάγκη τῆς βοηθείας σου.
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θέλει νὰ κάμῃ τὸ ἰδικόν του θέλημα, νὰ μὴ τὸν συμπαθήσῃς.
Ἡ συμπάθεια γεννᾶται εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὅταν ὁ ἴδιος ἐνθυμεῖται διαρκῶς πόσον καὶ ὁ Θεὸς τὸν λυπεῖται καὶ τὸν εὐσπλαγχνίζεται. Ἡ σκέψις αὐτὴ θὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ πλησίον.
~ Ἁγίου Βαρσανουφίου
Ευεργετινός
Τόμος Γ σελ. 629

Δεν υπάρχουν σχόλια: