Συνέχεια από: Παρασκευή 28 Μαρτίου 2025
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΣΗΜΕΡΑ
§ 10. Η ομοσπονδιακή ενότητα (2η συνέχεια)
Η ενότητα του κατατεμαχισμένου χριστιανικού κόσμου γίνεται στην εποχή μας το κεντρικό θέμα της θεολογίας και του εκκλησιαστικού βίου.Τόσο στα προπαρασκευαστικά κινήματα των αρχών του αιώνα όσο και στη θεσμοποίηση της οικουμενικής κίνησης με το Π.Σ.Ε. αρνήθηκε συμμετοχή η ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ένα decretum της «Αγίας Έδρας» το 1927 απαγόρευε κάθε συμμετοχή των ρωμαιοκαθολικών στις οικουμενιστικές προσπάθειες και η εγκύκλιος Mortalium animos (1028) του πάπα Πίου ΧΙ διευκρίνιζε τους λόγους της απαγόρευσης: «Η ένωση των χριστιανών δεν μπορεί να επιτευχθή παρά μόνο με την επιστροφή των αποσχισθέντων στη μόνη αληθινή εκκλησία του Χριστού», που είναι η ρωμαιοκαθολική, «και όχι με παγχριστιανικά συνέδρια». Το Βατικανό περιορίστηκε στην αποστολή παρατηρητών στα παγχριστιανικά συνέδρια, όπως και στις συνελεύσεις του Π.Σ.Ε.
Ενδιαφέρον οπωσδήποτε «άνοιγμα» της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς την οικουμενική κίνηση θεωρήθηκε η ίδρυση ειδικής Γραμματείας στο Βατικανό για την προαγωγή της ενότητας μεταξύ των χριστιανών, το 1960. Αλλά η απόφαση για τον οίκουμενισμό (Decretum de Oecumenismo) της Δεύτερης Βατικανικής Συνόδου δεν άφησε περιθώρια για αισιόδοξες ερμηνείες αυτού του «ανοίγματος»: Η απόφαση αναγνωρίζει την επενέργεια της Χάρης του Αγίου Πνεύματος στην οικουμενική προσπάθεια για την αποκατάσταση της ενότητας των χριστιανών, αλλά την πραγμάτωση αυτής της ενότητας τη βλέπει μόνο σαν επιστροφή των «αποσχισθέντων αδελφών» (fratrum seiunctorum) στους κόλπους της Μιας Καθολικής Εκκλησίας που έχει ως κεφαλή τον διάδοχο του Πέτρου πάπα της Ρώμης. Το «άνοιγμα» των ρωμαιοκαθολικών εξαντλείται στη διαπίστωση πως «καθένας που πιστεύει στο Χριστό και έχει δεχθή το Βάπτισμα με σωστό τρόπο βρίσκεται οπωσδήποτε σε κάποιο είδος κοινωνίας, αν και όχι πλήρους, με την καθολική Εκκλησία» (Κεφ. 1. §3).
Βέβαια, παρά την επίσημη αδιαλλαξία, η Δεύτερη Βατικανή Σύνοδος εγκαινιάζει μια περίοδο συστηματικής και μεθοδευμένης ερωτοτροπίας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με την οικουμενική κίνηση. Η αποστολή παρατηρητών τόσο στις ολομέλειες όσο και στις επιμέρους συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. επισημοποιείται και εξελίσσεται σε ένα είδος ανοιχτής, αν και πάντοτε ανεπίσημης συνεργασίας, κυρίως με τη θεσμοποίηση μικτών ομάδων εργασίας με συμμετοχή αντιπροσώπων του Π.Σ.Ε. και μελών της Γραμματείας του Βατικανού για την ενότητα των χριστιανών.
Αντίθετα προς τη ρωμαιοκαθολική τακτική, η στάση των Ορθοδόξων απέναντι στην οικουμενική κίνηση ήταν από την αρχή απερίφραστα θετική. Και χάρις ακριβώς στην πρόθυμη συμμετοχή των Ορθοδόξων οι διεθνιστικές προσπάθειες των προτεσταντών πήραν «οικουμενικό» χαρακτήρα. Διαφορετικά η όλη αυτή κίνηση θα έμενε εγκλωβισμένη στα πλαίσια ενός αδιέξοδου ενδοπροτεσταντικου διαλόγου, δίχως το κύρος και την αποτελεσματικότητα μιας «παγχριστιανικής» συνεργασίας.
Οι ιστορικοί σταθμοί της ορθόδοξης συμμετοχής στην οικουμενική κίνηση είναι γνωστοί και πολλαπλά σχολιασμένοι. Το 1902 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ απευθυνει εγκύκλιο προς τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, θέτοντας το πρόβλημα των μεταξύ τους σχέσεων, αλλά και «τῆς ἐξευρέσεως σημείων συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς πρὸς τὰς ἄλλας Έκκλησίας… ἐπὶ τῷ παρασκευάσαι πεδίον όμαλῆς φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως και καθορίσαι ἐν κοινῇ ὁμοφωνίᾳ τῶν μελῶν τῆς καθόλου ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας τὰς βάσεις, τὰ μέτρα καὶ τὰ μέσα, τὰ ὡς ἄριστα κριθησόμενα».
Ακολουθεί το συνοδικό Διάγγελμα του οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το 1920, «πρὸς τὰς ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας του Χριστού», «μὴ λογιζομένας ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἄλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ», τις ὁποῖες καλεῖ «μὴ ὑστερήσαι σήμερον θλιβερῶς τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν, αἴτινες τὸ πνεῦμα ακριβῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς διδασκαλίας ἐφαρμόζουσαι τοῦ Χριστοῦ, συνέπηξαν ήδη ἐπ' αἰσίοις τὴν Κοινωνίαν λεγομένην τῶν Ἐθνῶν πρὸς ὑπεράσπισιν τοῦ δικαίου καὶ καλλιέργειαν τῆς ἀγάπης καὶ συπνοίας μεταξύ τῶν ἐθνῶν».
Το Διάγγελμα προτείνει συγκεκριμένα «τὴν σύμπηξιν τὸ κατ' ἀρχὰς συναφείας καὶ κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν», με προσδιορισμένους στόχους: Την κατάπαυση του ομολογιακού προσηλυτισμού. Την παραδοχή ενιαίου ημερολογίου για τον ταυτόχρονο εορτασμό των μεγάλων χριστιανικών εορτών. Την ανταλλαγή εόρτιων γραμμάτων. Την επικοινωνία των θεολογικών Σχολών και την ανταλλαγή σπουδαστών της θεολογίας. Την οργάνωση παγχριστιανικών συνεδρίων. Την “απαθή και επί το ιστορικώτερον” εξέταση των δογματικών διαφορών. Τον αμοιβαίο σεβασμο των τοπικών ηθών και εθίμων. Το διακανονισμό του προβλήματος των μικτών γάμων. Την αλληλοενίσχυση των εκκλησιών σε φιλανθρωπικά και κοινωνικά έργα.
Θα ήταν δύσκολη και παρακινδυνοημένη η απόπειρα να διατυπωθή «παρεμπιπτόντως» (και όχι με ειδική συστηματική μελέτη) μια θεολογική κριτική αυτού του Διαγγέλματος. Και τούτο γιατί το Διάγγελμα έχει καταξιωθή από τον ομόφωνα ενθουσιασμό τόσο των ορθοδόξων του και των προτεσταντών μελετητών της Ιστορίας της οικουμενικής κινήσεως.
Θα μπορούσε ωστόσο να εκφρασθή μια καταρχήν και «προς μελέτην» επιφύλαξη: ότι σε φαινομενική τουλάχιστον αντίθεση τόσο προς την Εγκύκλιο του 1902 όσο και προς την σαφέστατη Εκκλησιολογική τοποθέτηση των ρωμαιοκαθολικών, το συνολικό Διάγγελμα του 1920 μοιάζει να υποκαθιστά ή να αποσιωπά την αλήθεια της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και του υπαρκτικού μυστηρίου της σωτηρίας, για χάρη της κοινωνιστικής και πιετιστικής αντίληψης ενός ιδεολογικού “χριστιανισμού”. Δύο κυρίως στοιχεία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν αυτό τον καταρχήν ισχυρισμό: Η υποτίμηση και σχετικοποίηση των δογματικών διαφορών (που εκφράζει οπωσδήποτε μια ακαδημαϊκή- ομολογιακή αντίληψη των δογμάτων) και το κίνητρο της ηθικής ωφελιμότητας και χρησιμότητας που προβάλλεται για να κατοχύρωση την ανάγκη της προσέγγισης των εκκλησιών.
Στο Διάγγελμα εκφράζεται η άποψη ότι ο δογματικές Διαφορές δεν αποκλείουν «την προσέγγισιν προς αλλήλας και κοινωνίαν των Εκκλησιών». Το μόνο που εμποδίζει αυτή την προσέγγιση είναι «αι από των παλαιών προλήψεων και έξεων ή και εξ αξιώσεων δυσχέρειαι, αι τοσάκις τέως το έργον της ενώσεως ματαιώσασαι». Και ως κίνητρα για την «ζωηροτέραν και ανύποπτον προς αλλήλας συνάφειαν των Εκκλησιών» προβάλλεται αποκλειστικά η χρησιμότητα και ωφελιμότητα αυτής της συνάφειας. Γιατί είναι πολλοί οι κίνδυνοι που απειλούν όχι κάποιες επιμέρους εκκλησίες, αλλά την ολότητα των εκκλησιών: «ο οσημέραι ευρυτέρας λαμβάνων διαστάσεις αλκοολισμός… η θριαμβεύουσα περιττή πολυτέλεια… η μόλις συγκαλυπτομένη φιληδονία και ηδυπάθεια… η ακολασταίνουσα ασχημοσύνη εν τη φιλολογία, τη ζωγραφική, τω θεάτρω ή και τη μουσική η θεοποίησις του πλούτου…».
Δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός της αλήθειας ότι ακόμα και η εξάλειψη όλων αυτών των κοινωνικών πληγών δεν σώζει τον άνθρωπο, και ότι μοναδική δυνατότητα σωτηρίας από το θανατο και την απόγνωση είναι το υπαρκτικό γεγονός της εκκλησιαστικής ενότητας, ο τριαδικός τρόπος της υπάρξεως, στα όρια ζωής του Ενός Σώματος της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας - έστω κι αν η ιστορική σάρκωση αυτής της αλήθειας βρίσκεται κρυμμένη σε κάποιες απόμερες γωνιές της πολυβασανισμένης Ανατολής.
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΣΙΜΟ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. ΚΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΨΑΧΝΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΤΟ ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου