Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (8)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

Pierre Hadot
                                                          ΙIΙ
                                «Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ»

5. «Η ΦΥΣΗ ΑΓΑΠΑ ΝΑ ΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ».
      ΜΟΡΦΕΣ ΜΥΘΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΕΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ
    
Ο αφορισμός του Ηράκλειτου εμφανίζεται και πάλι με συχνές αναφορές μετά τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Ο Πορφύριος, μαθητής του Πλωτίνου, θα τον επικαλεσθεί για να αιτιολογήσει την αναφορά στον μύθο του Τίμαιου στον Πλάτωνα, και επίσης, κάτι που μπορεί να μας φαίνεται παράδοξο αλλά αρμόζει στην προοπτική του Πορφύριου, για να υπεραμυνθεί των ειδωλολατρικών τελετών. Το ηρακλείτειο απόφθεγμα θα τεθεί επίσης στην υπηρεσία τής υπεράσπισης της ειδωλολατρίας από τον Αυτοκράτορα Ιουλιανό και τον φιλόσοφο Θεμίστιο. 
1. Η μυθική φυσική τού Τίμαιου στον Πλάτωνα και η κριτική τών Επικούρειων
     Ο Πλάτων στον Τίμαιο παρουσίασε μιαν «αληθοφανή» φυσική, επομένως αβέβαιη, στην οποία μάλιστα παρεμβαίνει η μυθική μορφή ενός θεού-τεχνίτη. Αλλά ο Επίκουρος και οι επικούρειοι φιλόσοφοι αντιτάχθηκαν με σθένος στη χρήση αυτή του μύθου ως προς την φυσική επιστήμη: κατά τη γνώμη τους ήταν ασυμβίβαστη, τόσο με το θείο μεγαλείο, διότι επικαλείτο έναν θεό που αναλαμβάνει τη φροντίδα τής κατασκευής και τής οργάνωσης του κόσμου, όσο και με την επιστημονική βεβαιότητα που χρειάζεται η ψυχή για να επαναπαυθεί με τη βοήθεια της φυσιολογίας.
     Σχετικά με το θέμα αυτό ο Πορφύριος μάς μεταφέρει την κριτική που  ο Κωλώτης από τη Λάμψακο, επιφανής μαθητής του Επίκουρου, απηύθυνε στους πλατωνικούς. Μέμφεται τον Πλάτωνα επειδή δεν δίστασε να προσδώσει μορφή μυθικής αφήγησης σε περιγραφές που ανάγονται στη φυσική επιστήμη. Όποιος καταθέτει την επιστημονική αλήθεια, δεν θα πρέπει να καταφεύγει σε τεχνάσματα του ψεύδους. Ο Πλάτων δεν είναι αυτός που στην Πολιτεία επικρίνει τις μυθικές επινοήσεις τών ποιητών, αυτούς τους μύθους που προκαλούν τον φόβο του θανάτου; Αλλ’ όμως ο μύθος τού Ηρός, που κλείνει τον διάλογο και περιγράφει τις περιπλανήσεις των ψυχών μετά θάνατον, δεν είναι ακριβώς αυτός που προκαλεί αυτού του είδους τον τρόμο; Ακόμη και αν ισχυριστούμε ότι οι μύθοι αποτελούν τρόπους απεικόνισης που ταιριάζουν περισσότερο στην κατανόηση τών απλών ανθρώπων, ενώ προσφέρουν τροφή στον στοχασμό τών σοφών, θα απαντήσουμε ότι ο όχλος δεν τους κατανοεί, ενώ οι σοφοί δεν τους χρειάζονται. Επομένως οι μύθοι είναι επικίνδυνοι και άχρηστοι. Αναγνωρίζουμε εδώ την κριτική που άσκησε στη παρεμβολή των μύθων στη φιλοσοφία ο Επίκουρος, ο οποίος διαφώνησε τόσο με τον Τίμαιο του Πλάτωνα, όσο και με την αλληγορική ερμηνευτική μέθοδο των στωικών, και γενικότερα με την αντίληψη ότι η αλληγορική ερμηνεία των παραδοσιακών ή των επινοημένων μύθων συνεισφέρει στη φυσική επιστήμη.
2. Η Φύση, επειδή είναι μια κατώτερη πραγματικότητα, προτιμά να καλύπτεται.
     Η απάντηση του Πορφύριου στις αιτιάσεις του Κωλώτη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο οι πλατωνικοί δικαιολογούσαν τη «μυθική» φυσική του Τίμαιου σύμφωνα με μια συγκεκριμένη αντίληψη της έννοιας της Φύσεως.
     Κατ’ αρχήν ο Πλάτων δεν ανέμειξε ποτέ φιλοσοφία και μυθική σκέψη. Στους πλατωνικούς, βεβαιώνει ο Πορφύριος, αφ’ ενός η φιλοσοφία δεν αποδέχεται το σύνολο τών μύθων, αφ’ ετέρου οι μύθοι δεν είναι αποδεκτοί από τη φιλοσοφία στο σύνολό της. Ο Πορφύριος δηλαδή θα προτείνει δύο κατατάξεις, μία για τους μύθους και μιαν άλλη για τη φιλοσοφία, για να αποδείξει ότι ένα μόνο τμήμα της φιλοσοφίας, η «θεολογική φυσική», στην οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αποδέχεται μια μυθική περιγραφή, και επίσης μια μόνο κατηγορία μύθων, η μυθική αφήγηση, είναι συμβατή με αυτό το τμήμα της φιλοσοφίας.
     Η φιλοσοφία δεν συμβαδίζει με κάθε είδους μυθική ή φανταστική αφήγηση, με την έννοια ότι ο μύθος και η φαντασία αντιπροσωπεύουν  πάντοτε έναν λόγο ανακριβή. Υπάρχουν αναληθείς λόγοι που επινοήθηκαν μόνο για την απόλαυση της ακοής, όπως οι κωμωδίες ή τα μυθιστορήματα, που δεν περιέχουν καμιά προτροπή στην αρετή, και υπάρχουν επίσης αναληθείς λόγοι που ενδέχεται να περιέχουν κάποια παιδευτική ιδιότητα. Ασφαλώς η φιλοσοφία θα απορρίψει το πρώτο είδος των μύθων.
     Μεταξύ των μύθων τού δεύτερου είδους διακρίνουμε τους καθαυτό μύθους, όπως οι μύθοι του Αισώπου, και τις μυθικές αφηγήσεις. Οι καθαυτό μύθοι, δεν έχουν απλώς φανταστική και αναληθή μορφή, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενό τους είναι αναληθές. Επομένως θα πρέπει να αποκλεισθούν και αυτοί από το πεδίο της φιλοσοφίας. Αντίθετα οι μυθικές αφηγήσεις διηγούνται κάτι πραγματικό καλυμμένο από το πέπλο της εικονικότητας. Όπως για παράδειγμα οι αφηγήσεις του Ησίοδου και του Ορφέα περί της γενεαλογίας και της δράσης των θεών, καθώς και οι τελετές των μυστηρίων, ή αυτά που αποκαλούνται πυθαγόρεια σύμβολα. Ο Πορφύριος σταχυολογεί εδώ τις θεογονίες, τις θρησκευτικές τελετές και τα πυθαγόρεια σύμβολα (ακούσματα). Τα ακούσματα αυτά εκφράζουν αρχέγονα ταμπού, που το νόημά τους έχει χαθεί, όπως: «Μην παραβιάζεις τη ζυγαριά, μην τρως την καρδιά, μη καθίσεις πάνω σε μόδιο». Υπήρξαν παλαιότερα αντικείμενο αλληγορικών επεξηγήσεων, που υιοθετήθηκαν από τους νεοπλατωνικούς. Σε γενικές γραμμές ο Πορφύριος υποστηρίζει ότι αυτό το σύνολο των μύθων, που του έδωσε την ονομασία «φανταστικές αφηγήσεις», περιγράφει την πραγματικότητα υπό το πέπλο μιας εικονικότητας, επειδή ακριβώς προσφέρονται στην αλληγορική ερμηνεία, η οποία και αποκαλύπτει την κρυμμένη μέσα στον μύθο αλήθεια.
     Θα πρέπει όμως να κάνουμε μιαν επιπλέον διάκριση: ορισμένοι μύθοι διηγούνται γεγονότα απρεπή, ανάξια της θεότητας, όπως ο ακρωτηριασμός του Ουρανού από τον Κρόνο, ή οι μοιχείες του Δία, ενώ αντίθετα άλλοι ανατρέχουν σε επινοήσεις περισσότερο ευπρεπείς. Η φιλοσοφία δεν μπορεί παρά να αποδέχεται τους μύθους αυτής της τελευταίας κατηγορίας.
       Επιπλέον οι μύθοι που γίνονται αποδεκτοί από την φιλοσοφία δεν αφορούν στο σύνολό της αλλά στην κατώτερη μορφή τής θεολογίας, εκείνης που ασχολείται με θεούς που σχετίζονται με τη Φύση. Διότι για τον Πορφύριο η ανώτερη θεολογία ασχολείται με το Αγαθό, τη Νόηση και την Ψυχή που παραμένει στον νοητό κόσμο, ενώ η κατώτερη θεολογία αναφέρεται στην Ψυχή του κόσμου και τη Φύση:
     «Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι φιλόσοφοι δεν αποδέχονται τις μυθικές αφηγήσεις σε όλους τούς λόγους τους, ακόμη και αν αυτοί προσφέρονται, αλλά έχουν τη συνήθεια να τους περιλαμβάνουν μόνον όταν αναφέρονται στην ψυχή, ή στις δυνάμεις του αέρα και του αιθέρα, ή στους υπόλοιπους θεούς. Όταν όμως ο λόγος τους αποτολμά να ανυψωθεί στον ύψιστο Θεό, που είναι ο πρώτος υπεράνω των πάντων […], το Αγαθό, την πρώτη αιτία, η ακόμη τη Νόηση […] που περιλαμβάνει τις πρωταρχικές Μορφές των πραγμάτων […] η οποία γεννάται και προέρχεται από τον ίδιο τον παντοδύναμο Θεό, δεν αγγίζουν καθόλου το μυθικό στοιχείο, αλλά εάν επιχειρήσουν να αποδώσουν ιδιότητες σε αυτές της πραγματικότητες, που ξεπερνούν όχι μόνο τον ανθρώπινο λόγο αλλά και τη σκέψη, ανατρέχουν σε αναλογίες ή σε συγκρίσεις. Έτσι όταν ο Πλάτων αναφέρθηκε στο Αγαθό, δεν τόλμησε να ορίσει αυτό που είναι, διότι το μόνο που ήξερε ήταν ότι δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο να γνωρίσει αυτό που είναι. Σκέφθηκε όμως ότι το μόνο πράγμα από τις ορατές πραγματικότητες που του έμοιαζε περισσότερο ήταν ο ήλιος. Έτσι, χρησιμοποιώντας την αναλογία του ήλιου, χάραξε δια του λόγου του τον δρόμο που θα του επέτρεπε να ανυψωθεί προς το ακατανόητο.
     Γι’ αυτό η Αρχαιότητα δεν κατασκεύασε κανένα άγαλμα του ύψιστου Θεού, ενώ φιλοτέχνησε γλυπτά για του άλλους θεούς, διότι ο παντοδύναμος Θεός και η νόηση που γεννήθηκε από αυτόν τοποθετούνται υπεράνω της Φύσεως, όπως και υπεράνω της Ψυχής, δηλαδή σε έναν χώρο, όπου δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε κανενός είδους μυθικό στοιχείο».
     Λέγοντας ότι ο φιλόσοφος δεν θα πρέπει να αναφέρεται στην ύψιστη αρχή δια του μύθου, αλλά μόνο δια της αναλογίας, ο Πορφύριος βρίσκεται σε διάσταση με τον δάσκαλό του Πλωτίνο, ο οποίος δεν δίστασε να αντιστοιχίσει το Εν, τη Νόηση και την Ψυχή με τρείς θεούς: τον Ουρανό, τον Κρόνο και τον Δία. Κατά τον Πορφύριο ο μύθος ξεκινά από την Ψυχή:
     «Όταν όμως πρόκειται για τους άλλους θεούς και την Ψυχή […], οι φιλόσοφοι στρέφονται προς τις μυθικές αφηγήσεις, όχι άσκοπα, ούτε για να είναι αρεστοί στους ακροατές τους, αλλά διότι γνωρίζουν ότι η Φύση αποστρέφεται να εκτίθεται αποκεκαλυμμένη και γυμνή σε κοινή θέα. Όπως ακριβώς απέκλεισε από τις πρωτόγονες αισθήσεις των ανθρώπων τη γνώση της ουσίας της, καλυπτόμενη με τα ενδύματα και τα περιτυλίγματα των πραγμάτων, έτσι επέλεξε οι σοφοί να μη συζητούν για τα μυστήριά της, παρά μόνον υπό το κάλυμμα μυθικών αφηγήσεων».
     Σύμφωνα με την μαρτυρία του Πρόκλου, ο Πορφύριος παραθέτει το όνομα του Ηράκλειτου αναφερόμενος πιθανότατα στον περίφημο αφορισμό του. Εδώ αποκαλύπτεται το πνεύμα του Τίμαιου, αν όχι και ολόκληρης της πλατωνικής φιλοσοφίας. Στον διάλογο αυτό ο Πλάτων αναφέρει ρητά ότι δεν θα μιλήσει για την «αρχή», ούτε για «αρχές» όλων των πραγμάτων, διότι η μορφή του λόγου που επέλεξε - η οποία αναλογεί στον κόσμο και σε ό,τι περιλαμβάνει ο κόσμος -, δηλαδή ο αληθοφανής λόγος και ο μύθος, δεν επιτρέπει την αναφορά στις αρχές. Στον Πλάτωνα, όπως και στον Πορφύριο, η πραγματικότητα ταυτίζεται με την θεότητα. Υπάρχουν όμως δύο επίπεδα της πραγματικότητας και της θεότητας, που αποτελούν αντικείμενο δύο διαφορετικών επιστημών: αφ’ ενός το πεδίο τής ύψιστης θεότητας, που είναι εντελώς ασώματη κι αποτελεί αντικείμενο τής θεολογίας, και αφ’ ετέρου το πεδίο  των κατώτερων θέων, που σχετίζονται με το σώμα, δηλαδή την Ψυχή του κόσμου, και τους άλλους θεούς που συνδέονται με τα φυσικά φαινόμενα, δηλαδή τους αστερισμούς, τις δυνάμεις του αέρα και του αιθέρα· όλα αυτά τα όντα αποτελούν αντικείμενο της «θεολογικής φυσικής». Και όντως, στον Πλάτωνα ο μυθικός λόγος κάνει την εμφάνισή του όταν το θέμα αφορά στις ψυχές.
   Η γνωριμία με κάθε θεϊκή οντότητα είναι δύσκολη, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Η ύψιστη θεότητα κρύβεται από μας, ακριβώς επειδή δεν καλύπτεται από αισθητές και υλικές μορφές. Μας τυφλώνει με το υπερβολικό της φως, όπως ο ήλιος. Για να μιλήσουμε γι’ αυτήν καταφεύγουμε σε συγκρίσεις και αρνήσεις (αποφάσεις), σύμφωνα με τις παραδοσιακές μεθόδους της θεολογίας. Οι κατώτερες θεότητες αντίθετα είναι κρυμμένες, διότι κατά την κάθοδό τους προς την ύλη οι θείες ψυχές καλύπτονται από όλο και πιο πολυάριθμα και συμπαγή σώματα. Είναι κρυφές διότι καλύπτονται από ορατές μορφές. Σε αυτή τη συγκάλυψη μέσα σε διάφορα υλικά σώματα αντιστοιχεί η συγκάλυψη μέσα από ένα είδος λόγου που χρησιμοποιεί την ψευδή εικονικότητα τoυ μύθου, η οποία μέσα από την αλληγορική της ερμηνεία αφήνει να διαφανεί ένα περιεχόμενο αλήθειας, κατά τον ίδιο τρόπο που οι αισθητές μορφές αφήνουν να διαφανεί πίσω από την ψευδή εμφάνιση αυτού που είναι υλικό η αόρατη δύναμη που τις εμψυχώνει. Επομένως ο αφορισμός του Ηράκλειτου αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από αυτό που του απέδιδε ο Φίλων. «Η Φύση αγαπά να κρύβεται» σήμαινε τότε ότι η ασώματη πραγματικότητα, και τελικά θεία, που κρύβεται μέσα στο γράμμα της Γραφής, διαφεύγει της γνώσης μας εξ αιτίας της δύναμης και της υπερβατικότητάς της, αλλά μπορούμε δια της αλληγορικής ερμηνείας να ανασηκώσουμε το πέπλο που την καλύπτει. Για τον Πορφύριο ο αφορισμός του Ηράκλειτου σημαίνει: η Φύση διαφεύγει της γνώσης μας εξ αιτίας της αδυναμίας της. Αναγκάζεται να σκεπάζεται από αισθητές μορφές. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν δεν μπορούμε να το κάνουμε παρά μόνο μέσα από μυθικές αφηγήσεις, ή εικονίζοντάς την με τα αγάλματα των θεών, ή ακόμη να μιμηθούμε τη δράση της με θρησκευτικές τελετές. Ο αληθινός φιλόσοφος είναι αυτός που θα πρέπει να αποκρυπτογραφήσει, με την αλληγορική μέθοδο, τα μυστηριώδη σύμβολα που αναφέρονται στη Φύση. Αλλά δεν θα πρέπει να αποκαλύψει το νόημά τους στις απαίδευτες μάζες.
     Η δημιουργία μορφών της αισθητής πραγματικότητας συνιστά την απόκρυψη της Φύσης. Ο χώρος της Φύσεως επομένως συρρικνώνεται αποφασιστικά σε σχέση με τον χώρο που της απένειμε ο στωικισμός. Κατά τους Στωικούς η Φύση είναι ταυτόσημη με τον Θεό, ως πρωταρχική σπορά όλων των πραγμάτων και ταυτόχρονα ως εκπλήρωση αυτής της σποράς. Ταυτίζεται δηλαδή με τη συνολική πραγματικότητα, τόσο τη νοητή όσο και τη σωματική. Κατά τους νεοπλατωνικούς αντίθετα η Φύση δεν είναι παρά το κατώτερο επίπεδο της πραγματικότητας, μια ασώματη και αόρατη δύναμη, καλυμμένη από ενσώματες και ορατές μορφές. Ο Πορφύριος μοιάζει να αποκαλεί Φύση το σύνολο των δυνάμεων που συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με ένα σώμα, την Ψυχή του κόσμου, τις θείες ψυχικές δυνάμεις των άστρων, τις ψυχές των δαιμόνων, των ανθρώπων, των ζώων, των φυτών, ακόμη και τον κόσμο των ορυκτών, ενώ ο Πρόκλος κάνει λόγο για ψυχές κατώτερες της λογικής ψυχής. Στη συρρίκνωση αυτή του πεδίου της Φύσης αντιστοιχεί και μια συρρίκνωση που πεδίου της φυσικής. Για τους Στωικούς η φυσική είναι θεολογία: αντικείμενό της έχει το θείο στοιχείο, δηλαδή τον συμπαντικό Λόγο του Όλου και τους ιδιαίτερους λόγους που περιλαμβάνονται στο Όλον, και χρησιμοποιεί μία και μοναδική μέθοδο. Για τον Πορφύριο υπάρχει μια ριζική διαφορά του αντικειμένου της ανώτερης θεολογίας, που ασχολείται με τον κόσμο των Ιδεών ή των πέραν των σωμάτων υποστάσεων, από την θεολογία της φυσικής, που περιλαμβάνει δυνάμεις που κινούν τα σώματα. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για μια φυσική θεολογία που κυριαρχείται από το ψυχικό φαινόμενο, αφού οι αιτίες που συνιστούν τις φυσικές διαδικασίες είναι οι ψυχές θεών ή δαιμόνων, ή ζώων, ή φυτών.
     Για τούτο και δεν μπορούμε να συγχέουμε την αλληγορική μέθοδο των Στωικών με την αλληγορική μέθοδο του Πορφύριου. Η στωική μέθοδος συνίσταται στην απομυθοποίηση αυτού που αποκαλούσαν μυθική θεολογία, δηλαδή των μυθικών αφηγήσεων περί των θεών. Η αλληγορία τούς επέτρεψε να ανακαλύψουν ότι οι θεοί αντιπροσωπεύουν φυσικά φαινόμενα, δυνάμεις ενσώματες, ότι η μυθολογία στο σύνολό της δεν είναι παρά μια εικονική περιγραφή της ιστορίας των κοσμικών διαδικασιών, δηλαδή των μεταμορφώσεων του πνεύματος, της εγγενούς πρωταρχικής πνοής. Αντίθετα ο Πορφύριος καταλόγιζε στον στωικό  Χαιρήμωνα, ότι αντιμετώπιζε τους μύθους σαν αποκλειστικές αναφορές σε φυσικές πραγματικότητες, και ποτέ σαν ασώματες και ζωντανές ουσίες. Πίσω από την υλική πραγματικότητα διακρίνεται η ασώματη δύναμη, η ενσαρκωμένη σε μιαν αισθητή πραγματικότητα θεότητα: σε ένα στοιχείο ή αστερισμό. Για τους Στωικούς τα φυσικά φαινόμενα εξελίσσονται με έναν αυστηρά καθορισμένο τρόπο, ο οποίος δεν υπόκειται σε καμιάν αλλαγή και απαιτεί τη συγκατάθεσή μας. Αν όμως διακρίνουμε, όπως ο Πορφύριος, πίσω από τα αισθητά φαινόμενα ψυχές και απόκρυφες δυνάμεις, θα μπούμε στον πειρασμό να τις ξορκίσουμε και να τις επηρεάσουμε δια της μαγείας.
     Να προσθέσουμε ότι για τον Πορφύριο η Φύση περιβάλλεται από ενσώματες μορφές – γεγονός που την καθιστά ορατή στους αισθητούς οφθαλμούς και αόρατη στα μάτια της ψυχής – και ότι οι μυθικές εικόνες με τις οποίες την περιγράφουμε κρύβουν εξάλλου, παρότι μοιάζουν να την αποκαλύπτουν στην πραγματικότητα, την αληθινή της ουσία. Η ασώματη ουσία της Φύσεως ανακαλύπτεται μόνο χάρη στην αλληγορική ερμηνεία, η οποία και αποκαλύπτει το κρυφό νόημα των μύθων.
     Ο Πορφύριος πίστευε ότι δικαιώνει τον Τίμαιο του Πλάτωνα, αποδεικνύοντας ότι δεν μπορούμε αναφερθούμε στη Φύση παρά μόνο μέσα από τους μύθους. Αλλά στην πραγματικότητα αντιλαμβάνεται τον μύθο με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι ο Πλάτων. Για τον Πλάτωνα ο μύθος στον Τίμαιο αποτελεί μια ποιητική εφεύρεση τού φιλοσόφου, που μιμείται τη δημιουργία του κόσμου από έναν θείο Τεχνίτη. Για τον Πορφύριο ο μύθος αυτός είναι μια παραδοσιακή αφήγηση της ιστορίας των θεών, στην οποία μπορεί κανείς να ανακαλύψει αναφορές στις θείες, αόρατες και ασώματες δυνάμεις που κινούν τη Φύση. Αυτή η υποτιθέμενη απολογία στον Πλάτωνα αποτελεί στην πραγματικότητα, όπως θα χρειαστεί να το επαναλάβουμε, ένα εγκώμιο στο «παγανιστικό Πνεύμα».


(συνεχίζεται)  

Δεν υπάρχουν σχόλια: