Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (7)

  Συνέχεια από: Τετάρτη, 10 Μαρτίου 2021

π. Χρίστος Μαλάης


Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Το «δόγμα της αναλογίας του όντος» στη λατινική θεολογία

1.2.1 Η διαμόρφωση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»

Η σχολαστική θεολογία διαφοροποιείται από κάθε προηγούμενη θεολογική παράδοση, αφενός επειδή χρησιμοποιεί τη διαλεκτική τεχνική προς οικοδόμηση μίας αντικειμενικά υποχρεωτικής γνώσης, αφετέρου επειδή βασίζεται στη συλλογιστική τεκμηρίωση της αλήθειας με γνώμονα τη νοησιαρχική ικανότητα της ατομικής διάνοιας1. Βασική μέριμνα της σχολαστικής θεολογίας ήταν η οργάνωση ολόκληρου του πνευματικού βίου των ανθρώπων σε ένα λογικό σύστημα, στο οποίο η παπική Εκκλησία να υπερέχει σε όλους τους τομείς της ζωής, και να επιβάλλει τη βούλησή της παντού2. Η θεολογική τάση για συμπερίληψη και κατανόηση των πάντων με κέντρο τον ένσαρκο Λόγο, μεταβλήθηκε στα χέρια των σχολαστικών σε ανεξάρτητη από το Λόγο κίνηση, βασισμένη στην ατομική ενέργεια του διανοητικού λόγου3. Η ανθρώπινη διάνοια, για τους σχολαστικούς, είναι το μόνο σημείο επαφής της δημιουργίας με το δημιουργικό Λόγο, γι’ αυτό και έχει την ικανότητα να γνωρίσει την υπερβατικότητα του Λόγου όχι πλέον μόνο με την πίστη, αλλά και με την κατ’ αναλογίαν ανάβαση διαμέσου των δημιουργηθέντων υπό του Λόγου4. Ολόκληρη η φυσική δημιουργία είναι μία ιεραρχημένη τάξη, βασισμένη σε καθαρές και απλές κατηγορίες, τις οποίες μπορεί να ανιχνεύσει ο διεισδυτικός νους και να αποκτήσει εναργή γνώση τους. Οι κατηγορίες της λογικής χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν όχι μόνο τον αισθητό κόσμο, αλλά και τον υπεραισθητό. Η θεολογία αναγορεύεται σε βασίλισσα των επιστημών, αποτελεί την αρχή και το τέλος τους, παρέχοντάς τους, με το σύστημα της φυσικής θεολογίας, τα όρια εντός των οποίων μπορούν να αναπτύσσονται5. Αυτό αποτελεί τη βάση επί της οποίας η παπική Εκκλησία, ως ιστορικό καθίδρυμα με δικές του ιεραρχήσεις, αντικατοπτρίζει, αντιπροσωπεύει και ενσαρκώνει την αρμονία ανάμεσα στο φυσικό και στο θείο Λόγο. Αυτή η θεώρηση του κόσμου και της ζωής επήλθε ως άμεσο επακόλουθο της συνένωσης της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, σε ένα σύστημα εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με αρχηγό τον Πάπα Ρώμης6. Ο σχολαστικισμός με τον αποδεικτικό χαρακτήρα του, προσπαθεί να επιβάλει το αντικειμενικό κύρος της μεταφυσικής ιδεολογίας του ρωμαιοκαθολικισμού και να καταδείξει τον λογικά υποχρεωτικό χαρακτήρα του7.

Γνωστική μονάδα της συλλογιστικής τεχνικής του σχολαστικισμού αποτελεί η έννοια, της οποίας το περιεχόμενο συλλαμβάνει η ατομική διάνοια. Έννοια και αλήθεια συμπίπτουν, διότι η ανθρώπινη διάνοια θεωρείται ως αντίτυπο και σμίκρυνση της θείας διάνοιας, όπου έχουν συλληφθεί αιωνίως οι μορφές των όντων8. Το περιεχόμενο των εννοιών ανταποκρίνεται σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία στο είναι των όντων, και η ατομική διάνοια αποκτά την ικανότητα να συλλαμβάνει την αλήθεια στην καθολικότητά της. Τελικός και πλήρης ορισμός της αλήθειας είναι η σύμπτωση της έννοιας με το νοούμενο: «veritas est adaequatio rei et intellectus»9. Με αυτές τις προϋποθέσεις η γνώση του Θεού, όπως τη θεμελίωσαν οι σχολαστικοί, εξαντλείται σε μία νοητική προσέγγιση της ουσίας του Θεού η οποία αποτελεί ένα υπερβατικό αντικείμενο της ανθρώπινης διάνοιας10. Οι σχολαστικοί υποκαθιστούν τη γνώση του Θεού με την απρόσωπη έννοια ενός υπερβατικού αντικειμένου, το οποίο αποτελεί την αναγκαία λογική αιτία όλων των όντων11. Η ανθρώπινη διάνοια αντικειμενοποιεί, κατ’ αυτό τον τρόπο, την ύπαρξη του Θεού σε λογική αναγκαιότητα απρόσωπης αρχής και αιτίας του κόσμου12. Επομένως, οι σχολαστικοί καθιερώνουν μία θεολογική γνωσιολογία στην οποία ο Θεός ως αναγκαία αιτία των όντων, προσδιορίζεται ανάλογα με την ικανότητα της ατομικής διάνοιας να αποδεικνύει συλλογιστικά τις αιτίες κάθε υπαρκτού13. Η φυσική γνώση του Θεού ως αποτέλεσμα της φυσικής θεολογίας, βασίζεται σε μία αντιστροφή των όρων της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η πρωτοβουλία του Θεού να αποκαλύψει τον εαυτό του στον άνθρωπο, μεταστρέφεται σε πρωτοβουλία του ανθρώπου να γνωρίσει το Θεό. Ο άνθρωπος αποκτά τη δυνατότητα να γνωρίζει το Θεό ως κοινή αρχή και αιτία του παντός, επί τη βάση μόνο των δικών του λογικών κατηγοριών και επιχειρημάτων14. Η φυσική γνώση του Θεού διαχωρίζεται από την υπερφυσική στο ότι η πρώτη έχει ως όργανό της τον ορθό λόγο, ενώ η δεύτερη την πίστη. Ορθός λόγος και πίστη χωρίζονται εδώ προς στιγμή, για να συναντηθούν και πάλι όταν η πίστη θα έχει ανάγκη από αποδείξεις και ο ορθός λόγος από ενδείξεις. Προκύπτει έτσι μία εξωτερική, διανοητική εναρμόνιση ανάμεσα στις αρχές της ατομικής διάνοιας και της προσωπικής ενώσεως του ανθρώπου με το Θεό15. Στην πραγματικότητα, όμως, εισάγεται αγεφύρωτη διαφορά μεταξύ πίστεως και ορθού λόγου, θεολογίας και επιστήμης, Εκκλησίας και Κόσμου. Σ’ αυτή την εξωτερική εναρμόνιση και συλλογιστική πρόσβαση της ανθρώπινης διάνοιας στη θεία φύση, σημαντικότατο ρόλο επιτελεί σύμφωνα με τους σχολαστικούς, η παραδοχή πως ανάμεσα στο είναι-καθόλου της φύσης και στη θεία ουσία ως αιτία της φύσης, υπάρχει αναλογική σχέση τύπου αιτίας-αποτελέσματος.
Η ιστορία της έννοιας της αναλογίας στο δυτικό κόσμο, ξεκινά με τη μεταφορά του όρου από τα ελληνικά στα λατινικά διατηρώντας παράλληλα την αρχική σημασία της16. Οι κλασσικοί Λατίνοι συγγραφείς δεν προχώρησαν σε κάποια συγκεκριμένη τεχνική χρήση της αναλογίας. Με τον όρο αυτό γενικά εννοούσαν είτε άμεση ομοιότητα ή συμφωνία ανάμεσα σε διάφορα πράγματα, είτε ομοιότητα σχέσεων. Μία νέα χρήση της αναλογίας γίνεται όταν ο Varro εισάγει τον όρο στη γλωσσολογία για να δηλώσει την ομοιότητα που υπάρχει στο φαινόμενο της φθοράς κάποιων λέξεων17. Οι σχολαστικοί, ωστόσο είναι εκείνοι που πρώτοι χρησιμοποίησαν τον όρο αναλογία τεχνικά, κυρίως για θεολογικούς και εκκλησιαστικούς σκοπούς. Η αναλογία απέκτησε έτσι καινούριες σημασίες τις οποίες δεν εμπεριείχε στην αρχική της (ελληνική) εκδοχή. Στον πληθυντικό η λέξη αναλογίες σημαίνει τους εικονισμούς του ιερού και άγιου. Σε συνδυασμό με τη λέξη πίστη (‘‘αναλογία πίστεως’’), η αναλογία δηλώνει το νόμο της βιβλικής εξήγησης, σύμφωνα με τον οποίο ο ερμηνευτής πρέπει να εξηγεί τα πιο σκοτεινά χωρία σε αναφορά με το ουσιαστικό περιεχόμενο του χριστιανικού δόγματος18. Πολύ συχνά ο όρος αναλογία είναι ταυτόσημος με τους όρους παρομοίωση, αλληγορία και μεταφορά. Η σημαντικότερη σημασία, ωστόσο, με την οποία επιφορτίστηκε η αναλογία στα πλαίσια της λατινικής θεολογίας, σχηματίστηκε όταν οι σχολαστικοί υποστήριξαν ότι η ενότητα ουσίας-κατηγορημάτων σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό «τὸ δὲ ὂν λέγεται μὲν πολλαχῶς͵ ἀλλὰ πρὸς ἓν καὶ μίαν τινὰ φύσιν καὶ οὐχ ὁμωνύμως»19, επιτελείται με βάση την αναλογία. Σύμφωνα με τους σχολαστικούς η αναφορά των ονομάτων-κατηγορημάτων στην ουσία γίνεται κατ’ αναλογίαν προς το είναι της ουσίας. Το είναι των ονομάτων μετέχει αναλογικά στο είναι της ουσίας τους, πράγμα που φανερώνει ότι το είναι των όντων διαφέρει κατά τη φύση του από το είναι της ουσίας, και μετέχει σ’ αυτό μόνο με βάση την αναλογία.

Επιπλέον, οι σχολαστικοί προχώρησαν και σε μία άλλη καινοτομία, αφού θεώρησαν ότι η αναλογική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο είναι των όντων και στο είναι της ουσίας, μπορεί από μόνη της να οδηγήσει το νου κατ’ αναλογία στη γνώση του ίδιου του Θεού20. Το είναι–καθόλου της φύσης, σ’ αυτή την καινούρια θεολογία, έχει τη θέση του «τρίτου της συγκρίσεως» όντων και Θεού21. Η σχέση όντων και είναι, είναι και Θεού, μπορεί να διατυπωθεί κατά τους σχολαστικούς με την ακρίβεια της μαθηματικής αναλογίας, όντα:είναι = είναι:χ, όπου το χ αντιπροσωπεύει την αιτία του είναι, το Θεό. Η αναλογική μετοχή των όντων στο είναι αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της αναλογικής μετοχής του είναι των όντων στην θεία αιτία του. Ο Θεός, η αιτία του είναι, προσδιορίζεται αναλόγως προς το είναι, την αιτία των όντων. Ο αναλογικός αυτός τρόπος σκέψης, συνίσταται σε μία επέκταση της συνείδησης: μία αντίληψη που προέρχεται από τα αισθητηριακά δεδομένα επεκτείνεται στο Θεό ο οποίος βρίσκεται έξω από την εμπειρία, επιτρέποντας έτσι στη διάνοια να προσεγγίσει με τον τρόπο της το είναι του Θεού22. Ως εισηγητές της θεωρίας της αναλογίας θεωρούνται ο Θωμάς Ακινάτης και ο Bonaventura. Ο Θωμάς Ακινάτης και ο Albertus Magnus, είναι εκείνοι που πρώτοι συνόψισαν τις τελειότητες του είναι, οι οποίες μπορούν να γνωστοποιήσουν αναλογικά τις υπερβατικές ιδιότητες του Θεού. Αυτές είναι: το ἓν, ἀληθές, ἀγαθόν, πράγμα, κάτι. Το ον καθεαυτό είναι πραγματικό, ένα πράγμα. Με την υπέρβαση των επιμέρους, είναι πάντοτε ένα. Σε αντιδιαστολή προς τα άλλα όντα, είναι τι, κάτι. Ως προς τη γνώση που έχουμε γι’ αυτό είναι αληθές και ως προς τη θελητική σκοπιμότητα αγαθό. Τα πέντε αυτά κατηγορήματα του όντος, τα ονομάζουν οι σχολαστικοί υπερβατικά (transcendentalia). Η αναφορά τους στο Θεό δεν συνιστά μία εμπειρική αναλογία, αλλά μία υπερβατική αναλογία, μία νοητική επέκταση των κατηγορημάτων αυτών πέρα από τα όρια της κοσμικής εμπειρίας, στο χώρο του υπερβατικά απολύτου. Έτσι, μπορούμε να γνωρίσουμε τα ιδιώματα της ουσίας του Θεού, την ενότητα, την αγαθότητα, την αλήθεια, την κατεξοχήν οντότητα και την κατεξοχήν ετερότητα, με τη βοήθεια της διάνοιας, μέσω της αναλογικής αναγωγής των τελειοτήτων των όντων στην απόλυτη και υπερβατική τελειότητα του Θεού, που είναι η αιτία κάθε τελειότητας23.
Ο Bonaventura ωστόσο, είναι εκείνος που πρώτος χρησιμοποίησε την αναλογία για να περιγράψει τον εσωτερικό σύνδεσμο ανάμεσα στην κτίση και στο Θεό. Σύμφωνα με τον Bonaventura κάθε δημιούργημα φέρει κάποιου είδους αναλογία με το Θεό, επειδή αποτελεί αντίγραφό του, αποτέλεσμα της αιτίας του και συμφωνία μαζί του διαμέσου της θείας ιδέας του. Ο Bonaventura κάνει διάκριση ανάμεσα σε δύο βασικά επίπεδα ομοιότητας: το ίχνος (vestige) και την εικόνα (imago). Το ίχνος είναι η ομοιότητα που έχουν τα άλογα δημιουργήματα με το Θεό24. Η εικόνα είναι η ομοιότητα των έλλογων δημιουργημάτων με τον Θεό. Η ανάβαση προς το Θεό ισοδυναμεί για τον Bonaventure με τη στροφή του ατόμου από το ίχνος του Θεού που υπάρχει μέσα του, προς την εσώτερη εικόνα του Θεού που βρίσκεται στα έγκατα του είναι του25. Η ψυχή πρέπει να ανέλθει μέσα από έξι αναβαθμούς στην πορεία της προς το Θεό26. Τα τρία κύρια στάδια, που είναι: α) ο αισθητός κόσμος (το ίχνος του Θεού), β) η ψυχή (εικόνα του Θεού), γ) ο ίδιος ο Θεός27. Καθένα από αυτά τα στάδια υποδιαιρείται με τη σειρά του σε δύο. Γιατί μπορούμε να ατενίσουμε το Θεό διαμέσου των ιχνών του και μέσα από τα ίχνη του, διαμέσου της εικόνας του καθώς και μέσα από την εικόνα του, και τέλος, άμεσα θεωρώντας Τον είτε ως Ον είτε ως Αγαθό28. Οντολογική προϋπόθεση αυτών των δύο τρόπων πρόσβασης στο Θεό αποτελεί η αναλογία ανάμεσα στο είναι των όντων και στο Είναι του Θεού.

Για τον Θωμά Ακινάτη η αναλογία σημαίνει άμεση ομοιότητα (λογική, οντολογική, γνωσιολογική και φυσική)29, ομοιότητα αναλογιών30, συμπερασμό με βάση ομοιότητες31, αναλογική απόδοση, μεταφορά, παρομοίωση και, πολύ πιο συχνά, διάφορους τρόπους σημασιοδότησης32. Επιπλέον, αντί της λέξης αναλογία, ο Ακινάτης χρησιμοποιεί συχνά κάποια συνώνυμά της, όπως συμμετρία (proportio), συμφωνία (agreement), αλληγορία (similitude), κοινότητα (communitas).

Παρατηρούμε ότι δεν είναι όλα τα συνώνυμα της αναλογίας συνώνυμα και μεταξύ τους. Η κοινότητα δεν είναι συνώνυμο της συμμετρίας, ούτε η συμφωνία είναι συνώνυμο της αλληγορίας. Αυτό δείχνει ότι η συμμετρία, κοινότητα κλπ. δεν είναι συνώνυμα της αναλογίας από όλες τις σκοπιές, αλλά το ένα είναι συνώνυμο μερικών μόνο σημασιών της, και το άλλο συνώνυμο κάποιων διαφορετικών σημασιών της.
(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: