Ὁ Ὅσιος Πορφύριος
Εἰσαγωγικά
γιά τόν Ὅσιο Πορφύριο
«– Γέροντα, εἶπε κάποιος ἀδελφός στόν ἅγιο Παΐσιο, θέλω νά σᾶς
δῶ γιά κάποιο μου πρόβλημα πού τό συζήτησα καί μέ τόν Γέροντα Πορφύριο.
- Ἄν τό συζήτησες μέ τόν Γέροντα Πορφύριο δέν χρειάζεται καί μ'
ἐμένα, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἔγχρωμη δορυφορική τηλεόραση, ἐνώ ἐγώ εἶμαι ἀσπρόμαυρη.
Ἕνα πνευματικό παιδί τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου εἶπε: «Εἶχε ὅλα τά
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶδα ὅλα τά θαύματα ἐκτος ἀπό ἕνα πού μπορεῖ
νά εἶχε γίνει, ἀλλά δέν εἶχε πέσει στήν ἀντίληψή μου, ἑπομένως δέν μπορῶ νά τό
πῶ. Δέν εἶχα δεῖ ἀνάσταση νεκροῦ. ὅλα τ’ ἄλλα τά εἶχα δεῖ. Ἰάσεις ἀπό κοντά, μακρυά,
παρελθόντα, μέλλοντα, τά πάντα, ἤτανε ἀνοιχτό βιβλίο, ὄχι στόν Γέροντα Πορφύριο,
στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ὁποῖο τόν φώτιζε. Εἶχε καί ὅλες τίς ἀρετές. Εἶχε ἀγάπη,
εἶχε ταπείνωση, εἶχε προσευχή, εἶχε ἐλεημοσύνη, θυσία, πίστη, ὑπακοή, ὑπομονή
στίς ἀρρώστιες καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές πού ἀκοῦμε, τή διόραση καί τή γνώση τῶν
πάντων.».
Τό 1989 γυρνώντας ἀπό τήν δουλειά μου, κουβαλώντας καί ψώνια,
ἄφησα τίς σακκοῦλες γιά νά ἀνοίξω τήν ἐξώπορτα. Σηκώνοντας τίς σακκοῦλες
αἰσθάνθηκα ἕναν πόνο ὁξύ στό στῆθος, ἄρχισα νά ἱδρώνω καί νά ζαλίζομαι.
Ἡ πρώτη μου ἀντίδραση: «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με», δέν εἶναι τίποτε θά περάσει. Ξάπλωσα καί σέ μισή ὥρα
περίπου ἄρχιζε ὁ πόνος νά περνᾶ. Αἰσθανόμουν μία συνεχῆ κούραση καί δύσπνοια.
Πῆγα σέ γνωστούς γιατρούς καί μοῦ εἶπαν περισσότερο εἶναι ἡ ἰδέα σου. Μετά ἀπό
ἐξετάσεις (στεφανιογραφία κ. ἄλλες) τά στεφανιαία ἀγγεῖα ἔκαναν ἔντονους
σπασμούς, ἀρρυθμία. Μοῦ δώσανε τριῶν εἰδῶν φάρμακα. Τά συμπτώματα ὅμως δέν ἔφυγαν.
1990 – 1991, ἕνα πρωΐ παίρνω τηλέφωνο τόν π. Πορφύριο στό
Μήλεσι. Μόλις σήκωσε τό τηλέφωνο μοῦ λέει: «Μήν μοῦ πεῖς τίποτε, καί ἄρχιζε νά
μοῦ λέει τήν ζωή μου πού ἔβλεπα σάν κινηματογραφικό φιλμ. Ἡ διάγνωσή του: Παιδί
μου ἔχεις χαμηλό ὀξυγόνο στό αἷμα σου καί μία βλάβη στό παρασυμπαθητικό νεῦρο
τῆς καρδίας σου. Δέν γνωρίζω τήν αἰτία, ἀλλά ὁ Θεός θά σέ προειδοποιεῖ, θά
αἰσθάνεσαι κάτι πίσω ἀπό τό κεφάλι καί ἐσύ νά ἔλθεις σέ ἐπαφή μέ ὀξυγόνο, γιατί
θά εἶναι καί ἡ τελευταία σου ἀναπνοή μετά.
Οἱ γιατροί σοῦ δώσανε αὐτά τά φάρμακα, πού μοῦ τά κατωνόμασε,
μήν τά πάρεις γιατί ἡ διαγνωσή τους εἶναι ἐσφαλμένη. Θά πᾶς στήν Ἀγγλία στόν κ.
Τόνυ Ἀντωνίου μοῦ ἔδωσε τήν διεύθυνσή του καί τό τηλέφωνό του. Κλείνοντας μοῦ
λέει: «Ἐσύ παιδί μου θά τρελλάνεις τούς γιατρούς».
Στήν ἐρώτησή μου πῶς θά βοηθήσω ἐγώ τόν ἑαυτό μου; Θά μοῦ
περάσει;
Ἡ ἀπάντησή του: «Μέ τακτική
ἐξομολόγηση, προσευχή, καί πνευματική ζωή».
Ἔστειλα τίς ἐξετάσεις μου στό γιατρό στό Λονδίνο καί περίμενα.
1992 ἐγώ περίμενα ἀπάντηση ἀπό
τόν γιατρό.
Μετά πληροφορήθηκα τήν κοίμηση τοῦ π. Πορφυρίου καί μέ τήν καρδιά
μοῦ εἶπα: «Ἄ! ρέ Γέροντα Πορφύριε ἐσύ ἀναπαύτηκες ἐγώ ταλαιπωροῦμαι, τί θά
γίνει τώρα;
Ἐκείνη τήν ὥρα κτυπᾶ τό
τηλέφωνο. Ἐδώ Τόνυς Ἀντωνίου ἀπό τό Λονδίνο. Πέστε μου τί σᾶς συμβαίνει. Ἐγώ
ἄρχιζα νά ὁμιλῶ γρήγορα γιατί μέ τήν σκέψη ὅτι χρεώνεται. Κε…σᾶς παρακαλῶ
ὁμιλεῖτε ἀργά γιά νά σᾶς καταλάβω, ἐγώ πληρώνω, καί μήν τό σκέφτεσθε καθόλου.
Μετά μοῦ εἶπε νά πάω νά τόν ἐπισκεφθῶ.
Πῶς νά πάω; Γλῶσσα δέν γνωρίζω γνωστούς δέν ἔχω. Ἡ ἀγάπη ὅμως
τοῦ Θεοῦ τά οἰκονόμησε ἔτσι ὥστε ἀνοίχθηκε ὁ δρόμος, βρέθηκαν τά χρήματα, ἄνθρωπος
νά μέ φιλοξενήσει, νά μέ πάει στόν γιατρό.
Πῆγα στό Λονδίνο βρῆκα τόν γιατρό, ὅταν τόν ρώτησα ἄν γνωρίζει
τόν π. Πορφύριο, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀρνητική. Μετά ἀπό ἐξετάσεις μέ ἔστειλε σέ
ἕναν Ἄγγλο νευρολόγο. Ἡ διάγνωσή του: «Πάσχετε ἀπό τό σύνδρομο χρόνιας
κόπωσης».
Ἀπό ἐκεῖ μετά ἐπισκέφθηκα ἕξι
φορές τή Γερμανία σέ Γερμανούς γιατρούς, (καί μέ εὐλογία καί σέ ὁμοιοπαθητικούς,
φυσικά χρήματα χαμένα καί κούραση), τελικά κατέληξα στό Πανεπιστημιακό
νοσοκομείο τοῦ Γκέτιγκεν ὅπου ἔγινε ἡ διάγνωση: «Κατά τήν κόπωση ἀνεβάζω πνευμονική
ὑπέρταση».
Πῆγα στό νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων σ’ ἕναν φίλο παθολόγο καί
καρδιολόγο (ἔχει δύο εἰδικότητες) τοῦ εἶπα τό πρόβλημα μου. Ἄρχισε τίς
ἐξετάσεις καί τέλος φθάσαμε στό τέστ κοπώσεως. Τοῦ εἶπα γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου,
τήν χρόνια κόπωση. «Μήν λές χαζαμάρες», αὐτοί πού ἔχουν ἔλλειψη ὀξυγόνου ἔχουν
ἁλλοιωμένα χαρακτηριστικά, μελανό χρῶμα, ἐσύ εἶσαι μιά χαρά. Εἶσαι ὁ κατά
φαντασίαν ἀσθενής».
Μπροστά στήν ἀπόφασή μου,
φώναξε ἕναν πνευμονολόγο μοῦ πῆραν αἷμα, (ἀρτηριακό), λίγο πιό κάτω ἀπό τήν
παλάμη. Τό ἀποτέλεσμα: ὀξυγόνο 73 καί τό διοξείδιο 32.
«Μπά λάθος ἔχει τό μηχάνημα
εἶπε ὁ γιατρός. Φώναξε τόν ὑπεύθυνο τῆς ΜΕΘ καί τοῦ εἶπε πότε ἔκαναν σέρβις στό
μηχάνημα. Χθές Χρῆστο ἦταν ἡ ἀπάντηση. Τόν βλέπεις αὐτόν ἔχει ὑποξαιμία. Κάθισε
νά σοῦ κάνουμε ἀκόμη μία; Ναί τοῦ ἀπαντῶ. Τό ἀποτέλεσμα τό ἴδιο. «Χρῆστο, τοῦ
εἶπα, μετά τήν κόπωση θά φθάσει τό ὀξυγόνο πάνω ἀπό 100». Αὐτό ἐπιστημονικά
εἶναι ἀδύνατο. Ἐγώ σχίζω τά πτυχία μου.
Τελικά δέν τό ἔβγαλα τό τέστ
κοπώσεως, στό 2ο στάδιο ἔμεινα. Ἄρχισα τότε νά αἰθάνομαι κάτι σάν μούδιασμα, μέ
δύσπνοια πίσω στό κεφάλι καί λέω στόν φίλο μου τόν γιατρό κάνε μου κι’ ἄλλη μία
εξέταση σέ παρακαλῶ. Μπροστά στήν ἀπόφασιστικότητά μου, κάφθηκε ἦρθε ἄλλος
πνευμονολόγος μοῦ πῆρε αἷμα ἀπό τό ἄλλο χέρι καί τό ἀποτέλεσμα ἔδειξε ὀξυγόνο
107. Τότε συγκέντρωσε ὅλους τούς καρδιολόγους καί πνευμονολόγους τοῦ
νοσοκομείου καί προσπαθοῦσαν νά βροῦν τί συμβαίνει. Μετά από πολύ ὥρα τό
ἀποτέλεσμα ἦταν ὅτι δέν βρέθηκε ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς διαταραχῆς. Παράξενο πρόβλημα
εἶπαν.
Η κατάστασή μου χειροτέρευε καί ἔψαξα νά βρῶ ἕνα κέντρο. Πῆγα
στήν Ἀθήνα στόν καθηγητή καρδιολογίας κ. Κρεμαστικό ὁ ὁποῖος μετά ἀπό ἐξετάσεις
μοῦ εἶπε: «Κάτι ἔχεις ἀλλά δέν μπορῶ νά τό ἐντοπίσω».
Μοῦ εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς καθηγητές πού ἀσχολοῦνται μέ τήν
πνευμονική ὑπέρταση, ἕνας στήν Γαλλία, καί δύο στήν Ἀμερική. Μέ περάσανε ἀπό
ἰατρικό συμβούλιο και μοῦ χορήγησαν ἔγγραφο ὅτι ἡ περίπτωσή μου δέν
ἀντιμετωπίζεται στήν Ἑλλάδα καί μέσω τοῦ ὑπουργείου ὑγείας μέ ἔστειλαν στήν Ἀμερική.
Κεραυνός ἐν αἰθρία, γλῶσσα δέν γνωρίζω, ἄνθρωπο δέν ἔχω πῶς θά τά καταφέρω; Θεέ
μου φώτισέ με και βοήθησέ με τί νά κάνω. Σκεπτικός με εἶδε κάποιος μοναχός καί
μοῦ εἶπε: Ὁ Γέροντας,ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ γνωστός μου, ἀπό ἕνα μοναστήρι εἶναι
ἐδῶ, θέλεις νά τόν δεῖς;
Καί βέβαια τοῦ ἀπαντῶ.
Βλέποντάς με ὁ Γέροντας μοῦ λέει: Τί σοῦ συμβαίνει γιατί εἶσαι ἔτσι; Τοῦ εἶπα
τήν ἱστορία τῆς ὑγείας μου καί τήν ἀπόφαση νά πάω στήν Ἀμερική. Πῶς ὅμως
Γέροντα;
Μήν ἀνησυχεῖς ὁ Θεός εἶναι
μεγάλος. Βλέπεις αὐτή τήν κυρία πού κάθεται ἀπέναντί μου εἶναι ἑλληνοαμερικάνα
και πολύ γνωστή μου, ἐρχόμαστε ἀπό τήν πατρίδα της ἐξομολόγησα τήν μητέρα της
πού κοιμήθηκε, αὐτή θά μᾶς βοηθήσει.
Αὐτή θά σέ φιλοξενήσει καί θά
σέ πάει στούς γιατρούς. Μήν ἀνησυχεῖς. Πράγματι πῆρε τίς ἐξετάσεις μαζί της καί
μετά ἀπό λίγες ἡμέρες μοῦ ἀπαντᾶ ὅτι εἶχε βρεῖ ἕναν Ἕλληνα καθηγητή πατριώτη μου και τά κανόνισε.
Με τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔφυγα
γιά τήν Ἀμερική. Μέ πῆγαν στό νσοκομεῖο τῆς Βαλτιμόρης ὅπου ὑπῆρχε ἕνας
Ἰσραηλινός καθηγητής εἰδικός γιά τήν πνευμονική ὑπέρταση. Ὁ ὁποῖος δέν μπόρεσε νά
βρεῖ τήν αἰτία καί μέ τήν παρέμβαση τοῦ Ἕλληνα καθηγητοῦ μοῦ χορήγησε ἔγγραφο
γιά τήν εἰσαγωγή μου στό μοναδικό ἐρευνητικό Κέντρο (Ν.Ι.Η) τό 1995. Ἡ εἴσοδος
γιά τούς ἀλλοδαπούς δύκολη. Ἡ περίπτωση τοῦ κάθε ἀσθενοῦς περνοῦσε ἀπό 11μελῆ
ἐπιτροπή Ἀμερικανῶν καθηγητῶν γιατρῶν γιά ἀσθένειες πού εἶναι σπάνιες.
Ἡ θέση γιά τό νοσοκομεῖο ἦταν
μία, καί οἱ αἰτήσεις δύο, ἡ δική μου καί τοῦ συγγενοῦς τοῦ ἀντιπροέδρου τῆς Ἀμερικῆς
Ἄρ Γκόρ.
Τήν ἡμέρα τοῦ ἁγίου Διονυσίου 17 Δεκεμβρίου 1995, ἡ ἐπιτροπή
ἐνέκρινε τήν δική μου αἴτηση, ἡ ἄλλη θά γινόταν δεκτή τό νέο, ἔτος. Ἐρχόταν οἱ
Ἕλληνες γιατροί καί δέν πιστεύανε στό γεγονός. Μοῦ ἔλεγαν: «Πές μας ποιός
εἶσαι; Ποιός εἶναι αὐτος πού σέ ὑποστηρίζει; «Ὁ Θεός τούς ἀπαντοῦσα δέν ἔχω
κανένα ἄλλον γνωστό». Καί μία ἄλλη λεπτομέρεια στίς 30 Δεκεμβρίου ὁ πρόεδρος
Κλίντον ὑπέγραψε ἀπόφαση πού ἀπαγορεύει τήν δωρεάν νοσηλεία σέ ἀλλοδαπούς, ἐκτός
ἐκείνων πού ἔχουν νοσηλευθεῖ.
Μετά ἀπό πολλές ἐξετάσεις ἡ διάγνωση: «σύνδρομο εὐαίσθητης
καρδίας» καί νά τούς ἐπισκεφθῶ σέ ἕναν χρόνο, δίνοντάς μου φάρμακο τήν
ἡμιπραμίνη. Αὐτό μοῦ δημιουργοῦσε πολλές συναισθηματικές διαταραχές. Ὁπότε πῆρα
τήν ἀπόφαση καί τήν διέκοψα.
Τό 1996 πού ξαναπῆγα μετά ἀπό ἐξετάσεις, μέ ἐρώτησαν ποιά εἶναι
ἡ διάγνωση τῶν Ἑλλήνων γιατρῶν; Τους ἀπάντησα: Οἱ 99 ὅτι εἶμαι κατά φαντασίαν
ἀσθενής καί ἕνας μοῦ εἶπε γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου καί βλάβη στό
παρασυμπαθητικό νεῦρο τῆς καρδίας. Μοῦ λένε ἐμεῖς μποροῦμε νά τό διαπιστώσουμε
μέ ἕνα τέστ, ἀλλά εἶναι ἐπικίνδυνο πρέπει νά υπογράψεις ὅτι θέλεις νά γίνει. Ἔκανα
τόν σταυρό μου καί ὑπέγραψα. Μετά ἀπό 14 ὧρες ἐξαντλητικῶν ἐξετάσεων, τήν
ἑπομένη ἦρθε ὁ καθηγητής καί μοῦ λέει: «Σέ παρακαλῶ πές μου τό ὄνομα τοῦ Ἕλληνα
γιατροῦ πού σοῦ εἶπε γιά τήν ἔλλειψη ὀξυγόνου καί τήν βλάβη στό
παρασυμπαθητικό, γιατί πώς μπόρεσε καί ἔκανε αὐτή τήν διάγνωση πού μόνον ἐδώ στήν
Ἀμερική ὑπάρχουν αὐτά τά μηχανήματα καί γίνεται αὐτό τό τέστ ἀκετυλχολύνης. Τί
νά τοῦ πῶ;
Αὐτός ὁ καθηγητής ἦταν Ἰνδός
ἐξειδικευμένος στά νεῦρα τῆς καρδιᾶς. Τό ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες γιατροί τοῦ Ν.Ι.Η
καί μέ ἐπισκέφθηκαν. Σέ αὐτούς τούς εἶπα ὅτι εἶναι ὁ μακαριστός π. Πορφύριος.
Ὅλοι ἔκαναν τόν σταυρό τους, καί εἶπαν ἡ πίστη μας εἶναι ἡ ἀληθινή.
Ἡ τελική ἀπάντηση τοῦ καθηγητοῦ ἦταν: Γιά σᾶς ἡ ἰατρική δέν
μπορεῖ νά σᾶς βοηθήσει,προσπαθεῖστε μόνος σας νά ἀντιμετωπίσετε τήν κατάστασή
σας.
1998 Ἰανουάριος. Ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε, δύσπνοια μέ
ἐπιθανάτιο ρόγχο, καί διαπίστωσα ὅτι σέ κάθε συναισθηματική ἀλλαγή ἔκλαιγα μέ
ἕνα σκοτεινό αἴσθημα λύπης νά κυριεύει τό μυαλό μου. Πῆγα στόν φίλο μου τόν
γιατρό τόν Χρῆστο καί μέ ἔστειλε σέ ἕναν φίλο του ψυχίατρο τοῦ νοσοκομείου γιά
νά δεῖ τήν περίπτωσή μου. Ἡ διάγνωσή του κατάθλιψη. Δοκίμασα ὅλα τά
ἀντικαταθλιπτικά καί μέ συνδυασμό φαρμάκων.
Μετά ἀπό πολλές ἐπισκέψεις –
καί συζητήσεις, ἐγώ ἔβλεπα ὅτι κάτι δέν πηγαίνει καλά. Σταμάτησαν μέν τά δάκρυα
ἀλλά ἡ ἔντονη λύπη συνεχιζόταν κατά περιόδους.
Σέ μία ἐπίσκεψη τοῦ λέω γιατρέ μοῦ μιλᾶς γιά συναισθηματικές
διαταραχές, ἄγχος, καί ἀποτέλεσμα τίποτε. Αὐτά τά ἀόριστα πράγματα χωρίς
συγκεκριμμένες αἰτίες, δέν βγάζουν πουθενά. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἔχουν μιλήσει
καί γράψει γιά τήν κατάθλιψη γιατί δέν τό ψάχνετε;.Ἡ ἀπάντησή του: Ἐμεῖς
σπουδάσαμε 6 χρόνια ἰατρική, 4-5 χρόνια ψυχιατρική μεταπτυχιακές σπουδές καί μέ
διδακτορική διατριβή καί μέ αὐτά βαδίζω.
Κοίταξε τοῦ λέω μπορεῖς νά μοῦ
πεῖς, τοῦ μιλοῦσα στόν ἑνικό λόγω τῆς γνωριμίας πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τίς πολλές
ἐπισκέψεις μου, πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁποιαδήποτε μορφή φόβου; Μοῦ εἶπε, λέμε
στόν ἀσθενή νά περάσει ἀπό αὐτό πού φοβᾶται καί θά τοῦ περάσει.
Αὐτό τό λέει καί ὁ ἅγιος
Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στόν 20ο λόγο του περί δειλίας: «Σέ ὅποιους τόπους
συνηθίζεις νά φοβῆσαι, μή διστάζεις νά πηγαίνεις, ὅταν ἀκόμη δέν ἔχει
ξημερώσει. Ἐάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στό σημεῖο αὐτό, τότε θά γηράσει μαζί
σου τό νηπιακό καί ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος.Ἐνώ βαδίζεις πρός τά ἐκεῖ ὁπλίζου μέ
το ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τούς ἐχθρούς, διότι
δέν ὑπάρχει οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στήν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγεῖς ἀπό
τήν ἀρρώστεια αὐτή, νά ἀνυμνήσεις τόν Λυτρωτή σου διότι ἐάν τόν εὐγνωμονεῖς, θά
σέ σκεπάζει παντοτινά». (κεφ. 6).
Μπορεῖς νά μοῦ πεῖς γιατρέ μου, συγκεκριμένα τήν αἰτία τοῦ
φόβου, δειλίας; Θά σοῦ ἀπαντήσω τήν ἄλλη φορά πού θά ἔρθεις. Ἀπάντηση δέν μοῦ
ἔδωσε.
Τοῦ λέω: «Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας
τό λένε: «Ὁ δειλός ἄνθρωπος σημαίνει ὅτι πάσχει ἀπό δύο ἀσθένειες τῆς
ὁλιγοπιστίας καί τῆς φιλοσωματίας. Ὅποιος νικᾶ τίς δύο ἀσθένειες, βεβαιώνεται
ὅτι ὁλοψύχως πιστεύει στόν Θεό καί περιμένει τά μέλλοντα ἀγαθά[1]».
Στήν ἑπόμενη ἐπίσκεψη μοῦ εἶπε: «Πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος στόν παπα
– Τύχωνα ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα καί συζητήσαμε καί μοῦ εἶπε αὐτά
ἀκριβῶς πού μοῦ εἶπες. Τί νά σοῦ πῶ; Δέν εἶσαι γιά μένα, ἔλα νά σοῦ γράφω τά
φάρμακα. Ἡ διαφορά μέ τούς ἄλλους καταθλιπτικούς εἶναι ὅτι σέ σένα ἡ κατάθλιψη
τήν δημιουργεῖ ὁ ἴδιος ὁ ὁργανισμός σου, ἔτσι ἀντιδρᾶ, γι’ αὐτό καί δέν σέ
πιάνουν τά φάρμακα.
Σημειωτέον ὅτι ἐγώ διαπίστωσα
ὅτι τά τετρακυκλικά φάρμακα, καί ἡρεμιστικά κάνουν τόν ἄνθρωπο «φυτό», καί τοῦ
«παγώνουν» τήν ὅρεξη γιά προσευχή καί ἐκκλησιασμό. Γι’ αὐτό τόν λόγο τά
περιόρισα στήν κατώτατη δοσολογία.
Ἀπό τόν Ἰανουάριο τοῦ 1998 μέχρι σήμερα Ὀκτώβριος τοῦ 2013 ἡ
«κολλητή μου φίλη» δέν μέ ἄφησε καί πάντα ἔρχεται ἄλλοτε πιό δυναμικά ἄλλοτε
πιό ἤπια. Σέ αὐτές τίς καταστάσεις βάζει καί ὁ διάβολος «τήν οὐρά του» και
ἀνακατεύει τήν κατάσταση κάνοντάς την πιό δύσκολη συνοδευόμενη μέ κακούς
λογισμούς.
Μιά βραδιά ἦρθε «ἡ μαύρη φίλη
μου, ἡ κατάθλιψη» πάρα πάρα πολύ δυναμικά μέ ἔντονη λύπη, τά ἔβλεπα ὅλα μαῦρα,
μέ ἄσχημους λογισμούς ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε γιά σένα, ἀπαγοήτευση καί τάση γιά
αὐτοκαταστροφή, καθαρά ἐπήρεια δαιμονική.
Μέσα σ’ αὐτή τήν πολύ δύσκολη,
κατάστασή μου, τά μεσάνυκτα πῆρα τηλέφωνο τόν π. Λουκᾶ στήν Ἱ. Μονή Φιλοθέου
καί τοῦ λέω: «σῶσε με ἔχω φθάσει σέ ἀδιέξοδο».
«Κοίταξε παιδί μου, μοῦ ἀπαντᾶ,
εἶναι μία δοκιμασία, ἕνας σταυρός, πού μπορεῖς νά τόν σηκώσεις. Ἔχεις σκεφθεῖ
πόσοι καταθλιπτικοί δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως πού ἔχεις ἐσύ; Νά σκέπτεσαι
καί τούς ἄλλους πού δέν ἔχουν τήν ἐλπίδα ἀναστάσεως καί νά προσεύχεσαι γι’
αὐτούς καί ὁ Θεός θέλει νά γίνεις ἕνα κανάλι πού νά διοχετεύει τήν χάρη Του στούς
καταθλιπτικούς».
Πραγματικά μοῦ ἔφυγε αὐτή ἡ
λύπη, τό σκοτάδι ἀπό τό μυαλό μου καί οἱ ἄσχημοι λογισμοί.
Μελετώντας τούς Ἁγίους πολλοί Ἅγιοι πέρασαν ἀπό αὐτό τό καμίνι τῆς
καταθλίψεως: ὁ ἅγιος Παΐσιος, (Παναγῆς Μπασιᾶς), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ταῆς
Κροστάνδης, ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός, ἡ ἁγία Ὁλυμπιάδα ἡ διακόνισσα, ἡ
προστάτιδα τῶν καταθλιπτικῶν, μαθήτρια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὁ
ὁποῖος ταῆς ἔστειλε 11 ἐπιστολές ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας του. Στήν 10η
ἐπιστολή τῆς γράφει: «Πράγματι, ἡ κατάθλιψη εἶναι φοβερό βασανιστήριο τῶν
ψυχῶν, εἶναι ἕνας πόνος ἀνέκφραστος καί ποινή πικρότερη ἀπό κάθε ἄλλη ποινή καί
τιμωρία. Γιατί μιμεῖται τό σκουλήκι, πού ἔχει δηλητήριο καί προσβάλλει ὄχι
μόνον τό σῶμα, ἀλλά καί τήν ἴδια τήν ψυχή. Εἶναι σαράκι πού κατατρώγει ὄχι
μόνον τά κόκκαλα, ἀλ-λα καί τήν σκέψη. Εἶναι ἕνας δήμιος καθημερινός πού δέν
ξεσχίζει μόνον τά πλευρά, ἀλλά καταστρέφει καί τήν δύναμη ταῆς ψυχῆς. Εἶναι καί
νύχτα παντοτινή, σκοτάδι χωρίς τό παραμικρό φῶς, τρικυμία καί ζάλη, πυρετός κρυφός,
πού καίει περισσότερο ἀπό κάθε φλόγα, πολεμος χωρίς ἀνακωχή, ἀρρώστεια πού
κάνει σκοτεινά πολλά ἀπό αὐτά πού βλέπουμε. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος καί ὁ καθαρός
ἀέρας φαίνεται ὅτι ἐνοχλοῦν ἐκείνους πού ἔχουν αυτήν τήν διάθεση καί μεταβάλλει
τό μεσημέρι σέ μεσάνυκτα.
Γι’ αὐτό καί ὁ θαυμάσιος προφήτης Ἀμώς δηλώνοντας αὐτό ἔλεγε:
«ὁ ἥλιος θά δύσει γι’ αὐτούς τό μεσημέρι» (Ἀμώς 8,9), ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ
ἥλιος ἐξαφανίζεται οὔτε ὅτι διακόπτει τόν συνηθισμένο δρόμο του, ἀλλά μέ τήν
ἔννοια ὅτι ὁ λυπημένος ἄνθρωπος τό καταμεσήμερο φαντάζεται ὅτι εἶναι νύχτα. Ἡ
σκοτεινή νύχτα δέν εἶναι τέτοια, ὅπως εἶναι ἡ νύχτα τῆς ἀθυμίας, ἡ ὁποία δέν
προέρχεται ἀπό φυσικό νόμο, ἀλλά ἀπό σκοτισμό τῆς διάνοιας. Γι’ αὐτό καί εἶναι
φοβερή καί ἀφόρητη, ἔχει πρόσωπο ἄσπλαχνο, εἶναι σκληρότερη ἀπό κάθε τύραννο,
δέν ὑποχωρεῖ γρήγορα σέ κανένα ἀπό ἐκείνους πού προσπαθοῦν νά τήν διαλύσουν,
ἀλλά κρατεῖ πολλές φορές τήν ψυχή πού ἔχει κυριεύσει στερεώτερα ἀπό διαμάντι,
ὅταν αὐτή δέν ἀκολουθεῖ τήν κατά Θεόν φιλοσοφία. Σήκω ἐπάνω καί ἅπλωσε τό χέρι
σου στόν λόγο μου καί προ-σφερέ μου αὐτήν τήν καλή συμμαχία, γιά νά σέ ἀπαλλάξω
τελείως ἀπό τήν αἰχμαλωσία ταῶν πικρῶν σκέψεων.
Γνωρίζοντας αὐτά τά πράγματα, εὐσεβεστάτη κυρία μου, νά
κοπιάζεις καί νά ἀγωνίζεσαι καί νά βιάζεις τόν ἑαυτό σου, ἔχοντας τήν συμμαχία
τῶν λόγων μου, ὥστε νά διώχνεις καί νά ἀπομακρύνεις μέ πολλή ὁρμή τίς
ἀπαισιόδοξες σκέψεις πού σέ ταράσσουν καί σοῦ προκαλοῦν θόρυβο και ζάλη[2]».
Γιατί ὁ Θεός παραχωρεῖ αὐτή τήν δοκιμασία;
«Γεννήτρια ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἡδονή καί ἡ πονηρία. Ὅποιος
τίς ἔχει μέσα του δέν πρόκειται νά ἰδεῖ τόν Κύριον. Καθόλου δέν θά μᾶς ὡφελήσει
ἡ ἀποχή ἀπό τήν πρώτη, δηλ. την ἡδονή, ἐάν δέν ἀπομακρύνωμε καί τήν Δευτέρα,
δηλ. την πονηρία». (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λόγος κστ α΄ μέρος, κεφ. 30).
Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία, ἐπειδή ἐμείς
δέν μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας, (δηλ. ὁ νοῦς εἶναι σκοτισμένος ἀπό τά πάθη
καί τούς λογισμούς καί δέν μπορεῖ νά δεῖ, σάν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς πού εἶναι,
γι’ αὐτό καί δέν παίρνουμε σωστές ἀποφάσεις καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνώ θά πρέπει ὁ
νοῦς νά στρέφεται συνέχεια στόν Θεό, νά ἐπιστρέψουμε ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς
Παραβολῆς στόν Θεό Πατέρα μας). Ἔχομε βάλει κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν ἑαυτό μας,
καί ὄχι τόν Χριστό. Ὁ ἐχθρός, ὁ διάβολος, κάθεται ἀπέναντι ἀπό τά μάτια μᾶς
λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, καί παρατηρεῖ ποιά πόρτα (αἴσθηση) εἶναι ἀνοικτή
καί μπαίνει καί ἁλωνίζει.
Εἴτε τό πρόβλημα εἶναι ἀπό
σωματική ἀρρώστεια ἤ ἀπό ψυχολογικούς λόγους. Ἡ ἀγάπη Του παραχωρεῖ αὐτόν τόν
Σταυρό γιά νά μᾶς ξυπνήσει ἀπό τόν λήθαργο πού μᾶς δημιουργοῦν οἱ τρεῖς
γίγαντες τῶν παθῶν ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία καί ἡ ἄγνοια.
Πόσο δίκιο εἶχε ὁ ἁγιασμένος
Γέροντας π. Παΐσιος ὅταν μοῦ εἶπε «νά φυλάγομαι ἀπό τόν κρυφό ἐγωϊσμό!»
Πῶς ἀντιμετωπίζεται;.
Λέει ὁ π. Πορφύριος: «Ὅλα τά κακά
αἰσθήματα, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπογοήτευση, πού πᾶνε νά κυριεύσουν τήν
ψυχή, φεύγουν μέ τήν ταπείνωση. Αὐτός πού δέν ἔχει ταπείνωση, ὁ ἐγωϊστής, δέν
θέλει νά τοῦ κόψεις τό θέλημα, νά τόν θίξεις, νά τοῦ κάνεις ὑποδείξεις.
Στενοχωρεῖται, νευριάζει, ἐπαναστατεῖ, ἀντιδρᾶ, τόν κυριεύει ἡ κατάθλιψη.
Ἡ
κατάσταση αὐτή θεραπεύεται μέ τήν θεία χάρη. Πρέπει ἡ ψυχή νά στραφεῖ στήν
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεραπεία θά γίνει μέ τό ν’ ἀγαπήσει τόν Θεό μέ λαχτάρα.
Πολλοί Ἅγιοί μας μετέτρεψαν τήν κατάθλιψη σέ χαρά μέ τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.
Παίρνανε
δηλαδή τήν ψυχική δύναμη, πού ἤθελε νά τήν συντρίψει ὁ διάβολος, καί τήν δίνανε
στόν Θεό καί τή μεταβάλλανε σέ χαρά καί ἀγαλλίαση.
Ἡ
προσευχή, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μεταβάλλει σιγά σιγά τήν κατάθλιψη καί τήν γυρίζει
σέ χαρά, διότι ἐπιδρᾶ ἡ χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἐδώ χρειάζεται νά ἔχεις τή δύναμη, ὥστε
ν’ ἀποσπάσεις τήν χάρη τοῦ Θεού, πού θά σέ βοηθάει νά ἑνωθεῖς μαζί Του.
Χρειάζεται τέχνη.
Ὅταν
δοθεῖς στόν Θεό καί γίνεις ἕνα μαζί Του, θά ξεχάσεις τό κακό πνεῦμα, πού σέ
τραβοῦσε ἀπό πίσω, κι ἐκεῖνο ἔτσι περιφρονημένο θά φύγει.
Στήν
συνέχεια, ὅσο θ’ ἀφοσιώνεσαι στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τόσο δέν θά κοιτάζεις πίσω
σου, γιά νά δεῖς αὐτόν πού σέ τραβάει. Ὅταν σέ ἑλκύσει ἡ χάρης, ἑνώνεσαι μέ τόν
Θεό. Κι ὅταν ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό καί δοθείς σ’ Ἐκεῖνον, πάνε ὅλα τ’ ἄλλα, τά
ξεχνᾶς καί σώζεσαι. Ἡ μεγάλη τέχνη, λοιπόν, τό μεγάλο μυστικό, γιά ν’
απαλλαγεῖς ἀπό τήν κατάθλιψη καί όλα τ’ ἀρνητικά, εἶναι νά δοθεῖς στήν αγάπη
τοῦ Θεοῦ».
Σχόλιο
Ἡ πεῖρα μου μέ δίδαξε ὅτι πολλοί ἀπό τούς ψυχιάτρους δέν
πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά σέ μία ἀνώτερη δύναμη καί φυσικά οὔτε στήν ὕπαρξη τῆς
ψυχῆς. Καί διερωτῶμαι: Πῶς ἀσχολοῦνται μέ τήν «θεραπεία τῆς ψυχῆς» πού δεν γνωρίζουν
καθόλου, οὔτε τόν ρόλο της, τίς δυνάμεις της, γιατί μᾶς δόθηκε;
Μία μέρα εἶπα σέ ἕναν φοιτητή
τῆς ἰατρικῆς πού συζητούσαμε γιά τήν ψυχή: Τί εἶναι ἡ ψυχή; Ποιός εἶναι ὁ
ὁρισμός της; Ὄχι ἀόριστες λέξεις ἀλλά συγκεκριμένες. Δέν ξέρω μοῦ λέει. Τό
δυστύχημα εἶναι ὄχι ὅτι ἐσύ δέν ξέρεις ἀλλά καί καθηγητές σου στήν σχολή δέν
ξέρουν. Γιά νά σοῦ τό ἀποδείξω, πήγαινε μετά τό τέλος τοῦ μαθήματος στόν
καθηγητή ψυχιατρικῆς καί νά εἶστε μόνοι σας καί πές του. «Κύριε καθηγητά μᾶς
μιλήσατε γιά ψυχιατρική καί τήν ψυχή. Μπορεῖτε σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ πεῖτε τόν
ὁρισμό ταῆς ψυχῆς πού ἐσεῖς προσπαθεῖτε νά θεραπεύσετε;» Σοῦ λέω νά εἶσθε μόνοι
γιατί μπορεῖ ὁ καθηγητής νά τό πάρει διαφορετικά, ὅτι πᾶς νά τόν μειώσεις, νά
τόν κοροϊδέψεις, καί μπορεῖ νά στραφεῖ ἐναντίον σου.
Πράγματι πῆγε ὁ φοιτητής καί
τοῦ ζήτησε τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν δέν ὑπάρχει ὁρισμός. Ἕνας
μοῦ εἶπε ὅτι ὑπάρχει ὁὁρισμός ταῆς ψυχῆς. Θα χαρῶ νά μοῦ τόν φέρεις τοῦ εἶπε.
Πόσο μεσάνυχτα εἶχε! Ἦρθε ὁ φοιτητής καί μοῦ τό εἶπε. Ἔλα νά σοῦ δώσω τόν
ὁρισμό ταῆς ψυχῆς πού τόν αναφέρουν οἱ Ἅγιοι: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δίνοντας
τόν ὁρισμό τῆς ψυχῆς λέει ὅτι «εἶναι οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα
στόν ὁργανικό καί αἰσθητικό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική ταῶν αἰσθητῶν,
ἕως ὅτου βέβαια παραμένει τό σώμα στήν ζωή. Ἡ ψυχή εἰσάγει ζωτική δύναμη στόν
σωματικό ὀργανισμό γιά τήν ἐνέργεια τῶν αἰσθήσεων». (Γρηγ. Νύσσης ἔργα, 1 ΕΠΕ,
σελ. 228, 250). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό σῶμα κινεῖται ἀπό τήν δύναμη καί τήν
ἐνέργεια ταῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, γενητή, δημιουργημένη ἀπό τόν
Θεό, εἶναι νοερά καί ζῶσα οὐσία, πού μεταδίδει τήν ζωή στό σῶμα, ἕως ὅτου
διατηρεῖται ἡ ἑνότητα ψυχῆς καί σώματος, μέ τήν βοήθεια καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἕναν ὁλοκληρωμένο ὁρισμό γιά τήν
ψυχή μᾶς δίνει ὁ Ὅσιος Νικήτας Στηθᾶτος. Γράφει: «Οὐσία δέ ψυχῆς ἐστίν, ὡς καί
ἄλλοις πεφιλοσόφηται κάλλιστα, ἁπλή, ἀσώματος, ζῶσα, ἀθάνατος, ἀόρατος,
σωματικοῖς ὀφθαλμοίς μηδαμῶς θεωρουμένη, λογική τε καί νοερά, ἀσχημάτιστος,
ὁργανικῶ κεχρημένη σώματι καί παρεκτική τούτω ζωῆς κινήσεως, αὐξήσεως,
αἰσθήσεως καί γεννήσεως, νοῦν ἔχουσα μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον, πατέρα καί
προβολέα τοῦ Λόγου, αὐτεξούσιος φύσει, θελητική τε καί ἐνεργητική καί τρεπτή
ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καί κτιστή». (Νικήτα Στηθάτου: Μυστικά συγγράμματα, ἔκδ.
Παν. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 98).
Ἄλλος ὁρισμός: «Ἡ ψυχή, ἐπίσης, εἶναι ζῶσα ὕπαρξη, ἁπλή,
ἀσώματη ἡ φύση της εἶναι ἀόρατη μέ τά μάτια τοῦ σώματος εἶναι λογική καί νοερή,
χωρίς σχῆμα κατοικεῖ σέ ὁργανικό σῶμα καί τοῦ παρέχει ζωή, ἀνάπτυξη, ἀντίληψη
καί γέννηση δέν ἔχει τόν νοῦ σάν κάτι διαφορετικό ἀπό τόν ἑαυτό της, ἀλλά σάν
τό πιό καθαρό στοιχεῖο της διότι, ὅπως εἶναι τό μάτι στό σῶμα, ἔτσι εἶναι καί ὁ
νοῦς γιά τήν ψυχή. Εἶναι αὐτεξούσια καί ἔχει θέληση καί ἐνέργεια εἶναι
μεταβλητή, δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα μέ τήν θέλησή της, διότι εἶναι κτιστή.
Ὅλα αὐτά τά ἔχει λάβει μέ φυσική τάξη ἀπό τήν χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἡ ὁποία
τῆς ἔδωσε καί τήν ὕπαρξη καί τήν φύση». (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνό Έκδοσις
ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, κεφ 26).
Ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος
ἔλεγε: Αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μας, ἡ ὑπερηφάνειά μας.
Ἡ κατά Θεόν φιλοσοφία πού ἔγραφε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
στήν Ὀλυμπιάδα εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιά νά ἔρθει ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ.
Τό φάρμακο τό ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ὁ Χριστός πού εἶναι ὁ Δημιουργός
μας καί Αὐτός γνωρίζει τό «μηχάνημα» (ἄνθρωπο) πού κατασκεύασε καί γνωρίζει πώς
λειτουργεῖ. Γι’ αὐτό ἐθέσπισε καί τά Μυστήρια τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως
τοῦ Εὐχελαίου καί Θείας Εὐχαριστίας. Ἴδρυσε τήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό
πνευματικό νοσοκομεῖο, γιά νά θεραπεύσει τήν ἄρρωστη ψυχή καί τό σῶμα.
Τελειώνοντας τίς σκέψεις μου ὅτι: Θά τό διαπιστώσεις καί μόνο
σου. Ὁ Θεός τίποτε δέν παραχωρεῖ χωρίς λόγο, παρά μόνο γιά τήν σωτηρία τῆς
ψυχῆς μας, καί ποτέ πάνω ἀπό τήν δύναμή μας. Προσπάθησε νά καταλάβεις ὅτι πρίν
σέ ἐπισκεφθεῖ ἡ «μαύρη φίλη μας», ὁ Θεός σέ προετοιμάζει. Πρίν σοῦ παραχωρήσει
τόν πειρασμό, σοῦ στέλνει πρῶτα τήν χάρη Του νά σέ ἐνδυναμώσει. Γιατί ὁ
διάβολος σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς καταπιεῖ ὅπως λέγει καί
ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρου, ε). Nά τόν περιφρονεῖς, μήν τοῦ
δίνεις σημασία καί ἀναγκάζεται νά φύγει.
Ὡς ἐπίλογο
Σάν ἐπίλογο σκεφθήκαμε νά παρουσιάσουμε τί μᾶς
συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι Παΐσιος καί Πορφύριος γιά τό ἄγχος καί τήν κατάθλιψη[3];
«Γιά νά θεραπευθοῦν τά διάφορα ψυχικά-ψυχολογικά νοσήματα, θά
πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν τά πνευματικά τους αἴτια, πού εἶναι τά πάθη (μέ
κυρίαρχο τόν ἐγωϊσμό) καθώς καί οἱ δαιμονικές ἐνέργειες.
« Τί θά πεῖ ἄγχος, νεῦρα, ψυχασθένειες;» Ἐρωτοῦσε ὁ π.
Πορφύριος.
Καί ἀπαντοῦσε: «Ἐγώ πιστεύω ὅτι
ὑπάρχει διάβολος σ’ ὅλα αὐτά. Δέν ὑποτασσόμεθα στόν Χριστό μέ ἀγάπη. Μπαίνει ὁ
διάβολος καί μᾶς ἀνακατεύει».
Αὐτά βέβαια (τά πάθη καί οἱ
δαίμονες) δέν ἀπομακρύνονται μέ χάπια οὔτε μέ ἡλεκτροσόκ, ἀλλά μέ τό μυστήριο
τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης. Ὁ ἄνθρώπος θά πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ μέ εἰλικρίνεια
τά ἁμαρτήματα ὅλης του τῆς ζωῆς, τά κύρια γεγονότα πού τήν σημάδεψαν, καθώς καί
τό πώς ἐκεῖνος τά ἀντιμετώπισε, ὅπως δίδασκε ὁ θεοφώτιστος Γέροντας Πορφύριος.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος, συμφωνόντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο
θεωροῦσε ὅτι τά αἴτια τῶν περισσοτέρων ψυχικῶν ἀσθενειῶν εἶναι πνευματικά καί
ὅτι τά «ψυχοφάρμακα» δέν θεραπεύουν, ἀλλά ἔχουν μόνον κατασταλτικό χαρακτήρα,
καί ὅτι εἶναι δυνατόν νά χρησιμοποιοῦνται μέ φειδώ σέ περιπτώσεις πασχόντων «ψυχασθενῶν»,
ἕως ὅτου καταστεῖ ἐφικτή ἡ ἐπικοινωνία μέ αὐτούς».
Κατόπιν ἡ συμβολή τοῦ μυστηρίου
ταῆς Ἐξομολόγησης εἶναι καθοριστική γιά τήν ὁριστική καί ὁλοκληρωτική
ψυχική-πνευματική θεραπεία μέ τήν Θεία χάρη. Εἴθε νά παύσει ὁ
ἀποπροσανατολισμός τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πού τείνει νά ὑποκαταστήσει τόν
πνευματικό μέ τόν ψυχολόγο ἤ τόν ψυχίατρο καί ὁ ὁποῖος (ἀσθενής) μάταια
ἀναζητεῖ τήν ψυχική θεραπεία ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει.
«Πᾶνε νά ἡρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι» παρατηρεῖ ὁ Γέροντας Παΐσιος
«εἴτε μέ ἡρεμιστικά εἴτε μέ θεωρίες γιόγκα, καί τήν πραγματική ἡρεμία, πού
ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δέν τήν ἐπιδιώκουν, γιά νά ἔρθη ἡ θεία
παρηγορία μέσα τους».
«Ὅταν συλλάβη ὁ ἄνθρωπος τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς τῆς
ἀληθινῆς, τότε φεύγει ὅλο τό ἄγχος του καί ἔρχεται ἡ θεία παρηγορία, καί
θεραπεύεται.
Ἄν πήγαινε κανείς στό
ψυχιατρεῖο καί διαβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι
πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Ἡ θεραπεία ὑπάρχει μόνο στό
ἀληθινό ψυχιατρεῖο, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί παρέχεται δωρεάν ἀπό τόν Ἰατρό
ταῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό».
«Ὅποιος τούς ἐπεσκεπτόταν καί συνωμιλοῦσε μαζί τους ἤ ἀκόμη καί
μόνον νά ἔβλεπε ἐν σιωπῆ τήν μορφή τους, ἔνιωθε ὅτι ἀνέπνεε καθαρό ὀξυγόνο καί
ἀναζωογονεῖτο.
Ἦταν, ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἕνας γνήσιος παραδοσιακός Ἁγιορείτης
μοναχός μέ πνεῦμα διακονίας, ἀγάπης καί πόνου γιά τούς ἀνθρώπους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου