Οὔτε οἱ ΔΙΩΓΜΟΙ ἐθεωροῦντοΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟ ΕΜΠΟΔΙΟ γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν, οὔτε ἡδήμευση τῆς περιουσίας, οὔτε τὸμαρτύριο! Δὲν εἶχε ἐφευρεθεῖ ἀκόμα ἡ μεταπατερικὴ Ζήσειος ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ποὺ διδάσκει ὅτι ἕνα ταξίδι 2-4 ὡρῶν μὲ τὸ αὐτοκίνητο γιὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν σὲ ἀποτειχισμένο ἱερέα ἀποτελεῖ …«ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιον», θὰ ...κουράσει τοὺς πιστούς, καὶ ἄρα μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς κι ὅσους κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση γιὰ νὰ μὴν κάμουν αὐτὸ τὸν ἐλάχιστο κόπο καί... κουραστοῦν !
π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: Στὴν ἐποχὴ τῶνΚατακομβῶν, «θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μένει στὸ σπίτι του νὰ κάνει τὴν προσευχή, παρότι, ἂν θέλετε, νομίζω στὸ 8ο βιβλίο τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, λέγει ἐκεῖ ὅτι, ἂν ὑπάρχειἀνυπέρβλητο ἐμπόδιον, μπορεῖ νὰ μὴ γίνει ἡ Σύναξις καὶ νὰ προσευχηθεῖ ὁ καθένας στὸ σπίτι του. Αὐτὸ τὸ ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο, σὰν τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι; Ἕνα ἔχω νὰ σᾶς πῶ. Στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν δὲν ἐθεωρεῖτο ἀντυπέρβλητο ἐμπόδιον ὁ διωγμός! Γι’ αὐτὸ οἱ πιστοὶ θεωροῦνκαθῆκον των, χρέος των, νύχτα νὰ πᾶνε εἰς τὸν Ναὸ διὰ νὰ κοινωνήσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν. Θέλετε; Κάθε βράδυ. Διαβᾶστε, παρακαλῶ ἱστορίες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νὰ δεῖτε. Τοὺς συνελάμβαναν στὶς κατακόμβες καὶ ἐμαρτύρουν. Δὲν τοὺς ἐνδιέφερε, ἂν θὰ δημευθεῖ ἡ περιουσία των, ἢ ἂν θὰ χάσουν τὴν ζωήν των. Ἐσηκώνοντο μεσάνυχτα, γλιστροῦσαν ἀπ’ τὸ σπίτι τους στὰ σκοτεινὰ δρομάκια, γιὰ νὰ βρεθοῦν σ’ ἐκείνους τοὺς τόπους, κατακόμβες, τί ἦσαν, ὅ,τι ἦσαν, διὰ νὰ πᾶνε νὰ λατρεύσουν τὸν Θεό».
(Ὁμιλία ἀριθ. 27, εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, 00:36 ἑξῆς).
π. Θεόδωρος Ζήσης: «Οἱ Ἁγιορεῖτες θεωροῦν ὅτι, ὅταν διακόψει κάποιος τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου, θὰ πρέπει οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκολουθοῦν, τὸ ποίμνιό του, νὰ μὴν πηγαίνει νὰ ἐκκλησιάζεται σὲ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι μνημονεύουν, ἀλλὰ νὰ ψάχνουν νὰ βροῦν μόνοκάποιον ἱερέα ποὺ διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου.Ἐμεῖς ζοῦμε στὸν κόσμο, δὲν μποροῦμε (νὰ μὴ κοινωνοῦμε μὲ ὅσους μνημονεύουν τοὺς οἰκουμενιστές!). Ἐσεῖς στὸ Ἅγιον Ὄρος μπορεῖτε, ἀλλὰ στὸν κόσμο δὲν μποροῦμε. Ποῦ θὰ ἐκκλησιαστοῦν οἱ ἄνθρωποι τώρα τὴν Σαρακοστή, τὴν Μ. Ἑβδομάδα, τὸ Πάσχα; Ποῦ θὰ πᾶν νὰ ἐκκλησιαστοῦν, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε Ἐκκλησία; Ποῦ θὰ πᾶν νὰ ἐκκλησιαστοῦν, στοὺς δρόμους; [σ.σ.: Οἱ Ναοὶ τῶν ἄλλων ἀποτειχισμένων στὸ Σιδηρόκαστρο, στὴν Πτολεμαΐδα, στὶς Σταγιᾶτες, στὴν Βαρυπόμπη, σᾶς ἔπεφταν μακριά(!) ἢ καὶ θὰ σᾶς μόλυναν!]. (Ἄρα, συνεχίζει ὁ π. Θεόδωρος) θὰ ἐφαρμόσουμε οἰκονομία, ἡ ὁποία εἶναι καὶ αὐτὴ κανονικὸς δρόμος… Τηροῦμε ἀκριβῶς τοὺς Κανόνες, ὅπου μποροῦμε νὰ τοὺς τηρήσουμε, ἀλλ’ ὅπου δὲν μποροῦμε, γιὰδύσκολες καταστάσεις, κάνουμε οἰκονομία».
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΑΝΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΑΣ ΙΣΤΟ ΕΠΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΞΕΔΙΑΝΤΡΟΠΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΤΟΝ ΗΔΗ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟ. ΟΛΑ ΤΑ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΜΕΤΕΜΨΥΧΩΘΕΙ ΣΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΥΝ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΜΕ ΜΑΓΑΡΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ.
Ερμηνεία στη θεία λειτουργία - Του αγίου Νικολάου Καβάσιλα
Κεφάλαιο 33
Περί των ευχών μετά τη θυσία και ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο ο ιερεύς μνημονεύει τότε τους Αγίους και εξαιρέτως την Παναγία
1. Ο ιερεύς, αφού τελειωθεί η θυσία, βλέποντας εμπρός στα μάτια του το ενέχυρο της θείας φιλανθρωπίας, τον Αμνό του Θεού, και αφού ήδη έλαβε τον Μεσίτη και έχει μαζί του τον Παράκλητο, γνωστοποιεί τα αιτήματά του προς τον Θεό και προφέρει τη δέησή του με χρηστή πλέον και βέβαιη ελπίδα. Κι εκείνα για τα όποια έκανε τις δεήσεις στην Πρόθεση, κι εκείνα για τα οποία έκανε τις προπαρασκευαστικές ευχές και πρόσφερε τα δώρα και ικέτευε να γίνουν αυτά δεκτά, τώρα που (ο Θεός) δέχθηκε τα δώρα, εύχεται ο ιερεύς να πραγματοποιηθούν.
2. Ποια είναι αυτά;
3. Είναι κοινά και σε ζώντες και νεκρούς, να στείλει ο Θεός τη χάρη Του αντί των δώρων που του πρόσφεραν και τα εδέχθηκε. Και είναι ιδιαίτερα στους μεν νεκρούς η ανάπαυση των ψυχών τους και η κληρονομία της βασιλείας Του μαζί με τους αγίους που έφθασαν στην τελείωση, στους δε ζώντες το να μετάσχουν στην ιερή τράπεζα και να αγιασθούν, το να μην κοινωνήσει κανείς «εις κρίμα ή εις κατάκριμα», η άφεση των αμαρτιών, η ειρήνη, η ευφορία των καρπών της γης, η χορηγία των αναγκαίων και τέλος το να φανούν ενώπιον του Θεού άξιοι της βασιλείας Του.
4. Επειδή όμως αυτή η προσφορά της θυσίας δεν εκφράζει μόνο ικεσία, αλλά και ευχαριστία˙ γι' αυτό, όπως στα προοίμια της τελετής, όταν ο ιερεύς παραθέτει ως δώρα στον θεό τα προσφερόμενα, φανερώνει και την ευχαριστία και την ικεσία, έτσι και τώρα που θυσιάστηκαν και ετελειώθησαν τα δώρα, και ευχαριστεί δι’ αυτών τον Θεό και τον ικετεύει, και εκθέτει μεν τις αφορμές της ευχαριστίας και διατυπώνει δε τα θέματα της ικεσίας.
5. Ποιες είναι οι αφορμές της ευχαριστίας; Οι άγιοι, όπως έχει λεχθεί και προηγουμένως. Διότι δι’ αυτών (των αγίων) η Εκκλησία βρήκε το ζητούμενο και επέτυχε αυτό που εύχεται, τη βασιλεία των ουρανών.
6. Και ποια είναι τα θέματα της ικεσίας; Είναι οι άνθρωποι που δεν έφθασαν στην τελειότητα και έχουν ανάγκη της ευχής.
7. Και για μεν τους αγίους λέγει: «Έτι προσάγομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, αποστόλων, κηρύκων, προφητών, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών και παντός πνεύματος εν πίστει τετελειωμένου, εξαιρέτως της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας», και συνεχίζει να απαριθμεί το σύλλογο όλων των αγίων. Αυτοί είναι για την Εκκλησία οι αφορμές της ευχαριστίας προς τον Θεό. Γι' αυτούς προσφέρει τη λογική αυτή λατρεία ως ευχαριστία στον θεό. Και εξαιρέτως απ' όλους, για την μακαρία Μητέρα του Θεού, διότι αυτή είναι επέκεινα από κάθε αγιοσύνη. Γι' αυτό ο ιερεύς δεν ζητεί τίποτε γι' αυτούς, αλλά μάλλον αυτός έχει ανάγκη τη βοήθειά τους στις ευχές. Διότι, όπως έχει λεχθεί, κάνει γι' αυτούς την προσαγωγή των δώρων όχι ως ικεσία, αλλά ως ευχαριστία.
8. Έπειτα από αυτά εκφράζει και την ικεσία και αναφέρει εκείνους για τους οποίους ικετεύει, και εύχεται για όλους σωτηρία και ό,τι άλλο αγαθό είναι ταιριαστό και κατάλληλο στον καθένα· μεταξύ αυτών λέγει και τα εξής: «Έτι προσάγομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της οικουμένης, υπέρ της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, υπέρ των εν σεμνή πολιτεία διαγόντων, υπέρ των πιστότατων και φιλοχρίστων βασιλέων ημών». Τέτοια εύχεται.
9. Έτσι ο μακάριος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δείχνοντας ότι είναι διπλός ο χαρακτήρας της ιερής αυτής λατρείας, ευχαριστήριος και ικετευτικός, τοποθετεί χωριστά εκείνους για τους οποίους ευχαριστεί και χωριστά εκείνους για τους οποίους ικετεύει. Ο θείος όμως Βασίλειος αναμιγνύει την ικεσία με την ευχαριστία. Και αυτό το κάνει σε όλα τα μέρη της λειτουργίας, και όλες σχεδόν οι ευχές του έχουν αυτό το διπλό περιεχόμενο. Μνημονεύει δε και τους αγίους όπως και ο άγιος Ιωάννης, και μάλιστα στο ίδιο σημείο, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Διότι αφού ευχηθεί να αξιωθούν όλοι της κοινωνίας των μυστηρίων «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», προσθέτει: «αλλ' ίνα εύρωμεν χάριν μετά πάντων των αγίων, των απ' αιώνος Σοι ευαρεστησάντων, προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών και τα εξής», και κατόπιν, «εξαιρέτως της Παναγίας». Άλλα και αυτά τα λόγια περιέχουν μεν ικεσία, φανερώνουν όμως και ευχαριστία, διότι κηρύττουν τον Θεό ευεργέτη του γένους των ανθρώπων, καθώς μνημονεύουν εκείνους στους οποίους Αυτός έδωσε την τελείωση και την αγιότητα. Είναι σαν να λέγει: «Για να μας δώσεις τη χάρη πού έδωσες πρωτύτερα στους αγίους, για να μας αγιάσεις, όπως αγίασες ήδη άλλους ανθρώπους σαν εμάς».
10. Αυτά είναι αρκετά επάνω σε τούτο το θέμα.
Κεφάλαιο 34
Για εκείνα τα οποία εύχεται ο ιερεύς για τον εαυτό του και εκείνα για τα οποία παραγγέλλει στους πιστούς να εύχονται
1. Αφού ο ιερεύς ευχηθεί για όλους τα δέοντα, εύχεται και για τον εαυτό του, να αγιασθεί και ο ίδιος από τα δώρα.
2. Πώς να αγιασθεί; Να λάβει άφεση αμαρτιών. Διότι αυτό είναι κυρίως το έργο τούτων των δώρων. Και από που φαίνεται αυτό; Απ' όσα ο Κύριος είπε στους Αποστόλους, δείχνοντας σ' αυτούς τον άρτο, «Τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών»˙ ομοίως και για το ποτήριο.
3. «Μνήσθητι, Κύριε, λέγει, και της εμής αναξιότητος και συγχώρησόν μοι παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον, και μη δια τας εμάς αμαρτίας κωλύσης την χάριν του παναγίου Σου Πνεύματος από των προκειμένων δώρων».
4. Άφεση αμαρτιών δίνει το Άγιο Πνεύμα σ' εκείνους που κοινωνούν αυτά τα δώρα. Αυτή η χάρη, λέγει ο ιερεύς, ας μην εμποδιστεί σ' εμένα από τα δώρα για τις αμαρτίες μου. Διότι κατά δύο τρόπους ενεργεί η χάρη στα τίμια δώρα· ο ένας τρόπος είναι αυτός που αγιάζονται τα ίδια, ο άλλος είναι αυτός που η χάρη αγιάζει εμάς δι’ αυτών.
5. Κατά τον πρώτο λοιπόν τρόπο κανένα ανθρώπινο κακό δεν μπορεί να εμποδίσει την χάρη να ενεργήσει στα τίμια δώρα, αλλά, όπως ο αγιασμός των δώρων δεν είναι έργο ανθρώπινης αρετής, έτσι δεν είναι δυνατόν ούτε να εμποδιστεί από κακία ανθρώπων.
6. Ο δεύτερος όμως τρόπος χρειάζεται τη δική μας σπουδή. Γι’ αυτό και εμποδίζεται από την ραθυμία μας. Μας αγιάζει δηλαδή η χάρη δια των δώρων εάν μας βρει κατάλληλα διατεθειμένους για τον αγιασμό. Αν όμως μας βρει απροετοίμαστους, δεν μας προξενεί κανένα όφελος, αλλά μας επιβαρύνει με πολύ μεγάλη βλάβη. Αυτή η χάρη, είτε άφεση αμαρτιών είναι μόνο, είτε μαζί με αυτήν και άλλη δωρεά που δίνεται σε όσους με καθαρή συνείδηση συμμετέχουν σ' αυτό το δείπνο, εύχεται ο ιερεύς να μην εμποδιστεί από τα δώρα. Διότι μπορεί να εμποδιστεί από την ανθρώπινη κακία.
7. Την ίδια αυτή ευχή εύχεται (ο ιερεύς) μετά από λίγο μαζί με όλο το εκκλησίασμα. Αφού δηλαδή ευχηθεί σε όλους να έχουν ομόνοια ώστε μ' ένα στόμα και με μία καρδιά να δοξάζουν τον Θεό, και αφού σ' αυτή την κατάσταση τους υποσχεθεί «τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», έπειτα παραγγέλλει να δεηθούν στον Θεό εκείνη την ευχή που και ο ίδιος προσευχήθηκε και να καλέσουν σε βοήθεια όλους τους αγίους. Διότι αυτό σημαίνει το «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες»: να τους καλέσουμε, να δεηθούμε σ' αυτούς.
8. Και τί λέγει (ο ιερεύς); «Υπέρ των αγιασθέντων δώρων του Κυρίου δεηθώμεν». Όχι για να δεχθούν τα τίμια δώρα τον αγιασμό (γι' αυτό εξάλλου τα είπε αγιασθέντα, για να μη νομίσεις εσύ κάτι τέτοιο), άλλα για να μπορέσουν να μεταδώσουν σ' εμάς τον αγιασμό. Αυτό σημαίνει το «όπως ο φιλάνθρωπος θεός, ο προσδεξάμενος αυτά, αντικαταπέμψη ημίν την χάριν». Ας παρακαλέσουμε, λέγει, για τα τίμια δώρα, να γίνουν σ' εμάς ενεργά, να μη γίνουν ανίσχυρα γι' αυτή τη χάρη, όπως τότε που το παντοδύναμο αυτό σώμα του Κυρίου φαινόταν μεταξύ των ανθρώπων και σε μερικές πόλεις δεν μπορούσε να κάνει σημεία (θαύματα) εξαιτίας της απιστίας τους.
9. Αφού πει αυτά προς το πλήθος ο ιερεύς με δυνατή φωνή, κατόπιν εύχεται και ο ίδιος χαμηλόφωνα, και ικετεύει τον θεό για το ίδιο θέμα, ώστε όλοι να μεταλάβουν «των φρικτών μυστηρίων με καθαρή συνείδηση» και να λάβουν από την ιερή αυτή τράπεζα «την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών και να μην κοινωνήσουν εις κρίμα ή εις κατάκριμα».
10. Κατόπιν, αφού ευχηθεί σε όλους τη βοήθεια και την προστασία του Θεού, τους καλεί να προσευχηθούν να περάσουν όλη την ήμερα «τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον», έχοντας φρουρό «Άγγελον ειρήνης πιστόν»· λέγει "πιστόν" εξαιτίας του αγγέλου του ψεύδους, στον οποίο δεν είναι ασφαλές να εμπιστεύονται τα σχετικά με αυτούς. Παρακαλούμε δε για τον Άγγελο φύλακα, όχι για να μας δοθεί τότε, διότι εξ’ αρχής έχει δοθεί Άγγελος σε καθέναν από τους πιστούς, αλλά για να είναι ενεργός και να εκτελεί την αποστολή του και να μας φρουρεί και να μας οδηγεί προς την ευθείαν οδόν και να μην απομακρυνθεί από μας θυμωμένος για τις αμαρτίες μας.
11. Εκτός από αυτά, ο ιερεύς μας καλεί να ευχηθούμε για την άφεση των αμαρτιών και για όλα τα καλά και συμφέροντα στις ψυχές μας, για την ειρήνη στον κόσμο, και ακόμη για το μέλλον ασφάλεια, για να περάσουμε με ειρήνη και μετάνοια τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, ώστε τα τέλη του βίου μας να είναι όπως αρμόζει σε Χριστιανούς· κατόπιν να αναθέσουμε στον Θεό τους εαυτούς μας και αλλήλους και όλη μας τη ζωή, αφού ζητήσουμε την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
12. Τί σημαίνει η ενότητα της πίστεως και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και για ποιο λόγο παρακαλούμε τώρα εδώ γι' αυτά, το είπαμε αναλυτικά πρωτύτερα (κεφ. 14).
Περί των ευχών μετά τη θυσία και ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο ο ιερεύς μνημονεύει τότε τους Αγίους και εξαιρέτως την Παναγία
1. Ο ιερεύς, αφού τελειωθεί η θυσία, βλέποντας εμπρός στα μάτια του το ενέχυρο της θείας φιλανθρωπίας, τον Αμνό του Θεού, και αφού ήδη έλαβε τον Μεσίτη και έχει μαζί του τον Παράκλητο, γνωστοποιεί τα αιτήματά του προς τον Θεό και προφέρει τη δέησή του με χρηστή πλέον και βέβαιη ελπίδα. Κι εκείνα για τα όποια έκανε τις δεήσεις στην Πρόθεση, κι εκείνα για τα οποία έκανε τις προπαρασκευαστικές ευχές και πρόσφερε τα δώρα και ικέτευε να γίνουν αυτά δεκτά, τώρα που (ο Θεός) δέχθηκε τα δώρα, εύχεται ο ιερεύς να πραγματοποιηθούν.
2. Ποια είναι αυτά;
3. Είναι κοινά και σε ζώντες και νεκρούς, να στείλει ο Θεός τη χάρη Του αντί των δώρων που του πρόσφεραν και τα εδέχθηκε. Και είναι ιδιαίτερα στους μεν νεκρούς η ανάπαυση των ψυχών τους και η κληρονομία της βασιλείας Του μαζί με τους αγίους που έφθασαν στην τελείωση, στους δε ζώντες το να μετάσχουν στην ιερή τράπεζα και να αγιασθούν, το να μην κοινωνήσει κανείς «εις κρίμα ή εις κατάκριμα», η άφεση των αμαρτιών, η ειρήνη, η ευφορία των καρπών της γης, η χορηγία των αναγκαίων και τέλος το να φανούν ενώπιον του Θεού άξιοι της βασιλείας Του.
4. Επειδή όμως αυτή η προσφορά της θυσίας δεν εκφράζει μόνο ικεσία, αλλά και ευχαριστία˙ γι' αυτό, όπως στα προοίμια της τελετής, όταν ο ιερεύς παραθέτει ως δώρα στον θεό τα προσφερόμενα, φανερώνει και την ευχαριστία και την ικεσία, έτσι και τώρα που θυσιάστηκαν και ετελειώθησαν τα δώρα, και ευχαριστεί δι’ αυτών τον Θεό και τον ικετεύει, και εκθέτει μεν τις αφορμές της ευχαριστίας και διατυπώνει δε τα θέματα της ικεσίας.
5. Ποιες είναι οι αφορμές της ευχαριστίας; Οι άγιοι, όπως έχει λεχθεί και προηγουμένως. Διότι δι’ αυτών (των αγίων) η Εκκλησία βρήκε το ζητούμενο και επέτυχε αυτό που εύχεται, τη βασιλεία των ουρανών.
6. Και ποια είναι τα θέματα της ικεσίας; Είναι οι άνθρωποι που δεν έφθασαν στην τελειότητα και έχουν ανάγκη της ευχής.
7. Και για μεν τους αγίους λέγει: «Έτι προσάγομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, αποστόλων, κηρύκων, προφητών, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών και παντός πνεύματος εν πίστει τετελειωμένου, εξαιρέτως της παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας», και συνεχίζει να απαριθμεί το σύλλογο όλων των αγίων. Αυτοί είναι για την Εκκλησία οι αφορμές της ευχαριστίας προς τον Θεό. Γι' αυτούς προσφέρει τη λογική αυτή λατρεία ως ευχαριστία στον θεό. Και εξαιρέτως απ' όλους, για την μακαρία Μητέρα του Θεού, διότι αυτή είναι επέκεινα από κάθε αγιοσύνη. Γι' αυτό ο ιερεύς δεν ζητεί τίποτε γι' αυτούς, αλλά μάλλον αυτός έχει ανάγκη τη βοήθειά τους στις ευχές. Διότι, όπως έχει λεχθεί, κάνει γι' αυτούς την προσαγωγή των δώρων όχι ως ικεσία, αλλά ως ευχαριστία.
8. Έπειτα από αυτά εκφράζει και την ικεσία και αναφέρει εκείνους για τους οποίους ικετεύει, και εύχεται για όλους σωτηρία και ό,τι άλλο αγαθό είναι ταιριαστό και κατάλληλο στον καθένα· μεταξύ αυτών λέγει και τα εξής: «Έτι προσάγομέν Σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ της οικουμένης, υπέρ της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, υπέρ των εν σεμνή πολιτεία διαγόντων, υπέρ των πιστότατων και φιλοχρίστων βασιλέων ημών». Τέτοια εύχεται.
9. Έτσι ο μακάριος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, δείχνοντας ότι είναι διπλός ο χαρακτήρας της ιερής αυτής λατρείας, ευχαριστήριος και ικετευτικός, τοποθετεί χωριστά εκείνους για τους οποίους ευχαριστεί και χωριστά εκείνους για τους οποίους ικετεύει. Ο θείος όμως Βασίλειος αναμιγνύει την ικεσία με την ευχαριστία. Και αυτό το κάνει σε όλα τα μέρη της λειτουργίας, και όλες σχεδόν οι ευχές του έχουν αυτό το διπλό περιεχόμενο. Μνημονεύει δε και τους αγίους όπως και ο άγιος Ιωάννης, και μάλιστα στο ίδιο σημείο, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Διότι αφού ευχηθεί να αξιωθούν όλοι της κοινωνίας των μυστηρίων «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», προσθέτει: «αλλ' ίνα εύρωμεν χάριν μετά πάντων των αγίων, των απ' αιώνος Σοι ευαρεστησάντων, προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών και τα εξής», και κατόπιν, «εξαιρέτως της Παναγίας». Άλλα και αυτά τα λόγια περιέχουν μεν ικεσία, φανερώνουν όμως και ευχαριστία, διότι κηρύττουν τον Θεό ευεργέτη του γένους των ανθρώπων, καθώς μνημονεύουν εκείνους στους οποίους Αυτός έδωσε την τελείωση και την αγιότητα. Είναι σαν να λέγει: «Για να μας δώσεις τη χάρη πού έδωσες πρωτύτερα στους αγίους, για να μας αγιάσεις, όπως αγίασες ήδη άλλους ανθρώπους σαν εμάς».
10. Αυτά είναι αρκετά επάνω σε τούτο το θέμα.
Κεφάλαιο 34
Για εκείνα τα οποία εύχεται ο ιερεύς για τον εαυτό του και εκείνα για τα οποία παραγγέλλει στους πιστούς να εύχονται
1. Αφού ο ιερεύς ευχηθεί για όλους τα δέοντα, εύχεται και για τον εαυτό του, να αγιασθεί και ο ίδιος από τα δώρα.
2. Πώς να αγιασθεί; Να λάβει άφεση αμαρτιών. Διότι αυτό είναι κυρίως το έργο τούτων των δώρων. Και από που φαίνεται αυτό; Απ' όσα ο Κύριος είπε στους Αποστόλους, δείχνοντας σ' αυτούς τον άρτο, «Τούτο εστί το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών»˙ ομοίως και για το ποτήριο.
3. «Μνήσθητι, Κύριε, λέγει, και της εμής αναξιότητος και συγχώρησόν μοι παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον, και μη δια τας εμάς αμαρτίας κωλύσης την χάριν του παναγίου Σου Πνεύματος από των προκειμένων δώρων».
4. Άφεση αμαρτιών δίνει το Άγιο Πνεύμα σ' εκείνους που κοινωνούν αυτά τα δώρα. Αυτή η χάρη, λέγει ο ιερεύς, ας μην εμποδιστεί σ' εμένα από τα δώρα για τις αμαρτίες μου. Διότι κατά δύο τρόπους ενεργεί η χάρη στα τίμια δώρα· ο ένας τρόπος είναι αυτός που αγιάζονται τα ίδια, ο άλλος είναι αυτός που η χάρη αγιάζει εμάς δι’ αυτών.
5. Κατά τον πρώτο λοιπόν τρόπο κανένα ανθρώπινο κακό δεν μπορεί να εμποδίσει την χάρη να ενεργήσει στα τίμια δώρα, αλλά, όπως ο αγιασμός των δώρων δεν είναι έργο ανθρώπινης αρετής, έτσι δεν είναι δυνατόν ούτε να εμποδιστεί από κακία ανθρώπων.
6. Ο δεύτερος όμως τρόπος χρειάζεται τη δική μας σπουδή. Γι’ αυτό και εμποδίζεται από την ραθυμία μας. Μας αγιάζει δηλαδή η χάρη δια των δώρων εάν μας βρει κατάλληλα διατεθειμένους για τον αγιασμό. Αν όμως μας βρει απροετοίμαστους, δεν μας προξενεί κανένα όφελος, αλλά μας επιβαρύνει με πολύ μεγάλη βλάβη. Αυτή η χάρη, είτε άφεση αμαρτιών είναι μόνο, είτε μαζί με αυτήν και άλλη δωρεά που δίνεται σε όσους με καθαρή συνείδηση συμμετέχουν σ' αυτό το δείπνο, εύχεται ο ιερεύς να μην εμποδιστεί από τα δώρα. Διότι μπορεί να εμποδιστεί από την ανθρώπινη κακία.
7. Την ίδια αυτή ευχή εύχεται (ο ιερεύς) μετά από λίγο μαζί με όλο το εκκλησίασμα. Αφού δηλαδή ευχηθεί σε όλους να έχουν ομόνοια ώστε μ' ένα στόμα και με μία καρδιά να δοξάζουν τον Θεό, και αφού σ' αυτή την κατάσταση τους υποσχεθεί «τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», έπειτα παραγγέλλει να δεηθούν στον Θεό εκείνη την ευχή που και ο ίδιος προσευχήθηκε και να καλέσουν σε βοήθεια όλους τους αγίους. Διότι αυτό σημαίνει το «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες»: να τους καλέσουμε, να δεηθούμε σ' αυτούς.
8. Και τί λέγει (ο ιερεύς); «Υπέρ των αγιασθέντων δώρων του Κυρίου δεηθώμεν». Όχι για να δεχθούν τα τίμια δώρα τον αγιασμό (γι' αυτό εξάλλου τα είπε αγιασθέντα, για να μη νομίσεις εσύ κάτι τέτοιο), άλλα για να μπορέσουν να μεταδώσουν σ' εμάς τον αγιασμό. Αυτό σημαίνει το «όπως ο φιλάνθρωπος θεός, ο προσδεξάμενος αυτά, αντικαταπέμψη ημίν την χάριν». Ας παρακαλέσουμε, λέγει, για τα τίμια δώρα, να γίνουν σ' εμάς ενεργά, να μη γίνουν ανίσχυρα γι' αυτή τη χάρη, όπως τότε που το παντοδύναμο αυτό σώμα του Κυρίου φαινόταν μεταξύ των ανθρώπων και σε μερικές πόλεις δεν μπορούσε να κάνει σημεία (θαύματα) εξαιτίας της απιστίας τους.
9. Αφού πει αυτά προς το πλήθος ο ιερεύς με δυνατή φωνή, κατόπιν εύχεται και ο ίδιος χαμηλόφωνα, και ικετεύει τον θεό για το ίδιο θέμα, ώστε όλοι να μεταλάβουν «των φρικτών μυστηρίων με καθαρή συνείδηση» και να λάβουν από την ιερή αυτή τράπεζα «την άφεση των αμαρτιών, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών και να μην κοινωνήσουν εις κρίμα ή εις κατάκριμα».
10. Κατόπιν, αφού ευχηθεί σε όλους τη βοήθεια και την προστασία του Θεού, τους καλεί να προσευχηθούν να περάσουν όλη την ήμερα «τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον», έχοντας φρουρό «Άγγελον ειρήνης πιστόν»· λέγει "πιστόν" εξαιτίας του αγγέλου του ψεύδους, στον οποίο δεν είναι ασφαλές να εμπιστεύονται τα σχετικά με αυτούς. Παρακαλούμε δε για τον Άγγελο φύλακα, όχι για να μας δοθεί τότε, διότι εξ’ αρχής έχει δοθεί Άγγελος σε καθέναν από τους πιστούς, αλλά για να είναι ενεργός και να εκτελεί την αποστολή του και να μας φρουρεί και να μας οδηγεί προς την ευθείαν οδόν και να μην απομακρυνθεί από μας θυμωμένος για τις αμαρτίες μας.
11. Εκτός από αυτά, ο ιερεύς μας καλεί να ευχηθούμε για την άφεση των αμαρτιών και για όλα τα καλά και συμφέροντα στις ψυχές μας, για την ειρήνη στον κόσμο, και ακόμη για το μέλλον ασφάλεια, για να περάσουμε με ειρήνη και μετάνοια τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας, ώστε τα τέλη του βίου μας να είναι όπως αρμόζει σε Χριστιανούς· κατόπιν να αναθέσουμε στον Θεό τους εαυτούς μας και αλλήλους και όλη μας τη ζωή, αφού ζητήσουμε την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
12. Τί σημαίνει η ενότητα της πίστεως και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και για ποιο λόγο παρακαλούμε τώρα εδώ γι' αυτά, το είπαμε αναλυτικά πρωτύτερα (κεφ. 14).
Κεφάλαιο 51
Γιατί ο ιερεύς τη θυσία την ονομάζει λογική λατρεία
1. Γι' αυτό το λόγο και την ονομάζει ο ιερεύς «λογικήν λατρείαν», διότι δεν εισάγει (εκτελεί) καμία πράξη, αλλά χρησιμοποιώντας μόνο τα τελεστικά λόγια προσφέρει αυτή την προσφορά.
2. Διότι η μεν πρώτη προσφορά είναι ένα έργο που είναι δυνατόν να γίνει από άνθρωπο, και γι' αυτό, καθώς γίνεται από τον ιερέα, μπορεί να ονομαστεί πρακτική λατρεία. Τη δεύτερη όμως, τη μεταβολή των δώρων στο σώμα και αίμα Χριστού, η οποία είναι και η θυσία, επειδή υπερβαίνει τη δύναμη του ανθρώπου, την πραγματοποιεί η χάρις, ο δε ιερεύς μόνο εύχεται.
3. Γι' αυτό λοιπόν, αν και η θυσία είναι και έργο και πραγματικότητα, αλλά επειδή ο ιερεύς δεν πράττει τίποτε σ' αυτή, παρά μόνο λέγει, εύλογα λέγει ότι προσφέρει όχι πρακτική, αλλά λογική λατρεία.
1. Γι' αυτό το λόγο και την ονομάζει ο ιερεύς «λογικήν λατρείαν», διότι δεν εισάγει (εκτελεί) καμία πράξη, αλλά χρησιμοποιώντας μόνο τα τελεστικά λόγια προσφέρει αυτή την προσφορά.
2. Διότι η μεν πρώτη προσφορά είναι ένα έργο που είναι δυνατόν να γίνει από άνθρωπο, και γι' αυτό, καθώς γίνεται από τον ιερέα, μπορεί να ονομαστεί πρακτική λατρεία. Τη δεύτερη όμως, τη μεταβολή των δώρων στο σώμα και αίμα Χριστού, η οποία είναι και η θυσία, επειδή υπερβαίνει τη δύναμη του ανθρώπου, την πραγματοποιεί η χάρις, ο δε ιερεύς μόνο εύχεται.
3. Γι' αυτό λοιπόν, αν και η θυσία είναι και έργο και πραγματικότητα, αλλά επειδή ο ιερεύς δεν πράττει τίποτε σ' αυτή, παρά μόνο λέγει, εύλογα λέγει ότι προσφέρει όχι πρακτική, αλλά λογική λατρεία.
Κεφάλαιο 53
6. Όταν μοιραστεί ο άρτος και τελειώσει ο ψαλμός, εύχεται ο ιερεύς στο πλήθος την τελευταία ευχή, ενώ όχι μόνο ακούγεται απ’ όλους που βρίσκονται έξω από το θυσιαστήριο, αλλά και απευθύνει προς το ίδιο το πλήθος τα λόγια της ευχής, δείχνοντας τώρα περισσότερο την κοινωνία του προς τους πολλούς απ' ό,τι πρωτύτερα. Και ποια είναι η ευχή; Να σωθούμε, αφού αξιωθούμε του ελέους του Κυρίου, διότι από τον εαυτό μας δεν έχουμε να προσφέρουμε τίποτε άξιο της σωτηρίας, αλλά αποβλέπουμε μόνο στη φιλανθρωπία Εκείνου που μπορεί να μας σώσει. Γι' αυτό κι εδώ μνημονεύει πολλούς πρεσβευτές που μπορούν να μας βοηθήσουν σε τούτο, και προ πάντων την Παναγία Μητέρα του Θεού, με τη μεσολάβηση της οποίας έχουμε από την αρχή ελεηθεί.
Κεφάλαιο 46
Πώς αυτά τα δώρα είναι πάντοτε δεκτά από τον Θεό
1. Κατόπιν, ας εξετάσουμε κι εκείνο. Το ότι μεν από την τελετή αγιάζονται όλοι οι πιστοί είναι φανερό από εκείνα που ελέχθησαν. Εάν δε τούτο συμβαίνει πάντοτε, είναι άξιο να το εξετάσουμε.
2. Η ιερουργία αυτή είναι προσφορά δώρων, τα δε δώρα δεν είναι πάντοτε δεκτά από τον Θεό, αλλά υπάρχουν μερικά που εξαιτίας της πονηρίας των προσφερόντων μισούνται και αποπέμπονται, και γι’ αυτό υπάρχουν πολλές αποδείξεις τόσο στους παλαιούς όσο και στους ζώντες στην εποχή της χάριτος. Ας ερευνήσουμε λοιπόν μήπως και αυτά τα δώρα ενίοτε ματαίως ιερουργούνται και ως απαράδεκτα δεν αγιάζονται όπως υπόσχεται η τελετή, από το γεγονός ότι δεν προσφέρονται πάντοτε από αγαθούς άνδρες, αλλά μερικές φορές και από πονηρούς.
3. Ότι ο Θεός και αυτά τα δώρα τα αποστρέφεται όταν ο προσφέρων είναι βέβηλος, είναι φανερό από το ότι και η Εκκλησία αυτό κάνει. Διότι όσους γνωρίζει ότι αμαρτάνουν θανάσιμα δεν τους επιτρέπει να προσφέρουν τέτοια δώρα. Και αν τολμήσουν, δεν τους δέχεται, αλλά τους διώχνει μαζί με τα δώρα. Επειδή όμως η Εκκλησία δεν γνωρίζει καλά όλους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά οι περισσότεροι μένουν άγνωστοι και δέχεται η θεία τράπεζα τα δώρα τους, τί πρέπει να νομίζουμε για τα δώρα αυτά; Άραγε είναι απαράδεκτα από τον θεό και στερούνται από κάθε αγιασμό; Και αν είναι έτσι το πράγμα, τότε δεν μπορούμε πλέον να γνωρίζουμε πότε έχουν αγιασθεί, διότι ως επί το πλείστον ή αμφιβάλλουμε για το ποιόν των προσφερόντων ή δεν το γνωρίζουμε καθόλου. Και έτσι οι πιστοί θα προσέρχονται με αβεβαιότητα και χωρίς πίστη στα μυστήρια και συνεπώς δεν θα ωφελούνται καθόλου από αυτά.
4. Τί μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε σ' αυτά;
5. Ότι η προσφορά των δώρων γίνεται σε δύο στάδια. Πρώτη είναι ή προσφορά του πιστού που φέρνει τα δώρα και τα παραδίδει στα χέρια των ιερέων, και δεύτερη η προσφορά τους από την Εκκλησία προς τον Θεό.
6. Η πρώτη προσφορά, όταν ο προσφέρων είναι πονηρός, είναι μάταιη και δεν προξενεί κανένα όφελος σ' εκείνον που προσφέρει τα δώρα, για το λόγο ότι αυτός είναι πονηρός• διότι τα προσφερόμενα αυτά καθ' εαυτά δεν είναι βδελυκτά στον Θεό, επειδή κάθε κτίσμα του Θεού είναι καλό.
7. Τη δεύτερη όμως προσφορά που γίνεται από αγαθούς άνδρες για τη δόξα του Θεού και των αγίων, για τη σωτηρία της οικουμένης και γενικά για κάθε δίκαιο αίτημα, τίποτε δεν την εμποδίζει να είναι ευπρόσδεκτη. Διότι κανένας μολυσμός δεν αφέθηκε επάνω στα δώρα από τα χέρια εκείνου πού τα πρόσφερε στην αρχή, αλλά μένοντας καθαρά και προσφερόμενα από καθαρούς αγιάζονται και αγιάζουν εκείνους που κοινωνούν. Διότι δεν μπορεί ποτέ να τεθεί ακαθαρσία αμαρτίας σε κανένα από τα άλογα ή τα άψυχα, διότι η αμαρτία είναι νόσημα της προαιρέσεως, και μόνο τα λογικά όντα μπορούν να μολυνθούν από την αμαρτία.
8. Αφού λοιπόν είναι πάντοτε καθαρά τα δώρα που προσφέρονται από τους πονηρούς, γιατί ο νόμος της Εκκλησίας δεν τα δέχεται; Για να ντροπιάσει εκείνους που τα προσφέρουν, για να μάθουν την υπερβολική οργή του Θεού εναντίον τους, αφού Αυτός και τα κτίσματα Του ακόμη, εναντίον των οποίων δεν έχει τίποτε, εξαιτίας τους τα αποστρέφεται και τα μισεί˙ και μαθαίνοντας να φοβηθούν και να διορθώσουν τη ζωή τους. Στα ίδια όμως τα δώρα δεν καταλογίζει καμία κακία. Γι' αυτό δεν υπάρχει εμπόδιο να γίνονται δεκτά τα δώρα και να αγιάζονται, όταν η δεύτερη προσφορά γίνεται από αγαθούς άνδρες.
9. Άλλα, θα πει κανείς, οι ιερείς που προσφέρουν τα δώρα δεν είναι όλοι αγαθοί, αλλά μερικοί νοσούν από την χειρότερη πονηρία. Έτσι ο λόγος μας καταλήγει στην ίδια απορία. Όταν λοιπόν τύχει και οι δύο προσφέροντες (ο πιστός και ο ιερεύς) να είναι μισητοί στον Θεό, πράγμα που μπορεί να συμβεί, από που εξασφαλίζεται το να είναι τα δώρα ευάρεστα στον Θεό και δεκτά και άγια και αγιαστικά; Από πουθενά. Άλλα τότε θα είναι πράγματι απαράδεκτα, σε κάθε άλλη δε περίπτωση αμφίβολα, επειδή θα υπάρχει αβεβαιότητα για το ποιόν εκείνων που προσφέρουν τα δώρα κι εκείνων που τα ιερουργούν. Διότι, όπως λέγει ο Απόστολος, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τα του ανθρώπου, εκτός από το πνεύμα που είναι μέσα σ' αυτόν. Και έτσι θα υπάρχει πολλή απιστία και αμφιβολία γύρω από την τελετή, και πουθενά η βεβαιότητα, και η μετάληψις των μυστηρίων δεν θα φέρει καμιά ωφέλεια στους πιστούς, αφού θα μεταλαμβάνουν χωρίς πίστη.
10. Αυτά θα έλεγε και θα απορούσε όποιος νομίζει ότι ο ιερεύς ο ίδιος είναι ο κύριος της προσφοράς αυτών των δώρων. Αλλά δεν είναι. Εκείνο που ενεργεί κυρίως αυτή την προσφορά είναι η χάρις, η οποία αγιάζει τα δώρα (διότι τούτο είναι η προσφορά των δώρων, ο αγιασμός τους), ο δε ιερουργός κάθε φορά είναι υπηρέτης της χάριτος. Διότι ο ιερεύς δεν προσφέρει τίποτε από τον εαυτό του, ούτε τολμά να πράξει ή να πει κάτι από τη δική του κρίση και σκέψη• αλλά μόνο εκείνα που παρέλαβε από την χάρη, είτε πράγμα είναι, είτε λόγο, είτε έργο, σύμφωνα με τον τρόπο που διατάχθηκε, το κομίζει και το αποδίδει στον Θεό. Και έτσι τα δώρα, προσφερόμενα πάντοτε κατά τρόπο ευάρεστο στον Θεό, κατ' ανάγκην του είναι πάντοτε ευάρεστα και δεκτά.
11. Τί σημασία έχει αν ο κομιστής είναι ο ίδιος φαύλος; Διότι δεν προσθέτει τίποτε στα δώρα η φαυλότητα εκείνου, ούτε κάνει χειρότερη την προσφορά. Όπως και ένα φάρμακο που κατασκευάστηκε από άνθρωπο αμαθή και τελείως άσχετο με την ιατρική τέχνη δεν εμποδίζεται να προξενεί την υγεία, αρκεί μόνο να κατασκευάστηκε με εντολή και σύμφωνα με όλες τις οδηγίες του γιατρού. Θα είναι λοιπόν το φάρμακο όχι μάταιο εξαιτίας της αμάθειας του κατασκευαστού, αλλά σωτήριο εξαιτίας της τέχνης του γιατρού. Διότι από την αμάθεια του κατασκευαστή δεν πήρε τίποτε, αλλά κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από την τέχνη του γιατρού.
12. Έτσι κι εδώ η θεία χάρη ενεργεί (εργάζεται) το παν. Ο ιερεύς είναι μόνο υπηρέτης που ούτε καν την ιδιότητα να υπηρετεί δεν την έχει από τον εαυτό του. Και τούτο γαρ παρά της χάριτος αυτώ (Διότι και αυτό από τη χάρι τού έρχεται). Πράγματι, αυτό είναι η ιερωσύνη, μία δύναμις υπηρετική (ένα διακόνημα) των ιερών.
Πώς αυτά τα δώρα είναι πάντοτε δεκτά από τον Θεό
1. Κατόπιν, ας εξετάσουμε κι εκείνο. Το ότι μεν από την τελετή αγιάζονται όλοι οι πιστοί είναι φανερό από εκείνα που ελέχθησαν. Εάν δε τούτο συμβαίνει πάντοτε, είναι άξιο να το εξετάσουμε.
2. Η ιερουργία αυτή είναι προσφορά δώρων, τα δε δώρα δεν είναι πάντοτε δεκτά από τον Θεό, αλλά υπάρχουν μερικά που εξαιτίας της πονηρίας των προσφερόντων μισούνται και αποπέμπονται, και γι’ αυτό υπάρχουν πολλές αποδείξεις τόσο στους παλαιούς όσο και στους ζώντες στην εποχή της χάριτος. Ας ερευνήσουμε λοιπόν μήπως και αυτά τα δώρα ενίοτε ματαίως ιερουργούνται και ως απαράδεκτα δεν αγιάζονται όπως υπόσχεται η τελετή, από το γεγονός ότι δεν προσφέρονται πάντοτε από αγαθούς άνδρες, αλλά μερικές φορές και από πονηρούς.
3. Ότι ο Θεός και αυτά τα δώρα τα αποστρέφεται όταν ο προσφέρων είναι βέβηλος, είναι φανερό από το ότι και η Εκκλησία αυτό κάνει. Διότι όσους γνωρίζει ότι αμαρτάνουν θανάσιμα δεν τους επιτρέπει να προσφέρουν τέτοια δώρα. Και αν τολμήσουν, δεν τους δέχεται, αλλά τους διώχνει μαζί με τα δώρα. Επειδή όμως η Εκκλησία δεν γνωρίζει καλά όλους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά οι περισσότεροι μένουν άγνωστοι και δέχεται η θεία τράπεζα τα δώρα τους, τί πρέπει να νομίζουμε για τα δώρα αυτά; Άραγε είναι απαράδεκτα από τον θεό και στερούνται από κάθε αγιασμό; Και αν είναι έτσι το πράγμα, τότε δεν μπορούμε πλέον να γνωρίζουμε πότε έχουν αγιασθεί, διότι ως επί το πλείστον ή αμφιβάλλουμε για το ποιόν των προσφερόντων ή δεν το γνωρίζουμε καθόλου. Και έτσι οι πιστοί θα προσέρχονται με αβεβαιότητα και χωρίς πίστη στα μυστήρια και συνεπώς δεν θα ωφελούνται καθόλου από αυτά.
4. Τί μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε σ' αυτά;
5. Ότι η προσφορά των δώρων γίνεται σε δύο στάδια. Πρώτη είναι ή προσφορά του πιστού που φέρνει τα δώρα και τα παραδίδει στα χέρια των ιερέων, και δεύτερη η προσφορά τους από την Εκκλησία προς τον Θεό.
6. Η πρώτη προσφορά, όταν ο προσφέρων είναι πονηρός, είναι μάταιη και δεν προξενεί κανένα όφελος σ' εκείνον που προσφέρει τα δώρα, για το λόγο ότι αυτός είναι πονηρός• διότι τα προσφερόμενα αυτά καθ' εαυτά δεν είναι βδελυκτά στον Θεό, επειδή κάθε κτίσμα του Θεού είναι καλό.
7. Τη δεύτερη όμως προσφορά που γίνεται από αγαθούς άνδρες για τη δόξα του Θεού και των αγίων, για τη σωτηρία της οικουμένης και γενικά για κάθε δίκαιο αίτημα, τίποτε δεν την εμποδίζει να είναι ευπρόσδεκτη. Διότι κανένας μολυσμός δεν αφέθηκε επάνω στα δώρα από τα χέρια εκείνου πού τα πρόσφερε στην αρχή, αλλά μένοντας καθαρά και προσφερόμενα από καθαρούς αγιάζονται και αγιάζουν εκείνους που κοινωνούν. Διότι δεν μπορεί ποτέ να τεθεί ακαθαρσία αμαρτίας σε κανένα από τα άλογα ή τα άψυχα, διότι η αμαρτία είναι νόσημα της προαιρέσεως, και μόνο τα λογικά όντα μπορούν να μολυνθούν από την αμαρτία.
8. Αφού λοιπόν είναι πάντοτε καθαρά τα δώρα που προσφέρονται από τους πονηρούς, γιατί ο νόμος της Εκκλησίας δεν τα δέχεται; Για να ντροπιάσει εκείνους που τα προσφέρουν, για να μάθουν την υπερβολική οργή του Θεού εναντίον τους, αφού Αυτός και τα κτίσματα Του ακόμη, εναντίον των οποίων δεν έχει τίποτε, εξαιτίας τους τα αποστρέφεται και τα μισεί˙ και μαθαίνοντας να φοβηθούν και να διορθώσουν τη ζωή τους. Στα ίδια όμως τα δώρα δεν καταλογίζει καμία κακία. Γι' αυτό δεν υπάρχει εμπόδιο να γίνονται δεκτά τα δώρα και να αγιάζονται, όταν η δεύτερη προσφορά γίνεται από αγαθούς άνδρες.
9. Άλλα, θα πει κανείς, οι ιερείς που προσφέρουν τα δώρα δεν είναι όλοι αγαθοί, αλλά μερικοί νοσούν από την χειρότερη πονηρία. Έτσι ο λόγος μας καταλήγει στην ίδια απορία. Όταν λοιπόν τύχει και οι δύο προσφέροντες (ο πιστός και ο ιερεύς) να είναι μισητοί στον Θεό, πράγμα που μπορεί να συμβεί, από που εξασφαλίζεται το να είναι τα δώρα ευάρεστα στον Θεό και δεκτά και άγια και αγιαστικά; Από πουθενά. Άλλα τότε θα είναι πράγματι απαράδεκτα, σε κάθε άλλη δε περίπτωση αμφίβολα, επειδή θα υπάρχει αβεβαιότητα για το ποιόν εκείνων που προσφέρουν τα δώρα κι εκείνων που τα ιερουργούν. Διότι, όπως λέγει ο Απόστολος, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τα του ανθρώπου, εκτός από το πνεύμα που είναι μέσα σ' αυτόν. Και έτσι θα υπάρχει πολλή απιστία και αμφιβολία γύρω από την τελετή, και πουθενά η βεβαιότητα, και η μετάληψις των μυστηρίων δεν θα φέρει καμιά ωφέλεια στους πιστούς, αφού θα μεταλαμβάνουν χωρίς πίστη.
10. Αυτά θα έλεγε και θα απορούσε όποιος νομίζει ότι ο ιερεύς ο ίδιος είναι ο κύριος της προσφοράς αυτών των δώρων. Αλλά δεν είναι. Εκείνο που ενεργεί κυρίως αυτή την προσφορά είναι η χάρις, η οποία αγιάζει τα δώρα (διότι τούτο είναι η προσφορά των δώρων, ο αγιασμός τους), ο δε ιερουργός κάθε φορά είναι υπηρέτης της χάριτος. Διότι ο ιερεύς δεν προσφέρει τίποτε από τον εαυτό του, ούτε τολμά να πράξει ή να πει κάτι από τη δική του κρίση και σκέψη• αλλά μόνο εκείνα που παρέλαβε από την χάρη, είτε πράγμα είναι, είτε λόγο, είτε έργο, σύμφωνα με τον τρόπο που διατάχθηκε, το κομίζει και το αποδίδει στον Θεό. Και έτσι τα δώρα, προσφερόμενα πάντοτε κατά τρόπο ευάρεστο στον Θεό, κατ' ανάγκην του είναι πάντοτε ευάρεστα και δεκτά.
11. Τί σημασία έχει αν ο κομιστής είναι ο ίδιος φαύλος; Διότι δεν προσθέτει τίποτε στα δώρα η φαυλότητα εκείνου, ούτε κάνει χειρότερη την προσφορά. Όπως και ένα φάρμακο που κατασκευάστηκε από άνθρωπο αμαθή και τελείως άσχετο με την ιατρική τέχνη δεν εμποδίζεται να προξενεί την υγεία, αρκεί μόνο να κατασκευάστηκε με εντολή και σύμφωνα με όλες τις οδηγίες του γιατρού. Θα είναι λοιπόν το φάρμακο όχι μάταιο εξαιτίας της αμάθειας του κατασκευαστού, αλλά σωτήριο εξαιτίας της τέχνης του γιατρού. Διότι από την αμάθεια του κατασκευαστή δεν πήρε τίποτε, αλλά κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από την τέχνη του γιατρού.
12. Έτσι κι εδώ η θεία χάρη ενεργεί (εργάζεται) το παν. Ο ιερεύς είναι μόνο υπηρέτης που ούτε καν την ιδιότητα να υπηρετεί δεν την έχει από τον εαυτό του. Και τούτο γαρ παρά της χάριτος αυτώ (Διότι και αυτό από τη χάρι τού έρχεται). Πράγματι, αυτό είναι η ιερωσύνη, μία δύναμις υπηρετική (ένα διακόνημα) των ιερών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου