Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΙΑΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (16)

Συνέχεια από Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Αντανακλάσεις της ψυχής
MarieLouise von Franz
7. Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
Α. Το πνεύμα φύλακας
Στην τελική μύησή του στα αιγυπτιακά μυστήρια, ο Απουλήιος καλείται να λατρέψη τον Όσιρι, τον γιο- σύζυγο της Ίσιδας. Για τον άνθρωπο εκείνης της εποχής ο Όσιρις αντιπροσώπευε την αθάνατη εσωτερική προσωπικότητα στην οποία μεταμορφώνεται κάποιος μετά τον θάνατό του. Στην αλχημιστική παράδοση, επομένως, ο Όσιρις ήταν το ισοδύναμο της «λίθου», δηλαδή του αναστημένου σώματος. Στην Αίγυπτο, ο αθάνατος πυρήνας της ψυχής ονομαζόταν «ψυχή Βα». Στο δοκίμιό του με τίτλο «Ο διάλογος ενός κουρασμένου από την ζωή ανθρώπου με το Βα του», ο Helmuth Jacobsohn έδειξε ότι το Βα αντιπροσώπευε, από την μια μεριά κάτι σαν την ασυνείδητη προσωπικότητα ενός ανθρώπου, και, από την άλλη, αυτό που ο Jung ονόμασε Ταυτό, ενώ το Κα ενσάρκωνε κάτι όμοιο με την ζωτικότητα ενός ανθρώπου, και με εκείνα τα στοιχεία της προσωπικότητάς του και της ιδιοσυγκρασίας του που κληρονομούνται. Το Βα εικονιζόταν με ένα  ά σ τ ρ ο  ή ένα πουλί με ανθρώπινο κεφάλι. (Γνωρίζουμε ότι στις αντιλήψεις πολλών λαών οι άνθρωποι υποτίθεται πως έχουν πολλές διαφορετικές ψυχές· οι αρχαίοι Έλληνες επίσης πίστευαν ότι οι άνθρωποι διαθέτουν έναν αριθμό από  ψ υ χ έ ς).
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η Ίσις και ο Όσιρις είναι πολύ μεγάλοι «δαίμονες», αλλά δεν είναι θεοί. Επομένως αντιπροσωπεύουν κάτι που είναι διυποκειμενικό, αλλά που βρίσκεται πιο κοντά στον άνθρωπο από ότι οι θεοί, κάτι που μπορεί να βιωθή εσωτερικά σε ορισμένες καταστάσεις πολύ ισχυρής συγκίνησης. Μέσω της μύησης στα μυστήρια, ένας άνθρωπος θα μπορούσε να γίνη ένας ξεχωριστός υπηρέτης αυτών των δαιμόνων, θα μπορούσε ακόμη να διαλυθή μέσα τους μετά τον θάνατο χωρίς να χάση την ατομικότητά του· αυτός είναι ο λόγος που σε αιγυπτιακά ταφικά κείμενα οι νεκροί αποκαλούνται «Όσιρις Ν.Ν»» (Σ.τ.Μ.: Ν.Ν: είναι το όνομα του νεκρού). Ο Απουλήιος δεν μας λέει τί του συνέβη κατά την συνάντησή του με τον Όσιρι, τηρώντας την σιγή που επιβάλλεται από τα μυστήρια. Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε ότι με αυτήν την εμπειρία βρήκε ένα σταθερό ψυχικό έδαφος για να προχωρήση μπροστά στην ζωή του.
Θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί όσον αφορά προσπάθειες να συσχετισθούν μερικές από αυτές τις «ψυχές» ή «δαίμονες» με τις Γιουγκιανές αντιλήψεις της σκιάς, της anima του animus και του Ταυτού. Θα ήταν μεγάλο λάθος, όπως τόνισε συχνά ο ίδιος ο Jung, να υποθέσουμε ότι η σκιά, η anima (ή ο animus) και το Ταυτό εμφανίζονται χωριστά στο ασυνείδητο ενός ατόμου, καλά προγραμματισμένα και με καθορισμένη τάξη. Στην πραγματικότητα της καθημερινής πράξης είναι πολύ περισσότερο πιθανό ένα πρόσωπο κατά την ψυχολογική ανάλυση σε βάθος να συναντήση κατ’ αρχήν κάτι «απόλυτα διαφορετικό» μέσα του, ένα σκοτεινό, χαώδες, κάτι που του εμφανίζεται μέσα από περίπλοκες ονειρικές εικόνες, στις οποίες, λίγο-λίγο, αρχίζει να ανακαλύπτει το άλλο εγώ του. Κάποιος προσανατολισμός αρχίζει να αναδύεται από αυτό το χάος καθώς μερικά κατώτερα χαρακτηριστικά αυτού του «άλλου» αρχίζουν να ξεχωρίζουν, χαρακτηριστικά που είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρισθούν ότι ανήκουν στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Καθώς η διαδικασία συνεχίζεται, οι όψεις που αντιστοιχούν στο αντίθετο φύλο μέσα σε αυτήν την  m a s s a  c o n f u s a (συγκεχυμένη μάζα) αρχίζουν να διακρίνωνται. Μόνο αφού και αυτές, με την σειρά τους, έρθουν πιο κοντά στην συνείδηση, γίνεται αργότερα φανερό ότι ένα μέρος της μεγάλης δύναμης και του θεϊκού χαρακτήρα αυτών των μορφών δεν προέρχεται από το ίδιο το άτομο, αλλά έχει τις ρίζες του σε ένα ακόμη βαθύτερο και μεγαλύτερης εμβέλειας ψυχικό κέντρο, το Ταυτό. Στην σειρά ονείρων ενός σύγχρονου φυσικού που ο Jung δημοσίευσε στο «Ψυχολογία και Αλχημεία», εμφανίζεται η εικόνα μιας εξαίσιας μεγαλοπρεπούς γυναίκας, που το κεφάλι της ακτινοβολεί φως σαν τον ήλιο. Σε αυτήν την εικόνα η anima και το Ταυτό (ο ήλιος), είναι ακόμη απόλυτα ενωμένα· αυτό μοιάζει αρκετά με την εμφάνιση της Ίσιδας προς το τέλος των  Μ ε τ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ν  του Απουλήιου. Μόνο αργότερα γίνεται φανερό ότι η anima μπορεί να διακριθή από μια δύναμη που πηγάζει από ένα ακόμη βαθύτερο επίπεδο. Εάν αναζητήσουμε προσωποποιήσεις του Ταυτού στους δαίμονες της αρχαιότητας, βλέπουμε ότι μερικοί δαίμονες μοιάζουν πιο πολύ σαν ένα μείγμα σκιάς και Ταυτού ή animus/anima και Ταυτού, και αυτό είναι και στην πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, αντιπροσωπεύουν την ακόμη αδιαφοροποίητη «άλλη», ασυνείδητη προσωπικότητα του ατόμου.
Αυτό συμβαίνει όχι μόνο με τον αιγυπτιακό Βα- Όσιρι, αλλά επίσης με την αρχαία ρωμαϊκή ιδέα του  g e n i u s ( Σ. τ. Μ.: genius, ii = δαίμων, δαιμόνιο/ πνεύμα, τάλαντο. Μεταφορικά: ηδονή, τέρψη). Τα  g e n i i  των αρχαίων Ρωμαίων ήταν αρχικά κάποιου είδους οικιακοί θεοί. Το όνομά τους ετυμολογικά έχει σχέση με το  g i g n e r e  -γεννώ, προξενώ προκαλώ – έτσι ώστε το genius αντιπροσώπευε πρώτα από όλα την αναπαραγωγική δύναμη του πατέρα της οικογένειας και του γιου και διαδόχου του, πολύ όμοια με την αιγυπτιακή «ψυχή Κα» του Φαραώ. Το κρεβάττι  του γάμου λεγόταν  g e n i a l I s  l e c t u s (Σ.τ.Μ.: genialis: γαμήλιος, χαριτωμένος, τερπνός, ηδονικός, ευτυχισμένος)· αυτό αναφερόταν όχι μόνο στην σεξουαλική δύναμη, αλλά επίσης στις ικανότητες που σήμερα θα ονομάζαμε ψυχική ζωτικότητα, ταμπεραμέντο, επινοητικότητα και ζωηρή φαντασία. Το genius χαιρόταν όταν αυτοί που το τιμούσαν έτρωγαν και έπιναν καλά, και όταν η σεξουαλική τους εμπειρία ήταν καλή (i n d u l g e r e  g e n i o  ή   g e n i u m  c u r a r e = ευωχούμαι, τέρπομαι). Η ομοφυλοφιλία και οι σεξουαλικές διαστροφές του προκαλούσαν στενοχώρια. Οι μίζεροι και οι αδιάφοροι άνθρωποι προκαλούν την εξασθένιση του genius. Το ότι το genius αντιπροσώπευε πολύ περισσότερα από το απλά σεξουαλικό στοιχείο φαίνεται από το γεγονός ότι για τους Ρωμαίους ακόμη και διάφορα μέρη ή λειβάδια ή άλση μπορούσαν να έχουν το πνεύμα τους, το genius loci, πράγμα που διασφάλιζε την συνέχεια της ύπαρξής τους. Χρησιμοποιούμενη με αυτό τον τρόπο η λέξη genius αναφερόταν περισσότερο στην ψυχική ατμόσφαιρα ή την διάθεση που μπορούσε να προκαλέση ένα τέτοιο μέρος. Εδώ έχουμε για μια φορά ακόμη αυτήν την αρχέγονη κατάσταση, κατά την οποία η αντικειμενική ψυχή φαίνεται να ζη εξ ολοκλήρου σε εξωτερικά πράγματα, δηλαδή βιώνεται από τους ανθρώπους μόνο εντελώς σε προβολή.
Για τους Ρωμαίους, το σπίτι ιδιαίτερα είχε μέσα του μερικά πνεύματα: η θεά Vesta φύλαγε την εστία, οι Penates (εφέστιοι θεοί), προστάτευαν τα αποθέματα σε τροφές, ο Lar (εφέστιος θεός  και Lares: οι Λαρήτες) εγγυόταν  την ασφάλεια και την καλή τύχη, και, σαν πνεύματα καθόλου μικρότερης σημασίας, τα πεθαμένα μέλη της οικογένειας συνέχιζαν να ζουν μέσα στο σπίτι σαν ανώνυμοι  D i i  Manes (χθόνιοι δαίμονες, ψυχές των νεκρών προγόνων). Το άγαλμα του πνεύματος του πατέρα της οικογένειας συνήθως ήταν στημένο κοντά στην εστία του μαγειρειού. Είχε την μορφή ενός νέου που κρατούσε το κέρας της αφθονίας, μέσα στο οποίο υπήρχαν συχνά φαλλοί, ή το ίδιο το πνεύμα ήταν ένας φαλλός ή ένα φίδι. (Το   g e n i u s  l o c I  πάντα παριστανόταν σαν φίδι). Δεν ήταν όμως, μόνο, ο πατέρας του σπιτιού που το πνεύμα του ήταν παρόν· η οικοδέσποινα είχε επίσης ένα τέτοιο φυλακτήριο πνεύμα, μια θηλυκή μορφή που ονομαζόταν «Juno» (λατινικό αντίστοιχο της Ήρας), που ενσάρκωνε την δύναμη του τοκετού και τα μητρικά-θηλυκά στοιχεία στην γυναίκα.
Αρχικά, το «genius» και η «Juno» ήταν εντελώς απρόσωποι «ατμοσφαιρικοί» οικιακοί θεοί, αλλά ως τον τρίτο αιώνα π.Χ. είχαν αποκτήσει πολύ περισσότερο ατομικό χαρακτήρα. Όχι μόνο η κεφαλή της οικογένειας, αλλά και κάθε άνδρας είχε το δικό του πνεύμα, κάθε γυναίκα την δική της Juno, και κάθε πρόσωπο πρόσφερε ορισμένες θυσίες στο πνεύμα του σε μια μικρή τελετή στα γενέθλιά του. Υπήρχε η αντίληψη ότι το πνεύμα γεννιόταν μαζί με το συγκεκριμένο πρόσωπο, και ήταν ο κύριος της τύχης εκείνου του ατόμου. Ο Οράτιος το περιγράφει ως εξής: «Σύντροφος που κυβερνάει το άστρο της γέννησης, θεός με ανθρώπινη φύση, θνητός μέσα σε κάθε άνθρωπο, με μορφή που αλλάζει, μαύρο και άσπρο». Την ίδια στιγμή που το πνεύμα γινόταν περισσότερο ατομικό, η εικόνα του – ίσως σαν αποτέλεσμα της αυξάνουσας οικειότητας με το ελληνικό πνεύμα – επεκτάθηκε τον τρίτο αιώνα π. Χ. Το  g e n I u s  l o c i  έγινε το πνεύμα της πόλης, των σχολείων, της Συγκλήτου. Το πνεύμα του Δία, με την μορφή φαλλού, προστάτευε τις αποθήκες. Το πνεύμα ενός θεού που λειτουργούσε με αυτόν τον τρόπο ενσάρκωνε συγχρόνως την ηθική και ψυχική ουσία.
Οι ιταλικές αντιλήψεις σχετικά με τον genius άλλαξαν ακόμη περισσότερο μέσω της επαφής με το ελληνικό πνεύμα. Συγχωνεύθηκαν με τις φιλοσοφικές ιδέες των ελλήνων διανοητών που επικεντρώνονταν σε ένα αθάνατο πνευματικό ψυχικό πυρήνα. Στον «Τίμαιο» (90 b – 90 c), ο Πλάτωνα εισάγει την θεωρία του ότι κάθε άνθρωπος έχει έναν θεϊκό δαίμονα, που είναι το ευγενέστερο στοιχείο της ψυχής του. Όποιος αναζητάει την σοφία και ενδιαφέρεται σοβαρά για τα θεϊκά και αιώνια πράγματα δίνει τροφή στον δαίμονά του. Έτσι, ένα περισσότερο έντονο ενδιαφέρον ξύπνησε στην Πλατωνική σχολή για αυτές τις μυστηριώδεις «φωνές», που, όπως ξέρουμε, ο Σωκράτης συνήθιζε να ψέγη. Αυτό το σωκρατικό δαιμόνιο θεωρήθηκε σαν ένα παράδειγμα αυτού του θεϊκού δαίμονα τον οποίο αναφέρει ο Πλάτωνας. Ο βαθμός στον οποίο αυτός ο δαίμονας ή αυτοί οι δαίμονες θεωρούνταν σαν ενδοψυχικοί παράγοντες, ποικίλλει.
Μερικοί από τους Στωικούς δίδασκαν την ύπαρξη ενός τέτοιου δαίμονα σε διπλή μορφή: η μια είναι ένα θεϊκό συστατικό της ψυχής (Νους), αλλά η άλλη είναι μια σπίθα της πύρινης παγκόσμιας ψυχής που έχει εγκατοικήσει μέσα στα ανθρώπινα όντα· αυτός ο τελευταίος δαίμονας – ή αυτό το κομμάτι του δαίμονα – οδηγεί έναν άνθρωπο από τα έξω σε όλη την διάρκεια της ζωής του. Κατά την γνώμη του Πλούταρχου (πέθανε το 125 μ. Χ.) μόνο ένας καθαρός άνθρωπος μπορεί να ακούση την φωνή αυτού του δαίμονα, ενός εντελώς ασώματου όντος που είναι ο μεσολαβητής προς μια υπερφυσική, «παραψυχολογική» γνώση για τον άνθρωπο τον οποίο φροντίζει. Οι νεοπλατωνικοί θεωρούσαν αυτό το πνεύμα – δαίμονα σαν κάτι αθάνατο, που γίνεται μια πραγματική θεότητα μετά την παραμονή του στον κόσμο των θνητών. Ενώ το ιταλικό genius πέθαινε αρχικά μαζί με τον φορέα του, κατά την μεταγενέστερη άποψη συνεχίζει να ζη μετά τον θάνατο σαν  L A R (ευνοϊκό πνεύμα).
Σαν συνέπεια του πνευματικού-ασκητικού προσανατολισμού της Στοάς κατά την ύστερη αρχαιότητα, καθώς και του Νεοπλατωνισμού, το ιταλικό genius έχασε το παλαιότερο στοιχείο του της φυσικής ζωτικότητας, την αρχή της απόλαυσης, που ήταν αρχικά έμφυτη σε αυτό. Στο έργο «D e  g e n i o  S o c r a t i s» - «Περί του πνεύματος του Σωκράτους» - του Απουλήιου, υπάρχει η αναφορά για δύο πνεύματα που ζουν μέσα στους ανθρώπους· το ένα είναι ο αθάνατος ηθικός φρουρός και φίλος ενός συγκεκριμένου προσώπου, και το άλλο, που ζη στα  g e n u a  (γόνατα) ενσαρκώνει την αισθησιακή απόλαυση και επιθυμία και αξιολογείται αρνητικά.
Η ιδέα του genius συγχωνεύθηκε επίσης αρκετά νωρίς με την αστρολογική ιδέα μιας προσωπικής  μ ο ί ρ α ς  που διαμορφώνεται από την ημερομηνία  γέννησης (Γι’ αυτό λέει ο Οράτιος: «…που κυβερνάει το άστρο της γέννησης»), επειδή οι θυσίες γίνονταν πάντα προς το genius της ημέρα της γέννησης κάποιου. Στα «S a t u r n a l i a», ο Macrobius το περιγράφει αυτό λεπτομερώς. Κατά την άποψή του κάθε άνθρωπος είναι ένας συνδυασμός από  τ έ σ σ ε ρ ε ι ς  δαίμονες: του Έρωτα, όπως τον έχουμε γνωρίσει· ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου (μιας μοίρας που καθορίζεται από τον Θεό)· ενός δαίμονα που η φύση του αποφασίζεται από την θέση του ήλιου στο ωροσκόπιό του· και τελικά από μια Τύχη, που εξαρτάται από την θέση της σελήνης. Ο δαίμονας γνωρίζει το μέλλον, και βρίσκεται συνεχώς σε επαφή με το παγκόσμιο πνεύμα, με τον Λόγο ή το σπερματικό πνεύμα του σύμπαντος. Μ έ σ α  τ ο υ  τ ο  α ρ σ ε ν ι κ ό  κ α ι  τ ο  θ η λ υ κ ό  έ χ ο υ ν  σ υ γ χ ω ν ε υ θ ή, έτσι ώστε να είναι ένα ανδρόγυνο σύμβολο ολότητας, όχι πια μονάχα genius ή Juno, αλλά μια αρχετυπική εικόνα, που, σαν την L a p i s  της αλχημείας, ενώνει τα αντίθετα του αρσενικού και του θηλυκού σε  μ ι α  μορφή.
Ο Απουλήιος περιγράφει το πνεύμα (δαιμόνιο) του Σωκράτη ως εξής: Είναι «ένας ιδιαίτερος προστάτης και ατομικός οδηγός, ένας παρατηρητής αυτών που συμβαίνουν στον εσωτερικό άνθρωπο, φρουρός της ευτυχίας κάποιου, αυτός που γνωρίζει τον άνθρωπο περισσότερο βαθειά, ο πιο γρήγορος και ανύσταχτος θεατής, ο ατομικός δικαστής, ο αδιάψευστος και αναπόφευκτος μάρτυρας, αυτός που αποδοκιμάζει το κακό και εξυμνεί αυτό που είναι καλό». Εάν κάποιος «τον προσέχει όπως πρέπει, αναζητάει με θέρμη να τον γνωρίση, τον τιμάει λατρευτικά», τότε το πνεύμα του φανερώνεται σαν «αυτός που μπορεί να διεισδύση ως το βάθος αβέβαιων καταστάσεων και να δώση κάποιο σημάδι για το μέλλον σε καταστάσεις απελπισίας, μπορεί να μας βοηθήση σε επικίνδυνες καταστάσεις, και μπορεί να έρθη να μας γλυτώση όταν βρισκώμαστε σε ανάγκη». Μπορεί να μεσολαβήση «πότε με ένα όνειρο και πότε με ένα σημάδι (συγχρονικό γεγονός), ή μπορεί ακόμη και να εμφανισθή προσωπικά με σκοπό να αποκρούση το κακό, να ενισχύση το καλό, να ανύψωση την πεσμένη ψυχή, να στερεώση την αστάθειά μας, να φωτίση το σκοτάδι μας, να κατευθύνη προς εμάς ό,τι είναι ευνοϊκό και να αντισταθμίση ό,τι είναι κακό». Είναι γνωστό ότι κατά την ύστερη αρχαιότητα ένα πρωτόγονο στοιχείο θρησκευτικής εμπειρίας στις φιλοσοφικο-θρησκευτικές θεωρίες ήταν περισσότερο ισχυρό από ό,τι στην κλασσική περίοδο, ίσως εξ αιτίας της επαφής με τις περισσότερο πρωτόγονες περιοχές έξω από τα όρια του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Δεν ξέρω σχεδόν καμμιά αναφορά από την αρχαιότητα που να δίνη μια καλύτερη περιγραφή της εμπειρίας του Ταυτού από αυτή την μικρή περίληψη του Απουλήιου.
Όπως συμβαίνει και με τους άλλους δαίμονες, αυτός ο δαίμονας, που ενσαρκώνει την ευρύτερη, περισσότερο περιεκτική προσωπικότητα του ατόμου, ήταν και στην ύστερη αρχαιότητα σαν ένα βουνό, ο όγκος του οποίου βρισκόταν στον διαπροσωπικό χώρο της ψυχής, αφήνοντας μόνο μια μικρή άκρη του να εισχωρήση στον προσωπικό χώρο του ανθρώπου. Με τον εκχριστιανισμό του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου, πάντως, ήταν κυρίως οι διαπροσωπικές πλευρές που διατηρήθηκαν, αφού η πλευρά του δαίμονα σαν αγγελιοφόρου των θεών αφομοιώθηκε στην ιδέα των αγγέλων· και οι άλλες πλευρές, δηλαδή η παραψυχολογική γνώση, η ζωτικότητα και η λαγνεία σαν χαρακτηριστικά του genius, αποδόθηκαν στον διάβολο και στους αγγέλους του. Αλλά μια αμυδρή ενόραση της ατομικότητας αυτής της μορφής επέζησε στην ιδέα ότι το άτομο μπορεί να έχη έναν ιδιαίτερο φύλακα- άγγελο ή έναν προστάτη άγιο. Η αιτία για αυτήν την προφανώς οπισθοβατική εξέλιξη βρισκόταν στο γεγονός ότι η μορφή του Χριστού είχε προσελκύσει μέσα της όλες τις θετικές ιδιότητες της μορφής του genius. Α υ τ ό ς  εκθειαζόταν σαν   έ ν α  σύμβολο του Ταυτού, με μια μορφή, πάντως, στην οποία τα συλλογικά στοιχεία ξεπερνούσαν κατά πολύ τα ατομικά στοιχεία. Σταδιακά, καθώς το θεσμοποιημένο τελετουργικό και η ομολογία της πίστης αύξαναν σε σπουδαιότητα, όλο και λιγότερο βάρος δινόταν στην Παύλεια εσωτερική εμπειρία του Χριστού και στα οράματα των πρώτων Χριστιανών μαρτύρων. Ανάμεσα στα μέλη της εκκλησίας, μόνο οι μυστικοί παρέμειναν πιστοί σε εκείνη την γραμμή της παράδοσης που τοποθετούσε την κεντρική αξία στην εσωτερική  ε μ π ε ι ρ ί α  του Χριστού.
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: