Ολισθαίνουμε σε Πόλεμο με τη Ρωσία
Κύριο ΄Αρθρο του ΄Εγκυρου Περιοδικού «Nation»
Το περιοδικό «Τhe Nation”, έπαλξη της παλιάς φιλελεύθερης Αμερικής και της άγρυπνης, έντιμης και αδέκαστης δημοσιογραφίας, ξεχωρίζει ως παραφωνία ισορροπίας και νηφαλιότητας στον παροξυσμό αντιρωσικής υστερίας που συνέχει το σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών ΜΜΕ στις ΗΠΑ, με την άμεση παρότρυνση και έμμεση τροφοδότηση παραγόντων του αμερικανικού κράτους και παρακράτους. Το κατωτέρω άρθρο του- σε ιδιαίτερα προσεγμένη και απείρως ηπιότερη διατύπωση από πολλών δεκάδων άλλων παραπλήσιων άρθρων στα ενημερωτικά Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης- επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη φρένου στον άφρονα καλπασμό προς τον πυρηνικόν Αρμαγεδδώνα.
Μετάφραση Μιχαήλ Στυλιανού
«Tις τελευταίες εβδομάδες, οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις έχουν φθάσει σε μια ίσως μοιραία και εξαιρετικά επικίνδυνη καμπή, που προκλήθηκε από αυξανόμενες εντάσεις σε πολλαπλά και αλληλένδετα μέτωπα. Αναφέρεται ότι η CIA ετοιμάζει «μια μυστική ηλεκτρονική ενέργεια» σε αντίποινα για την θρυλούμενη ρωσική υποκλοπή ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Εθνική Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο ίδιος ο αντιπρόεδρος Μπάϊντεν διακήρυξε ότι η κυβέρνηση θα «στείλει ένα μήνυμα» στο Ρώσο πρόεδρο Πούτιν, «τη στιγμή που αυτή θα επιλέξει». Η προεκλογική εκστρατεία της Κλίντον κατήγγελλε τον Ρώσο πρόεδρο ότι «προσπαθούσε να βάλει το δάκτυλό του στη ζυγαριά, προσπαθώντας με κυβερνο-επιθέσεις,να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα.»
Αυτή η σειρά απροκάλυπτων απειλών εναντίον της Ρωσίας είναι σχεδόν χωρίς προηγούμενο. Δυσοίωνα, πολλοί στη ρωσική ηγεσία βλέπουν αυτό το φαινόμενο ως προοίμιο πολέμου. Όπως παρατήρησε ο πρεσβευτής της Ρωσίας στον ΟΗΕ, οι σχέσεις είναι ίσως οι χειρότερες από το 1973.»( Στην κορύφωση της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης εκείνου του έτους οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν τεθεί στο δεύτερο επίπεδο επιφυλακής.) Η Ρωσία εντελώς πρόσφατα πραγματοποίησε γυμνάσια πολιτικής άμυνας, με συμμετοχή 200.000 ατόμων και ανέπτυξε πυραύλους πυρηνικής ικανότητας στον ευρωπαϊκό θύλακά της, στο Καλίνινγκραντ. Επιπλέον ο Πούτιν αποσύρθηκε από μια πολυετή συνθήκη πυρηνικής ασφάλειας με τις ΗΠΑ. Σε εξήγηση του μέτρου, η κυβέρνησή του επεσήμανε την «ριζική ανατροπή των συνθηκών και την ανάδυση απειλής για την στρατηγική σταθερότητα, λόγω των εχθρικών ενεργειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η διασταύρωση απειλών επισυμβαίνει μεταξύ ειδήσεων ότι ο τελευταίος κύκλος συνομιλιών για την επίτευξη ανακωχής στη Συρία τερματίσθηκε χωρίς πρόοδο, ακόμη και όταν ο εκεί πόλεμος εισέρχεται σε μια νέα και πιο επικίνδυνη φάση (αν και, ως φαίνεται, οι συνομιλίες θα συνεχισθούν). Μετά την κατάρρευση της ανακωχής της 9ης Σεπτεμβρίου, η αιματοχυσία στο ανατολικό Χαλέπι κλιμακώθηκε σε τρομακτικό επίπεδο, με τον υπουργό Εξωτερικών Τζων Κέρυ να ζητάει έρευνα για εγκλήματα πολέμου σε βάρος των κυβερνήσεων της Συρίας και της Ρωσίας.
Τώρα η διακομματική παράταξη του πολέμου στην Ουάσιγκτων βλέπει μιαν ευκαιρία για να ωθήσει τον πρόεδρο Ομπάμα προς μια στρατιωτική λύση. Το Στέητ Ντηπάρτμεντ, η CIA και το Γενικό Επιτελείο επιδόθηκαν στην εξέταση στρατιωτικών επιλογών. Ακόμη και προβεβλημένες προσωπικότητες – περιλαμβανομένης, άκρως ανησυχητικά, της Χίλλαρυ Κλίντον- αύξησαν τις κραυγές τους υπέρ της εγκατάστασης μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Συρία. Η σιωπηρή υπόθεση φαίνεται να είναι πως αυτή η κλιμάκωση δεν πρόκειται να έχει συνέπειες, αλλά αυτό πολύ απέχει από την αλήθεια.
Ο στρατηγός Μάρτιν Ντέμψεϋ, πρώην ΓΕΕΘΑ, είχε προειδοποιήσει ότι μια ζώνη μη-πτήσεων θα απαιτούσε εκατοντάδες στρατιωτικών και θα κόστιζε έως 1δις δολάρια τον μήνα. Επίσης η Ρωσία έχει αναπτύξει στη Συρία εξαιρετικά εξελιγμένα αντιαεροπορικά συστήματα S-300 και S-400 και το ρωσικό υπουργείο Αμύνης προειδοποίησε την Ουάσιγκτων να μην προχωρήσει σε βομβαρδισμούς κατά των στρατιωτικών δυνάμεων τους συριακού κράτους. Το αναπόφευκτο γεγονός είναι ότι η εγκατάσταση ζώνης απαγόρευσης πτήσεων αποτελεί συνταγή για άμεσο πόλεμο με τη Ρωσία, με εν δυνάμει καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρο τον Πλανήτη.
Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας τα ΜΜΕ του κατεστημένου συνέραψαν ένα αφήγημα όπου οποιοσδήποτε μπορεί να κατηγορήσει τη Ρωσία ουσιαστικά για οτιδήποτε. Οι κατηγορίες για ρωσικές υποκλοπές ηλεκτρονικών μηνυμάτων και παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία παραμένουν πάντοτε ουσιαστικά αναπόδεικτες. Αλλά πασίγνωστα φερέφωνα των Κλίντον, όπως οι τέως επικεφαλής της CIA Μάϊκλ Μόρελ και Ντέϊβιντ Πετρέους ακούραστα προπαγανδίζουν αυτό που ο καθηγητής Τέοντορ Πόστολ χαρακτήρισε «άλλη μια σοβαρή και αδικαιολόγητη κλιμάκωση της κενόλογης αλλά εξαιρετικά επικίνδυνης αμερικανικής ρητορείας εναντίον της Ρωσίας.» Αυτοί που κρατούν αποστάσεις από αυτή τη ρητορική κατηγορούνται, συχνά άδικα, ως υποστηρικτές του Τραμπ, και έτσι φιμώνεται κάθε συζήτηση.
Το «ΝΑΤΙΟΝ» από μακρού υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει σύγχρονο προηγούμενο για την επονείδιστη συνενοχή της αμερικανικής «πολιτικο-μιντιακής ελίτ» στην εξόρμηση προς ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο. Όπως πρόσφατα παρατήρησε ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών Στάϊνμάγιερ «Είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο παλαιός Ψυχρός Πόλεμος. Οι νέοι καιροί είναι διαφορετικοί, πολύ πιο επικίνδυνοι.» Γι’ αυτό το λόγο, είπε ο Στάϊνμάγιερ «οι ΗΠΑ και η Ρωσία πρέπει να συνεχίσουν να συνομιλούν.»
Συνιστούμε το τέλος τάσης προς την ακρότητα και την επάνοδο στο σκληρό αλλά αναγκαίο έργο της διπλωματίας προτού είναι πολύ αργά. Ο πρώην σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, που με τον πρόεδρο Ρέϊγκαν εργάσθηκαν για τον τερματισμό του πρώτου Ψυχρού Πολέμου, συνέστησε στις δύο πλευρές να «επιστρέψουν στις βασικές προτεραιότητες, όπως ο πυρηνικός αφοπλισμός, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και η αποτροπή των παγκόσμιων περιβαλλοντικών καταστροφών. ΄Εχουμε ανάγκη ανανέωσης του διαλόγου», είπε ο Γκορμπατσώφ. Συμφωνούμε και καλούμε τους προέδρους Ομπάμα και Πούτιν να το κάνουν αμέσως.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου