Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ-επανάληψη (11)

O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

351. «Τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια, η οποία δύναμη δηλώνει ( φανερώνει ) την ουσία». Ολισθηρές κι οι δυό προτάσεις και ψευδείς˙ γιατί ούτε φανερώνει η ενέργεια την άπειρη δύναμη του Θεού, εφ’ όσον ποιεί τον ουρανό μεν και τη γη ο Θεός, και δεν είναι αόριστα, ούτε βέβαια άπειρα, είναι δε άπειρη, όπως μαρτυρεί κι ο Θωμάς και όλοι, η θεία δύναμη.

352. Πώς θα αποδείξη λοιπόν το πεπερασμένο έργο την άπειρη δύναμη; Αυτός που εποίησε άλλωστε τον ουρανό και τη γη ποιεί και στη θάλασσα ψαράκια, βελονίδες, εξαιρετικά μικρά, και στη στεριά απ’ τα νερά κουνούπια. Γι’ αυτό και αποκαλούσαν οι Αιγύπτιοι τις σκνίπες δάκτυλο (Έξοδ. η΄ 15) του Θεού, δηλαδή θεία ενέργεια. Τί θα πούμε λοιπόν; Πως θα γνωρίση κανείς απ’ την αλογόμυγα και το ψαράκι και τη σκνίπα την άπειρη δύναμη του Θεού; Κατά κανέναν τρόπο, όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος, και το προαναφέραμε (Κατά Ευνομίου Β΄). Κι απέχει πολύ απ’ το να φανερώνη τη θεία ουσία αυτή η δύναμη˙ φανερώνει μόνο πως είναι άπειρη η θεία ουσία, απ’ την οποία και προέρχεται αυτή η άπειρη δύναμη.

353. Ποιος είναι δε η άπειρη εκείνη ουσία, μένει εξίσου αφανέρωτο. Γιατί όπως δεν είναι, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, φύση στον Θεό η απλότητα, έτσι δεν είναι και το άπειρο φύση στον Θεό, αλλ’ ορώνται αυτά γύρο απ’ ( περί ) τη φύση ή την ουσία. Γιατί τί λες εσύ; ότι δεν είναι απλής ή άπειρης φύσης και γενικά κανένα απ’ τα θεία, αυτό που παριστάνει ( φανερώνει ) την υπερκείμενη απ’ όλα ουσία του Θεού, την υπερεγκατεστημένη στα απόκρυφα, όπως λεν οι παραδόσεις ( τα λόγια ). Αποφεύγει έτσι στα θεολογικά του τη θεολογική αλήθεια και τους σύμφωνα μ’ αυτήν ιεροδιδασκάλους και ξερνάει απ’ την ελληνική παιδεία και τη δική του κοιλιά τα άνομα και αιρετικά ο Θωμάς.

354. « Δεν είναι ούτε κι η ηδονή τέλος. Γιατί είναι το ίδιο το να έχης το αγαθό αίτιο της ηδονής, όπως όταν αισθανώμαστε το ήδη παρόν αγαθό ή έχουμε θυμηθή το κάποτε παρόν ή ελπίζουμε αυτό που θα υπάρξη. Δεν είναι άρα έσχατο τέλος η ηδονή ». Μετακινείται μετά γρήγορα όπως το συνηθίζει, σαν να έχη βαδίσει ακριβώς πάνω σε σαθρό έδαφος, και λέει˙ « αν και δεν είναι έσχατο τέλος η ηδονή, κοινωνεί όμως με το έσχατο τέλος ». Κι αν κοινωνή, πώς δεν είναι κι αυτή έσχατο τέλος; γιατί αυτό που κοινωνεί με ένα άλλο είναι μέτοχο της δύναμης εκείνου, με το οποίο κοινωνεί. Λες όμως και συ μεταστρεφόμενος˙ « προέρχεται απ’ τη συνάντηση του έσχατου τέλους η ηδονή ». Ώστε είναι άρα επέκεινα απ’ το έσχατο αναφερθέν τέλος η ηδονή, μετά την οποία δεν υπάρχει κάτι άλλο, κι είναι πιο απομακρυσμένη απ’ όλα και κατ’ εξοχήν έσχατο τέλος. Λες πως προέρχεται απ’ το έσχατο τέλος η ηδονή, και δεν υπάρχει τίποτε άλλο μετά την ηδονή. Δεν αληθεύεις άρα λέγοντας, ότι «δεν είναι τέλος ούτε κι η ηδονή».

355. « Η περί Θεού κατ’ ουσίαν γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία ». Είναι ψέμμα αυτό σαφές και αιρετικό˙ γιατί θα αφαιρεθή έτσι από κάθε νοερή φύση η ευδαιμονία και η μακαριότητα. Γιατί δεν έχει σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη αποδειχθή καμμιά νοερή κτιστή φύση γνώση της θείας ουσίας, απολαμβάνουν δε όλα τα γύρο από τον Θεό λογικά ευδαιμονία και μακαριότητα. Είναι άρα ψεύτικη η αναπλαττόμενη από σένα μακαριότητα και ευδαιμονία˙ «σταματά η φυσική έφεση καθενός που έχει φθάσει στο έσχατο τέλος. Είναι ανάγκη να ηρεμή εντελώς λοιπόν η φυσική έφεση της νοερής ουσίας που ορά τη θεία ουσία». Κι αν το δεχθούμε αυτό ( ει τούτο δοίημεν ), δεν επιθυμεί τη θεία ουσία η νοερή ουσία που την ορά, που την επιθυμούσε πριν να τη δη˙ γιατί δεν ανατείνεται χωρίς επιθυμία ( έφεση ) προς τον Θεό η ψυχή.

356. Και χάνει σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια η νοερή ουσία, που έφθασε στο να ορά τη θεία ουσία, τη φυσική της επιθυμία˙ κι αν χάνη την επιθυμία, είναι φανερό πως χάνει και τη θέληση˙ κι αν χάνη τη θέληση, είναι φανερό πως χάνει και τη νόηση, γιατί έρχεται απ’ τη νόηση η θέληση. Κι αφού χάθηκε η νόηση, χάθηκε μαζί της και ο γεννήτοράς της νους κι αλλίμονο λοιπόν σ’ αυτόν που ανυψώθηκε και είδε την ουσία του Θεού. Και μοιάζει ν’ αντιστοιχή αυτό σε κείνο που επαγγέλλεται ο Θεός στον Μωυσή˙ «ουδείς όψεται το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξοδ. λγ΄ 20, 29).

357. Γιατί είναι αληθινά το να φανταστής γνώση της θείας ουσίας όλεθρος δεινός, πλάνη διαβολική, αφορμή πολλών αιρέσεων, κακοδοξία ελληνική. Και καλώς λέει, αν και με κακή διάνοια, ο Θωμάς, ότι « είναι ανάγκη να ηρεμή ολοσχερώς η φυσική έφεση της νοερής ουσίας που ορά τη θεία ουσία», κι αυτό σημαίνει το να χαθής ολοσχερώς, όπως προαναφέραμε˙ αλλ’ ούτε ορά τη θεία ουσία η νοερή και κτιστή ουσία, όπως προαποδείξαμε, ούτε θα παυθή η έφεση της νοερης ουσίας στον αιώνα, όπως επίσης προαναφέραμε. Είναι ψευδείς άρα και αιρετικές κι αυτές οι αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του Θωμά.

358. « Φανερώνει ο Αριστοτέλης, στο Ι΄ των Ηθικών, ότι υπάρχει στη θεωρία η έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία, σύμφωνα δηλαδή με τη σοφία, η οποία υπερέχει ανάμεσα στις ( υπόλοιπες ) τρεις νοερές, που είναι η σοφία, η επιστήμη, ο νους, όπως φανερώνει στο Ζ΄ των Ηθικών. Γι’ αυτό και ορίζει στο Ι΄ των Ηθικών, πως είναι ευδαίμων ο σοφός ». Εύγε σε σένα γι’ αυτόν τον διδάσκαλο και την καλή διάκριση, με τα οποία εισήλθες στην ιερή θεολογία, τοποθετούμενος, όπως λες, κατά των Ελλήνων. Έχασες κάθε ντροπή, το πρόσωπό σου έχει γίνει πρόσωπο πόρνης, ολοφάνερος αντάρτης της Εκκλησίας του Χριστού και συνασπιστής των Ελλήνων.

359. Γιατί οι «’Ελληνες» λέει ο ιερός Παύλος «σοφίαν ζητούσιν» (Α΄ Κορινθ. α΄ 22), με την οποία παρέχεις εσύ, στα φανερά και ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, σε κάποιον την έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία˙ και λογαριάζεις αυτή τη σοφία, και μάλιστα την εξωτερική, ως έσχατη ευδαιμονία˙ και ορίζεις πως είναι ο σύμφωνα μ’ αυτήν τη σοφία σοφός ευδαίμων˙ κι ο λογισμός σου είναι, ότι έτσι νομίζει ο Αριστοτέλης. Πιστεύεις και γράφεις με παρρησία, μακριά απ’ την ιερή αλήθεια, χωρίς να κοκκινίζης, αυτό που δεν νομίζουν ( δοκεί ) οι άγιοι, το νομίζει δε ο Αριστοτέλης! Ξέχασες τον μεγάλο Διονύσιο που λέει˙ είναι σκοπός κάθε ιεραρχίας «η προς τον Θεό, όσο είναι εφικτό, αφομοίωση και ένωση» (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας). Και πάλι˙ « το πέρας κάθε ιεραρχίας είναι το να αγαπήσουν από κοντά τον Θεό και τα θεία ( η προς Θεόν και τα θεία και προσεχής αγάπησις ) » (ο.π.), εν αγίω Πνεύματι δηλαδή. « Γιατί η ιερή τελείωση της θεογενεσίας – λέει αλλού - ενώνει αυτά που τελέσθηκαν με το θεαρχικό πνεύμα ». Και συμπληρώνει˙ « την δε νοητώς ευοδοποιόν και τελεσιουργόν επιφοίτησιν, αρρητοτάτην ούσαν, επιγνώναι παρίημι νοερώς τοις ηξιωμένοις της κατά νουν του θείου Πνεύματος ιεράς και θεουργού κοινωνίας ( την δε νοητώς ευοδοποιό και τελεσιουργό επιφοίτηση, που είναι αρρητότατη, παραχωρώ να γνωρίζουν νοερά εκείνοι που έχουν αξιωθή την κατά νουν ιερά και θεουργό κοινωνία του Θείου Πνεύματος ) » (ο.π.).

360. Βλέπεις την έσχατη ευδαιμονία και το έσχατο τέλος αυτών που ζουν κατά Θεόν, την οποία κηρύττουν οι θεόσοφοι; Πώς προστρέχεις λοιπόν εσύ, έχοντας αφήσει αυτά τα του Θεού και της κατ’ αυτόν αλήθειας, σ’ έναν Έλληνα μωρό, που τη σοφία του εμώρανε και απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός (Α΄ Κορινθ. α΄ 20), και παραλαμβάνεις τις ματαιολογίες του ως μαρτυρίες στα θεολογικά σου; Θα ήταν καλύτερο για σένα να μην είχες γεννηθή, απ’ το να επιχειρής να εισάγης πλαγίως τέτοιες κακοδοξίες και τέτοια ελληνικά φρονήματα στην Εκκλησία του ζώντος Θεού.

361. « Η ευδαιμονία είναι ένα κοινό αγαθό, στο οποίο μπορεί να φθάσουν πιο πολλοί, αν δεν συμβή να είναι ανεπιτήδειοι, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Α΄ των Ηθικών ». Δεν είναι μεν θαυμαστό, αν μιλά ακόμα και μωρά ο Αριστοτέλης, που ανήκει στη μεμωραμένη σοφία˙ είναι όμως θαυμαστό σε σένα, και μάλλον και ελεεινό, που ενώ φιλοτιμείσαι στο Ευαγγέλιο του Χριστού και θέλεις να είσαι χριστιανός και έχεις αναγνώσει τις ιερές Γραφές και τους κατ’ αυτές ιεροδιδασκάλους, να έχης εγκαταλείψει έπειτα, με τη θέλησή σου, την ιερή ευθύτητα, και ν’ ακολουθής έναν Έλληνα άνδρα εξαιρετικά καταδικασμένο στα της πίστεως, τον κακώς αφανισμένο Αριστοτέλη. Γι’ αυτό ψευδόμενος, όπως εκείνος, στα θεία, και βλασφημώντας και δείχνοντας εμπιστοσύνη στην απωδιωγμένη σοφία και σπεύδοντας να ενισχύσης τα παραληρήματά της, συμπαρασύρεσαι αναγκαστικά και συ μαζί του, αποσπώμενος κακώς απ’ τον Θεό και την κατ’ αυτόν αλήθεια.

362. Ανήκει μόνο σε όσους έχουν βαπτισθή στον Χριστό και είναι βεβαιόπιστοι, φιλόσοφε, η ευδαιμονία, κι όχι στους Ιουδαίους ούτε τους Έλληνες, ούτε βέβαια τους βαρβάρους. Πώς είναι λοιπόν ένα κοινό αγαθό; κι αν είναι ένα κοινό αγαθό σύμφωνα με σένα, πώς μπορεί, αν δεν τύχη να είναι ανεπιτήδειοι, να φθάσουν, πάλι σύμφωνα με σένα, όχι όλοι, αλλ’ οι πιο πολλοί ; Αυτό που ανήκει στους περισσότερους δεν ανήκει σ’ όλους και δεν είναι γι’ αυτό ούτε κοινό. Και πώς θα επιτύχουν, αν δεν συμβή να είναι ανεπιτήδειοι, την ευδαιμονία; Αν ισχύη αυτό, θα είναι απ’ την επιτηδειότητα η ευδαιμονία κι όχι απ’ τη δωρεά και τη χάρι του Θεού, απ’ το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο άλογο και πιο δυσσεβές;

363. Η επιτηδειότητα είναι έργο ανθρώπινο, ενώ η ευδαιμονία είναι έργο του Θεού, που χορηγείται χάριτι με την πίστη, όπως προαποδείξαμε˙ γι’ αυτό και θα έχουν στους αιώνες οι βεβαιόπιστοι θεία ευδαιμονία, κι αν θέλης μπορείς να πης ευμένεια. Κι επειδή έχεις μιλήσει για ανεπιτήδειους εδώ, προβάλλεις εσφαλμένα κι αυτή σου την απόφαση ( διακήρυξη ).Γιατί έπρεπε να πης, προς τί θα ήταν άραγες, αν συνέβαινε να είναι, ανεπιτήδειοι, αλλά δεν το πρόσθεσες. Και νομίζεις πως λύνεις όλα αυτά τα δύσκολα και ανώμαλα μ’ έναν Έλληνα μάρτυρα, τον δάσκαλό σου και καθηγητή, και λες˙ όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Α΄ των Ηθικών. Αλλ’ εμείς παραπέμπουμε βέβαια και τον Αριστοτέλη και τους ομόφρονές του όσο γίνεται πιο γρήγορα στους κόρακες.

364. « Επειδή επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους την ευδαιμονία, είναι άρα ένα κοινό αγαθό η ευδαιμονία, που μπορούν να το επιτύχουν όλοι, αν δεν υπάρξη κάποιο κώλυμα. Και φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη, λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης ». Και λέει λίγοι λόγω του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα και όσων χαίρονται με τις αποδείξεις, και υπαινίσσεται ως πιθανό κώλυμα το να μη γνωρίζης καλά ( μη επίστασθαι ) να συλλογίζεσαι. Και στο μεν προηγούμενο κεφάλαιο έλεγε πως είναι δυνατό να επιτύχουν οι περισσότεροι την ευδαιμονία, εδώ δε λέει πως είναι δυνατό να την επιτύχουν όλοι, για ν’ αποδειχθή και σ’ αυτό άστατος κι ότι δεν γνωρίζει τίποτα βέβαιο.

365. Και γιατί είναι ανάγκη να είναι κοινό αγαθό η ευδαιμονία, επειδή την επιθυμούν απ’ τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι; Εφόσον δεν ανήκουν αυτά που απ’ τη φύση μας επιθυμούμε στην ευδαιμονία, αλλ’ εκείνα που επιθυμούμε με τον λόγο και την αλήθεια˙ κι ούτε αποκτούμε αυτά που απ’ τη φύση μας επιθυμούμε στον μέλλοντα αιώνα, αλλ’ εκείνα που επιθυμούμε με την εντολή και το πρόσταγμα του Θεού, με τη νοερή μας αίσθηση. Γιατί επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους τις σαρκικές ορέξεις, κι είναι απ’ τη φύση του επιθυμητό όλο το παθητικό μέρος της ψυχής, που αν δεν το διευθύνη ακριβώς ο νους κι ο λόγος, όχι μόνο δεν οδηγεί στην ευδαιμονία τον άνθρωπο, αλλά τον καθιστά και κακοδαίμονα. Δεν είναι άρα, αυτό που επιθυμούν ακριβώς απ’ τη φύση τους οι άνθρωποι, ή ευδαιμονία ή κοινό αγαθό, αλλ’ ευδαιμονία και κοινό αγαθό είναι μόνο, αυτό που επιθυμούμε σύμφωνα με τον λόγο και την εντολή του Θεού.

366. Και μ’ αυτό που λες, ότι φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη, λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης, αμαρτάνεις περί την διάνοια ( αστοχείς διανοητικά ), γιατί δεν χωρά καμμιά απόδειξη στη θεία ευδαιμονία, ούτε βέβαια συλλογισμός. Γιατί τα καλά της ευδαιμονίας, «α ο Θεός ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν, οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Και τοποθετώντας εσύ σε τέτοια τάξη τους συλλογισμούς και τις αποδείξεις, μοιάζεις με κάποιον που παίζει και ψεύδεται, κι όχι που σπουδάζει, ούτε βέβαια αληθεύει.

367. «Είναι ανάγκη να υπάρχη η ευδαιμονία στην ενέργεια του νου, σύμφωνα με την παράθεση των νοητών προς τα τιμιώτατα. Απομένει λοιπόν να υφίσταται (υφεστάναι) στη θεωρία της σοφίας και την περί τα θεία επίσκεψη και η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου». Δεν είναι κατά κανέναν τρόπο λόγοι χριστιανού αυτοί, ούτε βέβαια αυτών που πάσχουν εκ πίστεως τα θεία και υπερφυή και μακάρια, αλλ’ είναι ελληνική δόξα ( γνώμη ) και της δικής τους φατρίας που δεν « ευκαιρεί » καθόλου « ή τι λέγειν και ακούειν καινότερον » (Πράξ. ιζ΄ 21).

368. Γιατί έτσι δίδαξε, λέγοντας ο αγαθός˙ «μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν» (Ιωάν. ιε΄ 4). Κι ότι «ο ποιών τας εντολάς μου, εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ΄ 21, 23). Αυτή είναι η αληθινή και κύρια ευδαιμονία και το τέλος το έσχατο˙ κι αυτοί που είναι αμύητοι στην αλήθεια και μακριά απ’ την υγιή πίστη μοιάζουν με τυφλούς που ψηλαφούν και νομίζουν τη σοφία αυτού του αιώνα, που την έχουν κι οι Πέρσες κι οι Έλληνες κι οι Ινδοί κι οι Αιγύπτιοι, την οποία εμώρανε και απώλεσε ο Θεός με τον εμπαιγμό και την πλάνη του δαίμονα (Α΄ Κορινθ. α΄ 19-20), ευδαιμονία, κι ούτε που φέρνουν στον νου τους την άρρητη ένωση του Θεού και την άφραστη ευδοκία του, που έχει επιδείξει για τον άνθρωπο. Γιατί πλανήθηκαν απ’ την κοιλιά της μάνας τους οι ταλαίπωροι.

369. Και λέει, όντας άστατος και ανέστιος ο Θωμάς ˙ «δεν συνίσταται στην δι’ αποδείξεως περί του Θεού γνώση η ανθρώπινη έσχατη ευδαιμονία». Και λέει μετά, μη μπορώντας να σταθή ούτε και στο ψέμμα του απ’ τη μεγάλη αστάθεια, αυτός ο ίδιος˙ «και φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης». Και διακηρύττει μεν εκεί εντελώς πως είναι έσχατη ευδαιμονία η δι’ αποδείξεως περί Θεού γνώση, παραχωρεί δε εδώ, σαν να ξέχασε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, σε λίγους, και στους άριστους τάχα απ’ τους σοφούς, να φθάσουν με την απόδειξη στη γνώση για τον Θεό, που είναι, όπως νομίζει, η ευδαιμονία. Θα μπορούσες να πης πως επιμελείται ( καταγίνεται με ζήλο ) μεν να μιλά, δεν φροντίζει δε καθόλου για την αλήθεια.

370. Η ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος, « είναι ενέργεια, με την οποία δεν έχει συναφθή καμμιά δύναμη επέκεινα ( πιο πέρα ) προς άλλην ενέργεια˙ η δε δια της οδού της αποδείξεως περί του Θεού γνώση παραμένει ακόμα εν δυναμει προς κάτι άλλο περί του Θεού, που οφείλει να γίνη γνωστό κατά έναν υψηλότερο τρόπο ». Κι αυτός που συμπλέκει αυτά τα ψευδή και ανυπόστατα μεταπίπτει σε άλλα πλήρη πλάνης, λέγοντας˙ « αν και υπήρξαν κάποιοι, που βρήκαν έτσι την αλήθεια για ( περί ) τα θεία με την απόδειξη, ώστε να μη συμπλέκεται κανένα ψέμμα με τις δόξες τους (τις γνώμες τους ), είναι φανερό πως είναι και εξαιρετικά λίγοι», υπαινισσόμενος τον Αριστοτέλη και τον εαυτό του και τον Πλάτωνα και κάποιους άλλους, τους οποίους αποκαλεί εξαιρετικά λίγους. Προχωρά έτσι από ψέμμα σε ψέμμα, ασταθής και αναίσθητος. Και λέει πάλι˙ « η κατ’ ουσίαν περί Θεού γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία. Και δεν υπάρχει τέτοια γνώση, που να την απέκτησαν οι φιλόσοφοι με τις αποδείξεις για τον Θεό ».

371. Έτσι είναι το ψέμμα κι ο ψεύτης που το χρησιμοποιεί, σκοτεινά και μαχόμενα προς αυτά τα ίδια˙ βαδίζοντας σε άνομη οδό, προχωρά σε κάκιστες βλασφημίες και λέει ο ελεεινός αυτός Θωμάς˙ « ηρεμεί με την ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος, η φυσική έφεση, δεν παύει δε η γνώση της πίστης την έφεση, αλλά τη διεγείρει περισσότερο, γιατί ο καθένας επιθυμεί να δη, αυτό που πιστεύει. Δεν είναι άρα ευδαιμονία η γνώση της πίστης ». Βλέπετε, σε ποιόν γκρεμό κατέπεσε απ’ το να νομίζη πως έχει παυθή η έφεση αυτών που επέτυχαν την ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος;

372. Δεν συνίσταται, λέει, η έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία στην δια της πίστεως περί του Θεού γνώση. Σε ποιάν αθλιότητα έχει, αλλίμονο, φτάσει! Αν δεν συνίσταται διά πίστεως και της κατ’ αυτήν περί Θεού γνώσης η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου, είναι μάταιη η πίστη και κενό το κατά Χριστόν κήρυγμα. Αλλ’ έχει πη εκείνος «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. στ΄ 16), η αυτοαλήθεια, ο ποιμένας ο καλός και μη παρερχόμενος ( απαρόδευτος ) διδάσκαλος της Εκκλησίας του, καθόσον είναι ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού˙ και λες, προσπερνώντας ανόητα εσύ, τρισάθλιε, την πίστη και τον πιστευόμενο, πως υφίσταται ( υφεστάναι ) στη θεωρία της εξωτερικής (έξω) σοφίας η ευδαιμονία, και δεν την επιτρέπεις ( συγχωρείς ) κατά κανέναν τρόπο στην διά της πίστεως περί Θεού γνώση, και απονέμεις μεγαλύτερη δύναμη ( ισχύ ) στην ελληνική σοφία απ’ ό,τι ακριβώς στην ιερή πίστη και την κατ’ αυτήν περί Θεού γνώση˙ κι έχεις εξέλθει ολοφάνερα, και μάλλον έγινες και αντίπαλος των θείων ευαγγελίων και του κηρύγματος μέσα σ’ αυτά και του Θεού Λόγου που παρέσχε το κήρυγμα. Γι’ αυτό και πάλι σου απαγγέλλω το αλλίμονο, Θωμά.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: