(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
[Ο Γέροντας Δοσίθεος] έζησε και ήταν γέροντας στην καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου (των Θεοφιλέων).
Γι’ αυτόν οι παλαιότεροι πατέρες διηγούνται το εξής θαυμαστό περιστατικό:
Σε πολύ γεροντική ηλικία πήρε το εργόχειρό του και πήγε στις Καρυές, όπου το διέθεσε και αγόρασε τα απαραίτητα.
Γι’ αυτόν οι παλαιότεροι πατέρες διηγούνται το εξής θαυμαστό περιστατικό:
Σε πολύ γεροντική ηλικία πήρε το εργόχειρό του και πήγε στις Καρυές, όπου το διέθεσε και αγόρασε τα απαραίτητα.
Αλλά γεροντάκι καθώς ήταν και σηκώνοντας φορτίο 40 κιλών, δεν μπόρεσε να φθάσει έγκαιρα στον αρσανά της Μονής του αγίου Παντελεήμονα (Ρωσσικής) και έχασε το πλοιάριο της συγκοινωνίας που – πρέπει να σημειωθεί – μόνο μια ημέρα το μήνα έκανε το δρομολόγιο προς τη Δάφνη και αντίστροφα.
Τότε, βαθειά θλιμμένος, κάθησε στον αρσανά και έκλαιγε, σκεπτόμενος εκτός από το βαρύ φορτίο, τη γεροντική του ηλικία, την μεγάλη απόσταση και τον κίνδυνο που υπήρχε να τον σκοτώσουν οι φανατικοί Τούρκοι χωροφύλακες, που είχαν εξοντώσει με διάφορες προφάσεις πολλούς πατέρες.
Ενώ βρισκόταν στην κατάσταση αυτή, βλέπει ξαφνικά να πλησιάζουν με βάρκα δυο νέοι. Αποβιβάστηκαν και ζήτησαν να μάθουν την αιτία της στενοχώριας του.
Οι δύο νέοι – που δεν ήταν άλλοι από τους αρχαγγέλους – προθυμοποιήθηκαν να τον παραλάβουν και να τον οδηγήσουν στην παραλία της Σκήτης.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, που μάλιστα έγινε ταχύτατα, ο γέροντας είχε δοθεί ολοκληρωτικά στην προσευχή και είχε χάσει κάθε αίσθηση χώρου και χρόνου.
Συνέβη σ’ αυτόν εκείνο που έγραψε ο Ιωάννης της Κλίμακος:
«Όστις σάρκα ενίκησε, την φύσιν ενίκησεν. Οστις την φύσιν ενίκησεν, υπέρ φύσιν γέγονε. Όστις υπέρ φύσιν γέγονεν, όμοιος τω υπέρ φύσιν Δημιουργώ εγένετο. Αυτώ πελάγη τορευτά, στυπεία λεία, και αποστάσεις ευπέραστοι”.
Όταν έφθασαν στην παραλία τον αποβίβασαν και του έδωσαν τον ντορβά του.
Εκείνος θέλησε να τους πληρώσει, αλλ’ ενώ έψαχνε για χρήματα, αυτοί έγιναν άφαντοι, γεμίζοντας τον δέος και έκσταση.
Με μεγαλύτερη έκπληξη είδε ότι το πλοιάριο της συγκοινωνίας είχε φθάσει μόλις τότε στον αρσανά της Σιμωνόπετρας.
Ο Γέροντας αφού έζησε οσιώτατα το υπόλοιπο της ζωής του, κοιμήθηκε σε βαθύτατο γήρας το 1850, στην καλύβη του.
Από το βιβλίο του Ιερομονάχου Ανθίμου Αγιαννανίτη, “Αγία Άννα, Το Βήμα του Αγίου Όρους», Αθήνα 1986.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου