Χανς Πρίμας
1. Δεσπόζουσες και κατώτερες λειτουργίες
Οι σκοτεινές όψεις τής φυσικής επιστήμης αφορούν αυτό, το οποίο φοβόμαστε εμείς οι φυσικοί επιστήμονες ως μιαν απειλή για την επιστημονική μας αυτο-εικόνα, και για το οποίο τις περισσότερες φορές δεν μιλάμε σε πανηγυρικούς λόγους. Παρ’ όλ’ αυτά, η σκοτεινή πλευρά τής φυσικής επιστήμης είναι τόσο πραγματική όσο κι η φωτεινή. Στο όλον τής φυσικής επιστήμης ανήκει κι ο τρόμος κι «η ατομική βόμβα ως σύμβολο τού πολιτισμού μας (της κουλτούρας μας)». Όμως οι σκοτεινές όψεις έχουν και θετικές ποιότητες, που μπορούμε να τις ξανακερδίσουμε, αν συμπεριλάβουμε στην επιστημονικο-φυσική συνομιλία ακριβώς το κατ’ αρχάς αποποιημένο ή αποκηρυγμένο. Μόνον αν αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις τού σκότους, μπορεί να αναπτυχθή περαιτέρω η φυσική επιστήμη, χωρίς να πέση η ίδια θύμα. Αυτή είναι μια προβληματική, την οποία δεν μπορούν να πλησιάσουν με ελπίδα επιτυχίας μόνο με τη δική τους μεθοδολογία οι φυσικοί επιστήμονες. Χρειαζόμαστε βοήθεια γι’ αυτό, μεταξύ άλλων απ’ τη φιλοσοφία και την ψυχολογία – όχι ως ακαδημαϊκή απασχόληση, αλλ’ ως modus vivendi (τρόπο ζωής).
Είναι στη φύση του πράγματος, ότι αυτά που αναπτύσσω μένουν σχεδιογραφικά. Θέλω προσέτι να περιοριστώ εδώ σε δυό επιμέρους όψεις: τον συστηματικό αποχωρισμό τής αισθητικής λειτουργίας απ’ τη θεωρία τής ύλης και τον ρόλο τής διαίσθησης και τής μαγείας-γοητείας στις φυσικές επιστήμες. Χρησιμοποιώ σ’ αυτό τη γιουγκιανή τυπολογία ακόμα και για συλλογικά φαινόμενα, γιατί είναι μια αρωγός (βοηθητική) ρυθμιστική αρχή για τη συζήτηση συλλογικά ενεργών αυτόνομων ψυχικών δυνάμεων, στην εξέλιξη, στην επιστήμη, την ιατρική και την τεχνική. Δημιουργικότητα, μαγεία-γοητεία, τυφλότητα και ψευδαίσθηση-φαντασίωση εμφανίζονται όχι μόνον ατομικά, αλλά και σε αντικειμενικά ορατές συλλογικές ενέργειες-λειτουργίες (σ.σ.: Μιλάω λοιπόν κυρίως για τις «φυσικές επιστήμες» και ό χ ι για τους φυσικούς επιστήμονες ως άτομα, έτσι ώστε το «ψυχολογικό» δεν πρέπει να κατανοηθή εδώ με την έννοια του ατομικά ψυχολογικού).
Ο Γιουνγκ ορίζει τη συνείδηση ως τη σχέση ψυχικών γεγονότων προς ένα ονομαζόμενο «Εγώ» γεγονός, το οποίο σχετίζεται προς τον εξωτερικό κόσμο μέσα απ’ τις τέσσερις λειτουργίες, αίσθηση, σκέψη, αντίληψη (επαίσθηση) και διαίσθηση (σ.σ.: Η καθομιλούμενη ορολογία προκαλεί σύγχυση. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε σαφώς τους όρους αίσθηση, διαίσθηση, φαντασία, αντίληψη και συγκίνηση. Πρέπει να προσεχθή ιδιαίτερα η καθομιλούμενη διπλή σημασία της λέξης «αντίληψη». Ο Γιουνγκ μιλάει για «αντίληψη», όταν πρόκειται για αισθήματα – με την έννοια της γαλλικής λέξης sentiment. Χρησιμοποιούμε όμως την ίδιαν έννοια και για να εκφράσουμε μια διαίσθηση: «Είχα το αίσθημα, ότι…». Αντίληψη είναι περαιτέρω για τον Γιουνγκ μια ε κ τ ι μ η τ ι κ ή λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α , έτσι ώστε να επιδεικνύη η διαφοροποιημένη αντίληψη έναν ορθολογικό κι όχι συγκινησιακό χαρακτήρα. Και τα δυό, σκέψη και αντίληψη, παράγουν-γεννούν μιαν ε κ τ ί μ η σ η και είναι ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς λειτουργίες. «Η διαίσθηση, για την οποία χρησιμοποιούμε επίσης τη λέξη αντίληψη, είναι αντίθετα μια ά λ ο γ η λειτουργία». Η αίσθηση είναι συνειδητή, κι η διαίσθηση ασυνείδητη αντίληψη). Στη διάλεξή του «Ψυχολογική τυπολογία» χαρακτήρισε ο Γιουνγκ αυτές τις τέσσερις ψυχικές βασικές λειτουργίες ως εξής:
«Το αισθητικό συμβάν διαπιστώνει κυρίως, ότι κάτι είναι (υπάρχει), η σκέψη, τί σημαίνει, το αίσθημα, τί αξίζει, κι η διαίσθηση είναι υπόθεση και προαίσθηση για το από πού και προς τα πού. Χαρακτηρίζω την αίσθηση και την προαίσθηση ως άλογες (μη ορθολογικές) λειτουργίες, καθώς στρέφονται κι οι δυό προς το αυτόχρημα (εντελώς) υπαρκτό και δεδομένο. Σκέψη και αντίληψη είναι αντίθετα, ως κριτικές λειτουργίες, ορθολογικές».
Οι τέσσερις βασικές λειτουργίες είναι κατ’ αρχήν εντελώς ισότιμες, βρίσκονται όμως αναμεταξύ τους σε σχέση ανά δ ύ ο α ν τ ί θ ε τ ω ν ζ ε υ γ α ρ ι ώ ν . Στη δ ι α φ ο ρ ο π ο ι η μ έ ν η κατάσταση η σκέψη κι η αντίληψη είναι ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς, η αίσθηση (το αίσθημα) κι η διαίσθηση α ν ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς (άλογες) λειτουργίες. Αυτά τα δυό αντίθετα ζεύγη σκέψη/αντίληψη και αίσθηση/διαίσθηση αντιπροσωπεύουν συμπληρωματικές όψεις, που δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα υψηλά διαφοροποιημένες. Οι τέσσερις βασικές λειτουργίες και τα δυό αντίθετα ζεύγη παριστάνονται συνήθως διασταυρωμένα με τον τρόπο της μαντάλα απ’ τον Γιουνγκ. Η λειτουργία που βρίσκεται απέναντι απ’ την περισσότερο διαφοροποιημένη είναι σχετικά αδιαφοροποίητη, κυριευμένη απ’ το ασυνείδητο και ονομάζεται η κ α τ ώ τ ε ρ η λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α. Αν είναι π.χ. η σκέψη ανώτερη, τότε η αντίληψη είναι κατώτερη˙ αν είναι η αίσθηση υψηλά διαφοροποιημένη, τότε είναι η διαίσθηση αδιαφοροποίητη. Η κατώτερη λειτουργία συνδυάζεται πάντα με μιαν αρχαϊκή όψη.
Τρεις απ’ τις τέσσερις βασικές λειτουργίες μπορούν να είναι σχετικά διαφοροποιημένες και στη διάθεση της συνείδησης. Όμως ο Γιουνγκ δεν πιστεύει, πως είναι ανθρωπίνως δυνατό να διαφοροποιήσουμε ομοιόμορφα και τις τέσσερις λειτουργίες και παρατηρεί σ’ αυτό: «Θα καθιστούσαμε εξάλλου τις τέσσερις λειτουργίες, αν μπορούσαμε να τις διαφοροποιήσουμε ομοιόμορφα, μόνο συνειδητά αξιοποιήσιμες λειτουργίες. Θα χάναμε όμως τότε την πολυτιμότατη σχέση με το ασυνείδητο μέσα απ’ την κατώτερη λειτουργία». Το αυτόνομο σύμπλεγμα ελλιπώς αναπτυγμένων λειτουργιών, όλ’ αυτά δηλαδή που δεν βρίσκονται στο φως της συνείδησης, το χαρακτηρίζει ο Γιουνγκ ως σ κ ι ά.
Οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες οφείλουν την επιτυχία τους σ’ έναν λεπτό συνδυασμό της εμπειρικής πράξης ενός Φράνσις Μπέικον (1561-1626) με τον τρόπο σκέψης ενός Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650). Από σημερινής πλευράς είναι σημαντικό σ’ αυτό, ότι τότε επιχειρήθηκε να οροθετηθεί συμπερασματικά (κατά συνέπεια) το υλικό απ’ το ψυχικό και το θρησκευτικό πεδίο. Στην εμπειρικά προσανατολισμένη βακωνική (του Μπέικον-Βάκωνα) επιστήμη κυριαρχεί η αισθητηριακή αντίληψη αντικειμένων του έξω κόσμου – η συγκεκριμένη αίσθηση. Στην καρτεσιανή επιστήμη είναι η αφηρημένη σκέψη η βασική λειτουργία, η οποία επιχειρεί να αντιληφθή τα γεγονότα του έξω κόσμου σε γενικές έννοιες. Την εποχή αυτή η σκέψη και η αίσθηση είναι οι κυρίαρχες και υψηλά αναπτυγμένες λειτουργίες στις φυσικές επιστήμες. Προσδιορίζουν τους συλλογικά ισχύοντες φυσικο-επιστημονικούς κανόνες, την εξωτερική φαινομενική εικόνα – τη μάσκα – δηλαδή της φυσικής επιστήμης. Στην ουσία τής φυσικής επιστήμης δεν ανήκει όμως μόνον αυτή η όψη τής «περσόνας», αλλά και η σκιά, που δρα συμψηφιστικά στον κόσμο του βάθους.
Αυτή η σκοτεινή πλευρά της φυσικής επιστήμης είναι συνδεδεμένη με τις αναφερόμενες στον ψυχικό εσωτερικό κόσμο λειτουργίες της αντίληψης και της διαίσθησης. Οι οποίες είναι, σε αντίθεση προς τις δεσπόζουσες λειτουργίες αίσθηση και σκέψη, λιγότερο διαφοροποιημένες στις νεώτερες και σύγχρονες φυσικές επιστήμες. Είναι ωστόσο θεμελιώδους σημασίας, γιατί μόνον αυτές επιτρέπουν μιαν είσοδο στην πραγματικότητα του «φανταστικού»-«imaginal» στις φυσικές επιστήμες (σ.σ.: Η λέξη «φανταστικό»-«imaginal» εισήχθη απ’ τον Henry Corbin, για να μπορέση να κατονομάση το εικονικό είδος ύπαρξης της ψυχικής πραγματικότητας, χωρίς να πρέπη να χρησιμοποιήση τις συχνά υποτιμητικά μεταχειρισμένες εκφράσεις «φαντασιώδες»-«imaginär» ή «παράλογο»-«irrational» γι’ αυτό). Η σημερινή επιστημονική θεωρία ενδιαφέρεται ωστόσο αποκλειστικά για τις φωτεινές όψεις, όπως π.χ. τις εμπειρικές και θεωρητικές αιτιολογικές συνάφειες και παραμελεί τη γεννητική συνάφεια και ερωτήματα της συνάρτησης των αισθήσεων. Η εριστική είναι βέβαια ένας κλασσικός τόπος της γνωστικής θεωρίας, η «ars inveniendi» - ως ο ορισμός μη απαγωγικών κανόνων, που παρατηρούνται σε ανακαλύψεις και εφευρέσεις – παίζει όμως έναν μετριόφρονα ρόλο στην επιστημονική πράξη. Η εριστική μπορεί να μας διδάσκη, πώς μπορούμε να ασχολούμαστε με αναλογίες, υποθέσεις, ιδέες και εμπνεύσεις, αλλά για το αποφασιστικό ερώτημα, α π ό π ο ύ έρχονται εντέλει «καλές και αυθόρμητες ξαφνικές ιδέες», δεν έχει να μας αναφέρη η μοντέρνα γνωστική θεωρία σχεδόν τίποτα.
2. Η Μεγάλη Μητέρα και το περιβάλλον ως συμπληρωματικές όψεις.
Συστατική για κάθε επιστήμη είναι μια διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου. Η διάκριση αυτή δεν είναι όμως τόσο απλή, όσο μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά. Η φυσική επιστήμη της νεώτερης εποχής έχει ηλικία περίπου τεσσάρων αιώνων, όμως ο αρχαϊκός δεσμός εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου του ανθρώπου είχε ήδη πολύ πρωτύτερα θραυσθή. Διέκριναν έτσι ήδη οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι μεταξύ σώματος και ψυχής, όμως ο σύγχρονος ορισμός του Εγώ (που αντιπαρατίθεται στον περιβάλλοντα κόσμο ως το μη-εγώ) δεν εμφανίζεται ακόμα ούτε στους κλασσικούς Έλληνες. Γιατί για τον Αριστοτέλη ήταν και η επιστήμη της ψυχής ένα μέρος της φυσικής του. Κατ’ αρχάς πριν περίπου τετρακόσια χρόνια άλλαξε αυτός ο τρόπος θέασης της επιστήμης της φύσεως.
Μπορούμε να καταλάβουμε αυτήν τη βαθειά τομή ως μια μεταβολή της μορφής τού είναι. Βασική για τη νέα όψη είναι μια δυαλιστική θεωρία σώματος-ψυχής. Ο άνθρωπος δεν γίνεται πια αισθητός ως ενότητα σώματος και ψυχής, η εσωτερική του πλευρά αποδεσμεύεται απ’ την εξωτερική. Αντίστοιχα κατανοείται στη γεννηθείσα τότε «φυσική επιστήμη των νεώτερων χρόνων» η φύση όχι πια ως Μ ε γ ά λ η Μ η τ έ ρ α, αλλά παρατηρείται ως φυσική πραγματικότητα, ως π ε ρ ι β ά λ λ ο ν του ανθρώπου.
«Μ ε γ ά λ η Μ η τ έ ρ α» και «π ε ρ ι β ά λ λ ο ν» είναι δυό ισότιμες, αλλά αντίθετες όψεις της φύσης (σ.σ.: Πρβλ. εδώ και του Wolfgang Giegerich, «Η ατομική βόμβα ως ψυχική πραγματικότητα», σ. 17-22). Αυτές οι δυό σ υ μ π λ η ρ ω μα τ ι κ έ ς ό ψ ε ι ς υπάρχουν πάντοτε. Στη νεώτερη και τη μοντέρνα φυσική επιστήμη το διαμορφούμενο τεχνικά από ’μάς περιβάλλον προσέλαβε έκτακτη σημασία, ενώ η περιγραφόμενη με τη μεταφορά «Μεγάλη Μητέρα» έννοια της φύσης, που απεικονίζει αυτό που φέρει την ύπαρξή μας, απωθήθηκε ισχυρά στο βάθος.
Στη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης της φυσικής επιστήμης η φύση κατανοήθηκε όλο και περισσότερο ως «περιβάλλουσα φύση», ως αντιτασσόμενη δηλαδή στο Εγώ, ως εμπειρικά επιδεικνύμενη, ως ορθολογικά εξηγήσιμη, ως τεχνικο-πραγματική, και μ’ αυτό τελικά ως εκείνο που είναι δυνατόν να κατασκευαστή. Τα φυσικά όντα εννοήθηκαν όλο και περισσότερο ως τεχνικώς φτιαγμένα πράγματα, και όλα τα τεχνικά πράγματα έγιναν μαγευτικά. Η π ε ρ ι β α λ λ ο ν τ ι κ ή ε π ι σ τ ή μ η που γεννήθηκε έτσι έχει μιαν ιδιαίτερη τάση να απωθή τη σκιώδη πλευρά της και να αμφισβητή στο ιδεατό σύμπλεγμα «Μητέρα Φύση» κάθε επιστημονική σημασία. Οι μοντέρνοι φυσικοί επιστήμονες είναι πεφωτισμένοι, δεν σκέφτονται ούτε στον ύπνο τους, πως θα μπορούσε να χορηγήση η «Μεγάλη Μητέρα Φύση» την οποιαδήποτε αρωγή. Το ορθολογικό των τεχνικών επιστημών δεν πρέπει όμως να μας εξαπατά: η θεϊκότητα της αρχέγονης φύσης υφίσταται ως σκιώδης πλευρά της μοντέρνας τεχνολογίας όπως και πριν. Το δημιουργημένο απ’ τη μοντέρνα φυσική επιστήμη και τεχνική καταστροφικό δυναμικό και τα σημερινά μας παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα δεν μπορούν να υπερνικηθούν, αν δεν έχουμε μιαν καλύτερη κατανόηση, από ποιες «μυθικές εικόνες» διαμορφώνεται η εποχή μας. Μια βαθύτερη υπ’ αυτήν την έννοια κατανόηση της φυσικής επιστήμης απαιτεί αναπόφευκτα την αναγνώριση και τη συμπερίληψη της σκιάς.
(συνεχίζεται)
Σημείωση
Το κείμενο αυτό του Χανς Πρίμας (Hans Primas) είναι απ’ τον συλλογικό τόμο «Ο διάλογος Πάουλι – Γιουνγκ και η σημασία του για τη μοντέρνα (σύγχρονη) επιστήμη» (Der Pauli - Jung –Dialog und seine Bedeutung für die moderne Wissenschaft) που εκδόθηκε το 1995 απ’ τις «εκδόσεις Σπρίνγκερ» (Springer –Verlag Berlin Heidelberg 1995) και περιέχει τις συμβολές διαφόρων επιστημόνων «στο πρόβλημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ πνεύματος και ύλης, ένα απ’ τα κεντρικά προβλήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας του πνεύματος», όπως αναφέρεται στον πρόλογο του τόμου. Το επιλέξαμε ξεκινώντας μια προσπάθεια μετάφρασης στα ελληνικά σημαντικών, κατά τη γνώμη μας, αποσπασμάτων απ’ την αλληλογραφία που αναπτύχθηκε απ’ το 1932 ως το 1958 ανάμεσα σε δυό κορυφαίους επιστήμονες του 20ου αιώνα: τον φυσικό Βόλφγκανγκ Πάουλι (1900-1958) και τον ψυχολόγο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (1875-1961). Ελπίζοντας πως αυτό θα προσφέρη και στη δική μας σκέψη και εμπειρία κάποια σημαντικά στοιχεία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
1. Δεσπόζουσες και κατώτερες λειτουργίες
Οι σκοτεινές όψεις τής φυσικής επιστήμης αφορούν αυτό, το οποίο φοβόμαστε εμείς οι φυσικοί επιστήμονες ως μιαν απειλή για την επιστημονική μας αυτο-εικόνα, και για το οποίο τις περισσότερες φορές δεν μιλάμε σε πανηγυρικούς λόγους. Παρ’ όλ’ αυτά, η σκοτεινή πλευρά τής φυσικής επιστήμης είναι τόσο πραγματική όσο κι η φωτεινή. Στο όλον τής φυσικής επιστήμης ανήκει κι ο τρόμος κι «η ατομική βόμβα ως σύμβολο τού πολιτισμού μας (της κουλτούρας μας)». Όμως οι σκοτεινές όψεις έχουν και θετικές ποιότητες, που μπορούμε να τις ξανακερδίσουμε, αν συμπεριλάβουμε στην επιστημονικο-φυσική συνομιλία ακριβώς το κατ’ αρχάς αποποιημένο ή αποκηρυγμένο. Μόνον αν αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις τού σκότους, μπορεί να αναπτυχθή περαιτέρω η φυσική επιστήμη, χωρίς να πέση η ίδια θύμα. Αυτή είναι μια προβληματική, την οποία δεν μπορούν να πλησιάσουν με ελπίδα επιτυχίας μόνο με τη δική τους μεθοδολογία οι φυσικοί επιστήμονες. Χρειαζόμαστε βοήθεια γι’ αυτό, μεταξύ άλλων απ’ τη φιλοσοφία και την ψυχολογία – όχι ως ακαδημαϊκή απασχόληση, αλλ’ ως modus vivendi (τρόπο ζωής).
Είναι στη φύση του πράγματος, ότι αυτά που αναπτύσσω μένουν σχεδιογραφικά. Θέλω προσέτι να περιοριστώ εδώ σε δυό επιμέρους όψεις: τον συστηματικό αποχωρισμό τής αισθητικής λειτουργίας απ’ τη θεωρία τής ύλης και τον ρόλο τής διαίσθησης και τής μαγείας-γοητείας στις φυσικές επιστήμες. Χρησιμοποιώ σ’ αυτό τη γιουγκιανή τυπολογία ακόμα και για συλλογικά φαινόμενα, γιατί είναι μια αρωγός (βοηθητική) ρυθμιστική αρχή για τη συζήτηση συλλογικά ενεργών αυτόνομων ψυχικών δυνάμεων, στην εξέλιξη, στην επιστήμη, την ιατρική και την τεχνική. Δημιουργικότητα, μαγεία-γοητεία, τυφλότητα και ψευδαίσθηση-φαντασίωση εμφανίζονται όχι μόνον ατομικά, αλλά και σε αντικειμενικά ορατές συλλογικές ενέργειες-λειτουργίες (σ.σ.: Μιλάω λοιπόν κυρίως για τις «φυσικές επιστήμες» και ό χ ι για τους φυσικούς επιστήμονες ως άτομα, έτσι ώστε το «ψυχολογικό» δεν πρέπει να κατανοηθή εδώ με την έννοια του ατομικά ψυχολογικού).
Ο Γιουνγκ ορίζει τη συνείδηση ως τη σχέση ψυχικών γεγονότων προς ένα ονομαζόμενο «Εγώ» γεγονός, το οποίο σχετίζεται προς τον εξωτερικό κόσμο μέσα απ’ τις τέσσερις λειτουργίες, αίσθηση, σκέψη, αντίληψη (επαίσθηση) και διαίσθηση (σ.σ.: Η καθομιλούμενη ορολογία προκαλεί σύγχυση. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε σαφώς τους όρους αίσθηση, διαίσθηση, φαντασία, αντίληψη και συγκίνηση. Πρέπει να προσεχθή ιδιαίτερα η καθομιλούμενη διπλή σημασία της λέξης «αντίληψη». Ο Γιουνγκ μιλάει για «αντίληψη», όταν πρόκειται για αισθήματα – με την έννοια της γαλλικής λέξης sentiment. Χρησιμοποιούμε όμως την ίδιαν έννοια και για να εκφράσουμε μια διαίσθηση: «Είχα το αίσθημα, ότι…». Αντίληψη είναι περαιτέρω για τον Γιουνγκ μια ε κ τ ι μ η τ ι κ ή λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α , έτσι ώστε να επιδεικνύη η διαφοροποιημένη αντίληψη έναν ορθολογικό κι όχι συγκινησιακό χαρακτήρα. Και τα δυό, σκέψη και αντίληψη, παράγουν-γεννούν μιαν ε κ τ ί μ η σ η και είναι ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς λειτουργίες. «Η διαίσθηση, για την οποία χρησιμοποιούμε επίσης τη λέξη αντίληψη, είναι αντίθετα μια ά λ ο γ η λειτουργία». Η αίσθηση είναι συνειδητή, κι η διαίσθηση ασυνείδητη αντίληψη). Στη διάλεξή του «Ψυχολογική τυπολογία» χαρακτήρισε ο Γιουνγκ αυτές τις τέσσερις ψυχικές βασικές λειτουργίες ως εξής:
«Το αισθητικό συμβάν διαπιστώνει κυρίως, ότι κάτι είναι (υπάρχει), η σκέψη, τί σημαίνει, το αίσθημα, τί αξίζει, κι η διαίσθηση είναι υπόθεση και προαίσθηση για το από πού και προς τα πού. Χαρακτηρίζω την αίσθηση και την προαίσθηση ως άλογες (μη ορθολογικές) λειτουργίες, καθώς στρέφονται κι οι δυό προς το αυτόχρημα (εντελώς) υπαρκτό και δεδομένο. Σκέψη και αντίληψη είναι αντίθετα, ως κριτικές λειτουργίες, ορθολογικές».
Οι τέσσερις βασικές λειτουργίες είναι κατ’ αρχήν εντελώς ισότιμες, βρίσκονται όμως αναμεταξύ τους σε σχέση ανά δ ύ ο α ν τ ί θ ε τ ω ν ζ ε υ γ α ρ ι ώ ν . Στη δ ι α φ ο ρ ο π ο ι η μ έ ν η κατάσταση η σκέψη κι η αντίληψη είναι ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς, η αίσθηση (το αίσθημα) κι η διαίσθηση α ν ο ρ θ ο λ ο γ ι κ έ ς (άλογες) λειτουργίες. Αυτά τα δυό αντίθετα ζεύγη σκέψη/αντίληψη και αίσθηση/διαίσθηση αντιπροσωπεύουν συμπληρωματικές όψεις, που δεν μπορούν να είναι ταυτόχρονα υψηλά διαφοροποιημένες. Οι τέσσερις βασικές λειτουργίες και τα δυό αντίθετα ζεύγη παριστάνονται συνήθως διασταυρωμένα με τον τρόπο της μαντάλα απ’ τον Γιουνγκ. Η λειτουργία που βρίσκεται απέναντι απ’ την περισσότερο διαφοροποιημένη είναι σχετικά αδιαφοροποίητη, κυριευμένη απ’ το ασυνείδητο και ονομάζεται η κ α τ ώ τ ε ρ η λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α. Αν είναι π.χ. η σκέψη ανώτερη, τότε η αντίληψη είναι κατώτερη˙ αν είναι η αίσθηση υψηλά διαφοροποιημένη, τότε είναι η διαίσθηση αδιαφοροποίητη. Η κατώτερη λειτουργία συνδυάζεται πάντα με μιαν αρχαϊκή όψη.
Τρεις απ’ τις τέσσερις βασικές λειτουργίες μπορούν να είναι σχετικά διαφοροποιημένες και στη διάθεση της συνείδησης. Όμως ο Γιουνγκ δεν πιστεύει, πως είναι ανθρωπίνως δυνατό να διαφοροποιήσουμε ομοιόμορφα και τις τέσσερις λειτουργίες και παρατηρεί σ’ αυτό: «Θα καθιστούσαμε εξάλλου τις τέσσερις λειτουργίες, αν μπορούσαμε να τις διαφοροποιήσουμε ομοιόμορφα, μόνο συνειδητά αξιοποιήσιμες λειτουργίες. Θα χάναμε όμως τότε την πολυτιμότατη σχέση με το ασυνείδητο μέσα απ’ την κατώτερη λειτουργία». Το αυτόνομο σύμπλεγμα ελλιπώς αναπτυγμένων λειτουργιών, όλ’ αυτά δηλαδή που δεν βρίσκονται στο φως της συνείδησης, το χαρακτηρίζει ο Γιουνγκ ως σ κ ι ά.
Οι σύγχρονες φυσικές επιστήμες οφείλουν την επιτυχία τους σ’ έναν λεπτό συνδυασμό της εμπειρικής πράξης ενός Φράνσις Μπέικον (1561-1626) με τον τρόπο σκέψης ενός Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650). Από σημερινής πλευράς είναι σημαντικό σ’ αυτό, ότι τότε επιχειρήθηκε να οροθετηθεί συμπερασματικά (κατά συνέπεια) το υλικό απ’ το ψυχικό και το θρησκευτικό πεδίο. Στην εμπειρικά προσανατολισμένη βακωνική (του Μπέικον-Βάκωνα) επιστήμη κυριαρχεί η αισθητηριακή αντίληψη αντικειμένων του έξω κόσμου – η συγκεκριμένη αίσθηση. Στην καρτεσιανή επιστήμη είναι η αφηρημένη σκέψη η βασική λειτουργία, η οποία επιχειρεί να αντιληφθή τα γεγονότα του έξω κόσμου σε γενικές έννοιες. Την εποχή αυτή η σκέψη και η αίσθηση είναι οι κυρίαρχες και υψηλά αναπτυγμένες λειτουργίες στις φυσικές επιστήμες. Προσδιορίζουν τους συλλογικά ισχύοντες φυσικο-επιστημονικούς κανόνες, την εξωτερική φαινομενική εικόνα – τη μάσκα – δηλαδή της φυσικής επιστήμης. Στην ουσία τής φυσικής επιστήμης δεν ανήκει όμως μόνον αυτή η όψη τής «περσόνας», αλλά και η σκιά, που δρα συμψηφιστικά στον κόσμο του βάθους.
Αυτή η σκοτεινή πλευρά της φυσικής επιστήμης είναι συνδεδεμένη με τις αναφερόμενες στον ψυχικό εσωτερικό κόσμο λειτουργίες της αντίληψης και της διαίσθησης. Οι οποίες είναι, σε αντίθεση προς τις δεσπόζουσες λειτουργίες αίσθηση και σκέψη, λιγότερο διαφοροποιημένες στις νεώτερες και σύγχρονες φυσικές επιστήμες. Είναι ωστόσο θεμελιώδους σημασίας, γιατί μόνον αυτές επιτρέπουν μιαν είσοδο στην πραγματικότητα του «φανταστικού»-«imaginal» στις φυσικές επιστήμες (σ.σ.: Η λέξη «φανταστικό»-«imaginal» εισήχθη απ’ τον Henry Corbin, για να μπορέση να κατονομάση το εικονικό είδος ύπαρξης της ψυχικής πραγματικότητας, χωρίς να πρέπη να χρησιμοποιήση τις συχνά υποτιμητικά μεταχειρισμένες εκφράσεις «φαντασιώδες»-«imaginär» ή «παράλογο»-«irrational» γι’ αυτό). Η σημερινή επιστημονική θεωρία ενδιαφέρεται ωστόσο αποκλειστικά για τις φωτεινές όψεις, όπως π.χ. τις εμπειρικές και θεωρητικές αιτιολογικές συνάφειες και παραμελεί τη γεννητική συνάφεια και ερωτήματα της συνάρτησης των αισθήσεων. Η εριστική είναι βέβαια ένας κλασσικός τόπος της γνωστικής θεωρίας, η «ars inveniendi» - ως ο ορισμός μη απαγωγικών κανόνων, που παρατηρούνται σε ανακαλύψεις και εφευρέσεις – παίζει όμως έναν μετριόφρονα ρόλο στην επιστημονική πράξη. Η εριστική μπορεί να μας διδάσκη, πώς μπορούμε να ασχολούμαστε με αναλογίες, υποθέσεις, ιδέες και εμπνεύσεις, αλλά για το αποφασιστικό ερώτημα, α π ό π ο ύ έρχονται εντέλει «καλές και αυθόρμητες ξαφνικές ιδέες», δεν έχει να μας αναφέρη η μοντέρνα γνωστική θεωρία σχεδόν τίποτα.
2. Η Μεγάλη Μητέρα και το περιβάλλον ως συμπληρωματικές όψεις.
Συστατική για κάθε επιστήμη είναι μια διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου. Η διάκριση αυτή δεν είναι όμως τόσο απλή, όσο μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά. Η φυσική επιστήμη της νεώτερης εποχής έχει ηλικία περίπου τεσσάρων αιώνων, όμως ο αρχαϊκός δεσμός εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου του ανθρώπου είχε ήδη πολύ πρωτύτερα θραυσθή. Διέκριναν έτσι ήδη οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι μεταξύ σώματος και ψυχής, όμως ο σύγχρονος ορισμός του Εγώ (που αντιπαρατίθεται στον περιβάλλοντα κόσμο ως το μη-εγώ) δεν εμφανίζεται ακόμα ούτε στους κλασσικούς Έλληνες. Γιατί για τον Αριστοτέλη ήταν και η επιστήμη της ψυχής ένα μέρος της φυσικής του. Κατ’ αρχάς πριν περίπου τετρακόσια χρόνια άλλαξε αυτός ο τρόπος θέασης της επιστήμης της φύσεως.
Μπορούμε να καταλάβουμε αυτήν τη βαθειά τομή ως μια μεταβολή της μορφής τού είναι. Βασική για τη νέα όψη είναι μια δυαλιστική θεωρία σώματος-ψυχής. Ο άνθρωπος δεν γίνεται πια αισθητός ως ενότητα σώματος και ψυχής, η εσωτερική του πλευρά αποδεσμεύεται απ’ την εξωτερική. Αντίστοιχα κατανοείται στη γεννηθείσα τότε «φυσική επιστήμη των νεώτερων χρόνων» η φύση όχι πια ως Μ ε γ ά λ η Μ η τ έ ρ α, αλλά παρατηρείται ως φυσική πραγματικότητα, ως π ε ρ ι β ά λ λ ο ν του ανθρώπου.
«Μ ε γ ά λ η Μ η τ έ ρ α» και «π ε ρ ι β ά λ λ ο ν» είναι δυό ισότιμες, αλλά αντίθετες όψεις της φύσης (σ.σ.: Πρβλ. εδώ και του Wolfgang Giegerich, «Η ατομική βόμβα ως ψυχική πραγματικότητα», σ. 17-22). Αυτές οι δυό σ υ μ π λ η ρ ω μα τ ι κ έ ς ό ψ ε ι ς υπάρχουν πάντοτε. Στη νεώτερη και τη μοντέρνα φυσική επιστήμη το διαμορφούμενο τεχνικά από ’μάς περιβάλλον προσέλαβε έκτακτη σημασία, ενώ η περιγραφόμενη με τη μεταφορά «Μεγάλη Μητέρα» έννοια της φύσης, που απεικονίζει αυτό που φέρει την ύπαρξή μας, απωθήθηκε ισχυρά στο βάθος.
Στη διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης της φυσικής επιστήμης η φύση κατανοήθηκε όλο και περισσότερο ως «περιβάλλουσα φύση», ως αντιτασσόμενη δηλαδή στο Εγώ, ως εμπειρικά επιδεικνύμενη, ως ορθολογικά εξηγήσιμη, ως τεχνικο-πραγματική, και μ’ αυτό τελικά ως εκείνο που είναι δυνατόν να κατασκευαστή. Τα φυσικά όντα εννοήθηκαν όλο και περισσότερο ως τεχνικώς φτιαγμένα πράγματα, και όλα τα τεχνικά πράγματα έγιναν μαγευτικά. Η π ε ρ ι β α λ λ ο ν τ ι κ ή ε π ι σ τ ή μ η που γεννήθηκε έτσι έχει μιαν ιδιαίτερη τάση να απωθή τη σκιώδη πλευρά της και να αμφισβητή στο ιδεατό σύμπλεγμα «Μητέρα Φύση» κάθε επιστημονική σημασία. Οι μοντέρνοι φυσικοί επιστήμονες είναι πεφωτισμένοι, δεν σκέφτονται ούτε στον ύπνο τους, πως θα μπορούσε να χορηγήση η «Μεγάλη Μητέρα Φύση» την οποιαδήποτε αρωγή. Το ορθολογικό των τεχνικών επιστημών δεν πρέπει όμως να μας εξαπατά: η θεϊκότητα της αρχέγονης φύσης υφίσταται ως σκιώδης πλευρά της μοντέρνας τεχνολογίας όπως και πριν. Το δημιουργημένο απ’ τη μοντέρνα φυσική επιστήμη και τεχνική καταστροφικό δυναμικό και τα σημερινά μας παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα δεν μπορούν να υπερνικηθούν, αν δεν έχουμε μιαν καλύτερη κατανόηση, από ποιες «μυθικές εικόνες» διαμορφώνεται η εποχή μας. Μια βαθύτερη υπ’ αυτήν την έννοια κατανόηση της φυσικής επιστήμης απαιτεί αναπόφευκτα την αναγνώριση και τη συμπερίληψη της σκιάς.
(συνεχίζεται)
Σημείωση
Το κείμενο αυτό του Χανς Πρίμας (Hans Primas) είναι απ’ τον συλλογικό τόμο «Ο διάλογος Πάουλι – Γιουνγκ και η σημασία του για τη μοντέρνα (σύγχρονη) επιστήμη» (Der Pauli - Jung –Dialog und seine Bedeutung für die moderne Wissenschaft) που εκδόθηκε το 1995 απ’ τις «εκδόσεις Σπρίνγκερ» (Springer –Verlag Berlin Heidelberg 1995) και περιέχει τις συμβολές διαφόρων επιστημόνων «στο πρόβλημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ πνεύματος και ύλης, ένα απ’ τα κεντρικά προβλήματα της ευρωπαϊκής ιστορίας του πνεύματος», όπως αναφέρεται στον πρόλογο του τόμου. Το επιλέξαμε ξεκινώντας μια προσπάθεια μετάφρασης στα ελληνικά σημαντικών, κατά τη γνώμη μας, αποσπασμάτων απ’ την αλληλογραφία που αναπτύχθηκε απ’ το 1932 ως το 1958 ανάμεσα σε δυό κορυφαίους επιστήμονες του 20ου αιώνα: τον φυσικό Βόλφγκανγκ Πάουλι (1900-1958) και τον ψυχολόγο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (1875-1961). Ελπίζοντας πως αυτό θα προσφέρη και στη δική μας σκέψη και εμπειρία κάποια σημαντικά στοιχεία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου