Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (23)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Α)


2.3.2 Αναλογία, Σοφία και Αλήθεια

(Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα από τη ριζική διάκριση ανάμεσα στις δύο «σοφίες» και στις δύο «αλήθειες»)


Η ριζική διάκριση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στη χριστιανική θεολογία, οφείλεται στο γεγονός ότι άλλο είναι το είδος της σοφίας και της αλήθειας που πρεσβεύει η μία, και εντελώς άλλο είναι εκείνο που πρεσβεύει η άλλη1. Η γνώση της σοφίας των κτισμάτων, ονομάζεται «φυσική γνώση» από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος δηλώνει ότι παρά τη φυσικότητά της, είναι γνώση που ανήκει στον παλαιό ακόμη άνθρωπο και όχι στον καινό και κατά Θεόν κτισθέντα2. Για να γίνει πνευματική η φυσική γνώση, θα πρέπει να αναγεννηθεί με τη βοήθεια της αγάπης και της χάρης η οποία πηγάζει από το Θεό3. Η νέα αυτή γνώση δεν είναι σε καμία περίπτωση ανάλογη της προηγούμενης, αλλά εντελώς διαφορετική, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, γεμάτη λόγους οι οποίοι οικοδομούν κατά Θεόν εκείνους οι οποίοι τους ακούν, διότι είναι υποταγμένη στη σοφία του Αγίου Πνεύματος4. Ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται οι ίδιες λέξεις, τα νοήματά τους στις δύο αυτές περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικά5. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς επιστρατεύει τη χρήση πολλών αναλογικών εικόνων και παραδειγμάτων, με σκοπό να αποδείξει ότι η «φυσική σοφία» δεν είναι φυσικώς ανάλογη της «θείας σοφίας», αλλά ονομάζεται σοφία κατά «ἐπιφαινομένη» μετοχή, επειδή ακριβώς έχει την ιδιότητα να εξαγγέλλει την αιτία της, δηλαδή την άκτιστη σοφία του Θεού.

2.3.2.1 Η αναλογία ανάμεσα στον ανθρώπινο και στο δαιμόνιο νου, ως απόδειξη της ριζικής διάκρισης ανάμεσα στη «φυσική» και στην «απλή» σοφία

Ο άγιος Γρηγόριος, προβαίνει σε μία ερμηνεία του παύλειου λόγου, σύμφωνα μετον οποίο «κατὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ δὲν γνώρισε ὁ κόσμος τὸν Θεό»6. Ο Παύλος δεν κάλεσε «σοφία του Θεού» εκείνη που υπάρχει σε όσους ταυτίζουν το Θεό με την κτίση, αλλά τη σοφία που έχει φυτευτεί από τον κτίστη μέσα στα κτίσματα και διαμέσου αυτών αγγέλλει το Θεό7. Η σοφία του Θεού η οποία ενυπάρχει ως λόγος μέσα στα όντα, είναι άγγελος Θεού8. Εκείνος που γνωρίζει ότι αυτή είναι αγγελιοφόρος του Θεού, γνωρίζει το Θεό που διακηρύσσεται μέσω αυτής και έχει αληθή γνώση των όντων, μετέχοντας μ’ αυτό τον τρόπο στην ίδια τη σοφία του Θεού9. Αληθινός φιλόσοφος έτσι, είναι εκείνος που ανάγεται από τα κτίσματα προς τον Αίτιον, ενώ εκείνος που δεν ανάγεται προς αυτόν δεν έχει μέσα του καθόλου σοφία, αλλά κάποιο απατηλό είδωλο και στέρηση σοφίας10.
Για να το αποδείξει αυτό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, συγκρίνει αναλογικά την ανθρώπινη γνώση με τη δαιμονική γνώση. Υποστηρίζει ότι ο δαιμονικός νους, ενώ ως νους είναι καλός και γνωρίζει καλύτερα από εμάς τα μέτρα του κόσμου, τις περιόδους, τις συζυγίες και τις διαστολές των κινουμένων, ωστόσο, επειδή δε χρησιμοποιεί τη γνώση με τρόπο θεοφιλή, καθίσταται νους ανόητος και σκοτισμένος11. Με ανάλογο τρόπο υποστηρίζει, πρέπει να δούμε και την ελληνική σοφία, η οποία μέσω της σοφίας του Θεού που υπάρχει μέσα στα κτίσματα, θεώρησε τη φθορά του ενός πράγματος ως γένεση του άλλου12 και οδηγήθηκε στις εξής πλάνες: (α) προσπάθησε να δείξει ότι ο Θεός δεν είναι Κύριος των όλων, ούτε κτίστης του παντός, (β) δεν κατανόησε ότι τίποτε δε μπορεί να προέρχεται μόνο του από το μηδέν13.
Το μέσο όρο της αναλογικής αυτής σύγκρισης αποτελεί το είδος εκείνο της γνώσης, το οποίο τόσο στο δαιμονικό όσο και στον ανθρώπινο νου σχετίζεται με τη δυνατότητα κατανόησης των κτιστών πραγμάτων, ανεξάρτητα από την ορθή ή τη λανθασμένη του χρήση. Με βάση αυτή τη σύγκριση, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ο Παύλος μας αποδεικνύει ότι είναι διπλό το είδος της σοφίας14. Αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί διαφοροποιεί ριζικά τα «φυσικά» από τα «μη-φυσικά, απατηλά» και αφαιρεί κάθε υπόνοια για ύπαρξη κάποιας υπαρκτικής ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσά τους15. Η μία είναι σοφία του Θεού ενώ η άλλη είναι «ψιλὴ σοφία»16, διαμέσου της οποίας, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, κανείς δε μπορεί να γνωρίσει το Θεό. Η δεύτερη διαφέρει παντελώς από την πρώτη και δεν παρουσιάζει καμία αναλογία ως προς αυτήν. Σοφία, λοιπόν, ονομάζεται η δεύτερη μόνο κατά διπλασιασμό του ονόματος και όχι κατ’ αναλογία ή κατά φυσική μετοχή17. Διότι έργο της σοφίας του Θεού δεν είναι απλά η εύρεση της αλήθειας (όπως στην περίπτωση της απλής σοφίας) αλλά η εύρεση της αλήθειας η οποία εξαγγέλλει το Θεό, οδηγώντας τον άνθρωπο στη δοξολογία του Δημιουργού του18.

2.3.2.2 Η αναλογία του γάμου και της έξω παιδείας

Το δώρο αυτό, της δυνατότητας για δοξολογία του Θεού, δίνεται από τον ίδιο το Θεό σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, διαμέσου της φύσεως, αν και πάλι χρειάζεται πολλή μελέτη για να το αποκτήσει κανείς και να το κρατήσε19. Για να το αποδείξει αυτό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς εισάγει το εξής επιχείρημα με βάση την αναλογία: «Ὡς γὰρ ἡ ἐπὶ παιδοποιΐᾳ κατὰ τοὺς νομίμους τῶν γάμων ἡδονὴ θεῖον Θεοῦ δῶρον, ἥκιστ᾿ ἄν κληθείη, σαρκικὸν γὰρ καὶ φύσεως, ἀλλ᾿ οὐ χάριτος δῶρον, καίτοι τὴν φύσιν ὁ Θεὸς ἐποίησεν˙ οὕτω καὶ ἡ παρὰ τῆς ἔξω παιδείας γνῶσις, εἰ καὶ καλῶς  τις ταύτῃ χρῷτο, φύσεώς ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐ χάριτος τὸ δόμα, διὰ τῆς φύσεως παρὰ Θεοῦ κοινῇ πᾶσι δεδομένον»20. Όπως δηλαδή ελάχιστα θα μπορούσε να ονομαστεί δώρο του Θεού η σύμφωνα με τους νόμιμους γάμους ηδονή προς παιδοποιία, καθώς αποτελεί σαρκικό και φυσικό δώρο και όχι δώρο της θείας χάριτος (παρά το γεγονός ότι ο Θεός είναι εκείνος που έπλασε τη φύση), με ανάλογο τρόπο και η γνώση που προέρχεται από την έξω σοφία, ακόμη κι όταν την χρησιμοποιήσει κανείς σωστά, αποτελεί δώρο της φύσεως και όχι της χάριτος. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς συγκρίνει αναλογικά τη σαρκική ηδονή στα πλαίσια του νόμιμου γάμου, με τη γνώση στα πλαίσια της έξω σοφίας (υπό την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιείται σωστά), για να μας πείσει ότι όπως στην πρώτη έτσι και στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για φυσικά και όχι πνευματικά δώρα του Θεού. Με βάση τη βεβαιότητα που έχουμε ότι η σαρκική ηδονή στα πλαίσια του νόμιμου γάμου αποτελεί δώρο της φύσεως και όχι της χάριτος, μπορούμε να κατανοήσουμε κατ’ αναλογίαν ότι το ίδιο ισχύει και για την ορθώς χρησιμοποιούμενη θύραθεν γνώση21.
Σαφής απόδειξη και τεκμήριο, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ότι είναι φυσικό και όχι πνευματικό δώρο η ορθώς χρησιμοποιούμενη θύραθεν σοφία, είναι ότι χωρίς φροντίδα και μελέτη δεν αποκτάται από κανέναν απολύτως22. Γιατί κυριολεκτικά δώρο του Θεού και όχι της φύσεως είναι η χριστιανική θεοσοφία, η οποία και σε αλιείς ακόμη αν δοθεί από το Θεό, τους καθιστά ικανούς να διδάσκουν με το λόγο τα πέρατα της οικουμένης23. Η φυσική σοφία, λέγεται μάλιστα, ότι υπήρχε στον Αδάμ πολύ περισσότερο από ό,τι στους μετά από αυτόν, ο οποίος είναι και ο πρώτος που δε διαφύλαξε σώο το κατ’ εικόνα24. Η φυσική σοφία δεν είναι λοιπόν αρκετή για να διατηρήσει αβλαβές το κατ’ εικόνα. Μόνο η σοφία του Θεού, μπορεί να διαφυλάξει σώο το κατ’ εικόνα στον άνθρωπο. Δεν αρκεί η μάθηση της φυσικής σοφίας για τη σωτηρία και την κάθαρση του γνωστικού της ψυχής, καθώς και για την αφομοίωση προς το θείο αρχέτυπο25. Ο συλλογισμός με βάση την αναλογία μπορεί να αποβεί χρήσιμος στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και στο πνευματικό, καθώς και τη σωστή χρήση της σοφίας προς δοξολογία του Θεού.

2.3.2.3 Η αναλογία των «ὑελίνων ὑμένων» και της «πυρακτωμένης ὕλης»

Όπως τα αισθητά έτσι και τα νοητά όντα έχουν χρονική αρχή και είναι κτίσματα, σε αντίθεση με τη σοφία του Θεού η οποία δεν έχει χρονική αρχή και είναι άκτιστη26. Η σοφία των δημιουργημάτων είναι κτίσμα διότι είναι αποτέλεσμα, ενώ η σοφία της οποίας μετέχει δεν είναι κτίσμα, διότι είναι δύναμη συνημμένη με τον Κτίστη27. Όταν η κτιστή σοφία που έχει ο άνθρωπος, αντιτάσσεται στη σοφία του Θεού, τότε γίνεται ψευδώνυμη και έκπτωτη του ονόματός της28. Όταν όμως γίνεται διορατική και εξαγγελτική της σοφίας του Θεού στα κτίσματα, φανερώνει εκείνο που είναι αόρατο και καθίσταται έτσι όργανο της αλήθειας, αφανιστικό της άγνοιας, όντας «ἐκεῖνο κατὰ μέθεξιν ὃ κατ’ αἰτίαν τὸ ἀγγελλόμενον»29.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, θεωρεί «τῶν τεθεωμένων τὴν μέθεξιν ἑτέραν οὖσαν καὶ διαφέρουσαν διαφερόντως τῆς τῶν κτιστῶς προηγμένων μεθέξεως, οὐκ ἐπιφαινομένην μόνον, ἀλλὰ καὶ διαφαινομένην ἐχόντων τὴν θείαν ἐνέργειαν καὶ δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσαν αὖθις τὰ ἑαυτῆς δι’ ὑελίνων ὑμένων ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς ἤ διὰ τῆς πεπυρακτωμένης ὕλης τὸ πῦρ»30. Εκείνη δηλαδή η σοφία, η οποία εξαγγέλλει τη σοφία του Θεού, ονομάζεται κι αυτή σοφία επειδή μετέχει στη σοφία του Θεού ως «ἐπιφαινομένη» και όχι ως «διαφαινομένη», όπως στην περίπτωση των «τεθεωμένων». Το παράδειγμα της ηλιακής ακτίνας που διαπερνά τους γυάλινους υμένες και της φωτιάς που διαπερνά την πυρακτωμένη ύλη, φανερώνει τη διαφορά ανάμεσα στην «ἐπιφαινομένη» και στη «διαφαινομένη» μετοχή στην άκτιστη ενέργεια του Θεού. Με βάση το παράδειγμα, η ηλιακή ακτίνα και η φωτιά αναλογούν στη μετεχόμενη θεοποιό ενέργεια του Θεού, ενώ οι γυάλινοι υμένες και η πυρακτωμένη ύλη αναλογούν στους μετέχοντες της θεοποιού αυτής ενέργειας. Όπως η ηλιακή ακτίνα διαπερνά τους γυάλινους υμένες και όπως η φωτιά διαπερνά την πυρακτωμένη ύλη, ανάλογα και η θεοποιός ενέργεια του Θεού γίνεται μεθεκτή από τους «τεθεωμένους». Στα δύο αυτά παραδείγματα παρατηρούμε ότι η θεία ενέργεια διαπερνά ως μέσα από ύλη τους «τεθεωμένους», μεταδίδοντάς τους τις ιδιότητές της χωρίς να μεταβάλλει τη φύση τους. Με βάση αυτό το παράδειγμα και την αναλογία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς επιχειρεί να εξηγήσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην «ἐπιφαινομένη» και στη «διαφαινομένη» μετοχή στην άκτιστη σοφία του Θεού: ότι δηλαδή στη δεύτερη περίπτωση η άκτιστη σοφία καθιστά άκτιστους και τους μετέχοντες σ’ αυτήν, ενώ στην πρώτη περίπτωση όχι. Η «ἐπιφαινομένη» μετοχή των όντων στην άκτιστη σοφία δεν τα καθιστά κι αυτά άκτιστα, όπως στην περίπτωση της «διαφαινομένης» μετοχής των αξίων στην άκτιστη σοφία του Θεού.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «διττὸν ἡμῖν ἐνταυθοῖ δεικνὺς τὸ τῆς σοφίας εἶδος», Λόγος 1,3,14, ό.π., σελ. 424, «Διπλοῦν τὸ εἶδος τῆς ἀλήθειας», Λόγος 2,1,5, ό.π., σελ. 470, «διπλοῦν εἶναι τὸ εἶδος τῆς ἀληθείας». Οι διακρίσεις αυτές δεν αποτελούν καινοτομίες στο χώρο της πατερικής θεολογίας. Ο Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Εἰς Ψαλμὸν 14, PG 29, 256bc, Περὶ τοῦ βίου Μωϋσέως 2, PG 44, 329b, διακρίνει ανάμεσα σε δύο γνώσεις, την κοσμική και την πνευματική. Με την κοσμική σοφία, ο άνθρωπος μπορεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα του παρόντος πρόσκαιρου βίου, ενώ με την πνευματική σοφία μπορεί να οδηγηθεί στη βασιλεία του Θεού. Ο ΑΓ. ΙΣΑΑΚ ο ΣΥΡΟΣ θεωρεί ότι η γνώση που προηγείται της πίστης είναι φυσική, ενώ η γνώση που γεννιέται από την πίστη είναι πνευματική. Η φυσική γνώση έγκειται στη διάκριση του καλού και του κακού, ενώ η πνευματική αποτελεί θεωρία των αοράτων και αίσθηση των μυστηρίων. Η φυσική γνώση αν δεν συνάπτεται με την πίστη, δεν συντελεί στη γνώση της αλήθειας (βλ. π. Ι ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἡ Γνωσιολογία τοῦ ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Θεολογία 38 (1967), σελ. 206-223). Ο ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, διακρίνει διπλή αίσθηση, ‘‘καθ’ ἓξιν και κατ’ ἐνέργειαν’’ (Κεφάλαια διάφορα 4, 31, PG 90, 1316ab). Η επιστημονική γνώση είναι αποτέλεσμα λογικής δυνάμεως. Είναι η γνώση, δηλαδή, την οποίαν αποκτούμε διά του λόγου και αποτελεί την κοινή ανθρώπινη γνώση. Η γνώση όμως η οποία συνάπτεται με την τήρηση των εντολών, είναι εκείνη την οποία αποκτά ο πιστός με την καθαρότητα του νου. Ο Θεός για να βοηθήσει τον άνθρωπο στην πνευματική του ζωή, του δώρισε κάποιους νόμους για να ακολουθεί. Πρώτα του έδωσε τους φυσικούς νόμους, μετά τον γραπτό νόμο και τέλος το ευαγγέλιο, το οποίο αποτελεί τον πνευματικό νόμο της χάριτος. Ο φυσικός νόμος δόθηκε κατά τη δημιουργία στο λογικό του ανθρώπου. Με τη φυσική θεωρία βοηθείται ο άνθρωπος για την απόκτηση των αρετών. Η τελείωση όμως πραγματοποιείται δια της ἐν Χριστῷ θείας χάριτος και της συνεργίας του ανθρώπου (βλ. Α. ΡΑΝΤΟΣΑΒΛΙΕΒΙΤΣ, Τὸ Μυστήριο τῆς Σωτηρίας κατὰ τον ἃγιον Μάξιμον τὸν Ὁμολογητήν, Αθήνα 1975, σελ. 147). Η επιστημονική γνώση, για τους νηπτικούς πατέρες γενικότερα, είναι η επιστήμη του λόγου. Είναι ενέργεια διανοητική, η οποία βασίζεται σε γνωσιολογικές κατηγορίες και αποτελεί όργανο κατανόησης, περιγραφής και αξιολόγησης των πραγμάτων. Η πρόσκτησή της γίνεται με τη διαρκή μελέτη, τη σπουδή και τη μάθηση. Ο όσιος ΠΕΤΡΟΣ ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, λέει ότι η επιστήμη του λόγου είναι μία ανθρώπινη μάθηση, όπως οι υπόλοιπες μαθήσεις αυτού του κόσμου, γι’ αυτό δεν συμβάλλει καθόλου στη σωτηρία της ψυχής (Περὶ διακρίσεως, Γ΄, 68). Βλ. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Θεολογικὴ Γνωσιολογία κατὰ τοὺς Νηπτικοὺς Πατέρες, ό.π., σελ 20-22.
2. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,9, ό.π., σελ. 370, «φυσικὴ γάρ ἐστιν αὓτη καὶ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου». Σοφία του κόσμου, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, καλεί «ἐμπειρίας τε καὶ χάριτας πολυγλώσσων διαλέκτων, δύναμιν ρητορείας, εἴδησιν ἱστορίας, μυστηρίων φύσεως εὕρεσιν, πολυειδεῖς μεθόδους λογικῆς πραγματείας, πολυμερεῖς σκέψεις λογιστικῆς ἐπιστήμης, σχηματισμὸν ἀύλων πολυσχήμονας ἀναμετρήσεις», τα οποία θεωρεί ταυτοχρόνως καλά και κακά (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,6, ό.π., σελ. 366). Παρά τη σφοδρή πολεμική του ενάντια στη σοφία του κόσμου, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, δεν παρασύρεται στην ολοσχερή απόρριψη της, αλλά περιγράφει τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να λειτουργήσει σωστά και να αποβεί επωφελής για τον άνθρωπο. Τη θεωρεί καλή ως «γυμνάζουσα πρὸς ὀξυωπίαν τὸν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμόν», οδηγώντας τον έτσι στην κατανόηση των μυστηρίων της κτίσεως. Κακή είναι διότι οι πολυειδείς γνώσεις της είναι δυνατό να μεταποιούνται από εκείνους που τις χρησιμοποιούν σύμφωνα με τη δική τους γνώμη, και συμμορφώνονται εύκολα προς το σκοπό εκείνων που τα κατέχουν (βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,6, ό.π., σελ. 366. Πρβλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 4,23, PG 67, 516c). Στη Δύση, αντίθετα, στην περιοχή της σχολαστικής θεολογίας κυρίως, κυριάρχησε μία και ενιαία μεθοδολογία. Κατά τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 87 «το ἐπιστητό τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι ἕνα μέρος τῆς ὅλης κτιστῆς πραγματικότητας. Ἑπομένως και τα ‘‘μαθήματα’’ τῆς φιλοσοφίας ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ἄμεση συγγενική σχέση προς το χῶρο τῆς θεολογίας. Ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι προικισμένη με τις ‘‘κοινές ἔννοιες’’ και τις ‘‘ὁριστικές και διαιρετικές και συλλογιστικές δυνάμεις’’, τις οποίες η θεολογία χρησιμοποιεί για να ἐρευνήσει το ἐπιστητό της και να φτάσει στη θεογνωσία».
3. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,9, ό.π., σελ. 370, «πνευματικὴ δ’ οὔδέποτε γένοιτ’ ἄν, εἰ μὴ μετὰ τῆς πίστεως καὶ τῆ τοῦ Θεοῦ συγγένοιτο ἀγάπη, μᾶλλον δὲ εἰ μὴ πρὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς ἐγγινομένης χάριτος ἀναγεννηθείη»
4. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,9, σελ. 370, «καὶ ἄλλη παρὰ τὴν προτέραν γένοιτο, καινή τε καὶ θεοειδής, ἁγνή, εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστή τε λόγων τοὺς ἀκούοντας οἰκοδομούντων καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἥτις δὴ καὶ ἄνωθεν σοφία καί Θεοῦ σοφία κατονομάζεται, ἅτε τῇ τοῦ πνεύματος ὑποτεταγμένη σοφία».
5. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,11, ό.π., σελ. 373, «Κἄν τις τῶν πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγηται, αλλ’ ἐπὶ τῶν ρημάτων μόνον· ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων, πολὺ τὸ μεταξύ».
6. Α’ Κορ. 1,21.
7. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,16, ό.π., σελ. 379, «τὴν δ’
ἐγκαταβεβλημένην ὑπὸ τοῦ κτίστου τοῖς κτίσμασιν».
8. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,16, ό.π., σελ. 379, «ἂγγελον οὖσαν Θεοῦ».
9. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1,1,16, ό.π., σελ. 380, «Θεὸν ἐπέγνω τὸν δι’ αὐτῆς ἀγγελόμενον καὶ γνῶσιν ἒχει τῶν ὄντων άληθῆ καὶ Θεοῦ σοφίαν τρόπον ἕτερον, Θεοῦ σοφίας έπιγνώμων γενόμενος».
10. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «Εἰ γοῦν ὁ ἀληθὴς φιλόσοφος ἀνάγεται πρὸς τὸν αἴτιον, ὁ μὴ ἀναγόμενος οὐκ ἀληθής, οὐδ’ ἔχων σοφίαν, ἀλλ’ οἷον σοφίας ἀληθινῆς ἀπατηλὸν εἴδωλον καὶ στέρησιν σοφίας, ἀλλ’ οὐ σοφίαν».
11. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «νοῦς ἐστιν ἄνους καὶ ἐσκοτισμένος».
12. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «τὴν ἑτέρου φθορὰν γένεσιν ἐποίησεν ἑτέρου».
13. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «τῷ μὴ συνορᾶν μηδὲν ἐκ μηδαμῇ μηδαμῶς γινόμενον».
14. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «διττὸν ἡμῖν ἐνταυθοῖ δεικνὺς τὸ τῆς σοφίας εἶδος».
15. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Φιλοσοφική Ανθρωπολογία στο Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997, σελ. 232, «η διττή αυτή γνωσιολογική αναφορά (δύο σοφίες) είναι καθόλα νόμιμη και σε καμιά περίπτωση αντιφατική, αφού έχει ως αντικείμενό της και τα δύο οντολογικά επίπεδα παρουσίας του Θεού, καθώς το ένα σκέλος της ερευνά το ενδοκοσμικό, παραγωγικό και γνώσιμο επίπεδο και το άλλο ανάγεται μ’ ένα μυστικό τρόπο στο υπερβατικό, ανεκδήλωτο και απροσδιόριστο». Εάν, ωστόσο, η παρουσία του Θεού υποδιαιρείται σε οντολογικά επίπεδα, τότε το άκτιστο διαιρείται σε κτιστές κατηγορίες και τα υπερ-φύσιν αποτελούν μέρος των κατά-φύσιν. Αυτό αποδεικνύει πως όταν η πατερική παράδοση ερμηνεύεται μέσα από σύγχρονες μορφές σκέψης, χάνει το πραγματικό νόημά της και από θεολογία υποβιβάζεται σε οντολογία ή υπαρξιακή φιλοσοφία.
16. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380.
17. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,17, ό.π., σελ. 380, «τῶ διπλασιασμῶ τοῦ τῆς ‘‘σοφίας’’ ονόματος».
18. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,20, ό.π., σελ. 384. Εκείνος ο οποίος κάνει αμέριμνη ζωή, στηρίζοντας την ελπίδα του στο Θεό, «φυσικῶς κινεῖ τὴν ψυχὴν πρὸς κατανόησιν τῶν κτισμάτων τοῦ Θεοῦ», Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,20.
19. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ.385, «παρὰ Θεοῦ κοινῆ πᾶσι δεδομένον και μελέτη πρὸς ἐπίδοσιν ἀγόμενον».
20. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ.385.
21. Η αναλογία αποτελεί ένα χρήσιμο όργανο μεταφοράς μίας βέβαιης γνώσης από ένα γεγονός ή μία κατάσταση σε ένα άλλο γεγονός ή κατάσταση, με σκοπό την απόδειξη της αλήθειας σχετικά με αυτό και την απόρριψη της πλάνης. Η αναλογία στα πλαίσια της θεολογίας του αγ. Γρηγορίου Παλαμά αποτελεί συνεπώς ένα χρήσιμο όργανο μεταφοράς γνώσης, με σκοπό την απόδειξη της αλήθειας και την αποφυγή της πλάνης.
22. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ.385, «ὅ καὶ τοῦτο τεκμήριον ἐναργὲς ὡς φυσικὸν ἀλλ᾿ οὐ πνευματικόν ἄρα δῶρον, τὸ μὴ σπουδῆς καὶ μελέτης ἄνευ μηδενὶ τῶν ἁπάντων παραγίνεσθαι».
23. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ. 386.
24. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων,1,22, ό.π., σελ. 386.
25. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,22, ό.π., σελ. 386, «ἡ σώζουσα καὶ τὸ τῆς ψυχῆς γνωστικὸν καθαίρουσα καὶ πρὸς τὸ θείον αρχέτυπον ἀφομοιοῦσα».
26. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περί θείων ενεργειῶν, 40, ό.π., σελ. 125, «Ὁ μὲν οὖν νοητὸς καὶ αἰσθητὸς σύμπας κόσμος ἦρκται κτίσμα ὤν, ἡ δὲ ἐπιφαινομένη τούτῳ ἤ καὶ ἐμφαινομένη, ἅτε δὴ μετεχομένη σοφία τοῦ κτίσαντος Θεοῦ…πῶς ἄν ἀρκτὸν ἤ κτιστὸν εἴη;».
27. Περί θείων ενεργειῶν, 40, σελ. 125, «Κἄν τι τῶν δημιουργημάτων ὑπάρχῃ σοφόν, ἥν μὲν ἔχει σοφίαν κτίσμα, καὶ γὰρ ἀποτέλεσμα, ἧς δὲ μετέχει, καθὸ τεχνητόν, σοφίας οὐ κτίσμα, καὶ γὰρ δύναμἰς ἐστι θεία συνημμένη τῷ κτίσαντι».
28. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,12, ό.π., σελ. 375.
29. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,13, ό.π., σελ. 376.

30. Περί θείων ενεργειῶν, 40, ό.π., σελ. 125.

Δεν υπάρχουν σχόλια: