Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXIΧ)
Από την φιλελεύθερη Τριάδα στην θεολογία της Τριαδικής Αυτοφανερώσεως.
Μια πολύ ισχυρή ώθηση στην ανανέωση του Τριαδικού στοχασμού, που δεν περιορίστηκε μόνον στον προτεσταντικό χώρο, ήλθε από τον Καρλ Μπαρτ. Καταρχάς ο Μπαρτ σκέφτηκε να εναρμονίσει την θεολογία της Μεταρρυθμίσεως με την Ιδεαλιστική και Ρομαντική θεολογία. Κατάλαβε όμως πολύ γρήγορα πως ζούσε σ’ έναν παληό κόσμο και αισθανόταν έντονα την αμηχανία του, παρότι ακόμη δεν γνώριζε ότι υπάρχει εκείνος ο καινούριος κόσμος προς τον οποίο θα ξεδιπλώσει αργότερα τα φτερά του!
Αυτό της προσωπικότητος, ανακοίνωσε τότε ο νεαρός Μπαρτ, παρουσιάζεται σαν μια έννοια τοποθετημένη στο σύνορο ανάμεσα στην υπερβατικότητα και την ψυχολογία, αλλά που δεν μπορεί ταυτόχρονα να αναπτυχθεί, πραγματικώς και πλήρως, σ’ ένα μόνον από τα δύο πεδία και πρέπει αναγκαίως να συμμετέχει και στα δύο. Ενώ η υπερβατικότης (Λογική, ηθική, αισθητική) προσδιορίζει την στιγμή του απολύτου που ριζώνει στην προσωπικότητα, χωρίς όριο, χωρίς τελειότητα, χωρίς προσδιορισμό, αντιθέτως η ψυχολογία φανερώνει την προσωπικότητα σαν κάτι μοναδικό, ειδικό, ατομικό. Γι’ αυτό είναι αδύνατον να κατασκευάσουμε μια καθαρή έννοια της προσωπικότητος μόνο με την υπερβατικότητα ή μόνον με την ψυχολογία. Από την άποψη της υπερβατικότης, καθώς είναι πνευματικό «ΕΓΩ» κατεξοχήν, η προσωπικότης είναι αναμφίβολα ένα υποθέτω και ένα κατανοώ άπειρα, πνευματική δεκτικότης, άπειρη δύναμις. Το πνευματικό ον είναι πράξη, μια πράξη που περιέχει στον εαυτό της την φορά προς ένα ιδανικό. Αυτή η ροπή είναι η ουσία του πνεύματος. Από το άλλο μέρος η εμπειρική περατότης του πνευματικού όντος, ακριβώς επειδή είναι εμπειρική, είναι μια κατάσταση, ακριβέστερα δε μια κατάσταση αχώριστη από την προσωπικότητα.
Ο θεός πρέπει να γίνει κατανοητός με την ιδεαλιστική παράδοση, πάνω απ’ όλα σαν πνεύμα, και ακριβέστερα σαν «απόλυτο πνεύμα». Ακόμη περισσότερο δε, η θρησκευτική εμπειρία απαιτεί να αναγνωρισθεί ακόμη και ο ατομικός χαρακτήρας αυτού του «απολύτου πνεύματος»: ο θεός πρέπει να είναι και «υποκείμενο». Αυτό που η θρησκεία εννοεί όταν προφέρει την λέξη «θεός» είναι ακριβώς ένα «ΕΓΩ» προικισμένο με απόλυτη αλλά και ατομική ταυτόχρονα πνευματικότητα. Ο απόλυτος και ο ατομικός σύγχρονος χαρακτήρας του θεού είναι αναγκαίοι και οι δύο για την κατανόηση της θρησκευτικής εμπειρίας-και έτσι φτάνουμε σε μια ανυπέρβλητη αντίφαση! Ανάμεσα στην οριακή ιδέα του πανθεϊσμού που θα ήθελε να εξαφανίσει την προσωπικότητα του θεού και την οριακή ιδέα του θεϊσμού, που θα ήθελε να αντιθέσει στον κόσμο αυτή την προσωπικότητα σαν κάτι πεπερασμένο, δεν μένει παρά ένας ενδιάμεσος χώρος, ανοιχτός, ο οποίος δεν θα έπρεπε να κρυφτεί από καμιά απολογητική σύνθεση. Πάνω απ’ όλα θα ήταν απαγορευμένο να πάρουμε την προσωπική δομή του ανθρώπου, στην πεπερασμένη απειρία της, σαν σημείο εκκινήσεως για την επεξεργασία μιας έννοιας του θεού. Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το εμπόδιο καταφεύγοντας στην θεμελίωση της προσωπικότητος του θεού στην βάση της ανθρώπινης, διότι σ’ αυτό το σημείο δικαίως θα επανερχόταν η κριτική του Φώυερμπαχ. Ένας στοχασμός για τον θεό, που αναγνωρίζεται ότι προέρχεται από την προβολή της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας στο υπερβατικό, δεν θα μπορέσει ποτέ να φθάσει την πραγματικότητα του θεού και ακόμη λιγότερο να την περιγράψει! Δεν μπορεί να είναι μια προβολή έξω από εμάς που να μπορεί να αποτελέσει τον στοχασμό του θεού της θρησκείας, αλλά μόνον η αντανάκλαση ενός γεγονότος το οποίο παρασκευάζεται σε εμάς. Αυτό το γεγονός είναι η ίδια η ζωή η οποία προέρχεται από τον θεό, δωρισμένη σε μας στην σχέση μας με την Ιστορία. Η εσωτερική μας εξάρτηση, που παράγεται από την Ιστορία, είναι η θρησκευτική εμπειρία. Σ' αυτή έχουμε τον θεό, και στηριζόμενοι σ' αυτή μπορούμε να μιλήσουμε για τον θεό. Μέσω της εμπειρίας φτάνουμε στην πραγματικότητα του θεού, όχι μέσω της λογικής. Εάν προσωπικότης και απολυτότης του θεού φαίνονται να αλληλοκαταργούνται στην σκέψη, αντιθέτως η συνύπαρξή τους απαιτείται στην θρησκευτική εμπειρία. Με άλλα λόγια, τελειώνει ο Μπαρτ, η πραγματικότης του θεού ξεπερνά τα δικά μας μοντέλα γνώσεως: το όριο της σκέψης είναι ένας περιορισμός αυτής της ίδιας της δυνατότητός της!
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, παρόλη την συντομία της εκθέσεως, για τον νεαρό Barth, η βάση της ενότητος της εμπειρίας δεν είναι το “υπερβατικό υποκείμενο” όπως ήθελε ο Σλαϊερμάχερ της πιστής συνειδήσεως, αλλά η δηλωμένη ανάληψις της δυσκολίας και της τομής! Ακόμη και όταν πάψει να μιλά αργότερα για “θρησκευτική εμπειρία” και αρχίσει να κηρύττει την Τριάδα με τους τρόπους υπάρξεως του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ο Μπαρτ θα συνεχίσει να μιλά για τον θεό, με την ιδεαλιστική τοποθέτηση του προβλήματος της Persona Dei, σαν ένα μοναδικό πρόσωπο, ένα μοναδικό υποκείμενο, ένα μοναδικό απόλυτο ΕΓΩ.
Αφού δοκίμασε τον ανθρωποκεντρισμό του Σλαϊερμάχερ και της φιλελεύθερης σχολής των Troeltsch, Harnack, όταν ξαναανακαλύπτει την θεότητα του θεού ο Barth υψώνει την υπερήφανη αντίρρησή του λέγοντας ένα δυνατό ΟΧΙ, για να περάσει στον θεοκεντρισμό της διαλεκτικής θεολογίας. Στην οδό που οδηγεί από χαμηλά προς τα υψηλά, ο Μπαρτ θέλει να αντικαταστήσει την οδό από ψηλά προς τα χαμηλά. Μετά την εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος έγινε υποκείμενο καταντώντας τον θεό δικό του κατηγόρημα, θέλει να ξεκινήσει την εποχή στην οποία ο θεός είναι ταυτόχρονα υποκείμενο, αντικείμενο και κατηγόρημα ολόκληρης της θεολογίας. Θέλει να αποσπάσει την θεολογία από την κυριαρχία της φιλοσοφίας ή του πολιτισμού γενικώς, ξαναδίνοντάς της την πρωταρχική της αυτονομία: προσπαθεί να επαναφέρει στην θεολογία, την θεολογία!
Γι' αυτό και στην γενναιόδωρη και παθιασμένη προσπάθεια της “Kirchliche Dogmatik”, ακριβώς στην αρχή, ο Μπαρτ βεβαιώνει πως ο Λόγος του θεού είναι θεός ο ίδιος, ο Κύριος, στην αποκάλυψή Του: Όμως τώρα η έννοια της αποκαλύψεως, όπως εμφανίζεται στην Γραφή, σημαίνει για τον Μπαρτ πως ο θεός στην αναλλοίωτη ενότητά του, αλλά επίσης και στην αναλλοίωτη ετερότητά του είναι μαζί, ο αποκαλύπτων, η αποκάλυψη, το αποκεκαλυμμένο. Η αποκάλυψη είναι ο θεός που αποκαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τον εαυτό του. Οπωσδήποτε στις Γραφές η αποκάλυψη είναι πάντοτε μια Ιστορία που συμβαίνει ανάμεσα στον θεό και σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Όμως, ξανά κατά τις Γραφές, για να γίνει γνωστός ο θεός που αποκαλύπτεται πρέπει να τον γνωρίσουμε στην ενέργεια στην οποία αποκαλύπτεται σαν θεός και στο γεγονός πως απεκαλύφθη σαν θεός, ο Κύριος. Ο θεός δεν είναι “αντικείμενο” κατά κανένα τρόπο κάποιου ή σε κάτι που δεν είναι αυτός ο ίδιος. Μόνον ο θεός μπορεί να μιλήσει για τον θεό. Και ο θεός δεν μπορεί να μιλήσει παρά μόνον για τον θεό. Ο Μπαρτ επιθυμώντας λοιπόν να ξαναεισάγει στην θεολογία το κηρυγματικό “αντικείμενο”, το ξαναανακαλύπτει σαν εντελώς άλλο θεολογικό “υποκείμενο”.
Πώς έφτασε όμως ο Μπαρτ στο τριαδικό δόγμα της “Kirchliche Dogmatik” (1932) δηλαδή σε μια αυθεντική “κοπερνικιανή επανάσταση” της προτεσταντικής θεολογίας; Στα 1924, την χρονιά ακριβώς που ο Μπαρτ αναγνώρισε την πραγματικότητα του Γεννηθέντος εκ της παρθένου (natus ex virgine), έγραφε στον φίλο του στο Thurneysen: «Το δόγμα της Τριάδος! Εάν μπορούσα να έχω το σωστό κλειδί θα ήταν όλα απλά».
Αυτό το κλειδί το βρίσκει ο Μπαρτ αποκαλύπτοντας τον κεντρικό και παράλληλο ρόλο του δόγματος του Λόγου του θεού με το δόγμα της αποκαλύψεως και τέλος με το Τριαδικό δόγμα.
Ο Μόλτμαν παρατήρησε πως ο Μπαρτ ήδη από το 1925, γράφοντας για τον δάσκαλό του Wilhelm Hermann, είχε αναπτύξει αναλυτικά το θέμα της αυτοαποκαλύψεως του θεού. Ο Μπαρτ τονίζει εδώ πως ο θεός είναι δυνατόν να γνωσθεί μόνον αποκαλύπτοντας “εαυτόν” σε εμάς όμως στην υποκειμενικότητα του ανθρώπου του Hermann, αντικαθιστά την υποκειμενικότητα του θεού, αλλά του θεού Μονάδος και Τριάδος. «Μιλώντας για τον θεό Μονάδα και Τριάδα –αναρωτιέται ο Μπαρτ– δεν θα ‘πρεπε να σκεφτούμε την ακατάσχετη υποκειμενικότητα του θεού που τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο actus purissimus του τριπλού του προσωπικού Είναι;»
Για να φέρει εις πέρας μια νέα Δογματική, στην οποία θα αναγνωρίζεται από την αρχή το πρωτείο του Λόγου του θεού και επομένως η Τριαδική διάσταση της αποκαλύψεως, ο Μπαρτ αφιερώνεται μέρα και νύχτα, όπως περιγράφει, με μια τέτοια ένταση που στην «διαρκεία της νύχτας ονειρεύομαι γύρω απ’ αυτά τα αινιγματικά πρόσωπα με τους “υποστατικούς τους χαρακτήρες” ad intra e ad extra, και γύρω από όλα τα πράγματα που πρέπει να υπολογισθούν με ακρίβεια στην προσπάθειά μας να μείνουμε στην γραμμή της Νίκαιας, ανάμεσα στην Μοναρχία και στην υποταγή του Υιού. Κατά πάσα πιθανότητα είμαι ο μοναδικός καθηγητής θεολογίας (εκτός των καθολικών, φυσικά) που σπάει το κεφάλι του μ’ αυτά τα πράγματα».
Η βασική έννοια πάνω στην οποία βασιζόταν ήταν αυτή του Λόγου του θεού στον Ιησού Χριστό. Η σχέση θεού και ανθρώπου, για την οποία μιλά ο Χριστιανισμός στην καθαρή μορφή της ανακοινώσεως του Ευαγγελίου, είναι και αυτή “Λόγος”. Δεν γίνεται μόνον επειδή ανακοινώνεται στον άνθρωπο, αλλά είναι από την καταγωγή του. Ο Λόγος του θεού δεν τίθεται από την έννοια του ανθρώπου που ακούει, όπως ο θεός του Σλαϊερμάχερ τίθεται από το “αίσθημα της εξαρτήσεως”. Στην μεταμόρφωση της θεολογίας σε ανθρωπολογία εκ μέρους της φιλελεύθερης θεολογίας ο Μπαρτ αντιθέτει τις πρωτότυπες Αρχές των Μεταρρυθμιστών. Το αντικείμενο της Δογματικής δεν μπορεί να είναι λοιπόν η “χριστιανική πίστη” αλλά ο Λόγος του θεού.
Ο Λόγος του θεού δεν βασίζεται ούτε περιέχεται στην χριστιανική πίστη, αλλά η χριστιανική πίστη στον Λόγο του θεού. Δεν πρόκειται να καταστραφεί βεβαίως ο συσχετισμός τους. Αλλά η πίστη δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνον σαν απάντηση στον Λόγο του θεού και ταυτοχρόνως σαν αποτέλεσμα αυτού του Λόγου. Deus dixit.
Τα προλεγόμενα της Δογματικής πρέπει να είναι μια αντιπαράθεση στην νεοπροτεσταντική Δογματική. Ενώ αυτή η τελευταία συνήθιζε να παρουσιάζει τις προϋποθέσεις και τις γενικές συνθήκες (φιλοσοφικο-θρησκευτικές, ψυχολογικές κ.τ.λ.) της χριστιανικής πίστεως, τώρα ο Μπαρτ θέλει να καθορίσει τα προλεγόμενα σαν μια περίληψη της Δογματικής, ικανής να απεικονίσει το όλον, σαν μια εισαγωγή με ένα προκριματικό άλμα σ’ αυτό το ίδιο το πράγμα (res ipsa) της Δογματικής, σαν μια απόδειξη πως η χριστιανική πίστη δεν είχε και ούτε έχει ανάγκη γενικών προϋποθέσεων.
Γράφει τα προλεγόμενα του λοιπόν ο Μπαρτ σαν ένα λεπτομερές “Δόγμα του Λόγου του Θεού”, στα οποία εκτίθενται προκαταβολικώς και ουσιαστικώς τα θέματα της Τριάδος, της ενσαρκώσεως, της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. «Όποιος δεν μιλά και δεν ακούει αυτόν τον θεό, όποιος γνωρίζει και δεν ομολογεί τον θεό σαν unus trinus, δεν μίλα και δεν ακούει τον Λόγο του θεού».
Ο ενσαρκωθείς Λόγος είναι το κέντρο του στοχασμού: τα προλεγόμενα έχουν χαρακτήρα χριστοκεντρικό και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τον αποκλεισμό κάθε κριτηρίου διαφορετικού από την αποκάλυψη που μας δώρισε ο Ιησούς Χριστός.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Από την φιλελεύθερη Τριάδα στην θεολογία της Τριαδικής Αυτοφανερώσεως.
Μια πολύ ισχυρή ώθηση στην ανανέωση του Τριαδικού στοχασμού, που δεν περιορίστηκε μόνον στον προτεσταντικό χώρο, ήλθε από τον Καρλ Μπαρτ. Καταρχάς ο Μπαρτ σκέφτηκε να εναρμονίσει την θεολογία της Μεταρρυθμίσεως με την Ιδεαλιστική και Ρομαντική θεολογία. Κατάλαβε όμως πολύ γρήγορα πως ζούσε σ’ έναν παληό κόσμο και αισθανόταν έντονα την αμηχανία του, παρότι ακόμη δεν γνώριζε ότι υπάρχει εκείνος ο καινούριος κόσμος προς τον οποίο θα ξεδιπλώσει αργότερα τα φτερά του!
Αυτό της προσωπικότητος, ανακοίνωσε τότε ο νεαρός Μπαρτ, παρουσιάζεται σαν μια έννοια τοποθετημένη στο σύνορο ανάμεσα στην υπερβατικότητα και την ψυχολογία, αλλά που δεν μπορεί ταυτόχρονα να αναπτυχθεί, πραγματικώς και πλήρως, σ’ ένα μόνον από τα δύο πεδία και πρέπει αναγκαίως να συμμετέχει και στα δύο. Ενώ η υπερβατικότης (Λογική, ηθική, αισθητική) προσδιορίζει την στιγμή του απολύτου που ριζώνει στην προσωπικότητα, χωρίς όριο, χωρίς τελειότητα, χωρίς προσδιορισμό, αντιθέτως η ψυχολογία φανερώνει την προσωπικότητα σαν κάτι μοναδικό, ειδικό, ατομικό. Γι’ αυτό είναι αδύνατον να κατασκευάσουμε μια καθαρή έννοια της προσωπικότητος μόνο με την υπερβατικότητα ή μόνον με την ψυχολογία. Από την άποψη της υπερβατικότης, καθώς είναι πνευματικό «ΕΓΩ» κατεξοχήν, η προσωπικότης είναι αναμφίβολα ένα υποθέτω και ένα κατανοώ άπειρα, πνευματική δεκτικότης, άπειρη δύναμις. Το πνευματικό ον είναι πράξη, μια πράξη που περιέχει στον εαυτό της την φορά προς ένα ιδανικό. Αυτή η ροπή είναι η ουσία του πνεύματος. Από το άλλο μέρος η εμπειρική περατότης του πνευματικού όντος, ακριβώς επειδή είναι εμπειρική, είναι μια κατάσταση, ακριβέστερα δε μια κατάσταση αχώριστη από την προσωπικότητα.
Ο θεός πρέπει να γίνει κατανοητός με την ιδεαλιστική παράδοση, πάνω απ’ όλα σαν πνεύμα, και ακριβέστερα σαν «απόλυτο πνεύμα». Ακόμη περισσότερο δε, η θρησκευτική εμπειρία απαιτεί να αναγνωρισθεί ακόμη και ο ατομικός χαρακτήρας αυτού του «απολύτου πνεύματος»: ο θεός πρέπει να είναι και «υποκείμενο». Αυτό που η θρησκεία εννοεί όταν προφέρει την λέξη «θεός» είναι ακριβώς ένα «ΕΓΩ» προικισμένο με απόλυτη αλλά και ατομική ταυτόχρονα πνευματικότητα. Ο απόλυτος και ο ατομικός σύγχρονος χαρακτήρας του θεού είναι αναγκαίοι και οι δύο για την κατανόηση της θρησκευτικής εμπειρίας-και έτσι φτάνουμε σε μια ανυπέρβλητη αντίφαση! Ανάμεσα στην οριακή ιδέα του πανθεϊσμού που θα ήθελε να εξαφανίσει την προσωπικότητα του θεού και την οριακή ιδέα του θεϊσμού, που θα ήθελε να αντιθέσει στον κόσμο αυτή την προσωπικότητα σαν κάτι πεπερασμένο, δεν μένει παρά ένας ενδιάμεσος χώρος, ανοιχτός, ο οποίος δεν θα έπρεπε να κρυφτεί από καμιά απολογητική σύνθεση. Πάνω απ’ όλα θα ήταν απαγορευμένο να πάρουμε την προσωπική δομή του ανθρώπου, στην πεπερασμένη απειρία της, σαν σημείο εκκινήσεως για την επεξεργασία μιας έννοιας του θεού. Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε το εμπόδιο καταφεύγοντας στην θεμελίωση της προσωπικότητος του θεού στην βάση της ανθρώπινης, διότι σ’ αυτό το σημείο δικαίως θα επανερχόταν η κριτική του Φώυερμπαχ. Ένας στοχασμός για τον θεό, που αναγνωρίζεται ότι προέρχεται από την προβολή της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας στο υπερβατικό, δεν θα μπορέσει ποτέ να φθάσει την πραγματικότητα του θεού και ακόμη λιγότερο να την περιγράψει! Δεν μπορεί να είναι μια προβολή έξω από εμάς που να μπορεί να αποτελέσει τον στοχασμό του θεού της θρησκείας, αλλά μόνον η αντανάκλαση ενός γεγονότος το οποίο παρασκευάζεται σε εμάς. Αυτό το γεγονός είναι η ίδια η ζωή η οποία προέρχεται από τον θεό, δωρισμένη σε μας στην σχέση μας με την Ιστορία. Η εσωτερική μας εξάρτηση, που παράγεται από την Ιστορία, είναι η θρησκευτική εμπειρία. Σ' αυτή έχουμε τον θεό, και στηριζόμενοι σ' αυτή μπορούμε να μιλήσουμε για τον θεό. Μέσω της εμπειρίας φτάνουμε στην πραγματικότητα του θεού, όχι μέσω της λογικής. Εάν προσωπικότης και απολυτότης του θεού φαίνονται να αλληλοκαταργούνται στην σκέψη, αντιθέτως η συνύπαρξή τους απαιτείται στην θρησκευτική εμπειρία. Με άλλα λόγια, τελειώνει ο Μπαρτ, η πραγματικότης του θεού ξεπερνά τα δικά μας μοντέλα γνώσεως: το όριο της σκέψης είναι ένας περιορισμός αυτής της ίδιας της δυνατότητός της!
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, παρόλη την συντομία της εκθέσεως, για τον νεαρό Barth, η βάση της ενότητος της εμπειρίας δεν είναι το “υπερβατικό υποκείμενο” όπως ήθελε ο Σλαϊερμάχερ της πιστής συνειδήσεως, αλλά η δηλωμένη ανάληψις της δυσκολίας και της τομής! Ακόμη και όταν πάψει να μιλά αργότερα για “θρησκευτική εμπειρία” και αρχίσει να κηρύττει την Τριάδα με τους τρόπους υπάρξεως του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ο Μπαρτ θα συνεχίσει να μιλά για τον θεό, με την ιδεαλιστική τοποθέτηση του προβλήματος της Persona Dei, σαν ένα μοναδικό πρόσωπο, ένα μοναδικό υποκείμενο, ένα μοναδικό απόλυτο ΕΓΩ.
Αφού δοκίμασε τον ανθρωποκεντρισμό του Σλαϊερμάχερ και της φιλελεύθερης σχολής των Troeltsch, Harnack, όταν ξαναανακαλύπτει την θεότητα του θεού ο Barth υψώνει την υπερήφανη αντίρρησή του λέγοντας ένα δυνατό ΟΧΙ, για να περάσει στον θεοκεντρισμό της διαλεκτικής θεολογίας. Στην οδό που οδηγεί από χαμηλά προς τα υψηλά, ο Μπαρτ θέλει να αντικαταστήσει την οδό από ψηλά προς τα χαμηλά. Μετά την εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος έγινε υποκείμενο καταντώντας τον θεό δικό του κατηγόρημα, θέλει να ξεκινήσει την εποχή στην οποία ο θεός είναι ταυτόχρονα υποκείμενο, αντικείμενο και κατηγόρημα ολόκληρης της θεολογίας. Θέλει να αποσπάσει την θεολογία από την κυριαρχία της φιλοσοφίας ή του πολιτισμού γενικώς, ξαναδίνοντάς της την πρωταρχική της αυτονομία: προσπαθεί να επαναφέρει στην θεολογία, την θεολογία!
Γι' αυτό και στην γενναιόδωρη και παθιασμένη προσπάθεια της “Kirchliche Dogmatik”, ακριβώς στην αρχή, ο Μπαρτ βεβαιώνει πως ο Λόγος του θεού είναι θεός ο ίδιος, ο Κύριος, στην αποκάλυψή Του: Όμως τώρα η έννοια της αποκαλύψεως, όπως εμφανίζεται στην Γραφή, σημαίνει για τον Μπαρτ πως ο θεός στην αναλλοίωτη ενότητά του, αλλά επίσης και στην αναλλοίωτη ετερότητά του είναι μαζί, ο αποκαλύπτων, η αποκάλυψη, το αποκεκαλυμμένο. Η αποκάλυψη είναι ο θεός που αποκαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τον εαυτό του. Οπωσδήποτε στις Γραφές η αποκάλυψη είναι πάντοτε μια Ιστορία που συμβαίνει ανάμεσα στον θεό και σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Όμως, ξανά κατά τις Γραφές, για να γίνει γνωστός ο θεός που αποκαλύπτεται πρέπει να τον γνωρίσουμε στην ενέργεια στην οποία αποκαλύπτεται σαν θεός και στο γεγονός πως απεκαλύφθη σαν θεός, ο Κύριος. Ο θεός δεν είναι “αντικείμενο” κατά κανένα τρόπο κάποιου ή σε κάτι που δεν είναι αυτός ο ίδιος. Μόνον ο θεός μπορεί να μιλήσει για τον θεό. Και ο θεός δεν μπορεί να μιλήσει παρά μόνον για τον θεό. Ο Μπαρτ επιθυμώντας λοιπόν να ξαναεισάγει στην θεολογία το κηρυγματικό “αντικείμενο”, το ξαναανακαλύπτει σαν εντελώς άλλο θεολογικό “υποκείμενο”.
Πώς έφτασε όμως ο Μπαρτ στο τριαδικό δόγμα της “Kirchliche Dogmatik” (1932) δηλαδή σε μια αυθεντική “κοπερνικιανή επανάσταση” της προτεσταντικής θεολογίας; Στα 1924, την χρονιά ακριβώς που ο Μπαρτ αναγνώρισε την πραγματικότητα του Γεννηθέντος εκ της παρθένου (natus ex virgine), έγραφε στον φίλο του στο Thurneysen: «Το δόγμα της Τριάδος! Εάν μπορούσα να έχω το σωστό κλειδί θα ήταν όλα απλά».
Αυτό το κλειδί το βρίσκει ο Μπαρτ αποκαλύπτοντας τον κεντρικό και παράλληλο ρόλο του δόγματος του Λόγου του θεού με το δόγμα της αποκαλύψεως και τέλος με το Τριαδικό δόγμα.
Ο Μόλτμαν παρατήρησε πως ο Μπαρτ ήδη από το 1925, γράφοντας για τον δάσκαλό του Wilhelm Hermann, είχε αναπτύξει αναλυτικά το θέμα της αυτοαποκαλύψεως του θεού. Ο Μπαρτ τονίζει εδώ πως ο θεός είναι δυνατόν να γνωσθεί μόνον αποκαλύπτοντας “εαυτόν” σε εμάς όμως στην υποκειμενικότητα του ανθρώπου του Hermann, αντικαθιστά την υποκειμενικότητα του θεού, αλλά του θεού Μονάδος και Τριάδος. «Μιλώντας για τον θεό Μονάδα και Τριάδα –αναρωτιέται ο Μπαρτ– δεν θα ‘πρεπε να σκεφτούμε την ακατάσχετη υποκειμενικότητα του θεού που τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο actus purissimus του τριπλού του προσωπικού Είναι;»
Για να φέρει εις πέρας μια νέα Δογματική, στην οποία θα αναγνωρίζεται από την αρχή το πρωτείο του Λόγου του θεού και επομένως η Τριαδική διάσταση της αποκαλύψεως, ο Μπαρτ αφιερώνεται μέρα και νύχτα, όπως περιγράφει, με μια τέτοια ένταση που στην «διαρκεία της νύχτας ονειρεύομαι γύρω απ’ αυτά τα αινιγματικά πρόσωπα με τους “υποστατικούς τους χαρακτήρες” ad intra e ad extra, και γύρω από όλα τα πράγματα που πρέπει να υπολογισθούν με ακρίβεια στην προσπάθειά μας να μείνουμε στην γραμμή της Νίκαιας, ανάμεσα στην Μοναρχία και στην υποταγή του Υιού. Κατά πάσα πιθανότητα είμαι ο μοναδικός καθηγητής θεολογίας (εκτός των καθολικών, φυσικά) που σπάει το κεφάλι του μ’ αυτά τα πράγματα».
Η βασική έννοια πάνω στην οποία βασιζόταν ήταν αυτή του Λόγου του θεού στον Ιησού Χριστό. Η σχέση θεού και ανθρώπου, για την οποία μιλά ο Χριστιανισμός στην καθαρή μορφή της ανακοινώσεως του Ευαγγελίου, είναι και αυτή “Λόγος”. Δεν γίνεται μόνον επειδή ανακοινώνεται στον άνθρωπο, αλλά είναι από την καταγωγή του. Ο Λόγος του θεού δεν τίθεται από την έννοια του ανθρώπου που ακούει, όπως ο θεός του Σλαϊερμάχερ τίθεται από το “αίσθημα της εξαρτήσεως”. Στην μεταμόρφωση της θεολογίας σε ανθρωπολογία εκ μέρους της φιλελεύθερης θεολογίας ο Μπαρτ αντιθέτει τις πρωτότυπες Αρχές των Μεταρρυθμιστών. Το αντικείμενο της Δογματικής δεν μπορεί να είναι λοιπόν η “χριστιανική πίστη” αλλά ο Λόγος του θεού.
Ο Λόγος του θεού δεν βασίζεται ούτε περιέχεται στην χριστιανική πίστη, αλλά η χριστιανική πίστη στον Λόγο του θεού. Δεν πρόκειται να καταστραφεί βεβαίως ο συσχετισμός τους. Αλλά η πίστη δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνον σαν απάντηση στον Λόγο του θεού και ταυτοχρόνως σαν αποτέλεσμα αυτού του Λόγου. Deus dixit.
Τα προλεγόμενα της Δογματικής πρέπει να είναι μια αντιπαράθεση στην νεοπροτεσταντική Δογματική. Ενώ αυτή η τελευταία συνήθιζε να παρουσιάζει τις προϋποθέσεις και τις γενικές συνθήκες (φιλοσοφικο-θρησκευτικές, ψυχολογικές κ.τ.λ.) της χριστιανικής πίστεως, τώρα ο Μπαρτ θέλει να καθορίσει τα προλεγόμενα σαν μια περίληψη της Δογματικής, ικανής να απεικονίσει το όλον, σαν μια εισαγωγή με ένα προκριματικό άλμα σ’ αυτό το ίδιο το πράγμα (res ipsa) της Δογματικής, σαν μια απόδειξη πως η χριστιανική πίστη δεν είχε και ούτε έχει ανάγκη γενικών προϋποθέσεων.
Γράφει τα προλεγόμενα του λοιπόν ο Μπαρτ σαν ένα λεπτομερές “Δόγμα του Λόγου του Θεού”, στα οποία εκτίθενται προκαταβολικώς και ουσιαστικώς τα θέματα της Τριάδος, της ενσαρκώσεως, της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. «Όποιος δεν μιλά και δεν ακούει αυτόν τον θεό, όποιος γνωρίζει και δεν ομολογεί τον θεό σαν unus trinus, δεν μίλα και δεν ακούει τον Λόγο του θεού».
Ο ενσαρκωθείς Λόγος είναι το κέντρο του στοχασμού: τα προλεγόμενα έχουν χαρακτήρα χριστοκεντρικό και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τον αποκλεισμό κάθε κριτηρίου διαφορετικού από την αποκάλυψη που μας δώρισε ο Ιησούς Χριστός.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου