Αν και οι Έλληνες είναι πια αντίθετοι όσον αφορά τη συμμετοχή τους στη γερμανική Ευρώπη, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει λύση για τα προβλήματα τους εντός της πολιτικής των μνημονίων, του ξεπουλήματος και της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, έχουν πάψει πια να αντιδρούν – αποδεχόμενοι την ήττα τους και την οικονομική τους κατοχή. Προβλέπουν βέβαια τις επόμενες, μεγάλες παραχωρήσεις που θα τους επιβληθούν, οι οποίες αυτή τη φορά θα αφορούν την εδαφική τους ακεραιότητα στη Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, αλλά φαίνεται πως έχουν χάσει πια όλες τις υγιείς τους αντιστάσεις – θύματα των ενδοτικών ή/και ανίκανων κομμάτων που τους κυβέρνησαν και τους κυβερνούν, πείθοντας τους πως δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση, εκτός από τον αργό θάνατο και από την εξαφάνιση τους ως κυρίαρχο κράτος. Εν τούτοις, η Ελλάδα έχει τεκμηριώσει στη μακραίωνη ιστορία της πως πάντοτε καταφέρνει να επιβιώνει, αντιδρώντας έστω την τελευταία στιγμή, στο χείλος του γκρεμού – κάτι που ελπίζουμε και ευχόμαστε να συμβεί γρήγορα, πριν αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της χώρας μας, καθώς επίσης πριν εποικιστεί βίαια από τα μεταναστευτικά κύματα που στέλνει ο ανέκαθεν σύμμαχος της Γερμανίας, η Τουρκία.
“Οι εκλογές στη Μ. Βρετανία δεν ήταν ένας θρίαμβος τύπου Trump – ενώ ασφαλώς η χώρα δεν κατοικείται από Πολίτες που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εγωιστές, φασίστες, ξενοφοβικοί, ρατσιστές ή ηλίθιοι. Η επιλογή τους δεν βασίσθηκε στη δημαγωγική πολιτική ενός λαϊκίστικου κόμματος που αντίκειται στα δικά τους συμφέροντα – αλλά, αντίθετα, ήταν κατά κύριο λόγο μία εκλογή για, και πάνω από όλα, τη Δημοκρατία” (Lee Jones).
Ανάλυση
Η μεγάλη πλειοψηφία των Βρετανών ψήφισε υπέρ του Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο τάχθηκε από την αρχή και ήταν κατηγορηματικό υπέρ του BREXIT (γράφημα, πηγή) – ενώ το Εργατικό Κόμμα που στην πραγματικότητα είχε αγωνισθεί για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, εισέπραξε το χειρότερο εκλογικό του αποτέλεσμα από τη δεκαετία του 1930. Πολύ χειρότερα, έχασε την πλειοψηφία σε πολλά εκλογικά του προπύργια, ενώ η δημοτικότητα του μειώθηκε διπλάσια σε περιοχές της εργατικής τάξης, από ότι στις υπόλοιπες – γεγονός που χαρακτηρίσθηκε ως «εξευρωπαϊσμός» της βρετανικής πολιτικής, με την έννοια πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα «πεθαίνουν» στο βωμό της ΕΕ σε ολόκληρη την ήπειρο μας, όπως στη Γερμανία (SPD), στη Γαλλία, στην Ιταλία (PDSI), στην Ελλάδα (ΠΑΣΟΚ) κοκ.
Η τάση αυτής της παρακμής γενικότερα είναι προφανής – οφειλόμενη στο ότι η ήττα των εργατικών συνδικάτων στη δεκαετία του 1980, ως αποτέλεσμα της νίκης του ακραίου φιλελευθερισμού που επιβλήθηκε από τους Thatcher–Reagan στη Δύση, οδήγησε στη μετατροπή των εργατικών κομμάτων σε κεντροαριστερά. Σε κόμματα δηλαδή που ισχυρίσθηκαν ότι βρήκαν έναν άλλο δρόμο, μία «τρίτη λύση – στρεφόμενα κυρίως στους ψηφοφόρους των φιλελεύθερων, μεσαίων τάξεων, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν στους πολιτικούς βοηθούς ενός υποτιθέμενου εναλλακτικού, «προοδευτικού φιλελευθερισμού».
Με απλά λόγια, πρόδωσαν το παραδοσιακό εκλογικό τους σώμα, τους εργαζομένους, θεωρώντας όμως πως θα διατηρήσουν τη στήριξη του – όπως στην περίπτωση του καγκελαρίου Schroeder στη Γερμανία, ο οποίος εφάρμοσε μία πολιτική εναντίον των συμφερόντων των εργαζομένων, παύοντας να αυξάνει τους μισθούς τους ανάλογα με την παραγωγικότητα τους.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως με την έννοια «προοδευτικός φιλελευθερισμός» περιγράφεται μία πραγματική, ισχυρή συμμαχία δύο αντίθετων τάσεων: (α) των κυρίαρχων νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινισμός, αντιρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα, περιβαλλοντισμός, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ.) και (β) των υψηλού επιπέδου συμβολικών τομέων, κυρίως της αμερικανικής οικονομίας (Wall Street, Silicon Valley, Hollywood).
Το κοινό σημείο του περίεργου αυτού «ζευγαριού» είναι ένας ιδιαίτερος συνδυασμός απόψεων, σχετικά με την αναδιανομή των εισοδημάτων και με την κοινωνική αναγνώριση – με βασικό στόχο του τον περιορισμό του κράτους, την απελευθέρωση των αγορών και την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας. Δηλαδή, την κατάργηση των εμποδίων και των προστατευτικών δικλείδων, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, εργαζομένων και προϊόντων – ταυτόχρονα με την άνοδο του χρέους, με την αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων, με την κατάργηση του εθνικού κράτους και με την εξάπλωση των επισφαλών, κακώς αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Εν προκειμένω, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά – θεωρούμενη εύλογα ως το βασικό δείγμα του «προοδευτικού φιλελευθερισμού».
Η αλλοτρίωση της αριστεράς
Συνεχίζοντας, η αριστερά στην Ευρώπη εγκατέλειψε σταδιακά τον παραδοσιακό σκεπτικισμό της, όσον αφορά την ΕΕ – ενώ, αντί να προστατεύει τα συμφέροντα των εργαζομένων μέσω του οργανωμένου αγώνα τους, στηρίχθηκε στις μη δεσμευτικές υποσχέσεις της «Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Χάρτας». Δεν έδωσε δε καμία σημασία στο γεγονός ότι, η ΕΕ δεν αποτελεί μία θεσμοθετημένη μορφή της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» – αλλά μίας νεοφιλελεύθερης που αποφεύγει τον αποτελεσματικό δημοκρατικό έλεγχο και τον περιορισμό.
Με την πάροδο του χρόνου λοιπόν δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κενό (χάσμα) μεταξύ των αριστερών κομμάτων που μετατράπηκαν σταδιακά σε σοσιαλδημοκρατικά, παύοντας να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των εργαζομένων και των σημερινών μισθωτών – ένα κενό που συμπληρώνεται πλέον από διαφορετικά κόμματα, κυρίως από το δεξιό, αλλά και από το αριστερό φάσμα. Αυτό ακριβώς συνέβη με το Εργατικό Κόμμα της Μ. Βρετανίας, παρά το ότι αρχικά, με την εκλογή του νέου ηγέτη του, φάνηκε να προκαλείται μία «αριστερή αναβίωση» – κρίνοντας από την εισροή εκατοντάδων χιλιάδων νέων μελών, τα οποία το κατέστησαν στο μεγαλύτερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης.
Στα πλαίσια αυτά το δημοψήφισμα του 2016 υπέρ του BREXIT, μη αναμενόμενο από το πολιτικό κατεστημένο, ήταν το αποτέλεσμα της εξέγερσης της εργατικής τάξης (πηγή) – δεν οφειλόταν δηλαδή σε καμία περίπτωση στην ξενοφοβία, στο φασισμό ή στο ρατσισμό των Βρετανών, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της παραμονής της χώρας στην ΕΕ, αλλά είχε ξεκάθαρα πολιτικά κίνητρα. Προφανώς το μεταναστευτικό είναι ένας τομέας που οι ψηφοφόροι τον θεωρούν ως μη συμβατό με τις πολιτικές τους προτιμήσεις – αλλά το BREXIT είναι πρωτίστως η έκφραση της επιθυμίας της πλειοψηφίας των Βρετανών για θεμελιώδεις πολιτικές και οικονομικές αλλαγές.
Εν προκειμένω, οι Συντηρητικοί κέρδισαν τις εκλογές επειδή κατάλαβαν το μήνυμα και αποδέχθηκαν αμέσως τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος – ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τους Εργατικούς, οπότε η αναμενόμενη ήττα τους εξελίχθηκε σε συντριβή. Η βασική διαφορά άλλωστε μεταξύ των εκλογών του 2017 και του 2019 είναι το ότι, το Εργατικό κόμμα τότε δήλωσε πως θα σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος – ενώ αυτή τη φορά ανακοίνωσε ότι θα διεξάγει δεύτερο δημοψήφισμα για να αποτρέψει το BREXIT.
Παρά το ότι λοιπόν το Εργατικό Κόμμα υποσχέθηκε τα πάντα στους εκλογείς του εκτός από το BREXIT, όπως την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, την πράσινη βιομηχανική επανάσταση, την εθνικοποίηση πολλών επιχειρήσεων, την ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο μέσω οπτικών ινών ευρείας ζώνης κοκ., απέτυχε παταγωδώς – επειδή αυτό που ήθελαν οι εργαζόμενοι ήταν κυρίως να μετράει η ψήφος τους στις δημοκρατικές εκλογές, ενώ η επιθυμία τους έγινε αντιληπτή από το Συντηρητικό κόμμα που τελικά επέλεξαν.
Το γεγονός αυτό συμπεραίνεται εύκολα από το βασικό σύνθημα των οπαδών του BREXIT – το οποίο δεν ήταν άλλο από το «Να πάρουμε πίσω τον έλεγχο» (take back the control). Εύλογα, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν κανέναν έλεγχο στις πολιτικές συνθήκες της ύπαρξης τους – αλλά απειλούνται πραγματικά από τους σκληρούς ανέμους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Εάν λοιπόν η φωνή τους δεν μετράει πια, εάν απλά αγνοείται από τους πολιτικούς η ελάχιστη αυτή πολιτική αυτοδιάθεση τους έστω κάθε τέσσερα χρόνια, τότε είναι φυσιολογικό να αντιδρούν – όπως στην περίπτωση του BREXIT, όπου εάν δεν γινόταν σεβαστή η δημοκρατική απόφαση των Βρετανών να εγκαταλείψουν την ΕΕ, γιατί να πίστευαν στις υποσχέσεις του Εργατικού Κόμματος για αλλαγές;
Επίλογος
Προφανώς στην Ελλάδα επικρατούν διαφορετικές συνθήκες, αφού οι Έλληνες είναι εγκλωβισμένοι στο ευρώ στο χρέος και στα μνημόνια (ανάλυση) – από τους εθνοκτόνους που τους κυβερνούν τις τελευταίες δεκαετίες. Αντέδρασαν βέβαια με το δημοψήφισμα του 2015, αλλά η τότε κυβέρνηση δολοφόνησε κυριολεκτικά τις ελπίδες τους (άρθρο) – κάτι που επαναλήφθηκε πολλές φορές, τελευταία το 2019 με την προδοσία της Μακεδονίας, παρά τις διαδηλώσεις τους που υποστηρίζονταν από το 80% σχεδόν των Πολιτών.
Αν και είναι λοιπόν αντίθετοι όσον αφορά τη συμμετοχή τους στη γερμανική, ακραία νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, κυρίως στην Ευρωζώνη, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει λύση για τα προβλήματα τους εντός της πολιτικής των μνημονίων, του ξεπουλήματος και της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, έχουν πάψει πια να αντιδρούν – αποδεχόμενοι την ήττα τους και την οικονομική τους κατοχή.
Προβλέπουν βέβαια τις επόμενες, μεγάλες παραχωρήσεις που θα τους επιβληθούν, οι οποίες αυτή τη φορά θα αφορούν την εδαφική τους ακεραιότητα στη Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο, αλλά φαίνεται πως έχουν χάσει πια όλες τις υγιείς τους αντιστάσεις – θύματα των ενδοτικών ή/και ανίκανων κομμάτων που τους κυβέρνησαν και τους κυβερνούν, πείθοντας τους πως δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση, εκτός από τον αργό θάνατο και από την εξαφάνιση τους ως κυρίαρχο κράτος.
Εν τούτοις, η Ελλάδα έχει τεκμηριώσει στη μακραίωνη ιστορία της πως πάντοτε καταφέρνει να επιβιώνει, αντιδρώντας έστω την τελευταία στιγμή, στο χείλος του γκρεμού – κάτι που ελπίζουμε και ευχόμαστε να συμβεί γρήγορα, πριν αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της χώρας μας, καθώς επίσης πριν εποικιστεί βίαια από τα μεταναστευτικά κύματα που στέλνει ο ανέκαθεν σύμμαχος της Γερμανίας, η Τουρκία.
από Βασίλης Βιλιάρδος22 Δεκεμβρίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου