Συνέχεια από: Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ.
Του Enrico Berti.
Ας παρατηρήσουμε, εντός παρενθέσεως, ότι η πεποίθηση τού ασυμβίβαστου ανάμεσα στο γίγνεσθαι και στην αρχή τής μή-αντιφάσεως, δηλαδή τής ενδογενούς αντιφατικότητος τού γίγνεσθαι, δεν έχει ξεπεραστεί στο πλαίσιο εκείνου τού ρεύματος τής συγχρόνου φιλοσοφίας η οποία αναφέρεται στην αρχαία σκέψη! Ακόμη καί σήμερα διάφοροι στοχαστές δηλώνουν ότι το γίγνεσθαι συνίσταται στο μη-Είναι τού Είναι, στην ταύτιση τού αρνητικού με το θετικό και γι’αυτό είναι αντιφατικό. Αντλώντας την αναγκαία συνέπεια αυτής τής δηλώσεως ένας άλλος στοχαστής αυτού τού ρεύματος σκέψης, ο Emanuele Severino, κατέληξε στην καθαρή και απλή άρνηση τού γίγνεσθαι, δηλαδή επέστρεψε απευθείας στην θέση τού Παρμενίδη.
Η θέση τού Αριστοτέλη είναι γνωστή : το γίγνεσθαι υπάρχει, καθότι μαρτυρείται από την εμπειρία (Φυσ, Ι 2, 185 α 12-14), μάλιστα δε είναι αναντίρρητο, καθότι η άρνησή του συνιστά αυτή η ίδια μία μορφή τού γίγνεσθαι (Φυσικά VIII 3, 254 Α 27-30). Αλλά εάν υπάρχει, δεν μπορεί να είναι αντιφατικό, εξ ’αιτίας τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, η οποία δεν επιτρέπει ακριβώς την ύπαρξη τής αντιφάσεως. Εάν φαίνεται αντιφατικό, είναι ανάγκη να αναιρέσουμε την φαινομενικότητα αυτή, η οποία οδηγεί στην άρνηση τής α.τ.μ.α, δηλαδή είναι ανάγκη να αναιρέσουμε τήν άρνησή της.
Η αναίρεση περιέχεται στο αμέσως επόμενο χωρίο από εκείνο στο οποίο εκθέτει την θέση τού Αναξαγόρα και τού Δημόκριτου, και διακλαδώνεται μέσω δύο στιγμών, απαραιτήτων και στενά συνδεδεμένων μεταξύ των. Η πρώτη παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη με τον ακόλουθο τρόπο: “σ ’αυτούς οι οποίοι εξάγουν την θέση τους από αυτούς τους υπολογισμούς, θα πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο μιλούν σωστά, ενώ μ’έναν άλλο τρόπο αγνοούν με ποιόν τρόπο υπάρχουν τα πράγματα. Διότι τό Είναι λέγεται με δύο σημασίες, έτσι ώστε να υπάρχει ένας τρόπος στον οποίο είναι δυνατόν κάτι να γεννηθεί από το μη-όν και υπάρχει και μία άλλη στην οποία αντιθέτως δεν είναι και είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι συγχρόνως όν και μη-όν, αλλά όχι κάτω από την ίδια όψη (πλευρά): εν δυνάμει πράγματι είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι συγχρόνως τα αντίθετα, εν ενεργεία όμως όχι” (Μετ.. 1009 α 30-36).
Ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος λοιπόν έχουν δίκαιο βεβαιώνοντας ότι τίποτε δεν γεννιέται από το τίποτα, καθότι μ’αυτόν τον τρόπο δεν βεβαιώνουν παρά την ίδια αρχή τής μη-αντιφάσεως. Σφάλλουν όμως πιστεύοντας ότι το γίγνεσθαι είναι μία γέννηση τού Είναι από το μηδέν, κάτι που φέρει την άρνηση τής αρχής τής μη-αντιφάσεως. Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, κρατά σταθερή τήν ύπαρξη τού γίγνεσθαι, κάτι που είναι εξάλλου αναντίρρητο, αλλά δεν διαβλέπει σ ’αυτό κάποια αντίφαση, διότι δεν ορίζει το γίγνεσθαι, όπως ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, σαν μία ανάδυση τού Είναι από το μηδέν ή σαν κατάληξη τού Είναι στο μηδέν. Η άρνηση τίθεται δικαίως εφόσον το γίγνεσθαι είναι η σκέψη τού είναι που δεν είναι, τού μη-είναι που είναι. Εφόσον σκεπτόμαστε το Είναι καθότι το Είναι δεν μπορούμε να το σκεφθούμε χωρίς το μηδέν το οποίο το καθορίζει διαφοροποιούμενο απ’ αυτό. Έτσι ο ορισμός τού γίγνεσθαι σαν το είναι που δεν είναι και το μη-είναι που είναι, προέρχεται από την απαίτηση να σκεφθούμε το Είναι, δηλαδή να το αντικειμενοποιήσουμε, διότι δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί χωρίς να αντιτεθεί στο μηδέν, δηλαδή χωρίς να σκεφθούμε και τό μηδέν. Αλλά είναι αδύνατον να αντικειμενοποιήσουμε το Είναι, διότι είμαστε μέσα στο Είναι, όπως ακριβώς είναι αδύνατον να σκεφθούμε το μηδέν, κάτι που καταργεί την σκέψη. Είναι λάθος λοιπόν να ορίσουμε το γίγνεσθαι με τους όρους τού είναι και του μηδενός και δικαίως ο Αριστοτέλης το ορίζει διαφορετικά.
Πώς το ορίζει λοιπόν ο Αριστοτέλης; Μέσω τής εισαγωγής δύο εννοιών φαινομενικώς νέων, εκείνων τής δυνάμεως και τής ενεργείας, οι οποίες τού επιτρέπουν να δηλώσει ότι τα αντίθετα συνυπάρχουν εν δυνάμει, αλλά όχι εν ενεργεία! Σχετικά μ’αυτές τις δύο έννοιες είναι αναγκαίες μερικές διευκρινίσεις. Στην παράδοση τού αριστοτελισμού η διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία φυσιολογικά υπολογίζεται σαν μία λύση τών αποριών τής κινήσεως, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά μόνον την θεωρία τους. Η λειτουργία αυτής τής θεωρητικοποιήσεως συνίσταται αποκλειστικά στην απόδειξη και φανέρωση ότι το γίγνεσθαι υποθέτει τήν πολλαπλότητα. Τί σημαίνει στ’ αλήθεια ο λόγος ότι το Είναι δεν γεννάται από το τίποτα, αλλά από το δυνάμει; Σημαίνει ότι γεννάται από κάτι το οποίο από το ένα μέρος είναι και από το άλλο δεν είναι. Δεν γεννάται από αυτό το πράγμα, αλλά είναι ένα πράγμα. Μ ’αυτά αποφεύχθηκε η αντίφαση που λέει ότι το Είναι γεννάται από το μηδέν, αλλά φωτίσθηκε και μία ακόμη πιο σοβαρή απορία, παρότι δεν είναι πλέον αντιφατική, μάλιστα είναι σοβαρή επειδή δεν είναι αντιφατική, εκείνη τής πολλαπλότητος ή τής πολυσημαντότητος τού Είναι.
Πριν εκθέσουμε και αναπτύξουμε αυτή τήν απορία, ίσως είναι απαραίτητο να διαφωτίσουμε καλύτερα με ποιόν τρόπο το πρόβλημα τού γίγνεσθαι βρίσκει την λύση του στο πρόβλημα τής πολλαπλότητος. Όσοι βεβαιώνουν τήν αντιφατικότητα τού γίγνεσθαι ορίζοντας το σαν ανάδυση τού Είναι από το μηδέν, κινούνται στο πλαίσιο μίας διαστάσεως καθαρά χρονικής. Μόνον ο χρόνος επιτρέπει να πούμε ότι κάποιο πράγμα, τόσο τό Είναι γενικώς για το οποίο δεν πρέπει ποτέ να ομιλούμε, όσο και ένας δικός του καθορισμός ιδιαίτερος, πριν δεν είναι και μετά Είναι ή επίσης πριν Είναι και μετά δεν είναι. Μάλιστα δε για να γίνει αυτή η συζήτηση, πρέπει να μειώσουμε το Είναι σε μία μόνον από τις στιγμές τού χρόνου, δηλαδή το παρόν. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δηλωθεί ότι ένα πράγμα πριν παρουσιαστεί δεν είναι ή ότι μετά την παρουσία του δεν είναι. Αλλά η μείωση τού Είναι στο παρόν με την χρονική σημασία είναι εντελώς αυθαίρετο. Η εμπειρία περιέχει και το παρελθόν και το μέλλον, τα οποία Είναι, δηλαδή υπάρχουν, με την ίδια αξία με το παρόν. (Η εμπειρία εννοείται συνήθως σαν αμεσότης, αλλά δεν είναι. Είναι μία μεσότης, η ίδια η καταγωγική μεσότης). Από την άποψη τού Αριστοτέλη θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σκοπός τής φιλοσοφίας είναι ο υπολογισμός τού Είναι σαν Είναι, όχι τού Είναι καθότι χρονικώς παρόν. Ένας τέτοιος υπολογισμός οφείλει όμως να αγκαλιάσει τήν εμπειρία στην ολότητά της, περιλαμβάνοντας και το παρελθόν και το μέλλον. Μ’αυτόν τον τρόπο το γίγνεσθαι δεν παρουσιάζεται πλέον σαν μία ανάδυση τού Είναι από το μηδέν ή το αντίθετο. Αλλά σαν μία πολλαπλότης τών τρόπων τού Είναι, διαφορετικών μεταξύ τους. Σ’αυτό το σημείο μπορούμε και να αγνοήσουμε τον χρόνο, ο οποίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν είναι ουσιώδης στο γίγνεσθαι, αλλά τόν προϋποθέτει, (Φυσικά, IV 218 b 21-219, όπου ο χρόνος ορίζεται “μέτρο τού γίγνεσθαι”) και να υπολογίσουμε το γίγνεσθαι μοναδικώς σαν πολλαπλότητα. Ο λόγος που το γίγνεσθαι είναι αναντίρρητο, δηλαδή το γεγονός ότι η άρνησή του το πολλαπλασιάζει, δεν έχει σχέση με τον χρόνο, αλλά βρίσκεται στην πολλαπλότητα, η οποία είναι η ανυπέρβλητος συνθήκη τής διακρίσεως ανάμεσα στο αρνητικό και το θετικό και επομένως τής αρνήσεως!
Συνεχίζεται
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ.
Του Enrico Berti.
Ας παρατηρήσουμε, εντός παρενθέσεως, ότι η πεποίθηση τού ασυμβίβαστου ανάμεσα στο γίγνεσθαι και στην αρχή τής μή-αντιφάσεως, δηλαδή τής ενδογενούς αντιφατικότητος τού γίγνεσθαι, δεν έχει ξεπεραστεί στο πλαίσιο εκείνου τού ρεύματος τής συγχρόνου φιλοσοφίας η οποία αναφέρεται στην αρχαία σκέψη! Ακόμη καί σήμερα διάφοροι στοχαστές δηλώνουν ότι το γίγνεσθαι συνίσταται στο μη-Είναι τού Είναι, στην ταύτιση τού αρνητικού με το θετικό και γι’αυτό είναι αντιφατικό. Αντλώντας την αναγκαία συνέπεια αυτής τής δηλώσεως ένας άλλος στοχαστής αυτού τού ρεύματος σκέψης, ο Emanuele Severino, κατέληξε στην καθαρή και απλή άρνηση τού γίγνεσθαι, δηλαδή επέστρεψε απευθείας στην θέση τού Παρμενίδη.
Η θέση τού Αριστοτέλη είναι γνωστή : το γίγνεσθαι υπάρχει, καθότι μαρτυρείται από την εμπειρία (Φυσ, Ι 2, 185 α 12-14), μάλιστα δε είναι αναντίρρητο, καθότι η άρνησή του συνιστά αυτή η ίδια μία μορφή τού γίγνεσθαι (Φυσικά VIII 3, 254 Α 27-30). Αλλά εάν υπάρχει, δεν μπορεί να είναι αντιφατικό, εξ ’αιτίας τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, η οποία δεν επιτρέπει ακριβώς την ύπαρξη τής αντιφάσεως. Εάν φαίνεται αντιφατικό, είναι ανάγκη να αναιρέσουμε την φαινομενικότητα αυτή, η οποία οδηγεί στην άρνηση τής α.τ.μ.α, δηλαδή είναι ανάγκη να αναιρέσουμε τήν άρνησή της.
Η αναίρεση περιέχεται στο αμέσως επόμενο χωρίο από εκείνο στο οποίο εκθέτει την θέση τού Αναξαγόρα και τού Δημόκριτου, και διακλαδώνεται μέσω δύο στιγμών, απαραιτήτων και στενά συνδεδεμένων μεταξύ των. Η πρώτη παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη με τον ακόλουθο τρόπο: “σ ’αυτούς οι οποίοι εξάγουν την θέση τους από αυτούς τους υπολογισμούς, θα πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο μιλούν σωστά, ενώ μ’έναν άλλο τρόπο αγνοούν με ποιόν τρόπο υπάρχουν τα πράγματα. Διότι τό Είναι λέγεται με δύο σημασίες, έτσι ώστε να υπάρχει ένας τρόπος στον οποίο είναι δυνατόν κάτι να γεννηθεί από το μη-όν και υπάρχει και μία άλλη στην οποία αντιθέτως δεν είναι και είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι συγχρόνως όν και μη-όν, αλλά όχι κάτω από την ίδια όψη (πλευρά): εν δυνάμει πράγματι είναι δυνατόν το ίδιο πράγμα να είναι συγχρόνως τα αντίθετα, εν ενεργεία όμως όχι” (Μετ.. 1009 α 30-36).
Ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος λοιπόν έχουν δίκαιο βεβαιώνοντας ότι τίποτε δεν γεννιέται από το τίποτα, καθότι μ’αυτόν τον τρόπο δεν βεβαιώνουν παρά την ίδια αρχή τής μη-αντιφάσεως. Σφάλλουν όμως πιστεύοντας ότι το γίγνεσθαι είναι μία γέννηση τού Είναι από το μηδέν, κάτι που φέρει την άρνηση τής αρχής τής μη-αντιφάσεως. Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, κρατά σταθερή τήν ύπαρξη τού γίγνεσθαι, κάτι που είναι εξάλλου αναντίρρητο, αλλά δεν διαβλέπει σ ’αυτό κάποια αντίφαση, διότι δεν ορίζει το γίγνεσθαι, όπως ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, σαν μία ανάδυση τού Είναι από το μηδέν ή σαν κατάληξη τού Είναι στο μηδέν. Η άρνηση τίθεται δικαίως εφόσον το γίγνεσθαι είναι η σκέψη τού είναι που δεν είναι, τού μη-είναι που είναι. Εφόσον σκεπτόμαστε το Είναι καθότι το Είναι δεν μπορούμε να το σκεφθούμε χωρίς το μηδέν το οποίο το καθορίζει διαφοροποιούμενο απ’ αυτό. Έτσι ο ορισμός τού γίγνεσθαι σαν το είναι που δεν είναι και το μη-είναι που είναι, προέρχεται από την απαίτηση να σκεφθούμε το Είναι, δηλαδή να το αντικειμενοποιήσουμε, διότι δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί χωρίς να αντιτεθεί στο μηδέν, δηλαδή χωρίς να σκεφθούμε και τό μηδέν. Αλλά είναι αδύνατον να αντικειμενοποιήσουμε το Είναι, διότι είμαστε μέσα στο Είναι, όπως ακριβώς είναι αδύνατον να σκεφθούμε το μηδέν, κάτι που καταργεί την σκέψη. Είναι λάθος λοιπόν να ορίσουμε το γίγνεσθαι με τους όρους τού είναι και του μηδενός και δικαίως ο Αριστοτέλης το ορίζει διαφορετικά.
Πώς το ορίζει λοιπόν ο Αριστοτέλης; Μέσω τής εισαγωγής δύο εννοιών φαινομενικώς νέων, εκείνων τής δυνάμεως και τής ενεργείας, οι οποίες τού επιτρέπουν να δηλώσει ότι τα αντίθετα συνυπάρχουν εν δυνάμει, αλλά όχι εν ενεργεία! Σχετικά μ’αυτές τις δύο έννοιες είναι αναγκαίες μερικές διευκρινίσεις. Στην παράδοση τού αριστοτελισμού η διάκριση ανάμεσα στο δυνάμει και ενεργεία φυσιολογικά υπολογίζεται σαν μία λύση τών αποριών τής κινήσεως, ενώ στην πραγματικότητα συνιστά μόνον την θεωρία τους. Η λειτουργία αυτής τής θεωρητικοποιήσεως συνίσταται αποκλειστικά στην απόδειξη και φανέρωση ότι το γίγνεσθαι υποθέτει τήν πολλαπλότητα. Τί σημαίνει στ’ αλήθεια ο λόγος ότι το Είναι δεν γεννάται από το τίποτα, αλλά από το δυνάμει; Σημαίνει ότι γεννάται από κάτι το οποίο από το ένα μέρος είναι και από το άλλο δεν είναι. Δεν γεννάται από αυτό το πράγμα, αλλά είναι ένα πράγμα. Μ ’αυτά αποφεύχθηκε η αντίφαση που λέει ότι το Είναι γεννάται από το μηδέν, αλλά φωτίσθηκε και μία ακόμη πιο σοβαρή απορία, παρότι δεν είναι πλέον αντιφατική, μάλιστα είναι σοβαρή επειδή δεν είναι αντιφατική, εκείνη τής πολλαπλότητος ή τής πολυσημαντότητος τού Είναι.
Πριν εκθέσουμε και αναπτύξουμε αυτή τήν απορία, ίσως είναι απαραίτητο να διαφωτίσουμε καλύτερα με ποιόν τρόπο το πρόβλημα τού γίγνεσθαι βρίσκει την λύση του στο πρόβλημα τής πολλαπλότητος. Όσοι βεβαιώνουν τήν αντιφατικότητα τού γίγνεσθαι ορίζοντας το σαν ανάδυση τού Είναι από το μηδέν, κινούνται στο πλαίσιο μίας διαστάσεως καθαρά χρονικής. Μόνον ο χρόνος επιτρέπει να πούμε ότι κάποιο πράγμα, τόσο τό Είναι γενικώς για το οποίο δεν πρέπει ποτέ να ομιλούμε, όσο και ένας δικός του καθορισμός ιδιαίτερος, πριν δεν είναι και μετά Είναι ή επίσης πριν Είναι και μετά δεν είναι. Μάλιστα δε για να γίνει αυτή η συζήτηση, πρέπει να μειώσουμε το Είναι σε μία μόνον από τις στιγμές τού χρόνου, δηλαδή το παρόν. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δηλωθεί ότι ένα πράγμα πριν παρουσιαστεί δεν είναι ή ότι μετά την παρουσία του δεν είναι. Αλλά η μείωση τού Είναι στο παρόν με την χρονική σημασία είναι εντελώς αυθαίρετο. Η εμπειρία περιέχει και το παρελθόν και το μέλλον, τα οποία Είναι, δηλαδή υπάρχουν, με την ίδια αξία με το παρόν. (Η εμπειρία εννοείται συνήθως σαν αμεσότης, αλλά δεν είναι. Είναι μία μεσότης, η ίδια η καταγωγική μεσότης). Από την άποψη τού Αριστοτέλη θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο σκοπός τής φιλοσοφίας είναι ο υπολογισμός τού Είναι σαν Είναι, όχι τού Είναι καθότι χρονικώς παρόν. Ένας τέτοιος υπολογισμός οφείλει όμως να αγκαλιάσει τήν εμπειρία στην ολότητά της, περιλαμβάνοντας και το παρελθόν και το μέλλον. Μ’αυτόν τον τρόπο το γίγνεσθαι δεν παρουσιάζεται πλέον σαν μία ανάδυση τού Είναι από το μηδέν ή το αντίθετο. Αλλά σαν μία πολλαπλότης τών τρόπων τού Είναι, διαφορετικών μεταξύ τους. Σ’αυτό το σημείο μπορούμε και να αγνοήσουμε τον χρόνο, ο οποίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν είναι ουσιώδης στο γίγνεσθαι, αλλά τόν προϋποθέτει, (Φυσικά, IV 218 b 21-219, όπου ο χρόνος ορίζεται “μέτρο τού γίγνεσθαι”) και να υπολογίσουμε το γίγνεσθαι μοναδικώς σαν πολλαπλότητα. Ο λόγος που το γίγνεσθαι είναι αναντίρρητο, δηλαδή το γεγονός ότι η άρνησή του το πολλαπλασιάζει, δεν έχει σχέση με τον χρόνο, αλλά βρίσκεται στην πολλαπλότητα, η οποία είναι η ανυπέρβλητος συνθήκη τής διακρίσεως ανάμεσα στο αρνητικό και το θετικό και επομένως τής αρνήσεως!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου