Συνέχεια από Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025
Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 9Όγδοος τόμος
Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Τρίτη ενότητα
II. ΤΟ ΕΝ ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΡΧΗ
1.Το Έν ως απειρία
.......Συμπερασματικά: αναζητώντας το θεμέλιο των πραγμάτων, δηλαδή την ενότητα, είμαστε αναγκασμένοι να ανυψωθούμε από τον φυσικό κόσμο προς την Ψυχή (που είναι η κατώτερη υπόσταση), κατόπιν από την Ψυχή (η οποία «έχει» αλλά δεν «είναι» ενότητα) προς τον Νου (που είναι η δεύτερη υπόσταση), και από τον Νου (ο οποίος έχει ενότητα ακόμη υψηλότερη από εκείνη της ψυχής, αλλά είναι κι αυτός πολλαπλός) προς μία περαιτέρω αρχή, απολύτως απλή: το Ένα, που είναι η πρώτη υπόσταση, την «Ανυπόθετον Αρχήν», το Απόλυτο.......
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
Τρίτη ενότητα
II. ΤΟ ΕΝ ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΡΧΗ
1.Το Έν ως απειρία
.......Συμπερασματικά: αναζητώντας το θεμέλιο των πραγμάτων, δηλαδή την ενότητα, είμαστε αναγκασμένοι να ανυψωθούμε από τον φυσικό κόσμο προς την Ψυχή (που είναι η κατώτερη υπόσταση), κατόπιν από την Ψυχή (η οποία «έχει» αλλά δεν «είναι» ενότητα) προς τον Νου (που είναι η δεύτερη υπόσταση), και από τον Νου (ο οποίος έχει ενότητα ακόμη υψηλότερη από εκείνη της ψυχής, αλλά είναι κι αυτός πολλαπλός) προς μία περαιτέρω αρχή, απολύτως απλή: το Ένα, που είναι η πρώτη υπόσταση, την «Ανυπόθετον Αρχήν», το Απόλυτο.......
Η θεμελιώδης χαρακτηριστική ιδιότητα του Ενός είναι η «απειρία», και από αυτήν πρέπει κανείς να ξεκινήσει για να κατανοήσει τις διαφορές μεταξύ της μεταφυσικής του Πλωτίνου και εκείνης του πλατωνικο-αριστοτελικού συστήματος, στις οποίες παραπάνω κάναμε υπαινιγμό.
Η «απειρία» είχε αποδοθεί στην Αρχή μόνο από μερικούς από τους αρχαίους φιλοσόφους της φύσεως, και μάλιστα σε καθαρά «φυσική» διάσταση.¹ (Πρβλ. Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, Μέλισσο και Αναξαγόρα, που εξετάζονται στον τόμο Ι, σ. 93 κ.ε.· 103· 201 κ.ε.· 232 κ.ε.) Στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη (και γενικότερα στη σκέψη της ελληνικότητας) είχε επικρατήσει η ιδέα ότι το «άπειρο» συνεπάγεται «ατέλεια» (ότι, δηλαδή, είναι συνώνυμο του «απροσδιόριστου» και του «μη ολοκληρωμένου»), ενώ το «πεπερασμένο» (με την έννοια του «προσδιορισμένου» και του «τετελεσμένου») είχε συσχετισθεί με το «τέλειο».
Ο Πλάτων είχε κατανοήσει την πρώτη Αρχή ως όριο (πέρας) και την υλική αρχή ως το άπειρο και το αόριστο (ἄπειρον). Ο Αριστοτέλης, στη συνέχεια, είχε δηλώσει αδύνατη την ύπαρξη του «απείρου ἐν ἐνεργείᾳ», και το είχε νοήσει ως καθαρά δυνάμει, περιορίζοντάς το στην κατηγορία της ποσότητας· είχε επιβεβαιώσει, επιπλέον, ότι το «τέλειο» συνεπάγεται πάντοτε ένα «τέλος», και το τέλος ένα «όριο».( Πρβλ. τόμ. ΙΙΙ, σ. 94 κ.ε.· τόμ. ΙV, σ. 113 κ.ε.)
Χρειαζόταν, επομένως, προκειμένου να αναβιώσει η αρχαία σύλληψη του απείρου που είχαν διατυπώσει οι Νατουραλιστές —η οποία, στην ουσία, ήταν μια χωροχρονική απειρία— να αναθεμελιωθεί σε ένα νέο επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο του «άϋλου», όπως είχε ήδη κάνει, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (Δεν πρέπει να μας παραπλανά το γεγονός ότι ο Φίλων δεν χρησιμοποιεί τον όρο ἄπειρον αναφερόμενος στον Θεό, αφού τον επιφυλάσσει για την ύλη. Ωστόσο, από όλα όσα λέει για τον Θεό αυτός ο χαρακτήρας αναδύεται με πλήρη σαφήνεια.).
Πράγματι, επειδή δεν κατανόησαν αυτήν τη ριζική μεταμόρφωση που υφίσταται η έννοια του απείρου, όταν μετατίθεται και προσαρμόζεται στο επίπεδο του «ἀΰλου», πολλοί ιστορικοί της φιλοσοφίας έδωσαν για το Έν τις πιο διαφορετικές και ανεπαρκείς ερμηνείες.
2. Το Έν ως «άπειρη πνευματική δύναμη»
Τι σημαίνει, λοιπόν, το άπειρο στο επίπεδο του ἀΰλου;
Ιδού οι πιο σαφείς και πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις του Πλωτίνου σχετικά με αυτό:
«Και ούτε θα μπορούσε να έχει όρια· διότι, ποιος θα το περιόριζε; Αλλά ούτε μπορεί να είναι άπειρο ως προς τις διαστάσεις. Προς τι θα είχε ανάγκη να προχωρήσει, και για να γίνει τι, αφού δεν του λείπει τίποτε; Η δύναμή του, όμως, είναι άπειρη. Αλλά αυτό το ίδιο δεν θα μεταβληθεί ποτέ, ποτέ δεν θα εκλείψει, αφού αυτό που ποτέ δεν εκλείπει είναι έργο δικό του. Είναι άπειρο επίσης, διότι δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα, ούτε έχει κάποιο από τα μέρη του να τίθεται ως όριό του. Επειδή είναι Έν, δεν μετριέται ούτε τελειώνει σε αριθμό. Δεν βρίσκει, επομένως, όρια, ούτε σε κάτι άλλο ούτε ως προς τον εαυτό του, γιατί τότε θα γινόταν δυάδα. Δεν έχει διαμόρφωση, ούτε μέρη, ούτε μορφή».
«Το Έν, αντιθέτως, δεν “βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο, δεν βρίσκεται στη διαιρετή σφαίρα, ούτε είναι ἀμέριστο κατά τον τρόπο του “ελαχίστου”. Αντίθετα, είναι το μέγιστο, όχι όμως με την έννοια των διαστάσεων, αλλά με την έννοια της δύναμης· τόσο ώστε η μη-έκτασή του εξαρτάται ακριβώς από τη δύναμή του, επειδή ακόμη και τα όντα που προέρχονται από Αυτό δεν είναι δεκτικά διαιρέσεως ή κατατμήσεως — και τούτο λόγω της δύναμής τους και όχι της μάζας τους. Πρέπει, επομένως, να νοήσουμε το Έν ως άπειρο, όχι επειδή είναι ανεξάντλητο ως προς το μέγεθος ή τον αριθμό, αλλά επειδή δεν μπορεί κανείς να συλλάβει τη δύναμή του…»
«Αν κάποιος εξακολουθεί να αναζητεί τον λόγο αυτού, ας μην ξεχνά ότι πρόκειται για δύναμη και όχι για ποσότητα. Και ότι, ακόμη κι αν, νοητικά, τη διαιρούσε κανείς επ’ άπειρον, στην ουσία θα είχε πάντοτε την ίδια άπειρη δύναμη. Επιπλέον, στη νοητή πραγματικότητα δεν υπάρχει ύλη η οποία, με τη μάζα της προικισμένη με μέγεθος, να λεπταίνει καθώς συρρικνώνεται.»
Το άπειρο, λοιπόν, κατά τον Πλωτίνο, δεν είναι το άπειρο του χώρου, ούτε το άπειρο της quantité (που συνδέεται με τη χωρικότητα), αλλά —όπως ήδη σε κάποιο μέτρο και στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα— το άπειρο νοείται ως απεριόριστη, ανεξάντλητη, άϋλη «παραγωγική δύναμη».
Σε αυτό το πλαίσιο, προφανώς, η λέξη «δύναμις» δεν παίρνει τη σημασία της «δυνατότητας», γιατί αυτή η αριστοτελική σημασία ήταν δομικά συνδεδεμένη με την ύλη και το σωματικό, αλλά τη σημασία της «ενέργειας», όπως ήδη στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα.
Επομένως, εδώ η δύναμη ταυτίζεται με τη δραστική ισχύ, με την «ενέργεια», με την ἐνέργεια, με το «καθαρὸν ἐνέργεια», με την πρώτη και υπέρτατη μεταφυσική πράξη.
Το να εννοεί κανείς το Έν ως «άπειρη δύναμη» σημαίνει, ουσιαστικά, να το εννοεί ως άπειρη πνευματική δημιουργική ενέργεια: το Έν είναι δημιουργός του εαυτού του και, επομένως, όλων των άλλων πραγμάτων, όπως θα δούμε.
3. Υπερβατικότητα και ανεκλάλητο του Ενός
Οι επαναστατικές συνέπειες που συνεπάγεται η θετική έννοια του άυλου απείρου στο πλαίσιο του «δεύτερου πλου» είναι οι εξής:
Πρώτον, το Έν δεν μπορεί να εννοηθεί ως «Ἰδέα», ως οὐσία με την πλατωνική σημασία, διότι η μορφή και η ουσία —όπως ήδη ειπώθηκε— συνεπάγονται περατότητα, πέρας, δηλαδή όριο, και αποτελούν και παράγουν «περιορισμό» και «προσδιορισμό». Αλλά το Έν δεν μπορεί ούτε να είναι η αριστοτελική «ἀκίνητος οὐσία», αιώνια και χωριστή, διότι και αυτή η οὐσία, που είναι Νοῦς αυτο-στοχαζόμενος, είναι επίσης «πεπερασμένη» και «προσδιορισμένη».
Κατά συνέπεια, επειδή το είναι, όπως είχε εννοηθεί από αυτούς τους φιλοσόφους, ήταν το είναι τοῦ εἶδους και της οὐσίας (και ό,τι αναφέρεται στην ουσία), και άρα «πεπερασμένο», κατανοεί κανείς για ποιον λόγο ο Πλωτίνος νιώθει την ανάγκη να τοποθετήσει το Έν επάνω από το είναι, και —για τον ίδιο λόγο— επάνω από τη σκέψη· και να επαναλαμβάνει αυτήν τη θέση σε όλες τις Ἐννεάδες με τέτοια επιμονή, ώστε να αφήνει τον αναγνώστη σχεδόν χωρίς ανάσα.
Αυτή η νέα σύλληψη της υπερβατικότητας στο πλαίσιο της ελληνικότητας δεν έχει παρά πολύ αμυδρές προγενέστερες αναλογίες. Έχει, αντιθέτως, ένα σαφές προηγούμενο, μεσολαβημένο από την εβραϊκή βιβλική παράδοση, στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (Πρβλ. τόμος VII, πρώτο μέρος. Η θέση παρουσιάζεται επίσης από τον συγγραφέα του Διδασκαλικού, αλλά κάπως μετριασμένη· πρβλ. τόμος VII, σ. 37 κ.ε.).
Η υπέρτατη αρχή όχι μόνο υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο, αλλά υπερβαίνει κάθε μορφή περατότητας, περιλαμβανομένης της περατότητας μέσα στην οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είχαν εγκλωβίσει το ίδιο το νοητό και την ίδια τη Νοημοσύνη.
Κατανοεί κανείς, επομένως, γιατί ο Πλωτίνος τείνει να αποδίδει στο Έν κυρίως αρνητικούς προσδιορισμούς (διότι, καθώς είναι «άπειρο», δεν του ταιριάζει κανένα από τους «πεπερασμένους» ορισμούς (determinations), οι οποίοι είναι υστερότεροι από Αυτό), και να το χαρακτηρίζει μάλιστα «ανεκλάλητο»:
«Συμπερασματικά, το Έν είναι στην πραγματικότητα ανεκλάλητο, αφού το να πει κανείς οτιδήποτε σημαίνει πάντα να λέει κάτι. Ο τύπος “επάνω από όλα τα πράγματα και ακόμη και επάνω από τη Νοημοσύνη, άξιο κάθε σεβασμού” είναι ο μόνος αληθινός από όλους, αλλά δεν είναι το όνομά του: λέει μόνο ότι το Έν δεν είναι ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα και δεν έχει όνομα, διότι για Αυτό δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Παρ’ όλα αυτά, όσο μπορούμε, ας προσπαθούμε μεταξύ μας να το υποδείξουμε κατά κάποιον τρόπο.»(Ἐννεάδες, V 3, 13.)
Και όταν ο Πλωτίνος αποδίδει στο Έν θετικούς χαρακτήρες, δεν αντιφάσκει —όπως νόμισαν κάποιοι μελετητές— διότι χρησιμοποιεί γλώσσα σαφώς αναλογική, όπως είχε κάνει ήδη και ο Φίλων.
Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι θετικοί χαρακτηρισμοί του Ενός.
4. Οι θετικοί χαρακτηρισμοί του Ενός και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να νοούνται
Ας αρχίσουμε από τον ίδιο τον όρο «Έν», με τον οποίο ο Πλωτίνος δηλώνει την υπέρτατη Αρχή του.
Το «Έν», όταν αναφέρεται στην Αρχή, δεν σημαίνει κάποιο συγκεκριμένο «ένα», δηλαδή μία ορισμένη ενότητα, αλλά είναι το «Έν καθ’ εαυτό», δηλαδή η αιτία και ο λόγος ύπαρξης της ενότητας όλων των άλλων πραγμάτων. Το Έν σημαίνει το απολύτως απλό, που αποτελεί τον λόγο ύπαρξης του σύνθετου και του πολλαπλού.
Ιδού ένα κείμενο εξαιρετικά εύγλωττο:
«Αν υπάρχει κάτι μετά το Πρώτο, είναι αναγκαίο αυτό να προέρχεται από αυτό, είτε άμεσα είτε αναγόμενος σε Αυτό μέσω ενδιάμεσων όντων. Στην περίπτωση αυτή, θα υπάρξει μια ιεραρχία όντων δευτέρου και τρίτου βαθμού, τέτοια ώστε το δεύτερο να τείνει να αναχθεί στο πρώτο και το τρίτο στο δεύτερο. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να υπάρχει το απλό, διαφορετικό από αυτό που το ακολουθεί, υπάρχον καθ’ εαυτό, χωρίς ανάμιξη με τις πραγματικότητες που το ακολουθούν, και όμως ικανό να είναι παρόν στα άλλα όντα με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αυτό είναι το αληθινό Έν, εκείνο που δεν είναι ένα επειδή πρώτα ήταν κάτι άλλο: στην περίπτωσή του είναι ψευδής η έκφραση ‘είναι ένα’, διότι γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε λόγος ούτε επιστήμη, και τόσο αληθινά το λέγουμε πέρα από το είναι, και, λόγω της απόλυτης απλότητάς του, είναι αυτοτελέστατο και πριν από κάθε είναι· πράγματι, αν δεν ήταν απλό, ξένο προς κάθε σχέση και σύνθεση, και αν δεν ήταν πραγματικά ένα, δεν θα μπορούσε να είναι αρχή. Πράγματι, αυτό που δεν είναι πρώτο έχει ανάγκη εκείνου που το προηγείται, όπως το ον που δεν είναι απλό απαιτεί τα απλά στοιχεία που το αποτελούν, για να μπορέσει να υπάρξει από τη σύνθεσή τους.»¹⁰
Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι και αυτές οι διευκρινίσεις μπορούν να παραπλανήσουν, διότι η «απλότητα» του Ενός δεν είναι φτώχεια, αλλά, αντιθέτως, είναι άπειρη δύναμη —όπως είδαμε— δηλαδή άπειρος πλούτος. Το Έν είναι, πράγματι, «δύναμη όλων των πραγμάτων», υπό την έννοια ότι όλα τα φέρνει (από τον εαυτό του) στην ύπαρξη και στην ύπαρξη τα διατηρεί,¹¹ όπως θα δούμε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το «Έν είναι τα πάντα», αλλά, ταυτόχρονα, «δεν είναι κανένα από τα πάντα», διότι όλα τα άλλα πράγματα είναι «προσδιορισμένα» και «πεπερασμένα», και επομένως «έχουν αρχή» και βρίσκονται κάτω από την Αρχή, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από κανένα από αυτά.
Ο άλλος όρος που χρησιμοποιεί συχνά ο Πλωτίνος για να δηλώσει την απόλυτη Αρχή είναι ἀγαθόν, δηλαδή «Αγαθό».¹² Πρόκειται, προφανώς, όχι για κάποιο ιδιαίτερο αγαθό, αλλά για το «Αγαθόν καθ’ εαυτό»· ή, αν θέλουμε, όχι για κάτι που «έχει» το αγαθό, αλλά που «είναι» το ίδιο το Αγαθό.¹³
Ο Πλωτίνος διευκρινίζει επίσης ότι, κυριολεκτικώς μιλώντας, η Πρώτη Αρχή είναι αγαθή όχι για τον εαυτό της, με την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι αγαθή προς ίδιον όφελος· διότι δεν έχει ανάγκη από τίποτα, αλλά είναι αγαθή για όλα τα άλλα πράγματα, τα οποία έχουν ανάγκη από Αυτήν. Με αυτήν την έννοια, είναι «Ὑπερ-Αγαθόν»:
«Μια αρχή, όμως, δεν μπορεί να έχει ανάγκη από τις πραγματικότητες που έρχονται μετά από αυτήν, ώστε η Αρχή των πάντων δεν έχει ανάγκη από τίποτα· αντίθετα, αυτό που βρίσκεται στην ανάγκη, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάστασής του, επιθυμεί την Αρχή. Τώρα, αν το Έν είχε ανάγκη από κάτι, ασφαλώς θα προσπαθούσε να μην είναι πλέον Έν, και έτσι θα χρειαζόταν ακριβώς αυτό που το διαλύει. Γενικά, ό,τι αναγνωρίζει πως στερείται κάτι, έχει ανάγκη από αγαθότητα και από σωτηρία, ώστε για το Έν δεν υπάρχει κανένα αγαθό, ούτε θέληση για κάτι. Πράγματι, είναι υπεράνω του Αγαθού, και δεν είναι αγαθό για τον εαυτό του, αλλά για τις άλλες πραγματικότητες που ενδεχομένως μπορούν να μετέχουν σε Αυτό.»¹⁴
Συνεχίζεται με:
5. Το Έν ως «Ὑπέρ-Ον», «Ὑπέρ-Νοῦς», «Ὑπέρ-Ζωή»
Ο Πλάτων είχε κατανοήσει την πρώτη Αρχή ως όριο (πέρας) και την υλική αρχή ως το άπειρο και το αόριστο (ἄπειρον). Ο Αριστοτέλης, στη συνέχεια, είχε δηλώσει αδύνατη την ύπαρξη του «απείρου ἐν ἐνεργείᾳ», και το είχε νοήσει ως καθαρά δυνάμει, περιορίζοντάς το στην κατηγορία της ποσότητας· είχε επιβεβαιώσει, επιπλέον, ότι το «τέλειο» συνεπάγεται πάντοτε ένα «τέλος», και το τέλος ένα «όριο».( Πρβλ. τόμ. ΙΙΙ, σ. 94 κ.ε.· τόμ. ΙV, σ. 113 κ.ε.)
Χρειαζόταν, επομένως, προκειμένου να αναβιώσει η αρχαία σύλληψη του απείρου που είχαν διατυπώσει οι Νατουραλιστές —η οποία, στην ουσία, ήταν μια χωροχρονική απειρία— να αναθεμελιωθεί σε ένα νέο επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο του «άϋλου», όπως είχε ήδη κάνει, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (Δεν πρέπει να μας παραπλανά το γεγονός ότι ο Φίλων δεν χρησιμοποιεί τον όρο ἄπειρον αναφερόμενος στον Θεό, αφού τον επιφυλάσσει για την ύλη. Ωστόσο, από όλα όσα λέει για τον Θεό αυτός ο χαρακτήρας αναδύεται με πλήρη σαφήνεια.).
Πράγματι, επειδή δεν κατανόησαν αυτήν τη ριζική μεταμόρφωση που υφίσταται η έννοια του απείρου, όταν μετατίθεται και προσαρμόζεται στο επίπεδο του «ἀΰλου», πολλοί ιστορικοί της φιλοσοφίας έδωσαν για το Έν τις πιο διαφορετικές και ανεπαρκείς ερμηνείες.
2. Το Έν ως «άπειρη πνευματική δύναμη»
Τι σημαίνει, λοιπόν, το άπειρο στο επίπεδο του ἀΰλου;
Ιδού οι πιο σαφείς και πιο χαρακτηριστικές δηλώσεις του Πλωτίνου σχετικά με αυτό:
«Και ούτε θα μπορούσε να έχει όρια· διότι, ποιος θα το περιόριζε; Αλλά ούτε μπορεί να είναι άπειρο ως προς τις διαστάσεις. Προς τι θα είχε ανάγκη να προχωρήσει, και για να γίνει τι, αφού δεν του λείπει τίποτε; Η δύναμή του, όμως, είναι άπειρη. Αλλά αυτό το ίδιο δεν θα μεταβληθεί ποτέ, ποτέ δεν θα εκλείψει, αφού αυτό που ποτέ δεν εκλείπει είναι έργο δικό του. Είναι άπειρο επίσης, διότι δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα, ούτε έχει κάποιο από τα μέρη του να τίθεται ως όριό του. Επειδή είναι Έν, δεν μετριέται ούτε τελειώνει σε αριθμό. Δεν βρίσκει, επομένως, όρια, ούτε σε κάτι άλλο ούτε ως προς τον εαυτό του, γιατί τότε θα γινόταν δυάδα. Δεν έχει διαμόρφωση, ούτε μέρη, ούτε μορφή».
«Το Έν, αντιθέτως, δεν “βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο, δεν βρίσκεται στη διαιρετή σφαίρα, ούτε είναι ἀμέριστο κατά τον τρόπο του “ελαχίστου”. Αντίθετα, είναι το μέγιστο, όχι όμως με την έννοια των διαστάσεων, αλλά με την έννοια της δύναμης· τόσο ώστε η μη-έκτασή του εξαρτάται ακριβώς από τη δύναμή του, επειδή ακόμη και τα όντα που προέρχονται από Αυτό δεν είναι δεκτικά διαιρέσεως ή κατατμήσεως — και τούτο λόγω της δύναμής τους και όχι της μάζας τους. Πρέπει, επομένως, να νοήσουμε το Έν ως άπειρο, όχι επειδή είναι ανεξάντλητο ως προς το μέγεθος ή τον αριθμό, αλλά επειδή δεν μπορεί κανείς να συλλάβει τη δύναμή του…»
«Αν κάποιος εξακολουθεί να αναζητεί τον λόγο αυτού, ας μην ξεχνά ότι πρόκειται για δύναμη και όχι για ποσότητα. Και ότι, ακόμη κι αν, νοητικά, τη διαιρούσε κανείς επ’ άπειρον, στην ουσία θα είχε πάντοτε την ίδια άπειρη δύναμη. Επιπλέον, στη νοητή πραγματικότητα δεν υπάρχει ύλη η οποία, με τη μάζα της προικισμένη με μέγεθος, να λεπταίνει καθώς συρρικνώνεται.»
Το άπειρο, λοιπόν, κατά τον Πλωτίνο, δεν είναι το άπειρο του χώρου, ούτε το άπειρο της quantité (που συνδέεται με τη χωρικότητα), αλλά —όπως ήδη σε κάποιο μέτρο και στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα— το άπειρο νοείται ως απεριόριστη, ανεξάντλητη, άϋλη «παραγωγική δύναμη».
Σε αυτό το πλαίσιο, προφανώς, η λέξη «δύναμις» δεν παίρνει τη σημασία της «δυνατότητας», γιατί αυτή η αριστοτελική σημασία ήταν δομικά συνδεδεμένη με την ύλη και το σωματικό, αλλά τη σημασία της «ενέργειας», όπως ήδη στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα.
Επομένως, εδώ η δύναμη ταυτίζεται με τη δραστική ισχύ, με την «ενέργεια», με την ἐνέργεια, με το «καθαρὸν ἐνέργεια», με την πρώτη και υπέρτατη μεταφυσική πράξη.
Το να εννοεί κανείς το Έν ως «άπειρη δύναμη» σημαίνει, ουσιαστικά, να το εννοεί ως άπειρη πνευματική δημιουργική ενέργεια: το Έν είναι δημιουργός του εαυτού του και, επομένως, όλων των άλλων πραγμάτων, όπως θα δούμε.
3. Υπερβατικότητα και ανεκλάλητο του Ενός
Οι επαναστατικές συνέπειες που συνεπάγεται η θετική έννοια του άυλου απείρου στο πλαίσιο του «δεύτερου πλου» είναι οι εξής:
Πρώτον, το Έν δεν μπορεί να εννοηθεί ως «Ἰδέα», ως οὐσία με την πλατωνική σημασία, διότι η μορφή και η ουσία —όπως ήδη ειπώθηκε— συνεπάγονται περατότητα, πέρας, δηλαδή όριο, και αποτελούν και παράγουν «περιορισμό» και «προσδιορισμό». Αλλά το Έν δεν μπορεί ούτε να είναι η αριστοτελική «ἀκίνητος οὐσία», αιώνια και χωριστή, διότι και αυτή η οὐσία, που είναι Νοῦς αυτο-στοχαζόμενος, είναι επίσης «πεπερασμένη» και «προσδιορισμένη».
Κατά συνέπεια, επειδή το είναι, όπως είχε εννοηθεί από αυτούς τους φιλοσόφους, ήταν το είναι τοῦ εἶδους και της οὐσίας (και ό,τι αναφέρεται στην ουσία), και άρα «πεπερασμένο», κατανοεί κανείς για ποιον λόγο ο Πλωτίνος νιώθει την ανάγκη να τοποθετήσει το Έν επάνω από το είναι, και —για τον ίδιο λόγο— επάνω από τη σκέψη· και να επαναλαμβάνει αυτήν τη θέση σε όλες τις Ἐννεάδες με τέτοια επιμονή, ώστε να αφήνει τον αναγνώστη σχεδόν χωρίς ανάσα.
Αυτή η νέα σύλληψη της υπερβατικότητας στο πλαίσιο της ελληνικότητας δεν έχει παρά πολύ αμυδρές προγενέστερες αναλογίες. Έχει, αντιθέτως, ένα σαφές προηγούμενο, μεσολαβημένο από την εβραϊκή βιβλική παράδοση, στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (Πρβλ. τόμος VII, πρώτο μέρος. Η θέση παρουσιάζεται επίσης από τον συγγραφέα του Διδασκαλικού, αλλά κάπως μετριασμένη· πρβλ. τόμος VII, σ. 37 κ.ε.).
Η υπέρτατη αρχή όχι μόνο υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο, αλλά υπερβαίνει κάθε μορφή περατότητας, περιλαμβανομένης της περατότητας μέσα στην οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είχαν εγκλωβίσει το ίδιο το νοητό και την ίδια τη Νοημοσύνη.
Κατανοεί κανείς, επομένως, γιατί ο Πλωτίνος τείνει να αποδίδει στο Έν κυρίως αρνητικούς προσδιορισμούς (διότι, καθώς είναι «άπειρο», δεν του ταιριάζει κανένα από τους «πεπερασμένους» ορισμούς (determinations), οι οποίοι είναι υστερότεροι από Αυτό), και να το χαρακτηρίζει μάλιστα «ανεκλάλητο»:
«Συμπερασματικά, το Έν είναι στην πραγματικότητα ανεκλάλητο, αφού το να πει κανείς οτιδήποτε σημαίνει πάντα να λέει κάτι. Ο τύπος “επάνω από όλα τα πράγματα και ακόμη και επάνω από τη Νοημοσύνη, άξιο κάθε σεβασμού” είναι ο μόνος αληθινός από όλους, αλλά δεν είναι το όνομά του: λέει μόνο ότι το Έν δεν είναι ένα πράγμα ανάμεσα στα άλλα και δεν έχει όνομα, διότι για Αυτό δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Παρ’ όλα αυτά, όσο μπορούμε, ας προσπαθούμε μεταξύ μας να το υποδείξουμε κατά κάποιον τρόπο.»(Ἐννεάδες, V 3, 13.)
Και όταν ο Πλωτίνος αποδίδει στο Έν θετικούς χαρακτήρες, δεν αντιφάσκει —όπως νόμισαν κάποιοι μελετητές— διότι χρησιμοποιεί γλώσσα σαφώς αναλογική, όπως είχε κάνει ήδη και ο Φίλων.
Ας δούμε, λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι θετικοί χαρακτηρισμοί του Ενός.
4. Οι θετικοί χαρακτηρισμοί του Ενός και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να νοούνται
Ας αρχίσουμε από τον ίδιο τον όρο «Έν», με τον οποίο ο Πλωτίνος δηλώνει την υπέρτατη Αρχή του.
Το «Έν», όταν αναφέρεται στην Αρχή, δεν σημαίνει κάποιο συγκεκριμένο «ένα», δηλαδή μία ορισμένη ενότητα, αλλά είναι το «Έν καθ’ εαυτό», δηλαδή η αιτία και ο λόγος ύπαρξης της ενότητας όλων των άλλων πραγμάτων. Το Έν σημαίνει το απολύτως απλό, που αποτελεί τον λόγο ύπαρξης του σύνθετου και του πολλαπλού.
Ιδού ένα κείμενο εξαιρετικά εύγλωττο:
«Αν υπάρχει κάτι μετά το Πρώτο, είναι αναγκαίο αυτό να προέρχεται από αυτό, είτε άμεσα είτε αναγόμενος σε Αυτό μέσω ενδιάμεσων όντων. Στην περίπτωση αυτή, θα υπάρξει μια ιεραρχία όντων δευτέρου και τρίτου βαθμού, τέτοια ώστε το δεύτερο να τείνει να αναχθεί στο πρώτο και το τρίτο στο δεύτερο. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να υπάρχει το απλό, διαφορετικό από αυτό που το ακολουθεί, υπάρχον καθ’ εαυτό, χωρίς ανάμιξη με τις πραγματικότητες που το ακολουθούν, και όμως ικανό να είναι παρόν στα άλλα όντα με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Αυτό είναι το αληθινό Έν, εκείνο που δεν είναι ένα επειδή πρώτα ήταν κάτι άλλο: στην περίπτωσή του είναι ψευδής η έκφραση ‘είναι ένα’, διότι γι’ αυτό δεν υπάρχει ούτε λόγος ούτε επιστήμη, και τόσο αληθινά το λέγουμε πέρα από το είναι, και, λόγω της απόλυτης απλότητάς του, είναι αυτοτελέστατο και πριν από κάθε είναι· πράγματι, αν δεν ήταν απλό, ξένο προς κάθε σχέση και σύνθεση, και αν δεν ήταν πραγματικά ένα, δεν θα μπορούσε να είναι αρχή. Πράγματι, αυτό που δεν είναι πρώτο έχει ανάγκη εκείνου που το προηγείται, όπως το ον που δεν είναι απλό απαιτεί τα απλά στοιχεία που το αποτελούν, για να μπορέσει να υπάρξει από τη σύνθεσή τους.»¹⁰
Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι και αυτές οι διευκρινίσεις μπορούν να παραπλανήσουν, διότι η «απλότητα» του Ενός δεν είναι φτώχεια, αλλά, αντιθέτως, είναι άπειρη δύναμη —όπως είδαμε— δηλαδή άπειρος πλούτος. Το Έν είναι, πράγματι, «δύναμη όλων των πραγμάτων», υπό την έννοια ότι όλα τα φέρνει (από τον εαυτό του) στην ύπαρξη και στην ύπαρξη τα διατηρεί,¹¹ όπως θα δούμε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το «Έν είναι τα πάντα», αλλά, ταυτόχρονα, «δεν είναι κανένα από τα πάντα», διότι όλα τα άλλα πράγματα είναι «προσδιορισμένα» και «πεπερασμένα», και επομένως «έχουν αρχή» και βρίσκονται κάτω από την Αρχή, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από κανένα από αυτά.
Ο άλλος όρος που χρησιμοποιεί συχνά ο Πλωτίνος για να δηλώσει την απόλυτη Αρχή είναι ἀγαθόν, δηλαδή «Αγαθό».¹² Πρόκειται, προφανώς, όχι για κάποιο ιδιαίτερο αγαθό, αλλά για το «Αγαθόν καθ’ εαυτό»· ή, αν θέλουμε, όχι για κάτι που «έχει» το αγαθό, αλλά που «είναι» το ίδιο το Αγαθό.¹³
Ο Πλωτίνος διευκρινίζει επίσης ότι, κυριολεκτικώς μιλώντας, η Πρώτη Αρχή είναι αγαθή όχι για τον εαυτό της, με την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι αγαθή προς ίδιον όφελος· διότι δεν έχει ανάγκη από τίποτα, αλλά είναι αγαθή για όλα τα άλλα πράγματα, τα οποία έχουν ανάγκη από Αυτήν. Με αυτήν την έννοια, είναι «Ὑπερ-Αγαθόν»:
«Μια αρχή, όμως, δεν μπορεί να έχει ανάγκη από τις πραγματικότητες που έρχονται μετά από αυτήν, ώστε η Αρχή των πάντων δεν έχει ανάγκη από τίποτα· αντίθετα, αυτό που βρίσκεται στην ανάγκη, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάστασής του, επιθυμεί την Αρχή. Τώρα, αν το Έν είχε ανάγκη από κάτι, ασφαλώς θα προσπαθούσε να μην είναι πλέον Έν, και έτσι θα χρειαζόταν ακριβώς αυτό που το διαλύει. Γενικά, ό,τι αναγνωρίζει πως στερείται κάτι, έχει ανάγκη από αγαθότητα και από σωτηρία, ώστε για το Έν δεν υπάρχει κανένα αγαθό, ούτε θέληση για κάτι. Πράγματι, είναι υπεράνω του Αγαθού, και δεν είναι αγαθό για τον εαυτό του, αλλά για τις άλλες πραγματικότητες που ενδεχομένως μπορούν να μετέχουν σε Αυτό.»¹⁴
Συνεχίζεται με:
5. Το Έν ως «Ὑπέρ-Ον», «Ὑπέρ-Νοῦς», «Ὑπέρ-Ζωή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου