Υποκείμενο και νεωτερικότητα 18
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου
3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγκεριανής σκέψης
3.3.2. Το υποκείμενο, η σκιά και η καλυμμένη πεδιάδα: Ο Καρτέσιος στην τελευταία φάση της εννοιολογικής πορείας του Χάιντεγκερ
Εκφράζοντας την αρχή και το τέλος της Neuzeit (τής σύγχρονης εποχής), ο Καρτέσιος και ο Nietzsche καταλαμβάνουν μια στρατηγική θέση στην ερμηνεία της Neuzeit ως εποχής της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας: ο Heidegger δεσμεύεται immer wieder να δείξει τον αδιάλυτο δεσμό τους, ώστε να αποδείξει ότι η νεότερη εποχή απεικονίζει μια οργανική ολότητα, μέσα στην κυκλική της πορεία, η οποία καλύπτεται από την φαινομενική κίνηση προς τα εμπρός, όπου παίρνει μορφή ένα ταξίδι προς τα πίσω, τελεολογικά ρυθμισμένο, αυξανόμενης απο-κάλυψης και προοδευτικής επιστροφής στο θεμέλιο. Ολόκληρος ο σκελετός της Metaphysik der Subjektivität (Μεταφυσική της Υποκειμενικότητας) στηρίζεται, επομένως, σε δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: τον καρτεσιανισμό του Nietzsche και τον εν δυνάμει νιτσεϊσμό του Καρτέσιου. Κυριαρχημένη από την προσπάθεια να συλλάβει σε δυναμικό επίπεδο τις αναπτύξεις που οδηγούν στον Nietzsche, η ερμηνεία του Heidegger για τον Καρτέσιο γίνεται ξαφνικά μονοχρωματική, εντελώς αδιάφορη στις οντολογικές ανοίξεις που περιέχονται στο cogito, και εμφανίζεται να ενδιαφέρεται αποκλειστικά να αποστασιοποιηθεί από αυτό, να αποτρέψει κάθε ελάχιστη υποψία ανάκτησης ή επαναλειτουργικοποίησης. Παρότι απουσιάζει μια ρητή αυτοκριτική, ο Heidegger εγκαταλείπει τον καρτεσιανό ορίζοντα του Sein und Zeit, καθότι είναι συμβεβλημένος, ή τουλάχιστον παρεξηγημένος και συγκεχυμένος, με την ανθρωποκεντρική σκέψη της νεότερης μεταφυσικής (Στον Ευρωπαϊκό Μηδενισμό ο Heidegger κρίνει αναδρομικά το Hauptwerk του 1927 ως μια ακούσια Befestigung (στερέωση, θεμελίωση) της υποκειμενικότητας:
«Στην πραγματεία Είναι και Χρόνος, στη βάση του ερωτήματος για την αλήθεια του Είναι και όχι πλέον για την αλήθεια του όντος, επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός της ουσίας του ανθρώπου ξεκινώντας από την αναφορά του στο Είναι και μόνον από αυτήν, και η ουσία αυτή του ανθρώπου ορίζεται εκεί, με μια πολύ συγκεκριμένη έννοια, ως είναι-εδώ (Da-sein). Παράλληλα με την ταυτόχρονη —καθώς ήταν πραγματικά αναγκαίο— ανάπτυξη μιας πιο αρχέγονης έννοιας της αλήθειας, δεν κατόρθωσα στο ελάχιστο (στα δεκατρία έτη που μεσολάβησαν) να προκαλέσω ούτε μια πρώτη κατανόηση αυτής της προβληματικής. Η αιτία της μη κατανόησης έγκειται πρωτίστως στην αξερίζωτη και ολοένα αυξανόμενη εθισμένη προσκόλληση στον νεωτερικό τρόπο σκέψης: ο άνθρωπος νοείται ως υποκείμενο· κάθε στοχασμός περί ανθρώπου εκλαμβάνεται ως ανθρωπολογία. Από την άλλη, όμως, η αιτία της μη κατανόησης βρίσκεται στην ίδια την προσπάθεια, η οποία, όντας ίσως κάτι ιστορικά αναπτυγμένο και όχι κάτι “κατασκευασμένο”, προέρχεται από ό,τι υπήρξε μέχρι τώρα, αλλά αποδεσμεύεται από αυτό και γι’ αυτό παραπέμπει ακόμη, αναγκαστικά και διαρκώς, στην τροχιά αυτού που υπήρξε έως τώρα, μάλιστα το καλεί σε βοήθεια για να ειπωθεί κάτι εντελώς άλλο. Κυρίως, όμως, αυτή η οδός διακόπτεται σε ένα αποφασιστικό σημείο. Αυτή η διακοπή έχει την αιτία της στο γεγονός ότι η οδός και η απόπειρα που ακολουθήθηκαν πέφτουν, παρά τη θέλησή τους, στον κίνδυνο να γίνουν ξανά μόνο μια παγίωση της υποκειμενικότητας, και στο γεγονός ότι οι ίδιες εμποδίζουν τα αποφασιστικά βήματα, δηλαδή την επαρκή τους έκθεση στην ουσιώδη πραγμάτωση» (GA 6.2, 172–173/694· υπογράμμιση δική μου).
Ο Jean-Luc Marion ανάγει την εγκατάλειψη του εννοιολογικού ορίζοντα του Είναι και Χρόνος στη μεταγενέστερη αναγνώριση από τον Heidegger της υπερβολικής εγγύτητας ανάμεσα στο Dasein και το ego cogito:
«Η Kehre (Στροφή), εφόσον είναι δυνατόν να την επικαλεστεί κανείς στον ενικό, μεταφράζεται σε δύο αποχαιρετισμούς, τουλάχιστον επιχειρημένους, αν όχι ολοκληρωμένους: εκείνον από τη γλώσσα της μεταφυσικής, και εκείνον από το “υποκείμενο”, όπου τελικά συμπεριλαμβάνεται και το Dasein. […] Το Sein und Zeit χρησιμοποιεί από άκρη σε άκρη το λεξιλόγιο της μεταφυσικής (την οποία αξιώνει να απορρίψει) και παραμένει προσδεδεμένο στην υποκειμενικότητα (έστω και για να την καταστρέψει)· ανάμεσα στα αίτια αυτών των εμποδίων, το λιγότερο ασήμαντο δεν είναι βέβαια η ισχυρή σκιά του ego cogito, η οποία θολώνει διαρκώς τις φαινομενολογικές ανακαλύψεις που το Dasein μπορεί να επιτελέσει μόνο εναντίον του. Ο εκλεκτός και υπερβολικά γνωστός αντίπαλος —το ego— νικά μέσω του μιμητισμού που επιβάλλει στον νικητή του, το Dasein. Ο Heidegger θα μπορέσει πράγματι να αποσπαστεί από το καρτεσιανό του σημείο αφετηρίας στο Sein und Zeit μόνον υπό τον όρο ότι θα ρήξει με το ίδιο το έργο»
(J.-L. Marion, L’ego et le Dasein. Heidegger et la “destruction” de Descartes dans Sein und Zeit, στο Revue de Métaphysique et de Morale, XCII, 1987, 1, σσ. 25–53, σ. 52).).
Η εξέταση του Die Zeit des Weltbildes (Η εποχή του κοσμοειδώλου), κειμένου συνταγμένου το 1938 και δημοσιευμένου στο Holzwege το 1950, και του Der europäische Nihilismus (Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός), το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961 μέσα στους δύο τόμους που συγκεντρώνουν τις φριβούργειες παραδόσεις για τον Nietzsche των δεκαετιών του ’30 και ’40, επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πώς αρθρώνεται το τελευταίο στάδιο της Erörterung (Διαπραγμάτευσης) του Heidegger για το cogito. Στην Εποχή της εικόνας του κόσμου, ο Heidegger απεικονίζει τη νεωτερικότητα ως τη ιστορική φάση στην οποία η ολότητα του όντος φανερώνεται ως objectum απέναντι σε ένα υποκείμενο, του οποίου η πρωταρχική δραστηριότητα συνίσταται ακριβώς στο Vor-stellen (κυριολεκτικά προ-θέτω, αναπαριστώ) στο να θέτει ενώπιόν του το ον ως Gegen-stand (αντί-κείμενο), λογοδοτώντας γι’ αυτό και εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων το συμβάν του: «αυτή η αντικειμενοποίηση του όντος συντελείται σε ένα προ-βάλλειν, το οποίο αποβλέπει στο να φέρει μπροστά του κάθε ον κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο υπολογιστικός άνθρωπος να μπορεί να είναι ασφαλής, δηλαδή βέβαιος για το ον» (GA 5, 87/83–84). Η ρήξη και η διακοπή της νεότερης εποχής δεν πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν στην αποδέσμευση του ανθρώπου από τις κοινοτικές δεσμεύσεις που ίσχυαν στην αρχαιο-μεσαιωνική παράδοση ή στη συνακόλουθη γέννηση του ατομικισμού· αφορούν, πολύ πιο ριζικά, την απονομή στον άνθρωπο του τίτλου του πρώτου και μοναδικού subjectum, την επιβολή του ως το ον «στο οποίο κάθε [άλλο] ον θεμελιώνεται στον τρόπο του Είναι και της αλήθειάς του. Ο άνθρωπος γίνεται το κέντρο αναφοράς του όντος ως τέτοιου» (GA 5, 88/86). Το ότι η Neuzeit είναι η εποχή του πτολεμαϊκού—υποκειμενιστικού υποκειμένου, ως ratio rerum (λόγος των πραγμάτων) και απροϋπόθετο Bezugsmitte des Seienden (το άνευ όρων κέντρο αναφοράς του όντος), προκύπτει, όπως υποδηλώνει ένα απόσπασμα από τα Σεμινάρια του Zollikon, από τη σύγκριση των διαφορετικών και ασύμβατων ορισμών του Είναι του όντος που παρέχονται αντίστοιχα από την ελληνική, μεσαιωνική και νεωτερική σκέψη:
«το Είναι του όντος ως ὑποκείμενον, το οποίο συνίσταται στα φύσει ὄντα, σε ό,τι αποκαλύπτεται από μόνο του, και στα θέσει ὄντα, σε ό,τι παράγεται από τους ανθρώπους·το είναι του όντος ως κτιστότητα· το αντικείμενο, καθοριζόμενο από το υποκείμενο–εγώ, δηλαδή το αντικείμενο (ZS, 154–155/191–192).»
Η Neuzeit καταγγέλλεται έτσι ως η μείωση του κόσμου σε εικόνα, πράγμα που δεν σημαίνει ούτε αναπαραγωγή ούτε απλή θέαση του κόσμου· δείχνει μάλλον ότι «το ον στο σύνολό του εκλαμβάνεται ως εκείνο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος προσανατολίζεται, και επομένως επίσης ως εκείνο που θέλει να προβάλλει μπροστά του και να έχει ενώπιόν του· και άρα, σε μια αποφασιστική έννοια, ως εκείνο που θέλει να θέσει ενώπιόν του, να ανα-παραστήσει» (GA 5, 89/87). Η νεωτερικότητα εισβάλλει στην Seinsgeschichte (ιστορία του Είναι) όταν ο vorstellender–herstellender–Mensch (ο άνθρωπος που αναπαριστά και κατασκευάζει) (GA 5, 89) υποκαθιστά την ελληνική physis και τον χριστιανικό Θεό ως εγγυητή και υπεύθυνο της φανέρωσης του όντος, καθιστάμενος «η μη ενσώματη σκηνή» μέσα στην οποία τα πράγματα μειώνονται σε απλή αντικειμενική παρουσία προκαταβολικά διαθέσιμη και υπολογίσιμη, προγραμματίσιμη και κυριαρχήσιμη. Τώρα, η αναγωγή του όντος στο είναι-του-ως-αντικειμενοποιημένου «δίνει έναν χαρακτήρα απόλυτης πρωτοτυπίας στην εποχή στην οποία αυτό λαμβάνει χώρα» (GA 5, 90/89). Ωστόσο, αυτό είχε ήδη προδιατεθεί από τον χριστιανισμό, ο οποίος απο-θεοποίησε τον κόσμο χωρίζοντάς τον οντολογικά από την δημιουργική αρχή: στη Neuzeit ο άνθρωπος διεκδικεί για τον εαυτό του τον ρόλο της ratio d'essere και της πρώτης αιτίας της πραγματικότητας που προηγουμένως αποδιδόταν στον Θεό, επιχειρώντας, μέσω της τεχνικής, να εξασφαλίσει και να δικαιώσει από μόνος του το ον.
Με τη μετατροπή του κόσμου σε oggetto (= αντικείμενο) πραγματοποιείται το δεσποτικό σχέδιο της υποκειμενικότητας, της οποίας η ασυγκράτητη βούληση για κυριαρχία μεταβάλλει τη φύση σε έναν χώρο απεριόριστα χειραγωγήσιμο, σε μια αντικειμενικότητα απεριόριστα διαθέσιμη στις παραγωγικές ανάγκες του ανθρώπου, σε έναν απέραντο ταμιευτήρα δυνάμεων και ενεργειών, οι οποίες μέσω της τεχνικής οργάνωσης ποσοτικοποιούνται όλο και πιο ορθολογικά, μετρώνται με ακρίβεια και εντατικά εκμεταλλεύονται (Ο Heidegger εντοπίζει στη Neuzeit «έναν εντελώς νέο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος τοποθετείται μέσα στον κόσμο και απέναντι στον κόσμο. Τώρα ο κόσμος εμφανίζεται ως ένα αντικείμενο, ένα αντικείμενο στο οποίο το υπολογίζον-τοποθετούν βλέμμα εξαπολύει τις επιθέσεις του, επιθέσεις απέναντι στις οποίες, όπως θεωρείται, τίποτε πλέον δεν είναι σε θέση να αντισταθεί. Η φύση μεταμορφώνεται σε ένα μοναδικό, γιγαντιαίο ταμιευτήριο, γίνεται η πηγή της ενέργειας που χρειάζονται η σύγχρονη τεχνική και η σύγχρονη βιομηχανία»
(M. Heidegger, Gelassenheit, Neske, Pfullingen 1959, σσ. 17–18· μτφρ. ιταλ. L’abbandono, επιμ. A. Fabris, il melangolo, Γένοβα 1989, σ. 34).). Εξ αυτού προκύπτει ότι «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του νεότερου κόσμου είναι η κατάκτηση του κόσμου που έχει διαλυθεί σε εικόνα»: μόνο στη Neuzeit, πράγματι, «ο άνθρωπος θέτει σε κίνηση την απεριόριστη ισχύ των υπολογισμών του, του προγραμματισμού και του ελέγχου όλων των πραγμάτων» (GA 5, 94/99), αναλαμβάνοντας συνειδητά το έργο «της κυριαρχίας επί της Γης» (GA 5, 252/231).
Καθότι «είναι στη μεταφυσική του Καρτέσιου που για πρώτη φορά το ον προσδιορίζεται ως αντικειμενικότητα της αναπαράστασης και η αλήθεια ως βεβαιότητα της ίδιας της αναπαράστασης» (GA 5, 87/84), ο Heidegger επιχειρεί να συλλάβει in nuce τις περαιτέρω εξελίξεις της Neuzeit, να εντοπίσει σε εμβρυακή μορφή τη μελλοντική κυριαρχία της τεχνικής σε παγκόσμια κλίμακα, την απόλυτη βούλησή της για εξασφάλιση και έλεγχο, για δικαίωση και κυριαρχία επί του όντος. Στο δοκίμιο Nietzsches Wort “Gott ist tot” ο Heidegger υπογραμμίζει με έμφαση τον αδιάλυτο δεσμό μεταξύ του cogito και του ολοκληρωτικού σχεδίου της τεχνικής:
«Η αντικειμενοποιητική αναπαράσταση, αναπαριστάνοντας, υποτάσσει το αντικείμενο στο ego cogito. Μέσα σε αυτήν την υπαγωγή, το ego cogito αποκαλύπτει τι είναι βάσει της δραστηριότητάς του (της αναπαραστατικής υπαγωγής), δηλαδή αποκαλύπτεται ως subjectum. […] Ο κόσμος μεταβάλλεται σε αντικείμενο. Σε αυτήν την επαναστατική αναπαράσταση κάθε όντος, ό,τι πρέπει να παραδοθεί στην αναπαράσταση και στην παραγωγή —η Γη— βρίσκεται στο κέντρο κάθε επιβολής και κάθε αντιπαράθεσης. Η Γη μπορεί πια να αποκαλύπτεται μόνο ως αντικείμενο της ανθρώπινης χειραγώγησης, στο έλεος της ανθρώπινης βούλησης ως απόλυτης αντικειμενοποιητικής αναπαράστασης. Η φύση, παραδομένη στην ουσία του Είναι, εμφανίζεται παντού ως αντικείμενο της τεχνικής» (GA 5, 255–256/235) (Και λίγο πριν, η καρτεσιανή βεβαιότητα γίνεται αντιληπτή ως μια προεικόνιση του für-wahr-halten (να το θεωρεί αληθινό) του Nietzsche:
«Η μεταφυσική του νεότερου κόσμου αρχίζει και ολοκληρώνει την ουσία της στην αναζήτηση του απολύτως αναντίρρητου, του βέβαιου, της βεβαιότητας. […] Η βούληση για δύναμη, θέτοντας ως αναγκαία αξία τη διατήρηση, δηλαδή την εξασφάλιση της εμμονής του εαυτού της, δικαιολογεί ταυτόχρονα την ανάγκη εξασφάλισης κάθε όντος, το οποίο, καθόσον ανα-παριστάνεται, χαρακτηρίζεται συγχρόνως από το tener-per-vero (= το “θεωρείν ως αληθές”). Η εξασφάλιση του θεωρείν-ως-αληθές είναι η βεβαιότητα. Επομένως, κατά τον Nietzsche, η βεβαιότητα, ως αρχή της νεότερης μεταφυσικής, θεμελιώνεται κατεξοχήν στη βούληση για δύναμη: επάνω στην προϋπόθεση ότι η αλήθεια είναι μια αναγκαία αξία και ότι η βεβαιότητα είναι η μορφή που προσλαμβάνει η αλήθεια στον νεότερο κόσμο. Αυτό καθιστά σαφές σε ποια έννοια η νιτσεϊκή διδασκαλία της βούλησης για δύναμη ως “ουσίας” κάθε πραγματικότητας ολοκληρώνει τη νεότερη μεταφυσική της υποκειμενικότητας»
(GA 5, 238–239/218–219).).
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είναι, φυσικά, ο Καρτέσιος που προκαλεί την υποδούλωση της φύσης στην τεχνική: περιορίζεται στο να εκφράσει εννοιακά και να αναγάγει στη αυτοσυνείδηση μια ιστορική μεταβολή που ήδη δρούσε στο βάθος της ζωής της εποχής του. Νομίζοντας ότι κερδίζει μια γνωσιολογικώς αναντίρρητη αρχή, μια πρώτη και αδιαμεσολάβητη αλήθεια, περιορισμένη στον αραιωμένο κόσμο της καθαρής θεωρίας, στην πραγματικότητα με το ego cogito ο Καρτέσιος αντανακλά την ουσία της εποχής του, προαναγγέλλοντας τη νέα προγραμματιστική και ιμπεριαλιστική συνθήκη του νεότερου ανθρώπου.
Για να αποδείξει τον βουλησιαρχικό χαρακτήρα της πρώτης καρτεσιανής βεβαιότητας, κατά παράδοξο τρόπο ο Heidegger δεν στηρίζεται στη αποφασιστική προέλευση του de omnibus dubitandum est: αντλεί αντ’ αυτού τόσο από το φαινόμενο του Sich-selbst-wissen, ανάγοντάς το σε εκείνο του volere se stessi (Βλ. GA 5, 243–244/223–224:
«επειδή στο εσωτερικό της νεότερης μεταφυσικής το είναι του όντος έχει προσδιοριστεί ως βούληση και επομένως ως θέλειν-τον-εαυτό, και επειδή το θέλειν-τον-εαυτό είναι ήδη ως τέτοιο ένα γνωρίζειν-τον-εαυτό, το ον, το ὑποκείμενον, το subjectum, βρίσκεται στον τρόπο του γνωρίζειν-τον-εαυτό, δηλαδή στον τρόπο του ego cogito. Αυτή η παρουσίαση του εαυτού στον εαυτό, η αναπαράσταση, είναι το είναι του όντος ως subjectum. Το γνωρίζειν-τον-εαυτό γίνεται το υποκείμενο κατ’ εξοχήν. Στο γνωρίζειν-τον-εαυτό συγκεντρώνεται κάθε γνώση και κάθε γνωστό. Είναι μια συλλογή γνώσης, με τον ίδιο τρόπο που ένα βουνό είναι μια συλλογή κορυφών.
Η υποκειμενικότητα του υποκειμένου είναι ως τέτοια συγκέντρωση, co-agitatio (cogitatio), conscientia, Gewissen, conscience. Αλλά η co-agitatio είναι ήδη από μόνη της ένα velle, ένα θέλειν. Με την υποκειμενικότητα του υποκειμένου είναι παρούσα η βούληση ως η ουσία του.
Η νεότερη μεταφυσική, ως μεταφυσική της υποκειμενικότητας, σκέπτεται το Είναι του όντος με την έννοια της βούλησης».), όσο και από την έννοια της Vorstellung, η οποία —σε αντίθεση με την πρωταγόρεια αντίληψη— δεν εννοεί το άνοιγμα προς εκείνο που αποκαλύπτεται και εκτίθεται από μόνο του, αλλά τη βίαιη Ergreifen ασκούμενη επί του όντος, πλέον στερημένου της ικανότητας αυτο-φανέρωσης και μειωμένου σε «περιοχή επίθεσης» (GA 5, 108/95):
«Η αναπαράσταση ωθεί τα πάντα στην ενότητα του αντικειμενοποιημένου.
Ο ανα-παριστών είναι coagitatio (Η λατινική λέξη coagitatio είναι σπάνιος όρος και χρησιμοποιείται από τον Heidegger ερμηνευτικά, σε σχέση με τον Καρτέσιο, για να αποδώσει μια «συγκεντρωτική» ή «συν-σκεπτική» λειτουργία του cogito. Κυριολεκτική απόδοση:co-agitatio = «συλλογική–συγκεντρωτική σκέψη» (από το co- = μαζί, και agitatio = κίνηση/ταραχή/σκέψη)). Κάθε σχέση προς κάτι —η θέληση, η λήψη θέσης, το αίσθημα— όλα νοούνται ως αναπαραστατικά, είναι cogitans, που μεταφράζεται ως “σκεπτόμενο”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Καρτέσιος μπορεί πλέον να συγκεντρώσει όλους τους τρόπους της voluntas και του affectus, όλες τις actiones και passiones (όλους τους τρόπους της βούλησης και του πάθους, όλες τις ενέργειες και τις παθητικότητες)υπό τον, εκ πρώτης όψεως εκπληκτικό, τίτλο της cogitatio. Στο ego cogito sum το cogitare νοείται με αυτή τη νέα και ουσιώδη έννοια. Το subjectum (υποκείμενο), η θεμελιώδης βεβαιότητα, είναι το πάντοτε ασφαλές συν-είναι-ως-αναπαριστώμενο του αναπαριστώντος ανθρώπου και του αναπαριστώμενου όντος (ανθρώπινου ή μη), δηλαδή του αντικειμενικού.
Η θεμελιώδης βεβαιότητα είναι το me cogitare me esse (το ότι εγώ σκέφτομαι εμένα να υπάρχω), αναντίρρητο, πάντοτε αναπαραστάσιμο και αναπαριστώμενο. Αυτό συγκροτεί την θεμελιώδη εξίσωση κάθε υπολογισμού της αυτο-εξασφαλιζόμενης αναπαράστασης. Στην εν λόγω θεμελιώδη βεβαιότητα ο άνθρωπος είναι βέβαιος ότι —ως αναπαριστών κάθε αναπαράστασης και, συνεπώς, ως διάσταση κάθε αναπαριστώμενου, και κατά συνέπεια κάθε βεβαιότητας και αλήθειας— είναι εξασφαλισμένος στο είναι-του, δηλαδή, τώρα, είναι.»
(GA 5, 108–109/95)
Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου
Του Roberto Morani
3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου
3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγκεριανής σκέψης
3.3.2. Το υποκείμενο, η σκιά και η καλυμμένη πεδιάδα: Ο Καρτέσιος στην τελευταία φάση της εννοιολογικής πορείας του Χάιντεγκερ
Εκφράζοντας την αρχή και το τέλος της Neuzeit (τής σύγχρονης εποχής), ο Καρτέσιος και ο Nietzsche καταλαμβάνουν μια στρατηγική θέση στην ερμηνεία της Neuzeit ως εποχής της μεταφυσικής της υποκειμενικότητας: ο Heidegger δεσμεύεται immer wieder να δείξει τον αδιάλυτο δεσμό τους, ώστε να αποδείξει ότι η νεότερη εποχή απεικονίζει μια οργανική ολότητα, μέσα στην κυκλική της πορεία, η οποία καλύπτεται από την φαινομενική κίνηση προς τα εμπρός, όπου παίρνει μορφή ένα ταξίδι προς τα πίσω, τελεολογικά ρυθμισμένο, αυξανόμενης απο-κάλυψης και προοδευτικής επιστροφής στο θεμέλιο. Ολόκληρος ο σκελετός της Metaphysik der Subjektivität (Μεταφυσική της Υποκειμενικότητας) στηρίζεται, επομένως, σε δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: τον καρτεσιανισμό του Nietzsche και τον εν δυνάμει νιτσεϊσμό του Καρτέσιου. Κυριαρχημένη από την προσπάθεια να συλλάβει σε δυναμικό επίπεδο τις αναπτύξεις που οδηγούν στον Nietzsche, η ερμηνεία του Heidegger για τον Καρτέσιο γίνεται ξαφνικά μονοχρωματική, εντελώς αδιάφορη στις οντολογικές ανοίξεις που περιέχονται στο cogito, και εμφανίζεται να ενδιαφέρεται αποκλειστικά να αποστασιοποιηθεί από αυτό, να αποτρέψει κάθε ελάχιστη υποψία ανάκτησης ή επαναλειτουργικοποίησης. Παρότι απουσιάζει μια ρητή αυτοκριτική, ο Heidegger εγκαταλείπει τον καρτεσιανό ορίζοντα του Sein und Zeit, καθότι είναι συμβεβλημένος, ή τουλάχιστον παρεξηγημένος και συγκεχυμένος, με την ανθρωποκεντρική σκέψη της νεότερης μεταφυσικής (Στον Ευρωπαϊκό Μηδενισμό ο Heidegger κρίνει αναδρομικά το Hauptwerk του 1927 ως μια ακούσια Befestigung (στερέωση, θεμελίωση) της υποκειμενικότητας:
«Στην πραγματεία Είναι και Χρόνος, στη βάση του ερωτήματος για την αλήθεια του Είναι και όχι πλέον για την αλήθεια του όντος, επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός της ουσίας του ανθρώπου ξεκινώντας από την αναφορά του στο Είναι και μόνον από αυτήν, και η ουσία αυτή του ανθρώπου ορίζεται εκεί, με μια πολύ συγκεκριμένη έννοια, ως είναι-εδώ (Da-sein). Παράλληλα με την ταυτόχρονη —καθώς ήταν πραγματικά αναγκαίο— ανάπτυξη μιας πιο αρχέγονης έννοιας της αλήθειας, δεν κατόρθωσα στο ελάχιστο (στα δεκατρία έτη που μεσολάβησαν) να προκαλέσω ούτε μια πρώτη κατανόηση αυτής της προβληματικής. Η αιτία της μη κατανόησης έγκειται πρωτίστως στην αξερίζωτη και ολοένα αυξανόμενη εθισμένη προσκόλληση στον νεωτερικό τρόπο σκέψης: ο άνθρωπος νοείται ως υποκείμενο· κάθε στοχασμός περί ανθρώπου εκλαμβάνεται ως ανθρωπολογία. Από την άλλη, όμως, η αιτία της μη κατανόησης βρίσκεται στην ίδια την προσπάθεια, η οποία, όντας ίσως κάτι ιστορικά αναπτυγμένο και όχι κάτι “κατασκευασμένο”, προέρχεται από ό,τι υπήρξε μέχρι τώρα, αλλά αποδεσμεύεται από αυτό και γι’ αυτό παραπέμπει ακόμη, αναγκαστικά και διαρκώς, στην τροχιά αυτού που υπήρξε έως τώρα, μάλιστα το καλεί σε βοήθεια για να ειπωθεί κάτι εντελώς άλλο. Κυρίως, όμως, αυτή η οδός διακόπτεται σε ένα αποφασιστικό σημείο. Αυτή η διακοπή έχει την αιτία της στο γεγονός ότι η οδός και η απόπειρα που ακολουθήθηκαν πέφτουν, παρά τη θέλησή τους, στον κίνδυνο να γίνουν ξανά μόνο μια παγίωση της υποκειμενικότητας, και στο γεγονός ότι οι ίδιες εμποδίζουν τα αποφασιστικά βήματα, δηλαδή την επαρκή τους έκθεση στην ουσιώδη πραγμάτωση» (GA 6.2, 172–173/694· υπογράμμιση δική μου).
Ο Jean-Luc Marion ανάγει την εγκατάλειψη του εννοιολογικού ορίζοντα του Είναι και Χρόνος στη μεταγενέστερη αναγνώριση από τον Heidegger της υπερβολικής εγγύτητας ανάμεσα στο Dasein και το ego cogito:
«Η Kehre (Στροφή), εφόσον είναι δυνατόν να την επικαλεστεί κανείς στον ενικό, μεταφράζεται σε δύο αποχαιρετισμούς, τουλάχιστον επιχειρημένους, αν όχι ολοκληρωμένους: εκείνον από τη γλώσσα της μεταφυσικής, και εκείνον από το “υποκείμενο”, όπου τελικά συμπεριλαμβάνεται και το Dasein. […] Το Sein und Zeit χρησιμοποιεί από άκρη σε άκρη το λεξιλόγιο της μεταφυσικής (την οποία αξιώνει να απορρίψει) και παραμένει προσδεδεμένο στην υποκειμενικότητα (έστω και για να την καταστρέψει)· ανάμεσα στα αίτια αυτών των εμποδίων, το λιγότερο ασήμαντο δεν είναι βέβαια η ισχυρή σκιά του ego cogito, η οποία θολώνει διαρκώς τις φαινομενολογικές ανακαλύψεις που το Dasein μπορεί να επιτελέσει μόνο εναντίον του. Ο εκλεκτός και υπερβολικά γνωστός αντίπαλος —το ego— νικά μέσω του μιμητισμού που επιβάλλει στον νικητή του, το Dasein. Ο Heidegger θα μπορέσει πράγματι να αποσπαστεί από το καρτεσιανό του σημείο αφετηρίας στο Sein und Zeit μόνον υπό τον όρο ότι θα ρήξει με το ίδιο το έργο»
(J.-L. Marion, L’ego et le Dasein. Heidegger et la “destruction” de Descartes dans Sein und Zeit, στο Revue de Métaphysique et de Morale, XCII, 1987, 1, σσ. 25–53, σ. 52).).
Η εξέταση του Die Zeit des Weltbildes (Η εποχή του κοσμοειδώλου), κειμένου συνταγμένου το 1938 και δημοσιευμένου στο Holzwege το 1950, και του Der europäische Nihilismus (Ο Ευρωπαϊκός Μηδενισμός), το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1961 μέσα στους δύο τόμους που συγκεντρώνουν τις φριβούργειες παραδόσεις για τον Nietzsche των δεκαετιών του ’30 και ’40, επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πώς αρθρώνεται το τελευταίο στάδιο της Erörterung (Διαπραγμάτευσης) του Heidegger για το cogito. Στην Εποχή της εικόνας του κόσμου, ο Heidegger απεικονίζει τη νεωτερικότητα ως τη ιστορική φάση στην οποία η ολότητα του όντος φανερώνεται ως objectum απέναντι σε ένα υποκείμενο, του οποίου η πρωταρχική δραστηριότητα συνίσταται ακριβώς στο Vor-stellen (κυριολεκτικά προ-θέτω, αναπαριστώ) στο να θέτει ενώπιόν του το ον ως Gegen-stand (αντί-κείμενο), λογοδοτώντας γι’ αυτό και εξασφαλίζοντας εκ των προτέρων το συμβάν του: «αυτή η αντικειμενοποίηση του όντος συντελείται σε ένα προ-βάλλειν, το οποίο αποβλέπει στο να φέρει μπροστά του κάθε ον κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο υπολογιστικός άνθρωπος να μπορεί να είναι ασφαλής, δηλαδή βέβαιος για το ον» (GA 5, 87/83–84). Η ρήξη και η διακοπή της νεότερης εποχής δεν πρέπει λοιπόν να αναζητηθούν στην αποδέσμευση του ανθρώπου από τις κοινοτικές δεσμεύσεις που ίσχυαν στην αρχαιο-μεσαιωνική παράδοση ή στη συνακόλουθη γέννηση του ατομικισμού· αφορούν, πολύ πιο ριζικά, την απονομή στον άνθρωπο του τίτλου του πρώτου και μοναδικού subjectum, την επιβολή του ως το ον «στο οποίο κάθε [άλλο] ον θεμελιώνεται στον τρόπο του Είναι και της αλήθειάς του. Ο άνθρωπος γίνεται το κέντρο αναφοράς του όντος ως τέτοιου» (GA 5, 88/86). Το ότι η Neuzeit είναι η εποχή του πτολεμαϊκού—υποκειμενιστικού υποκειμένου, ως ratio rerum (λόγος των πραγμάτων) και απροϋπόθετο Bezugsmitte des Seienden (το άνευ όρων κέντρο αναφοράς του όντος), προκύπτει, όπως υποδηλώνει ένα απόσπασμα από τα Σεμινάρια του Zollikon, από τη σύγκριση των διαφορετικών και ασύμβατων ορισμών του Είναι του όντος που παρέχονται αντίστοιχα από την ελληνική, μεσαιωνική και νεωτερική σκέψη:
«το Είναι του όντος ως ὑποκείμενον, το οποίο συνίσταται στα φύσει ὄντα, σε ό,τι αποκαλύπτεται από μόνο του, και στα θέσει ὄντα, σε ό,τι παράγεται από τους ανθρώπους·το είναι του όντος ως κτιστότητα· το αντικείμενο, καθοριζόμενο από το υποκείμενο–εγώ, δηλαδή το αντικείμενο (ZS, 154–155/191–192).»
Η Neuzeit καταγγέλλεται έτσι ως η μείωση του κόσμου σε εικόνα, πράγμα που δεν σημαίνει ούτε αναπαραγωγή ούτε απλή θέαση του κόσμου· δείχνει μάλλον ότι «το ον στο σύνολό του εκλαμβάνεται ως εκείνο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος προσανατολίζεται, και επομένως επίσης ως εκείνο που θέλει να προβάλλει μπροστά του και να έχει ενώπιόν του· και άρα, σε μια αποφασιστική έννοια, ως εκείνο που θέλει να θέσει ενώπιόν του, να ανα-παραστήσει» (GA 5, 89/87). Η νεωτερικότητα εισβάλλει στην Seinsgeschichte (ιστορία του Είναι) όταν ο vorstellender–herstellender–Mensch (ο άνθρωπος που αναπαριστά και κατασκευάζει) (GA 5, 89) υποκαθιστά την ελληνική physis και τον χριστιανικό Θεό ως εγγυητή και υπεύθυνο της φανέρωσης του όντος, καθιστάμενος «η μη ενσώματη σκηνή» μέσα στην οποία τα πράγματα μειώνονται σε απλή αντικειμενική παρουσία προκαταβολικά διαθέσιμη και υπολογίσιμη, προγραμματίσιμη και κυριαρχήσιμη. Τώρα, η αναγωγή του όντος στο είναι-του-ως-αντικειμενοποιημένου «δίνει έναν χαρακτήρα απόλυτης πρωτοτυπίας στην εποχή στην οποία αυτό λαμβάνει χώρα» (GA 5, 90/89). Ωστόσο, αυτό είχε ήδη προδιατεθεί από τον χριστιανισμό, ο οποίος απο-θεοποίησε τον κόσμο χωρίζοντάς τον οντολογικά από την δημιουργική αρχή: στη Neuzeit ο άνθρωπος διεκδικεί για τον εαυτό του τον ρόλο της ratio d'essere και της πρώτης αιτίας της πραγματικότητας που προηγουμένως αποδιδόταν στον Θεό, επιχειρώντας, μέσω της τεχνικής, να εξασφαλίσει και να δικαιώσει από μόνος του το ον.
Με τη μετατροπή του κόσμου σε oggetto (= αντικείμενο) πραγματοποιείται το δεσποτικό σχέδιο της υποκειμενικότητας, της οποίας η ασυγκράτητη βούληση για κυριαρχία μεταβάλλει τη φύση σε έναν χώρο απεριόριστα χειραγωγήσιμο, σε μια αντικειμενικότητα απεριόριστα διαθέσιμη στις παραγωγικές ανάγκες του ανθρώπου, σε έναν απέραντο ταμιευτήρα δυνάμεων και ενεργειών, οι οποίες μέσω της τεχνικής οργάνωσης ποσοτικοποιούνται όλο και πιο ορθολογικά, μετρώνται με ακρίβεια και εντατικά εκμεταλλεύονται (Ο Heidegger εντοπίζει στη Neuzeit «έναν εντελώς νέο τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος τοποθετείται μέσα στον κόσμο και απέναντι στον κόσμο. Τώρα ο κόσμος εμφανίζεται ως ένα αντικείμενο, ένα αντικείμενο στο οποίο το υπολογίζον-τοποθετούν βλέμμα εξαπολύει τις επιθέσεις του, επιθέσεις απέναντι στις οποίες, όπως θεωρείται, τίποτε πλέον δεν είναι σε θέση να αντισταθεί. Η φύση μεταμορφώνεται σε ένα μοναδικό, γιγαντιαίο ταμιευτήριο, γίνεται η πηγή της ενέργειας που χρειάζονται η σύγχρονη τεχνική και η σύγχρονη βιομηχανία»
(M. Heidegger, Gelassenheit, Neske, Pfullingen 1959, σσ. 17–18· μτφρ. ιταλ. L’abbandono, επιμ. A. Fabris, il melangolo, Γένοβα 1989, σ. 34).). Εξ αυτού προκύπτει ότι «το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του νεότερου κόσμου είναι η κατάκτηση του κόσμου που έχει διαλυθεί σε εικόνα»: μόνο στη Neuzeit, πράγματι, «ο άνθρωπος θέτει σε κίνηση την απεριόριστη ισχύ των υπολογισμών του, του προγραμματισμού και του ελέγχου όλων των πραγμάτων» (GA 5, 94/99), αναλαμβάνοντας συνειδητά το έργο «της κυριαρχίας επί της Γης» (GA 5, 252/231).
Καθότι «είναι στη μεταφυσική του Καρτέσιου που για πρώτη φορά το ον προσδιορίζεται ως αντικειμενικότητα της αναπαράστασης και η αλήθεια ως βεβαιότητα της ίδιας της αναπαράστασης» (GA 5, 87/84), ο Heidegger επιχειρεί να συλλάβει in nuce τις περαιτέρω εξελίξεις της Neuzeit, να εντοπίσει σε εμβρυακή μορφή τη μελλοντική κυριαρχία της τεχνικής σε παγκόσμια κλίμακα, την απόλυτη βούλησή της για εξασφάλιση και έλεγχο, για δικαίωση και κυριαρχία επί του όντος. Στο δοκίμιο Nietzsches Wort “Gott ist tot” ο Heidegger υπογραμμίζει με έμφαση τον αδιάλυτο δεσμό μεταξύ του cogito και του ολοκληρωτικού σχεδίου της τεχνικής:
«Η αντικειμενοποιητική αναπαράσταση, αναπαριστάνοντας, υποτάσσει το αντικείμενο στο ego cogito. Μέσα σε αυτήν την υπαγωγή, το ego cogito αποκαλύπτει τι είναι βάσει της δραστηριότητάς του (της αναπαραστατικής υπαγωγής), δηλαδή αποκαλύπτεται ως subjectum. […] Ο κόσμος μεταβάλλεται σε αντικείμενο. Σε αυτήν την επαναστατική αναπαράσταση κάθε όντος, ό,τι πρέπει να παραδοθεί στην αναπαράσταση και στην παραγωγή —η Γη— βρίσκεται στο κέντρο κάθε επιβολής και κάθε αντιπαράθεσης. Η Γη μπορεί πια να αποκαλύπτεται μόνο ως αντικείμενο της ανθρώπινης χειραγώγησης, στο έλεος της ανθρώπινης βούλησης ως απόλυτης αντικειμενοποιητικής αναπαράστασης. Η φύση, παραδομένη στην ουσία του Είναι, εμφανίζεται παντού ως αντικείμενο της τεχνικής» (GA 5, 255–256/235) (Και λίγο πριν, η καρτεσιανή βεβαιότητα γίνεται αντιληπτή ως μια προεικόνιση του für-wahr-halten (να το θεωρεί αληθινό) του Nietzsche:
«Η μεταφυσική του νεότερου κόσμου αρχίζει και ολοκληρώνει την ουσία της στην αναζήτηση του απολύτως αναντίρρητου, του βέβαιου, της βεβαιότητας. […] Η βούληση για δύναμη, θέτοντας ως αναγκαία αξία τη διατήρηση, δηλαδή την εξασφάλιση της εμμονής του εαυτού της, δικαιολογεί ταυτόχρονα την ανάγκη εξασφάλισης κάθε όντος, το οποίο, καθόσον ανα-παριστάνεται, χαρακτηρίζεται συγχρόνως από το tener-per-vero (= το “θεωρείν ως αληθές”). Η εξασφάλιση του θεωρείν-ως-αληθές είναι η βεβαιότητα. Επομένως, κατά τον Nietzsche, η βεβαιότητα, ως αρχή της νεότερης μεταφυσικής, θεμελιώνεται κατεξοχήν στη βούληση για δύναμη: επάνω στην προϋπόθεση ότι η αλήθεια είναι μια αναγκαία αξία και ότι η βεβαιότητα είναι η μορφή που προσλαμβάνει η αλήθεια στον νεότερο κόσμο. Αυτό καθιστά σαφές σε ποια έννοια η νιτσεϊκή διδασκαλία της βούλησης για δύναμη ως “ουσίας” κάθε πραγματικότητας ολοκληρώνει τη νεότερη μεταφυσική της υποκειμενικότητας»
(GA 5, 238–239/218–219).).
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είναι, φυσικά, ο Καρτέσιος που προκαλεί την υποδούλωση της φύσης στην τεχνική: περιορίζεται στο να εκφράσει εννοιακά και να αναγάγει στη αυτοσυνείδηση μια ιστορική μεταβολή που ήδη δρούσε στο βάθος της ζωής της εποχής του. Νομίζοντας ότι κερδίζει μια γνωσιολογικώς αναντίρρητη αρχή, μια πρώτη και αδιαμεσολάβητη αλήθεια, περιορισμένη στον αραιωμένο κόσμο της καθαρής θεωρίας, στην πραγματικότητα με το ego cogito ο Καρτέσιος αντανακλά την ουσία της εποχής του, προαναγγέλλοντας τη νέα προγραμματιστική και ιμπεριαλιστική συνθήκη του νεότερου ανθρώπου.
Για να αποδείξει τον βουλησιαρχικό χαρακτήρα της πρώτης καρτεσιανής βεβαιότητας, κατά παράδοξο τρόπο ο Heidegger δεν στηρίζεται στη αποφασιστική προέλευση του de omnibus dubitandum est: αντλεί αντ’ αυτού τόσο από το φαινόμενο του Sich-selbst-wissen, ανάγοντάς το σε εκείνο του volere se stessi (Βλ. GA 5, 243–244/223–224:
«επειδή στο εσωτερικό της νεότερης μεταφυσικής το είναι του όντος έχει προσδιοριστεί ως βούληση και επομένως ως θέλειν-τον-εαυτό, και επειδή το θέλειν-τον-εαυτό είναι ήδη ως τέτοιο ένα γνωρίζειν-τον-εαυτό, το ον, το ὑποκείμενον, το subjectum, βρίσκεται στον τρόπο του γνωρίζειν-τον-εαυτό, δηλαδή στον τρόπο του ego cogito. Αυτή η παρουσίαση του εαυτού στον εαυτό, η αναπαράσταση, είναι το είναι του όντος ως subjectum. Το γνωρίζειν-τον-εαυτό γίνεται το υποκείμενο κατ’ εξοχήν. Στο γνωρίζειν-τον-εαυτό συγκεντρώνεται κάθε γνώση και κάθε γνωστό. Είναι μια συλλογή γνώσης, με τον ίδιο τρόπο που ένα βουνό είναι μια συλλογή κορυφών.
Η υποκειμενικότητα του υποκειμένου είναι ως τέτοια συγκέντρωση, co-agitatio (cogitatio), conscientia, Gewissen, conscience. Αλλά η co-agitatio είναι ήδη από μόνη της ένα velle, ένα θέλειν. Με την υποκειμενικότητα του υποκειμένου είναι παρούσα η βούληση ως η ουσία του.
Η νεότερη μεταφυσική, ως μεταφυσική της υποκειμενικότητας, σκέπτεται το Είναι του όντος με την έννοια της βούλησης».), όσο και από την έννοια της Vorstellung, η οποία —σε αντίθεση με την πρωταγόρεια αντίληψη— δεν εννοεί το άνοιγμα προς εκείνο που αποκαλύπτεται και εκτίθεται από μόνο του, αλλά τη βίαιη Ergreifen ασκούμενη επί του όντος, πλέον στερημένου της ικανότητας αυτο-φανέρωσης και μειωμένου σε «περιοχή επίθεσης» (GA 5, 108/95):
«Η αναπαράσταση ωθεί τα πάντα στην ενότητα του αντικειμενοποιημένου.
Ο ανα-παριστών είναι coagitatio (Η λατινική λέξη coagitatio είναι σπάνιος όρος και χρησιμοποιείται από τον Heidegger ερμηνευτικά, σε σχέση με τον Καρτέσιο, για να αποδώσει μια «συγκεντρωτική» ή «συν-σκεπτική» λειτουργία του cogito. Κυριολεκτική απόδοση:co-agitatio = «συλλογική–συγκεντρωτική σκέψη» (από το co- = μαζί, και agitatio = κίνηση/ταραχή/σκέψη)). Κάθε σχέση προς κάτι —η θέληση, η λήψη θέσης, το αίσθημα— όλα νοούνται ως αναπαραστατικά, είναι cogitans, που μεταφράζεται ως “σκεπτόμενο”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Καρτέσιος μπορεί πλέον να συγκεντρώσει όλους τους τρόπους της voluntas και του affectus, όλες τις actiones και passiones (όλους τους τρόπους της βούλησης και του πάθους, όλες τις ενέργειες και τις παθητικότητες)υπό τον, εκ πρώτης όψεως εκπληκτικό, τίτλο της cogitatio. Στο ego cogito sum το cogitare νοείται με αυτή τη νέα και ουσιώδη έννοια. Το subjectum (υποκείμενο), η θεμελιώδης βεβαιότητα, είναι το πάντοτε ασφαλές συν-είναι-ως-αναπαριστώμενο του αναπαριστώντος ανθρώπου και του αναπαριστώμενου όντος (ανθρώπινου ή μη), δηλαδή του αντικειμενικού.
Η θεμελιώδης βεβαιότητα είναι το me cogitare me esse (το ότι εγώ σκέφτομαι εμένα να υπάρχω), αναντίρρητο, πάντοτε αναπαραστάσιμο και αναπαριστώμενο. Αυτό συγκροτεί την θεμελιώδη εξίσωση κάθε υπολογισμού της αυτο-εξασφαλιζόμενης αναπαράστασης. Στην εν λόγω θεμελιώδη βεβαιότητα ο άνθρωπος είναι βέβαιος ότι —ως αναπαριστών κάθε αναπαράστασης και, συνεπώς, ως διάσταση κάθε αναπαριστώμενου, και κατά συνέπεια κάθε βεβαιότητας και αλήθειας— είναι εξασφαλισμένος στο είναι-του, δηλαδή, τώρα, είναι.»
(GA 5, 108–109/95)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου