Συνέχεια από: Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
I. H ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ “ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ” ΚΑΙ Η ΣΗMΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
2. Ο στωικισμός
Η φιλοσοφία και για τους στωικούς* είναι τρόπος ζωής, καθώς παρέχει τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θα οργανώσει τη ζωή του ο άνθρωπος. Η φιλοσοφία είναι «τέχνη του βίου» ή «ιατρείο ψυχής». Το βασικό ηθικό ερώτημα «πώς πρέπει να ζει κανείς» («πώς βιωτέον,) παίρνει στους στωικούς κοσμολογικό-θεολογικό χαρακτήρα με την έννοια ότι συναρτάται άμεσα με το πρόβλημα της θέσης του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. Δίνοντας αλληγορική διάσταση στη γλώσσα του θεάτρου οι στωικοί παριστάνουν το κοσμικό γίγνεσθαι ως ένα δράμα, το οποίο σκηνοθέτησε μια θεία αρχή και στο οποίο κάθε άνθρωπος παίζει ένα ρόλο που έχει γι' αυτόν «προνοήσει» ο θείος δραματουργός. Η απάντηση στο ερώτημα «πῶς βιωτέον;», όπως αυτό μεθερμηνεύεται από τους στωικούς, είναι αυτόδηλο: πρέπει να ζει κανείς σε πλήρη συμφωνία με τον πρωτουργό και σκηνοθέτη του κοσμικού γίγνεσθαι, σύμφωνα δηλαδή με τον ρόλο που έχει να παίξει μέσα στο Όλο.
Το «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν» ισοδυναμεί με το «όμολογουμένως τῷ λόγῳ ζην», αφού ο Λόγος είναι ουσία διάχυτη σε όλα τα όντα. Όταν ζούμε σύμφωνα με τις επιταγές του Λόγου, βρισκόμαστε σε τέλεια αρμονία με την τάξη που διέπει το σύμπαν και ζούμε ευτυχισμένοι. Οι Στωικοί συνδέουν την ευδαιμονία με το «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», αλλά και με την αρετή: «Ομολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, ὅπερ ἐστι κατ' ἀρετήν». Η αρετή γίνεται έτσι προϋπόθεση της ευδαιμονίας με την έννοια ότι αυτή θα τιθασεύσει τα πάθη μας που δημιουργούν μια δυσαρμονία ανάμεσα στις επιθυμίες μας και τον Λόγο και θα μας οδηγήσει στην «απάθεια», που ταυτίζεται με την ευδαιμονία.
Οι Στωικοί εκκινούν από τη διάκριση ανάμεσα στα «ἐφ' ἡμῖν» καὶ στα «οὐκ ἐφ' ἡμῖν», ανάμεσα δηλαδή σε αυτά που εξαρτώνται από εν μάς και σε αυτά που δεν εξαρτώνται από εμάς. Το ερώτημα για το πού βρίσκεται το όριο ανάμεσά τους είναι καίριο, καθότι για τα «οὐκ ἐφ' ἡμῖν» δεν έχουμε την ελευθερία του πράττειν, αφού δεν εξαρτώνται από εμάς και, συνεπώς, το ερώτημα του Kant «τι οφείλω να πράττω» δεν τίθεται καν γι' αυτά, καθότι δεν έχει νόημα με την ηθική έννοια να αξιώσω από κάποιον να πράξει κάτι που δεν είναι σε θέση να το πράξει. Σε ό,τι αφορά τα «οὐκ ἐφ' ἡμῖν» ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Αυτά που δεν εξαρτώνται από εμάς είναι η ζωή και ο θάνατος, η υγεία και η αρρώστια, τα πλούτη και η φτώχεια, η ευγενής και η ταπεινή καταγωγή, η ομορφιά και η ασχήμια κ.λπ. Όλα αυτά είναι αδιάφορα. Τη στωική αυτή αδιαφορία ενσωματώνει αργότερα ο Απόστολος Παύλος στη χριστιανική βιοθεωρία: «Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος τὸ λοιπόν ἐστιν, ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες, καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι• παράγει γὰρ [παρέρχεται] τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου. Θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι» (Προς Κορινθίους Α, 7, 29 ε.)
Το εξαρτώμενο από εμάς, το απόλυτα δικό μας και το πολυτιμότερο από όλα είναι η δύναμη του Λόγου μέσα μας, η ικανότητα της εκλογής και απεκλογής (απόρριψης), της προτίμησης και της αποστροφής και, γενικότερα, η ικανότητα της ορθής αποτίμησης των εντυπώσεών μας. Για παράδειγμα, ο καθένας μας έχει την εμπειρία της έλξης που ασκεί ένα ωραίο σώμα, το τι θα κάνουμε όμως με την εντύπωση αυτή, το τι δηλαδή αξία θα της δώσουμε εναπόκειται σ' εμάς τους ίδιους. Η συγκατάθεση είναι δική μας υπόθεση. Οι εντυπώσεις έχουν τα αποτελέσματα που τις επιτρέπουμε εμείς να έχουν. Ό,τι πράττουμε, είναι έργο της δικής μας προαίρεσης. Συνεπώς, όλα είναι αδιάφορα για τους στωικούς εκτός από την ηθική βούληση.Επειδή το ζητούμενο και για τη στωική ηθική είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία, το ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται είναι πού θα αναζητήσουμε την ευτυχία μας, στα «ἐφ' ἡμῖν» ή στα «οὐκ ἐφ' ἡμῖν»; Αν αναζητήσουμε την ευτυχία μας στα «οὐκ ἐφ' ἡμῖν», τότε κινδυνεύουμε να γίνουμε έρμαια της τύχης. Συνεπώς, πρέπει να αναζητήσουμε την ευτυχία μας στα «ἐφ' ἡμῖν», σε αυτά δηλαδή που μπορούμε να εξουσιάσουμε. Και μόνον τον εαυτό του μπορεί να εξουσιάσει ο άνθρωπος.
Αλλά αν όλα για τους στωικούς είναι αδιάφορα εκτός από την ηθική πρόθεση, τότε εύλογα τίθεται το ερώτημα πώς θα πορευθούμε στη ζωή μας: θα ασκήσουμε κάποιο επάγγελμα, θα παντρευτούμε, θα υπηρετήσουμε την πατρίδα, θα εμπλακούμε στην πολιτική; Απάντηση στα ερωτήματα αυτά του καθημερινού βίου μάς δίνει η στωική θεωρία των «καθηκόντων», των ηθικά, δηλαδή, ταιριαστών πράξεων που είναι σύμφωνες με την έλλογη φύση του ανθρώπου. Η θεωρία των καθηκόντων, η οποία αποτελεί έναν πρακτικό κώδικα συμπεριφοράς που επιτρέπει στην αγαθή βούληση να δώσει μια σχετική αξία στα αδιάφορα πράγματα, βασίζεται σε μια θεμελιώδη έννοια της στωικής ηθικής, στην έννοια της οικείωσης. Η στωική «οικείωση» είναι η έμφυτη σε όλα τα έμβια όντα τάση της αυτοσυντήρησης. Στην περίπτωση του ανθρώπου, που είναι έλλογο έμβιο ον, το φυσικό ένστικτο γίνεται έλλογη επιλογή, επιλογή, ωστόσο, που πρέπει «να ανταποκρίνεται στη φυσική τάση: τέτοια, για παράδειγμα, είναι η αγάπη για τη ζωή, η αγάπη για τα παιδιά ή η αγάπη για τους συμπολίτες που βασίζεται στο ένστικτο της κοινωνικότητας. Το να παντρευτείς, να έχεις μια πολιτική δραστηριότητα, να υπηρετείς την πατρίδα είναι πράξεις που προσιδιάζουν στην ανθρώπινη φύση και επομένως έχουν αξία. Αυτό που χαρακτηρίζει την προσιδιάζουσα πράξη είναι ότι εν μέρει εξαρτάται από εμάς, αφού είναι μια πράξη που προϋποθέτει ηθική πρόθεση, αλλά και εν μέρει δεν εξαρτάται από εμάς, αφού η επιτυχής έκβασή της δεν εξαρτάται από τη θέλησή μας, αλλά και από άλλους ανθρώπους ή από τις συνθήκες, τα εξωτερικά γεγονότα, σε τελευταία ανάλυση από την ειμαρμένη. Αυτή η θεωρία των καθηκόντων... επιτρέπει στον φιλόσοφο να πορευτεί μέσα στην αβεβαιότητα του καθημερινού βίου προκρίνοντας αληθοφανείς επιλογές, που η λογική μας μπορεί να επιδοκιμάσει δίχως ποτέ να έχει τη βεβαιότητα ότι καλώς πράττει. Αυτό που στην πραγματικότητα μετράει δεν είναι το αποτέλεσμα -που είναι πάντα αβέβαιο- αλλά η πρόθεση του ευ πράττειν. Ο στωικός πράττει πάντοτε με επιφύλαξη λέγοντας : Θέλω να πράξω αυτό, αν η μοίρα το επιτρέπει. Αν η μοίρα δεν το επιτρέπει, θα προσπαθήσει να πετύχει με άλλον τρόπο ή θα αποδεχθεί τη μοίρα και θα συμφιλιωθεί μαζί της». 35Η φιλοσοφία είναι για τους στωικούς πράξη μοναδική που θα έπρεπε να τελεί κανείς κάθε στιγμή. Ο Επίκτητος (55 – 135 μ.Χ.) διακρίνει τρεις μορφές άσκησης στον φιλοσοφικό τρόπο ζωής. Η πρώτη αφορά στην επιθυμία και στην αποστροφή. Οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, γιατί επιθυμούν πράγματα που ή μπορούν να τα χάσουν ή που δεν θα μπορούσαν να τα αποκτήσουν. Και αυτό συμβαίνει, διότι αυτά που επιθυμούν, όπως ο πλούτος και η υγεία, για παράδειγμα, δεν εξαρτώνται από αυτούς. Η φιλοσοφική άσκηση εν προκειμένω συνίσταται στη σταδιακή απάρνηση τέτοιων επιθυμιών, έτσι ώστε στο τέλος να επιθυμούμε τις ηθικές αρετές στον βαθμό που εξαρτώνται από εμάς και να αποστρεφόμαστε το ηθικά κακό στον βαθμό που αυτό εξαρτάται από εμάς. «Αν κάποιος είναι δυστυχής, να θυμάσαι ότι η δυστυχία του οφείλεται στον ίδιο» (Διατριβαί, ΙΙΙ, 24).
Η δεύτερη μορφή φιλοσοφικής άσκησης αφορά στις σχέσεις μας με τους άλλους εντός της κοινότητας και εντάσσεται στο μέρος εκείνο της στωικής ηθικής που ορίζει έναν πρακτικό κώδικα συμπεριφοράς (θεωρία των καθηκόντων). Οι πράξεις μας πρέπει να αρμόζουν στην έλλογη φύση μας και να υπηρετούν την κοινότητα είτε αυτή είναι η οικογένεια είτε είναι η πολιτεία. Ο άνθρωπος δεν διακρίνεται από τα ζώα μόνον για το λογικό του, είναι συνάμα και πολίτης του κόσμου, αποτελεί αναπόσπαστο μέρους του Όλου. Ο στωικός ζει κάθε στιγμή έχοντας συνείδηση της παρουσίας του ενυπάρχοντος στον κόσμο Λόγου, θεωρεί όλα τα πράγματα από τη σκοπιά του Λόγου και συναινεί στις επιταγές του. «Για τους στωικούς ο ίδιος λόγος ενεργεί στη φύση (και στη φυσική) και στην ανθρώπινη κοινότητα (και στην ηθική) και στην ανθρώπινη σκέψη (και στη λογική). Η ενιαία πράξη του ασκούμενου στη σοφία φιλοσόφου συμπίπτει με την ενιαία πράξη του κοσμικού Λόγου που είναι παρών σε όλα τα πράγματα και σε αρμονία με τον εαυτό του»36.
Η τρίτη μορφή άσκησης αφορά στη συγκατάθεση. Ο Επίκτητος μας παροτρύνει να ελέγχουμε κάθε παράστασή μας, κάθε δοξασία μας και να δίνουμε τη συγκατάθεσή μας σε εκείνες μόνον που είναι αντικειμενικές. Με άλλα λόγια, πρέπει να παραμερίσουμε όλες τις υποκειμενικές αξιολογικές κρίσεις μας. Και αυτό θεωρείται για τον στωικό Επίκτητο μείζον για τη ζωή μας, διότι, όπως τονίζει, δεν ταράζουν τους ανθρώπους τα πράγματα, αλλά οι κρίσεις που εκφέρουν γι' αυτά. Για παράδειγμα, ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, αλλά οι κρίσεις μας για τον θάνατο τον καθιστά κάτι το φοβερό αυτές μας τρομάζουν (Εγχειρίδιον, 5).
Ο Επίκτητος μεταθέτει την ευτυχία του ανθρώπου από τα εξωτερικά πράγματα, που δεν εξαρτώνται από εμάς, στην ατομική συνείδηση.
Η ευτυχία δεν είναι μια ψυχική απλώς κατάσταση, όπως την θεωρούμε συνήθως εμείς οι νεότεροι, αλλά ένα προσωπικό επίτευγμα. Για να τα δείξει αυτό, ο Επίκτητος προσφεύγει στη μεταφορά του αθλητικού αγώνα. Ο αθλητής δίνει τον αγώνα του για τη νίκη, αλλά ο δικός μας αγώνας είναι για την ευτυχία μας με τη διαφορά ότι δεν είναι ένας αγώνας με άλλους, αλλά με τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος πρέπει να αναδιπλωθεί στον εαυτό του, να προβάλει αντίσταση στα πάθη και να περιορισθεί σε αυτά που έχει στην απόλυτη κατοχή του και που κανείς δεν μπορεί να του τα πάρει, ώστε να διασφαλίσει την απόλυτη εσωτερική του ελευθερία, την απάθεια, τη γαλήνη της ψυχής, όπου βρίσκεται η αληθινή ευτυχία.
Σημειώσεις
* Η στωική σχολή ιδρύθηκε το 308 από τον Ζήνωνα (340-265 π.Χ.) τον Κιτιέα στην ποικίλη στοά. Σημαντικοί εκπρόσωποι της στωικής φιλοσοφίας είναι ο μαθητής του Ζήνωνα Κλεάνθης, ο Χρύσιππος, ο Ποσειδώνιος, ο Παναίτιος, ο Επίκτητος, ο Σενέκας και ο Μάρκος Αυρήλιος.
35. Βλ. Pierre Hadot, Τι είναι η αρχαία φιλοσοφία, σελ. 186-7.
36. Βλ. Pierre Hadot, ό.π., σελ. 193.
ΣΧΟΛΙΟ: Η αρχαία φιλοσοφία είναι αναγωγή τής ψυχής, ψυχαγωγία καί ποτέ της δέν ασχολήθηκε μέ τόν εκσυγχρονισμό καί τήν εκλαίκευση τών εννοιών της, πράγμα πού θά τήν ακύρωνε. Ο Επίκτητος μιλά γιά τήν ψυχή σάν ένα κομμάτι τού θεού, γιά τό θεικό μας στοιχείο καί γιά τήν μετοχή καί ομοίωση μέ τόν θεό. Γιά τήν προσπάθεια νά μπούμε στήν ακολουθία τού θεού. Στήν γνώση ενυπήρχε η θέληση. Δέν επινόησε η ελληνική φιλοσοφία τό υποκείμενο καί δέν τό θεώρησε ποτέ της σημείο προόδου. Στερεώθηκε στήν αναίρεση τού υποκειμένου. Η επινόηση τού Αυγουστίνου, αγάπα καί κάνε ότι θές, δέν φύτρωσε ποτέ στά κτήματά της, ούτε στήν πατερική ορθόδοξη παράδοση. Δέν είναι κάν χριστιανική. Η φιλοσοφία τού Επίκτητου αντιπροσωπεύει άλλη μία μεγαλειώδη νίκη τού ελληνικού πνεύματος πάνω στήν ύλη. Γιά τόν Επίκτητο σκλάβος είναι αυτός πού δέν ζεί όπως θέλει,καί οι επιθυμίες του δέν πραγματοποιούνται. Οι ατυχίες του δέν συμβαίνουν σ' αυτό πού θέλει νά αποφύγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου