O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη |
482. « Η σοφία που εκλάμπει με τον Λόγο είναι η ουσία του Πατέρα ». Είναι εντελώς όπως τα βαδίσματα του κάβουρα ( καρκίνου ) οι λόγοι του Θωμά. Τώρα μεν ακολουθεί την ορθή οδό, κι άλλοτε πορεύεται, με τη θέλησή του, οδούς ανόμων, που απέχουν πολύ απ’ την ευθύτητα ( ειλικρίνεια, δικαιοσύνη… ). Γιατί ποιάν ευθύτητα έχει αυτό που λέει τώρα ; Γιατί αν είναι η σοφία που εκλάμπει με τον Λόγο, δηλαδή τον Υιό, η ουσία του Πατέρα, εκλάμπει η ουσία του Πατέρα απ’ τον Λόγο, δηλαδή τον Υιό, και θα προέρχεται και κατά φύσιν ο Πατέρας απ’ τον Υιό. Γιατί η σοφία που εκλάμπει απ’ τον Λόγο προέρχεται κατά φύσιν απ’ τον Λόγο, και θα προέρχεται άρα ο Υιός και Λόγος απ’ τον Πατέρα κι ο Πατέρας απ’ τον Υιό και Λόγο. Και θα σκιρτήση από χαρά μ’ αυτό ο Σαβέλλιος, γιατί δική του είναι αυτή η μιαρή αίρεση.
483. Η σοφία που εκλάμπει με τον Λόγο είναι ενέργεια της θείας ουσίας του Λόγου, όπως λέει κι ο Θωμάς˙ « Οφείλει να επιγράφεται ( βεβαιώνεται… ) κατ’ εξοχήν στον Θεό η σοφία. Γι’ αυτό και λέγεται στον Ιώβ˙ “ σοφός εστι τη καρδία ” ( Ιώβ θ΄14 )˙ και στον Εκκλησιαστή˙ “ πάσα σοφία από Κυρίου Θεού εστι και μετ’ αυτού ην αεί ” ( Σοφία Σειράχ α΄1 ). Κι ακόμα˙ « είναι φανερό πως υπάρχει ιδιαιτέρως ( εξαιρέτως… ) η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « “ εξέχεε ” στο α΄του Εκκλησιαστή “ την σοφίαν αυτού επί πάντα τα έργα αυτού ” ( Σοφία Σειράχ α΄9 ). Δεν εκχέεται όμως η θεότητα, ούτε βέβαια η θεία ουσία, αλλ’ η ενέργεια, όπως λένε οι ιεροδιδάσκαλοι. Και θέλοντας να αποδείξη, πως δεν είναι η σοφία ουσία του Θεού, λέει κι ο Θωμάς˙ « δεν συνάγεται απ’ το ότι υπάρχει στον Θεό σοφία πως υπάρχει σ’ αυτόν κάτι το συμβεβηκός, αλλά μόνον κάποια τελειότητα, στην οποία και συνίσταται ο λόγος της σοφίας ». Αν είναι λοιπόν, σύμφωνα με όσα έχουν ειπωθή, η σοφία που εκλάμπει με τον Λόγο ενέργεια και κάποια τελειότητα μόνο, στην οποία και συνίσταται ο λόγος της σοφίας, είναι άρα ψέμμα και εξαιρετικά φοβερή ασέβεια το να την νομίζης ουσία του Πατέρα.[Εδώ στηρίζεται η κακόδοξη σοφιολογία τών Ρώσων]
484. Το να πιστεύης τη σοφία του Λόγου σοφία του Πατέρα είναι εξόχως ευσεβές˙ το να πιστεύης δε τη σοφία εκείνου ουσία ετούτου, ξεπερνά κάθε αιρετική κακία. Γιατί είναι, σύμφωνα με τους ιεροδιδασκάλους, « η σοφία απ’ την ουσία, κι όχι η ουσία απ’ τη σοφία » ( Ιωάν. Χρυσοστόμου, Περί ακαταλήπτου ), καθότι έχει διακριθή και η σοφία απ’ τη θεία ουσία. Και μπορούμε να γνωρίσουμε οπωσδήποτε τη σοφία, καθότι θαύμαζαν και οι Ιουδαίοι τη σοφία του Λόγου, ακούγοντας τα πανίερα λόγια του και την αγία διδασκαλία, έχει απαγορευθή δε οπωσδήποτε και σε οποιονδήποτε βαθμό να γίνη γνωστή η ουσία του Θεού και στους αγγέλους. Γιατί έχει υπερεξαιρεθή, σύμφωνα με όσα πολλές φορές είπαμε, απειράκις απείρως απ’ την οποιαδήποτε γνώση των κτιστών η θεία γνώση.
485. « Η σοφία και η δικαιοσύνη είναι μεν στον άνθρωπο συμβεβηκότα, ταυτίζονται δε στον Θεό με τη θεία ουσία ». Είναι εσφαλμένα και ολισθηρά αυτά που λέει και ως προς τις δυό προτάσεις. Γιατί αποδείξαμε ( φανερώσαμε σαφώς… ) ήδη, ότι έχει κατακοσμηθή, απ’ την κτίση του Αδάμ, που έχει λάβει το κατ’ εικόνα του Θεού με τη θεία πνοή, με κάθε αρετή του Θεού και εικονικά και φυσικά ο άνθρωπος.[ ΑΥΤΗ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΚΡΕΜΙΖΕΙ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ] Γι’ αυτό και λέει ο Θωμάς˙ « η πρώτη γνώση του ανθρώπου για τα θεία είναι εκείνη, με την οποίαν ανέρχεται ο άνθρωπος με το φυσικό φως του λόγου στη γνώση του Θεού μέσα απ’ τα κτίσματα ». Το να ανέρχεσαι δε στη γνώση του Θεού μέσα απ’ τα κτίσματα οφείλεται στην ολοφάνερη σοφία, η οποία ενεργείται με το φυσικό φως του λόγου, όπως λέει ο Θωμάς. Δεν είναι άρα η σοφία, ούτε και κάποια άλλη αρετή του νοερού μέρους της ψυχής και της λογικότητας συμβεβηκός στον άνθρωπο, αλλά κατά φυσικό και ουσιώδη τρόπο, όπως ήδη αποδείξαμε, όπως ακριβώς υπάρχουν ουσιωδώς και φυσικώς στο πρωτότυπο, δηλαδή στον Θεό, όλες οι αρετές, και δεν είναι βέβαια ουσία του Θεού, μη γένοιτο. Γιατί η ουσία του Θεού είναι ανώνυμη και πάνω από κάθε γνώση και αγνωσία ( υπεράγνωστος ) και κρυμμένη από κάθε νοερή φύση, οι δε αρετές του γνωρίζονται εκ μέρους και κατεβαίνουν μέχρις εμάς και μετέχονται από ’μάς για την άπειρή του φιλανθρωπία, η δε ουσία του Θεού μένει απρόσιτη, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος ( Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον ). Εξαπατάται άρα ολοφάνερα σ’ αυτές τις δυό προτάσεις ο Θωμάς .
486. Πρέπει να φανερώση κανείς ακόμα και σ’ αυτά τα λόγια το άστατο και το αιφνιδιαστικά μεταβαλλόμενο και ανακόλουθο ταυτόχρονα και απερίσκεπτο στα θεία του Θωμά. Γιατί λέει, πως « είναι ανάγκη να υπάρχη η ευδαιμονία στην ενέργεια του νου, όταν παρατίθεται στα τιμιώτατα των νοητών. Δεν απομένει λοιπόν παρά να υφίσταται στη θεωρία της σοφίας η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου ». Κι ακόμα˙ « φανερώνει σαφώς ο Αριστοτέλης στο Ι΄ των Ηθικών, ότι υπάρχει στη θεωρία η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου, δηλαδή σύμφωνα με τη σοφία, η οποία προέχει στις υπόλοιπες τρεις νοερές, που είναι η σοφία, η επιστήμη, ο νους, όπως φανερώνει σαφώς στο Ζ΄των Ηθικών. Γι’ αυτό και ορίζει πως είναι ευδαίμων ο σοφός στο Ι΄ των Ηθικών ».
487. Φανερώνει σ’ αυτούς τους λόγους σαφώς, ποια είναι η διάνοιά ( σκέψη, ιδέα… ) του για τον Αριστοτέλη και τους άλλους έξω σοφούς ο Θωμάς. Γιατί λέει, πως « έχει συσταθή σε κάποια γνώση της αλήθειας, η οποία ξεπερνά τη φυσική του δύναμη, το έσχατο τέλος του ανθρώπου ». Κι ακόμα˙ « αν έχει ταχθή λοιπόν προς κάποιο τέλος, που ξεπερνά τη φυσική του δύναμη ο άνθρωπος, είναι αναγκαίο να του χορηγείται και κάποια υπερφυής βοήθεια εκ μέρους του Θεού, με την οποίαν και ανατείνει ( υψώνεται…) προς αυτό το τέλος ». Αν χρειάζεται λοιπόν θεία βοήθεια για να φτάση σε κάποιο τέλος, το οποίο είναι η έσχατη ευδαιμονία, ο άνθρωπος, και στην οποία φθάνουν κι οι σοφοί αυτού του αιώνα κι ο Αριστοτέλης, όπως λέει, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ο Θωμάς, είναι φανερό, ότι θεωρεί ένθεους κι ότι έχουν αξιωθή τη θεία βοήθεια τον Αριστοτέλη κι όλους τους έξω σοφούς ο Θωμάς, το οποίο είναι ακριβώς απ’ τα εξαιρετικά άτοπα.
488. Δες πάλι κι άλλην αστάθεια του Θωμά˙ « θα υπάρχη λοιπόν η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου στη γνώση του Θεού, που την αποκτά η ανθρώπινη διάνοια μετά την παρούσα ζωή, κατά τον τρόπο που τον γνωρίζουν κι οι χωριστές ουσίες ( οι άγγελοι… ) ». Κι αυτός που μας παρέδωσε καθολικά τη γνώση του Θεού στον μέλλοντα αιώνα, λέει, σαν να μεταμελήθηκε˙ « δεν μπορεί να υπάρχη ( παρείναι ) τέλεια όπως ορίζεται η ευδαιμονία στους ανθρώπους, αλλά σ’ αυτούς που μετέχουν σε κάτι απ’ αυτήν και στην παρούσα ζωή. Κι αυτή μοιάζει να είναι κι η διακήρυξη του Αριστοτέλη για την ευδαιμονία ».
489. Πρώτη μεν ατοπία, ότι δέχεται τον Αριστοτέλη, που λέει – σ’ αυτά που λέει χωρίς τη βοήθεια του Πνεύματος – πως δεν μπορεί να ανέλθη ο άνθρωπος, αφού ( αυτό… ) υπερβαίνει τη φυσική του δύναμη˙ δεύτερο, ότι νομίζοντας πως μόνη ευδαιμονία είναι η θεωρία της θείας ουσίας, και πως είναι ολόκληρη μεθεκτή στη μέλλουσα ζωή, λέει τώρα ότι μετέχουν ( κάποιοι… ) σε κάτι απ’ αυτήν και στην παρούσα ζωή, αποδεικνυόμενος έτσι βέβαια άστατος και πλαδαρός ( απαγής ). Δηλώνει έπειτα πως είναι αυτό το “κάτι” μέρος της ουσίας, η δε ουσία του Θεού δεν δέχεται μέρος και πλανιέται ( άρα… ) ο Θωμάς. Κι αν μιλά απλώς για κάτι απ’ την ουσία, τη σοφία ας πούμε ή τη δύναμη ή την αγαθότητα ή κάτι απ’ αυτά που είναι φυσικά στη θεία ουσία, πλανιέται πάλι λέγοντας, πως υπάρχει στη θεωρία της θείας ουσίας η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου˙ γιατί αυτό που γνωρίζουμε εδώ εκ μέρους ( Α΄Κορινθ. ιγ΄9 ) όπως σε αρραβώνα, αυτό και θα γνωρίσουμε καθολικότερα στο μέλλον ( Α΄Κορινθ. ιγ΄10, 12 ) και θα μεθέξουμε σ’ αυτό˙ και κανένα κτιστό δεν θα κατανοήση τη θεία ουσία ούτε στον τωρινόν ούτε στον μέλλοντα αιώνα.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου