Συνέχεια : Σάββατο 9 Ιουλίου 2011
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Hans urs Von Balthasar
ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
1)Tο όραμα του Αυγουστίνου
Με το ένατο βιβλίο των εξομολογήσεων, ο Αυγουστίνος ολοκλήρωσε την αφήγηση της ζωής που έζησε μέχρι εκείνη τη στιγμή : μία ύπαρξη στην αμαρτία και στην αλλαζονεία, η οποία όμως μεταμορφώνεται ολοκληρωτικώς στο τέλος μέσω της χάρης του Θεού που μας καλεί.[Σέ μετάνοια όχι σέ ενδοσκόπηση] Η αφήγηση τελειώνει αποδίδοντας μεγάλη σημασία στον θάνατο της μητέρας του, η ύπαρξη της οποίας ολοκληρώνεται με εκείνη την μεταμόρφωση. Και αποκάκρυνόμενος, μεταφέρει την μητρική του αγάπη στην «αιώνια Ιερουσαλήμ», δηλ, σε εκείνη που είναι «κάτω απο Σένα, πατέρα, η καθολική Μητέρα» «με την οποία αναστενάζει ο λαός σου κατά την διάρκεια του προσκυνήματός του από την αναχώρηση στην επιστροφή» (ΙΧ, 37).
Έτσι λοιπόν απο την οριζόντια διάσταση το βλέμμα τού Αυγουστίνου μεταφέρεται στην κάθετη διάσταση τής υπάρξεως, και προσθέτει άλλα τέσσερα κεφάλαια στην βιογραφία του με τον σκοπό να εξετάση, μετά την ιστορία, την ίδια την ιστορικότητα της υπάρξεώς του, η οποία τριγυρίζει ανάμεσα στην ένταση για την πατρίδα «την άνω Ιερουσαλήμ», και τον τόπο του προσκυνήματος, την "Γή" η οποία είναι ακόμη υποτελής στο προπατορικό αμάρτημα, στο κακό και σε κάθε είδους φθοράς. Μέσα σ’αυτή την ένταση, η οποία δέν υπολογίζεται καθόλου με τρόπο μυθολογικό, όλα υπολογίζονται αντιθέτως, στο πλαίσιο εκείνης της ενότητος θεολογίας και φιλοσοφίας που χαρακτηρίζει την αρχαία σκέψη, ιδιαιτέρως δέ του Πλάτωνος, του Πλωτίνου και των Χριστιανών Πατέρων. Στον Αυγουστίνο δέ ιδιαιτέρως, η εμβάθυνση αυτής της καθέτου διαστάσεως της υπάρξεως έχει ένα ίχνος πολύ πιο υπαρξιακό απο ότι έχει στους μαθητές του Πλάτωνος. Το ερώτημα δέν είναι πλέον, όπως ήταν στα πρώτα βιβλία, τί έκανα, αλλά ποιός είμαι, και ακόμη περισσότερο, τί είμαι και τι μπορώ να είμαι (Χ,6). Μία απάντηση σε μία τέτοια ερώτηση αντλείται βασικώς ήδη απο την βιογραφία : Εγώ είμαι εκείνο το άτομο που κατευθύνθηκε προς τα σκότη και ξαναοδηγήθηκε στο φώς μέσω της χάριτος και τώρα ομολογεί την πίστη του στο Φώς με την ευχαριστία και τους ύμνους. Όμως τώρα αυτή η απάντηση πρέπει να αναπτυχθεί και να δικαιολογηθεί στην θεολογικό-φιλοσοφική της διάσταση : ποιές είναι σε μένα οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις μίας τέτοιας υπαρξιακής περιπέτειας;
Η κίνηση της σκέψεως η οποία απορρέει απο ένα τέτοιο ερώτημα δείχνει πώς βρισκόμαστε απέναντι απο το κεντρικό σημείο όλης της σκέψης του Αυγουστίνου. Ο στοχασμός τού Αυγουστίνου, μεγαλειώδους αυστηρότητος, μοναδικής σ’αυτόν, αναπτύσσεται σε τέσσερις διαδοχικές στιγμές.
Το δέκατο βιβλίο είναι το βιβλίο της μνήμης, η οποία γίνεται κατανοητή σύμφωνα με το πλατωνικό μοντέλο σαν το βάθος της αναπολήσεως που διαθέτει το πνεύμα για την καταγωγή του. Επειδή δέ εννοημένο Χριστιανικά, αυτό το βάθος δέν είναι ο κόσμος των ιδεών, αλλά ο ζωντανός Θεός, ανοίγει προς αυτόν, με μία αυθυπέρβαση, προς τον ακατανόητο απέραντο κόσμο της εσωτερικής αναπολήσεως. «Υπάρχει όμως, στον άνθρωπο κάτι που ούτε το πνεύμα το ίδιο τού ανθρώπου που είναι μέσα του γνωρίζει (1 Κορ. 2,11). Εσύ όμως Κύριε, γνωρίζεις τα πάντα γι’αυτό, εφόσον το δημιούργησες»(Χ,7). Μόνον μέσω τού Θεού που δέν γνωρίζει (Χ,7), ο άνθρωπος μπορεί να εισχωρήσει στο βάθος όσων γνωρίζει απο τον εαυτό του. «Ποιός είναι αυτός που στέκεται πάνω απο την κεφαλή (κορυφή-apex) τής ψυχής μου; Μόνον με την βοήθεια τής ψυχής μου θα ανεβώ μέχρις Αυτόν (Χ,11) . Εάν λοιπόν πράγματι το πνεύμα αντλεί την καταγωγή του απο τον Θεό, τότε ο Θεός είναι μέσα στην μνήμη τού Πνεύματος (Χ, 35), σαν Αυτός που παραμένει αμετάβλητος υπεράνω όλων των πραγμάτων. (Χ,36).
Όμως αυτή η ένταση η οποία θεμελιώνει κάθε πράγμα, οφειλόμενη στο γεγονός πώς ο Θεός «Βρήκε την ευχαρίστηση να κατοικήσει μέσα στη μνήμη μου» παρότι στην πραγματικότητα δέν περιέχεται απο κανένα κτίσμα, είναι μόνον το βάθος μίας εντάσεως ενυπάρχουσας και μόνιμης στην ίδια την μνήμη, την οποία ο Αυγουστίνος πλησιάζει και ξεσκεπάζει μέσω μία πολυ λεπτής ψυχολογικής αναλύσεως. «Οι απέραντες πεδιάδες και τα μεγαλειώδη παλάτια τής μνήμης», κρύβουν «τεράστιους Θησαυρούς» : όλα όσα συγκέντρωσαν απο τον κόσμο τα αισθητήρια διατηρούνται πρόχειρα ή κρυμμένα και μπορούν να έλθουν στην επιφάνεια απο μία λήθη κατα το μάλλον βαθειά. Εκεί μπορώ να βρω επίσης ακόμη και εκείνο που «Εγώ» ήμουν (Χ,14) έτσι όπως εκείνα τα πνευματικά περιεχόμενα που τα αισθητήρια μου δέν είχαν κατορθώσει να αντιληφθούν και των οποίων η αλήθεια μού φανερώνεται στον στοχασμό: «στο πνεύμα μου το αναγνώρισα».
Έτσι όπως ήταν στην σκέψη δέν είχαν πάρει ακόμη την μορφή στην μνήμη μου, παρ’όλα αυτά όμως καθώς καθένα ερχόταν στο παρόν με ακριβέστατο τρόπο εγώ το αναγνώρισα και είπα: «Ναί, είναι σωστό, ακριβώς έτσι», αυτό λοιπόν ήταν πλαγιασμένο πραγματικά, παρότι μακρυνό και ξεχασμένο, σε κάποιον τόπο της μνήμης μου. Σκέφτομαι λοιπόν (cogito απο το co-agito) δέν είναι τίποτε άλλο απο το συλλέγω (colligere) «αυτό που κειτόταν με έναν άτακτο τρόπο και μπερδεμένο, μέσα στην μνήμη και ενδιαφέρομαι έτσι ώστε μέσα στην ίδια την μνήμη όπου πρίν κειτόταν σ’ένα τραγούδι χαμένο και ξεχασμένο, απο τώρα και στο εξής να είναι πιά εστιασμένο (Intentio) και περισσότερο ευτυχισμένο στο χώρο που ήδη καταλαμβάνει» Οπωσδήποτε περισσότερα απο ένα αντικείμενα τής σκέψης « χάνεται» και πρέπει να το «συλλέξουμε» ξανά σαν απο κάποια εξαφάνιση, αναφορικά με την οποία γίνεται πλέον ακριβής η έννοια της σκέψης--όπου cogo (Εγώ υποχρεώνω εδώ) και cogito αναφέρονται στο ago (εγώ πράττω) e agito (εγώ απεργάζομαι με ζήλο). (Θα έπρεπε να συγκρίνουμε αυτή την ετυμολογία του Αυγουστίνου με την ερμηνεία του Χάϊντεγκερ του λέγειν –λόγος σαν συλλέγω, συγκεντρώνω) [Σ’αυτό το σημείο ο Walter Otto διευκρινίζει : «η πρωτογενή σημασία είναι εκείνη της επιλογής (και αυτή τής συγκέντρωσης), επομένως της προσοχής, του στοχασμού και της παρατηρήσεως].
Η προσοχή λοιπόν γι’αυτόν τον λόγο συγκεντρώνεται στο φαινόμενο της διαγραφής και της αποξενώσεως . «Εγώ θυμάμαι» τώρα σημαίνει : μου είναι παρόντα πράγματα τα οποία καθ’εαυτά έχουν γίνει απόντα, συμπεριλαμβανομένου και ενός μέρους του εαυτού μου. Θυμάμαι τα συναισθήματά μου χαράς και πόνου, θυμού και θλίψεως, αλλά τις συγκινήσεις που αισθανόμουν κάποτε δέν τις αισθάνομαι πλέον (Χ, 21-23). Θυμάμαι ακόμη και την δική μου απώλεια μνήμης, γενικώς (Χ,24)—ακόμη και μ’έναν τρόπο απολύτως συγκεκριμένο—διότι γνωρίζω πώς ήξερα ορισμένα πράγματα τα οποία τώρα δέν γνωρίζω πλέον (Χ,25). Μπορώ ακόμη και να ψάξω πράγματα μέσα στη μνήμη μου απορρίπτοντας ότι δέν ταιριάζει, ώσπου βρίσκοντας αυτό που έψαχνα, αναφωνώ με σιγουριά : «νάτο, αυτό είναι»(Χ,27). Έτσι κάπως η μνήμη ψάχνει στον εαυτό της αυτό που της έχει ξεφύγει παρότι δέν είναι χαμένο, αλλά μόνον κρυμμένο.
«Πώς σε ψάχνω λοιπόν, Κύριε; Ψάχνοντας εσένα Θεέ μου, ψάχνω την Μακάρια ζωή». Εγώ την ψάχνω (μέ τήν Πλατωνική σημασία) μ’έναν τέτοιο τρόπο που την θυμάμαι «σχεδόν σαν να την είχα ξεχάσει και διατηρώ μόνον την ανάμνηση πώς την ξέχασα, ή μέσω τής επιθυμίας να γνωρίσω μία ευτυχία άγνωστη διότι δέν την γνώρισα ποτέ μου ή επειδή την ξέχασα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μήν θυμάμαι ούτε πώς την ξέχασα». Οπωσδήποτε όλοι τείνουν σε μία ευτυχισμένη ζωή αλλά «Πού την γνώρισαν για να την επιθυμούν τόσο; Που την είδαν για να την αγαπήσουν; Οπωσδήποτε λοιπόν όλοι μας την κατέχουμε κατα κάποιο τρόπο». «Μήπως είναι μέσα στη μνήμη; Εάν είναι εκεί, υπήρξε ήδη ένας καιρός στον οποίο είμαστε ευτυχισμένοι; Εάν υπήρξε ο καθένας μας ατομικά ή στο πρόσωπο του Πρώτου αμαρτήσαντος και λόγω του οποίου όλοι μας είμαστε νεκροί και λόγω του οποίου όλοι μας γεννιόμαστε δυστυχείς, δέν μ’ενδιαφέρει να το μάθω τώρα» (Χ,29).
Ο Αυγουστίνος θα επιμείνει κυρίως, παρότι το πράγμα μπορεί να φανεί προβληματικό απο μία θεολογική οπτική, στην πρώτη λύση, την Πλατωνική. Ούτε μπορεί να ξεκαθαρίσει το πρόβλημα, το γεγονός πώς όλοι ψάχνουν μίαν απολαυση, διότι η ευτυχία στην οποία όλοι μας τείνουμε δέν είναι κάποια απόλαυση (Χ,32) Εάν οι περισσότεροι πιστεύουν πώς η δική τους ευχαρίστηση δέν απαιτεί την αιώνια μακαριότητα του Θεού, ο Αυγουστίνος απαντά πώς όλοι τείνουν τουλάχιστον προς την αλήθεια, και η τέλεια αλήθεια συμπίπτει με τον Θεό, δηλ, με την ολότητα τής αγάπης (Χ,33-34).
Η επιπλέον εξήγηση ποιού ίχνους του οράματος τού παρελθόντος χάθηκε και κρύφτηκε στη μνήμη εγκαταλείπεται. Το βιβλίο Χ (με το η.38) στρέφεται προς την μελαγχολική διαπίστωση πώς δέν απεσύρθη και δέν συνεχίζει να αποσύρεται ο Θεός απο τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος απο τον Θεό, «Ναί, διότι εσύ ήσουν μέσα μου και εγώ έξω. Εκεί σε αναζητούσα. Άμορφος, έπεφτα στις όμορφες μορφές των δημιουργημάτων» σ’αυτόν τον διασκορπισμό ή ενότης χάθηκε, και μπορεί να ξανακερδηθεί πλέον μόνον μέσα απο έναν συνεπή ασκητισμό μέσα απο εκείνη την συγκέντρωση η οποία περιγράφεται σαν η ουσία της σκέψης και τώρα και σαν αγάπη: «Η εγκράτεια στην πραγματικότητα μας μαζεύει και μας ξαναμεταφέρει σ’εκείνη την ενότητα, που εγκαταλείψαμε διασκορπιζόμενοι στην πολλαπλότητα. Διότι σε αγαπά λιγότερο όποιος αγαπά και άλλα πράγματα μαζί με εσένα χωρίς να τα αγαπά εξαιτίας σου. Ω αγάπη, που συνεχώς φλέγεσαι χωρίς να καταναλώνεσαι, ελεημοσύνη, Θεέ μου, πυρπόλησε με, διέταξε την εγκράτεια. Σύμφωνοι δώσε αυτό που διατάζεις και διέταξε αυτό που θέλεις» (Χ,40)
Έτσι τελειώνει το βιβλίο των εξομολογήσεων, με την εξέταση εκείνης της εντάσεως η οποία μέσα στο πνεύμα του Αυγουστίνου αντιπαραθέτει «την λαχτάρα των οφθαλμών, την φιληδονία των σωμάτων και την αλλαζονεία της ζωής» στην ζωή της συλλογής, της συγκεντρώσεως. Όμως το φαινόμενο της αυτο-αποξενώσεως της μνήμης μάς προκαλεί για μία βαθύτερη εξέταση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου