Ο COVID-19 που εμφανίσθηκε επιτάχυνε σημαντικά τη διαδικασία κατάρρευσης, αν και βοήθησε στο ξεκίνημα του να κρυφτούν πίσω του τόσο τα παγκόσμια, όσο και τα ευρωπαϊκά προβλήματα – προσφέροντας τη δικαιολογία στα κράτη να αυξήσουν τις δαπάνες τους, καθώς επίσης στις κεντρικές τράπεζες τη ρευστότητα στις αγορές. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, αφού τόσο μεγάλα προβλήματα δεν κρύβονται ποτέ στο διηνεκές – όπως στο παράδειγμα της Ιταλίας που ανακοίνωσε θηριώδη μέτρα στήριξης της οικονομίας της, τα οποία θα εκτοξεύσουν το δημόσιο χρέος της κατά 429 δις € το 2020 ή στο 160% του ΑΕΠ της. Σε ένα επίπεδο δηλαδή που είναι αδύνατον να διαχειριστεί εντός της Ευρωζώνης, οπότε είτε θα μετατραπεί σε γερμανική αποικία χρέους υπογράφοντας ένα αντίστοιχο PSI με την Ελλάδα, είτε θα επιλέξει την έξοδο – αθετώντας ή έστω αναβάλλοντας την πληρωμή μεγάλου μέρους των χρεών της. Κάτι τέτοιο θα είχε άμεσες συνέπειες για τη Γαλλία (η οικονομία της οποίας υποχωρεί ακατάπαυστα, ενώ το δημόσιο χρέος της κατευθύνεται προς το 120% του ΑΕΠ της), αφού η Ιταλία της οφείλει τεράστια ποσά – οπότε το ντόμινο θα ήταν γεγονός.
Ανάλυση
Υπάρχουν μεγάλα διεθνή οικονομικά προβλήματα που αφορούν το επικρατών σύστημα, το νεοφιλελευθερισμό – ο οποίος δυστυχώς στην Ελλάδα συγχέεται με το φιλελευθερισμό από τους οπαδούς του, ενώ δεν έχει καμία σχέση. Για παράδειγμα, η συνεχής μείωση των μισθών των εργαζομένων μετά το 1980 που οδήγησε νομοτελειακά στη μείωση της ζήτησης, οπότε στην απροθυμία των επιχειρήσεων να επενδύσουν – με αποτέλεσμα να έχουν εξελιχθεί σε καθαρούς αποταμιευτές (=οι καταθέσεις τους υψηλότερες από τα χρέη τους).
Οι μεγάλες δε αποταμιεύσεις τους κατευθύνονται στα χρηματιστήρια για κερδοσκοπικές τοποθετήσεις – με αποτέλεσμα να αυξάνεται η φούσκα των τιμών των μετοχών τους, οπότε οι κίνδυνοι κραχ, όταν την ίδια στιγμή η απόσταση της κερδοφορίας των εισηγμένων από τα κέρδη τους είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Η μείωση των μισθών επιτυγχάνεται επί πλέον με τη στήριξη των μεταναστευτικών ροών – μέσω των οποίων εισέρχεται στις ανεπτυγμένες χώρες φθηνό εργατικό δυναμικό. Έτσι όμως δημιουργούνται προβλήματα στο εγχώριο εργατικό δυναμικό, ενώ ταυτόχρονα αλλοιώνονται οι κοινωνίες και χάνεται η παραδοσιακή συνοχή τους – με αποτέλεσμα να κυοφορούνται μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, ενώ μεγεθύνεται συνεχώς η εχθρότητα των γηγενών απέναντι στους μετανάστες.
Από την άλλη πλευρά, τα κράτη υποχρεώνονται να στηρίζουν τους εργαζομένους για να καλύψουν τις εισοδηματικές απώλειες τους, μέσω του συστήματος πρόνοιας, οπότε αυξάνουν επικίνδυνα τα δικά τους χρέη – με αποτέλεσμα να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις χρηματαγορές που παίρνουν πια τα ηνία από την πολιτική, καθιστώντας την υπηρέτη τους. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δε καλύπτουν τις ανάγκες τους με το δανεισμό τους – οπότε αυξάνονται συνεχώς τα βουνά των χρεών, τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά, με τις εισοδηματικές ανισορροπίες, με την άλλη πληγή του συστήματος δηλαδή, να κλιμακώνονται διαρκώς. Όλα αυτά προκαλούν προβλήματα στον τραπεζικό τομέα, τα οποία αργά ή γρήγορα οδηγούν σε εκρηκτικές καταστάσεις – φτάνοντας το σύστημα στα όρια του.
Υπάρχουν επίσης μεγάλα ευρωπαϊκά προβλήματα, τα οποία αφορούν τη δομή της ΕΕ και ιδιαίτερα της θνησιγενούς Ευρωζώνης – ειδικά λόγω της Γερμανίας και της πολιτικής του μερκαντιλισμού που ακολουθεί από το 2000, απομυζώντας αχόρταγα τους εταίρους της. Ήταν δε ξεκάθαρο μετά την ευρωπαϊκή κρίση χρέους του 2010 ότι, χωρίς τη δημοσιονομική, τραπεζική και πολιτική ένωση τουλάχιστον των χωρών του ευρώ, στην επόμενη κρίση που θα συνέβαινε νομοτελειακά δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων – πως θα οδηγούσε στη διάλυση της νομισματικής ένωσης και ενδεχομένως της ΕΕ, μετά την έξοδο της Μ. Βρετανίας.
Στα πλαίσια αυτά, η πανδημία που εμφανίσθηκε επιτάχυνε σημαντικά τη διαδικασία, αν και βοήθησε στο ξεκίνημα της να κρυφτούν πίσω της τόσο τα παγκόσμια, όσο και τα ευρωπαϊκά προβλήματα – προσφέροντας τη δικαιολογία στα κράτη να αυξήσουν τις δαπάνες τους, καθώς επίσης στις κεντρικές τράπεζες ακόμη περισσότερο τη ρευστότητα στις αγορές. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, αφού τόσο μεγάλα προβλήματα δεν κρύβονται ποτέ στο διηνεκές – όπως στο παράδειγμα της Ιταλίας που ανακοίνωσε θηριώδη μέτρα στήριξης της οικονομίας της, τα οποία θα εκτοξεύσουν το δημόσιο χρέος της κατά 429 δις € το 2020 ή στο 160% του ΑΕΠ της (πηγή).
Σε ένα επίπεδο δηλαδή που είναι αδύνατον να διαχειριστεί εντός της Ευρωζώνης, οπότε είτε θα μετατραπεί σε γερμανική αποικία χρέους υπογράφοντας ένα αντίστοιχο PSI με την Ελλάδα, είτε θα επιλέξει την έξοδο – αθετώντας ή έστω αναβάλλοντας την πληρωμή μεγάλου μέρους των χρεών της. Κάτι τέτοιο θα είχε άμεσες συνέπειες για τη Γαλλία (η οικονομία της οποίας υποχωρεί ακατάπαυστα, ενώ το δημόσιο χρέος της κατευθύνεται προς το 120% του ΑΕΠ της), αφού η Ιταλία της οφείλει τεράστια ποσά – οπότε το ντόμινο θα ήταν γεγονός.
Εάν δε επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ένα δεύτερο κύμα COVID-19, μετά την πρόσφατη έξαρση των κρουσμάτων στις Η.Π.Α., στη Γερμανία, στη Μ. Βρετανία και αλλού, τότε ενδεχομένως θα βιώσουμε ανεξέλεγκτες καταστάσεις – πόσο μάλλον αφού τα δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που έχουν ληφθεί, δεν κατάφεραν να σταθεροποιήσουν καμία σχεδόν οικονομία.
Τέλος, υπάρχουν επί πλέον σοβαρότατα ελληνικά προβλήματα, δυστυχώς στην πατρίδα μας σε όλα τα επίπεδα: μεταναστευτικά, εθνικά με την Τουρκία, οικονομικά, τραπεζικά, χρηματιστηριακά, πολιτικά με πλήθος σκανδάλων και ασφαλώς κοινωνικά. Είναι θεμιτή εν προκειμένω η αισιοδοξία, αλλά πρέπει από κάπου να αιτιολογείται – ενώ η σύγκριση με άλλες χώρες ούτε μας ωφελεί, ούτε είναι λογική.
Η Ελλάδα έχει βιώσει μία τρομακτική κρίση που της κόστισε το 25% του ΑΕΠ της, όταν τα άλλα κράτη της ΕΕ αναπτύχθηκαν, αύξησαν δηλαδή το ΑΕΠ τους πάνω από 10% – ενώ το δημόσιο χρέος της είναι δυσθεώρητο, το κόκκινο ιδιωτικό τρομακτικό, οι τράπεζες χρεοκοπημένες και οι επιχειρήσεις της αποδεκατισμένες. Μπορεί λοιπόν η ύφεση το πρώτο τρίμηνο να ήταν μικρή στο 0,9% αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα άλλα κράτη – αφού το οικονομικό της μοντέλο είναι διαφορετικό, στηριζόμενο δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και η εξωστρέφεια της πολύ μικρή. Έκανε δε το μεγάλο λάθος να κλειδώσει βιαστικά και οριζόντια την οικονομία της, αντί να απομονώσει αρχικά τους άνω των 60 ετών – γεγονός που της έχει κοστίσει ήδη πάρα πολύ, ενώ θα την οδηγήσει στο γκρεμό.
Λόγω του οικονομικού της μοντέλου λοιπόν, η ύφεση θα φανεί τα επόμενα τρίμηνα – με τις προβλέψεις να την τοποθετούν άνω του 10%, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν ένα δεύτερο κύμα COVID-19 στις περιοχές που αποτελούν τουριστικούς ή εξαγωγικούς «πελάτες» της, πόσο μάλλον στην ίδια. Με δεδομένο δε το ότι, ήδη υποχωρούν ραγδαία τα δημόσια έσοδα, ενώ αυξάνονται οι δαπάνες (γράφημα), όπως φαίνεται από την εκτέλεσε του προϋπολογισμού το πεντάμηνο (πηγή), το μέλλον της διαγράφεται δυσοίωνο – χωρίς καμία διάθεση απαισιοδοξίας.
Ύφεση 10% τώρα σημαίνει πτώση του ΑΕΠ κατά 19 δις € περίπου ή στα 170 δις € στην καλύτερη των περιπτώσεων – οπότε μείωση των εσόδων του δημοσίου τουλάχιστον κατά 5,5 δις € που θα επιβαρύνουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού μαζί με τα μέτρα (μέχρι στιγμής εμείς υπολογίζουμε τα δημοσιονομικά στα 10 δις € και όχι στα 14 δις € που δήλωσε η κυβέρνηση), οπότε το δημόσιο χρέος.
Αυτά τα 15,5 δις € βέβαια θα πληρωθούν από τα ταμειακά διαθέσιμα (τα περίπου 20 δις € των καταθέσεων των οργανισμών του δημοσίου στην ΤτΕ, συν τα 15,7 δις € του ESM), οπότε δεν θα αυξήσουν το ακαθάριστο χρέος – το οποίο ήταν 356 δις € στα τέλη του 2019 (πηγή), συν τα 5 δις € νέα δάνεια από τις εκδόσεις ομολόγων συν τα 2 δις € από την αύξηση των εντόκων γραμματίων.
Ήδη όμως το ακαθάριστο χρέος (=μαζί με τα ταμειακά διαθέσιμα) έχει αυξηθεί στα 363 δις € (356+5+2) – οπότε απέναντι σε ένα ΑΕΠ 170 δις €, ευρίσκεται σήμερα σχεδόν στο 214%. Σε ένα ύψος δηλαδή που είναι αδύνατον να εξυπηρετείται στο μέλλον, παρά το ότι τα 95 δις € έχουν αναβληθεί για μετά το 2032 – με αντάλλαγμα τότε (2019) την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας.
Την ίδια στιγμή κλιμακώνονται ξανά τα κόκκινα δάνεια, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στις τράπεζες – ενώ πολλές από τις λίγες επιχειρήσεις που κατάφεραν να επιβιώσουν τα τελευταία δέκα χρόνια θα κλείσουν, κυρίως ξενοδοχειακές και μαζικής εστίασης, συμπαρασέρνοντας φυσικά τους προμηθευτές τους. Όσον αφορά τις επενδύσεις, ήταν οι πρώτες που παρουσίασαν ξανά πτώση στο πρώτο τρίμηνο (-6,4%), παρά το ότι συνεχίζουν να είναι οι χαμηλότερες στην Ευρώπη – οπότε η κατάσταση δεν είναι καθόλου ευχάριστη.
Λογικά λοιπόν εκφράσαμε την απορία μας, σχετικά με το από πού αντλεί η κυβέρνηση της αισιοδοξία της (βίντεο στο τέλος του κειμένου) – αν και υποθέτουμε από την παραχώρηση νέων ανταλλαγμάτων στη Γερμανία, όπως τη μετατροπή μας σε αποθήκη παράνομων μεταναστών, σε φθηνά γκαρσόνια στα ξενοδοχεία που θα αγοράσει σε εξευτελιστικές τιμές κοκ. Άλλη απάντηση δεν μπορούμε να σκεφθούμε, αφού η Ελλάδα βαδίζει από το κακό στο χειρότερο – χωρίς καμία προοπτική αντιστροφής της τάσης.
Επίλογος
Θα κλείσουμε σημειώνοντας πως η συμμετοχή του τουρισμού μας στο ΑΕΠ του 2019 άμεσα και έμμεσα ήταν 20,8% (πηγή), από σχεδόν 11,5% το 2009 – επειδή εκεί μας κατεύθυνε η Τρόικα με την πολιτική των μνημονίων, για να εξυπηρετούμε τα χρέη μας και για να εισάγουμε γερμανικά προϊόντα, αφού η δική μας παραγωγή μειωνόταν συνεχώς.
Με τον τρόπο αυτό δρομολογήθηκε επί πλέον το ξεπούλημα των επιχειρήσεων μας – με την επίκληση της δικαιολογίας της φιλελεύθερης αγοράς και των ιδιωτικοποιήσεων που απαιτεί, χωρίς να βλέπουμε δυστυχώς τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, όπως στις Η.Π.Α. με το νερό (αύξηση έως 80% της τιμής, εκατομμύρια αμερικανοί αδυνατούν να πληρώσουν το ακριβό νερό, πηγή). Έτσι είμαστε πια στο έλεος της Γερμανίας και κατ’ επέκταση της Τουρκίας στα εθνικά – αφού ο άξονας μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας συνεχίζει να υπάρχει, με τη Γερμανία φυσικά στο πηδάλιο.
Το θέμα βέβαια δεν είναι οι διαπιστώσεις, αλλά οι λύσεις που φυσικά υπάρχουν, με πρώτη προτεραιότητα την αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου που δεν είναι βιώσιμο – δηλαδή, με τη στήριξη του πρωτογενούς μας τομέα, της μεταποίησης και της βιομηχανίας, μεταξύ άλλων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και της Αναπτυξιακής Τράπεζας, παράλληλα με τη ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας με κάθε κόστος. Όταν όμως τα δύο αυτά εργαλεία χρησιμοποιούνται ανεύθυνα για τη στήριξη των δημοσιονομικών μέτρων που δρομολόγησε η κυβέρνηση, για να αντεπεξέλθει με το απαράδεκτο οριζόντιο κλείδωμα της οικονομίας μας, δεν υπάρχει μέλλον για την Ελλάδα – με τον κατήφορο και με την οπισθοδρόμηση να συνεχίζονται για τα επόμενα χρόνια.
από Βασίλης Βιλιάρδος27 Ιουνίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου