Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (14)

Συνέχεια από Τετάρτη, 13 Μαΐου  2020

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

 IIΙ. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ: ΑΞΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
                                                             ( 6η συνέχεια )
       
Ας παραδεχτούμε ωστόσο ότι η ολιγάρκεια δεν είναι γενικώς – αντίθετα από εκείνο απ’ το οποίο μάς καλεί να παραιτηθούμε – μια αξία που προξενεί ενθουσιασμό, κι ότι είναι δύσκολο να διδαχθή κανείς την τέχνη της   (( Σημ. τ. μετ.: Eνθουσιάζει αυτό που εύκολα, έστω και επιφανειακά και πρόσκαιρα και με τραγικές συνήθως συνέπειες «προσφέρεται», εύκολα και «ενθουσιάζει»… Η ελληνική όπως και η χριστιανική παράδοση είναι παράδοση ασκήσεως και αρετής… Όμως ο σύγχρονος κόσμος αρνήθηκε επί τής ουσίας τον κόπο τής γνώσεως, άρα και τη βαθύτερη χαρά της… )) . Είναι σχεδόν αδύνατο μάλιστα να την ασκήσουν σε μια διαμελισμένη ανθρωπότητα οι υπεύθυνες εκείνες «αυθεντίες», που είναι υποχρεωμένες  να φοβούνται, ότι θα κάνη ο άλλος αυτό που εκείνες παραλείπουν! Γι’ αυτό και η υπέρβαση αυτού τού διαμελισμού και η αποκατάσταση μιας ενωμένης οπωσδήποτε ανθρωπότητας – που είναι τελικά το μόνο κατάλληλο «υποκείμενο» για να πράξη αυτό που την αφορά συνολικά – αποτελεί έναν κατεπείγοντα σκοπό και στόχο για τον αυριανό κόσμο.
      Γιατί όλες εκείνες οι «απαρνήσεις», στις οποίες αναφερθήκαμε, ζητούνται προς χάριν μιας ανθρωπότητας, που έχει παρασυρθή ολόκληρη – ακούσια ή εκούσια – στο τεχνολογικό εγχείρημα και τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. «Ολόκληρη η ανθρωπότητα»! Πρόκειται για ένα υπερμέγεθες, σχεδόν ασύλληπτο και απρόσωπο ζήτημα, το οποίο δεν εμπνέει γι’ αυτόν τον λόγο εύκολα τον ενθουσιασμό.  Δεν είναι ασυνήθιστο για τον άνθρωπο, να παραδίδεται σε κάτι «μεγαλύτερο» και «περιεκτικότερο» από όλα τα άλλα (κόμματα, ιδεολογίες, εξουσίες, χρήμα…), θυσιαζόμενος μάλιστα γι’ αυτό. Ένα καλό δε παράδειγμα από το παρελθόν αποτελεί ο (λεγόμενος…) «πατριωτισμός» (Patriotismus).  Ο οποίος διεγείρει σχετικά εύκολα το συναίσθημα, καθώς η ιδέα τού «ιδίου» έθνους είναι συγκεκριμένη, όσο πολυάριθμο και εκτεταμένο γεωγραφικά κι αν είναι αυτό το έθνος, ενώ κι οι δεσμοί μαζί του είναι πολύπλευρα οικείοι, γλωσσικά, πολιτιστικά, ιστορικά και πολιτειακά, και ο εχθρός, που «ξυπνάει» κάθε φορά το εθνικό αίσθημα, είναι «εκτός», καθιστώντας εξαίφνης έκδηλο και σαφές ότι πρόκειται εδώ για το «δικό» μας έθνος, κάτι που υφίσταται απλώς ως κάτι το «διάχυτο» σε άλλες ώρες και στιγμές . Το να αισθανθούμε μια μέριμνα για την ανθρωπότητα είναι, εν σχέσει προς τα παραπάνω, κάτι αρκετά δύσκολο, γιατί πρόκειται για κάτι αφηρημένο, «ξένο» ως επί το πλείστον κατά περισσότερες από μιάν έννοια, ενώ ο εχθρός που την απειλεί βρίσκεται εντός, είναι δηλ. οι δικές μας συνήθειες και επιθυμίες, κι ανάμεσά τους και οι δικές μου προσωπικά. Το πόσο «δυσκολεύεται» το Όλον απέναντι στις πολύ  ζωηρότερες «μερικότητες», το δείχνει μεταξύ άλλων και η μέχρι σήμερα εμπειρία τών «Ηνωμένων Εθνών».
     Αν είναι άρα, όπως διαπιστώνουμε, η ευθύνη για το Όλον η κορυφαία αξία για τον κόσμο τού αύριο, τότε αποτελεί η ζωντανή αίσθηση του αντικειμένου της, του « Όλου», της ίδιας της ανθρωπότητας, τη συμπληρωματική της αξία. Η αφύπνιση, η διατήρηση, η θεμελίωση και αιτιολόγηση ενός αισθήματος για «την ανθρωπότητα»   καθίσταται έτσι ένα εξαιρετικά σημαντικό παιδαγωγικό και διανοητικό ζήτημα για τον αυριανό κόσμο. Γιατί χωρίς λογική αιτιολόγηση, δεν θα μπορέση αυτό το, οπωσδήποτε, «μακρινό» και κάπως «τεχνικό» αίσθημα να μείνη σταθερό απέναντι στις πιο αυθόρμητες συγκινήσεις μιας πλησιέστερης αλληλεγγύης και στους διάφορους εγωισμούς. Για να το πούμε ευθέως: είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέση να ανταπεξέλθη κανείς μόνος του, χωρίς εγγύτερη αλληλεγγύη και «αισθήματα ολότητας»,  χωρίς άρα ένα έθνος. Το ζήτημα μιας υπερεθνικής ανθρωπότητας θα ήταν πρακτικά ανέφικτο,  αν έθετε ως προϋπόθεση την άρνηση τής (εθνικής…) «εγγύτητας», ενώ κάθε εκβιαστική προσπάθεια θα ήταν κυριολεκτικά ολέθρια – όπως θα ήταν ήδη ολέθριος ένας «συμβιβασμός», μια υποχώρηση δηλ. ως προς την ίδια την «ιδέα» (Idée) μιας ανθρωπότητας. Αυτή η «φωνή» οφείλει να μιλά λοιπόν με έναν απόλυτο σεβασμό προς την ιδιαιτερότητα (τού κάθε έθνους…), ώστε να κερδίση ελεύθερα τη συμφωνία ως προς την ύψιστη προτεραιότητά της. Και για να το πετύχη αυτό, πρέπει να μπορή να επικαλείται κάτι «περισσότερο» απ’ ό,τι αποτελεί ευνόητο συμφέρον τών ίδιων των κρατών, ένα «συμφέρον» που ενδέχεται να είναι μάλιστα αρκετό ώστε να διατηρείται η «ειρήνη», να αποφεύγεται δηλ. ο πόλεμος αναμεταξύ τους. Το θέμα τής διακινδύνευσης του μέλλοντος επεκτείνεται σ’ ένα ευρύτερο, όπως είδαμε, πεδίο, που προκύπτει απ’ την καθημερινή μας στάση και συμπεριφορά μέσα σ’ έναν «τεχνοποιημένο» κόσμο, ο οποίος μπορεί να προχωρά «ασυγκράτητος» προς μιαν «παγκόσμια ειρήνη», την οποία δεν τη διαφυλάσσει όμως παρά ο άμεσος φόβος για το ίδιο μας το παρόν. Αυτήν την «αμετακίνητη» σχεδόν, λόγω συνηθείας, καθημερινότητα, που δεν «υπακούει» σε καμμιά, προς το παρόν, «εντολή τρόμου», μπορεί να την «αντιμετωπίση» μόνο το βαθύτατα και πέρα από κάθε φαινομενικά αθώο παρόν αναγνωρισμένο «δικαίωμα» ενός κοινού ανθρώπινου μέλλοντος πάνω στη γη, κι όσοι το έχουν αναγνωρίσει, καθώς και τους κινδύνους που το απειλούν, καλούνται να γίνουν οι ακαταπόνητοι εξαγγελείς του – εξίσου «ακαταπόνητοι», όσο και η ίδια εκείνη και απειλητική καθημερινότητα.
     Το γιατί το ανθρώπινο γένος (genus humanum) απαιτεί κάτι τόσο ύψιστο και πέρα από κάθε δικό μας επιμερισμό, αυτό αποτελεί ένα εντελώς δικαιολογημένο ερώτημα, στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε. Θα ήθελα να έχη δημιουργηθή – και μπορούμε να ανατρέξουμε στη βιβλική διδασκαλία ως προς αυτό – «κατ’ εικόνα Θεού» ο άνθρωπος,  όχι αυτός ή εκείνος ο άνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος καθαυτός, κάτι απ’ το οποίο και θα προέκυπταν τότε όλα τα υπόλοιπα. Πρέπει ωστόσο να αναζητήσουμε τη δυνατότητα, να αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο αυτήν τη συνδεδεμένη με την πίστη απάντηση. Από καθαρά βιολογική άποψη, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να μη φονεύη ένα «μέρος» τού είδους homo sapiens ή να μην αφήνη να υποκύπτουν άλλα «μέρη», αν είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέση το ίδιο το «μέρος» να συντηρηθή. Ακόμα και απέναντι σε μιαν ενδεχόμενη εξαφάνιση του είδους, δεν θα υπήρχε τίποτα, από βιολογικής πλευράς, να αντιταχθή – δεν θα ήταν (άλλωστε…) ούτε η πρώτη ούτε, σίγουρα, η τελευταία «εξαφάνιση» στην ιστορία τής ζωής. Αισθανόμαστε ωστόσο, ότι δεν ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση του ανθρώπου· ότι δεν επιτρέπεται προπαντός να εξαφανιστή ο ίδιος και όσα έχει αφ’ εαυτού φτιάξει. Αυτό το αίσθημα  πρέπει μάλιστα να  γνωρίζη ότι είναι σωστό, ώστε να μην υποκύπτη τουλάχιστον τόσο εύκολα στις αμφισβητήσεις και τους πειρασμούς μιας δήθεν αναπόφευκτης μοίρας. Όπως πρέπει να προφυλαγόμαστε από μιαν «αθεόφοβη αισιοδοξία» κατά τον Σοπενάουερ, έτσι πρέπει να προφυλαγόμαστε κι από μιαν αθεόφοβη απαισιοδοξία και μοιρολατρία, που δικαιολογεί την αδράνειά μας. Πρέπει να το γνωρίζουμε, πως ο άνθρωπος οφείλει να υπάρχη. Το να ανυψώσουμε τώρα σε γνώση την προϋπάρχουσα αίσθηση περί αυτού, αυτό μπορεί να γίνη μόνο μέσα από μιαν ανανεωμένη γνώση για τη «φύση» τού ανθρώπου και τη θέση του μέσα στο Σύμπαν, που θα μας δείχνη επίσης τί πρέπει να επιτρέψουμε και τί οπωσδήποτε να αποφύγουμε στη μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου. Το να ξαναδημιουργήσουμε «έδαφος», πάνω απ’ το απύθμενο και τερατώδες, για μια τέτοια γνώση, και να καταστήσουμε έτσι αυθεντικό το αίτημα της πανανθρώπινης αλληλεγγύης και ιδιαιτέρως την υποχρέωσή μας αυτή προς το απώτερο μέλλον, κάτι που δεν μπορεί να το κατορθώση μόνη της καμμιά πραγματιστική, ωφελιμιστική  στάθμιση και εξέταση – αυτό θα ήταν πράγματι μια αποστολή για τη δυσφημισμένη φιλοσοφικά μεταφυσική, την οποία θα επιθυμούσαμε βέβαια να τη συνυπολογίζουμε και στις αξίες τού αυριανού κόσμου.
     Μετά απ’ αυτήν την «πτήση» σε μεταφυσικές περιοχές, που δεν είναι βέβαια εντελώς «ασφαλείς» για κάποιους αναγνώστες, ας επιστρέψουμε, τελειώνοντας, άλλη μια φορά στον αρκετά «προσγειωμένο» προβληματισμό περί ελευθερίας στον αυριανό κόσμο. Ένα απ’ αυτά απ’ τα οποία θα μας ζητήση να παραιτηθούμε εκείνος ο κόσμος, θα είναι αναπόφευκτα και «πτυχές» τής ελευθερίας μας, κάτι το εντελώς απαραίτητο, καθώς θα αυξάνεται η ισχύς μας και οι κίνδυνοι να αυτοκαταστραφούμε. Ο έλεγχος που απαιτεί μια τέτοια δύναμη, σε χέρια τόσο λίγο αξιόπιστα όσο τα δικά μας, δεν μπορεί να μη θέση ακόμα και στην ατομική ελεύθερη βούληση αυστηρότερα όρια· και μαζί με τις απαράδεκτες πλέον «ακολασίες» ενός ανεξέλεγκτου καπιταλισμού και των καταναλωτικών του παρεκτροπών, μπορεί να χρειαστή να θυσιαστούν στον βωμό μιας επιδεινούμενης ανθρώπινης συνθήκης (condition humaine) και κάποιες πολύτιμες για μας, προσωπικές και κοινωνικές ελευθερίες. Για κάποιες έχει ήδη ειπωθή, ότι είχε κι η ελευθερία τη δική της ώρα. Θα τεθή σίγουρα το ερώτημα, πόση άραγες «πολυτέλεια» ελευθερίας μπορούμε να παρέχουμε ακόμα στον εαυτό μας, και θα εμφανιστή, καθώς θα αυξάνεται η κρίση (Krise), το φάντασμα της τυραννίας (Tyrannei). Την οποία θα χρειαστή να τη δεχτούμε ως σωτήριο καταφύγιο, εφ’ όσον θα είναι, κι αυτή ακόμα, προτιμότερη απ’ τον αφανισμό μας. Ας αναλογιστούμε όμως, ότι αντί για την επιβαλλόμενη, μπορούμε (ακόμα…) να διαλέξουμε την αυτο-πειθαρχία. Που υπήρξε εξάλλου πάντοτε το τίμημα της ελευθερίας, και μπορούσε να ευδοκιμήση μόνον υποστηριζόμενη από ένα ισχυρό και δεσμευτικό έθιμο, εγκαταλείποντας, με εκούσιο αυτοπεριορισμό, την «απειθαρχία»  (( σ.σ.: Πρβλ. τα σοφά λόγια του Edmund Burke: «Δεν μπορεί να υφίσταται κοινωνία, παρά μόνον αν υπάρχη κάπου μια δύναμη που να ελέγχη τη βούληση και την όρεξη, ενώ όσο λιγότερη απ’ αυτήν τη δύναμη υπάρχει εντός μας, τόσο περισσότερη θα πρέπη να υπάρχη εξωτερικά. Η αιώνια συνθήκη τών πραγμάτων ορίζει, ότι άνθρωποι με ανεξέλεγκτη διάνοια δεν μπορεί να είναι ελεύθεροι. Τα πάθη τους σφυρηλατούν τα δεσμά τους» )). Εναπόκειται λοιπόν σε μας να αποφύγουμε την αναγκαιότητα της τυραννίας, αναλαμβάνοντας τους εαυτούς μας, με το να ξαναγίνουμε αυστηρότεροι με εμάς τούς ίδιους. Οι εκούσιες θυσίες στην τωρινή μας ελευθερία, μπορούν να διασώσουν το αυριανό, βασικό ζήτημα της ελευθερίας. Εφ’ όσον είμαστε όλοι «συνένοχοι» στο σύγχρονο σύστημα, αποζώντας απ’ αυτό και απ’ τους καρπούς τής αρπακτικότητάς του (της υπερεκμετάλλευσης), μπορούμε να κάνουμε όλοι – ο καθένας μας – κάτι για να μετατραπή η απειλητικότητά του, μετατρέποντας σ’ αυτό και σε κείνο το σημείο τον τρόπο τής ζωής μας – να συνεργαστούμε π.χ. στην αποκατάσταση της αυτοπειθαρχίας. Η υπόθεση της ανθρωπότητας θα προωθηθή τελικά από τα κάτω και όχι απ’ τα πάνω. Οι μεγάλες και ορατές αποφάσεις για το Καλό ή το Κακό θα ληφθούν (ή θα παραλειφθούν) στο πολιτικό επίπεδο. Μπορούμε όμως εμείς όλοι να προετοιμάσουμε αόρατα το έδαφος γι’ αυτό, ξεκινώντας από εμάς τούς ίδιους. Και η αρχή ή το ξεκίνημα συντελείται, όπως σε κάθε τι καλό και δίκαιο, εδώ και τώρα.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: