Συνέχεια από: Τετάρτη 18 Μαΐου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (συνέχεια)
Το τρίτο κεφάλαιο είναι μια μελέτη για τον τρόπο με τον οποίο οι λανθάνουσες δυνατότητες της καρτεσιανής ιδέας περί απεριόριστης ανθρώπινης βούλησης πραγματώνονται στην επανεπεξεργασία της καντιανής ιδέας του πρακτικού Λόγου από τον Fichte (Φίχτε). Για τον Kant το θεμελιώδες φιλοσοφικό πρόβλημα είναι η αντινομία ελευθερίας και φυσικής αιτιότητας. Υποστηρίζει ότι η ιδέα της φυσικής αιτιότητας είναι ανεπαρκής χωρίς την ελευθερία, αλλά η ιδέα της ελευθερίας φαίνεται να διαψεύδει την ιδέα της φυσικής αιτιότητας. Ελευθερία και φύση φαίνεται πως είναι αμοιβαία αναγκαίες και αμοιβαία αντιφατικές. Η απάντηση του Kant (Καντ) σε αυτό το πρόβλημα είναι ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός. Σύμφωνα με τον Kant, η αντινομία δεν εμφανίζεται επειδή ο κόσμος είναι αντινομικός αυτός καθ’ εαυτόν, αλλά επειδή ο περιορισμένος ανθρώπινος Λόγος προσπαθεί να υπερβεί τα όριά του και να γνωρίσει το άπειρο. Η λύση στην αντινομία είναι, λοιπόν, να αναγνωριστούν οι εγγενείς περιορισμοί της ανθρώπινης κατανόησης και συνάμα να αναγνωριστούν δύο διαφορετικές αλλά ενδεχομένως ισόμορφες σφαίρες του Λόγου· μία φαινομενική σφαίρα που καθορίζεται από τους νόμους της φύσης και μία νοούμενη σφαίρα που καθορίζει τον ηθικό νόμο της ελευθερίας, δηλαδή μία σφαίρα του καθαρού Λόγου και μία σφαίρα του πρακτικού Λόγου. Σύμφωνα με τον Kant, αυτές οι δύο σφαίρες αντανακλούν δύο διαφορετικές πλευρές της συνείδησης και συνδέονται με την υπερβατολογική ενότητα της ίδιας της συνείδησης. Ωστόσο ο ακριβής χαρακτήρας αυτής της ενότητας στη σκέψη του Kant παραμένει σκοτεινός.
Ένας από τους πρώτους που προσπάθησαν να ανακαλύψουν τον δρόμο τους μέσα σε αυτό το σκοτάδι ήταν ο Fichte. Σε αντιδιαστολή με τον Kant, ο οποίος πάσχισε να εξισορροπήσει τις αξιώσεις φύσης και ελευθερίας, ο Fichte πίστευε ότι μπορούσε να δημιουργήσει κάποιο κατανοητό σύστημα στη βάση του πρακτικού Λόγου ή της ελευθερίας και μόνο. Αυτός ήταν ο στόχος του συγγράμματος του Επιστήμη της γνώσης. Για τον Fichte το εγώ είναι το άπαν. Ωστόσο το εγώ του δεν είναι το εμπειρικό εγώ των μεμονωμένων ανθρώπινων όντων αλλά το απόλυτο εγώ της γενικής βούλησης ή του πρακτικού Λόγου. Αυτό το εγώ είναι τελείως αυτόνομο, καθώς θέτει τον εαυτό του ως κάποιο εμπειρικό εγώ, ως τη σφαίρα της υποκειμενικότητας, και περιορίζει ή αρνείται τον εαυτό του καθιδρύοντας το ουκ εγώ, την αντικειμενική ή φαινομενική σφαίρα της φύσης.
Το εγώ επομένως είναι αποξενωμένο από τον εαυτό του. Το εμπειρικό εγώ γνωρίζει ότι είναι απόλυτο, αλλά εξ αιτίας όσων περιορισμών δημιουργούνται από το ουκ εγώ (δηλαδή από τον φαινομενικό κόσμο) αδυνατεί να πραγματώσει την ουσία του. Το εγώ επομένως επιζητεί τη συμφιλίωση κατά πρώτον με την παρεμβολή μιας τάξης εννοιών ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο. Αυτή η κατεύθυνση του θεωρητικού Λόγου αποτυγχάνει επειδή αυτές οι έννοιες είναι πεπερασμένες και κατ’ ουσίαν έρχονται σε αντίθεση με την άπειρη ουσία του εγώ.
Η προοπτική του πρακτικού Λόγου ευστοχεί περισσότερο. Εάν το ουκ εγώ δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το εγώ, τότε το ουκ εγώ πρέπει να καταργηθεί και να καθιδρυθεί η απόλυτη ελευθερία. Για να το επιτύχει αυτό, ο Fichte προσπαθεί να αποδείξει ότι ο φαινομενικός κόσμος είναι απλώς και μόνο έκφραση της βούλησης του απόλυτου εγώ, το οποίο φανερώνει τον εαυτό του διαμέσου των αισθημάτων, των ενστίκτων και των ορμών μας. Η απόλυτη βούληση εμφανίζεται σ’ εμάς ως αγώνας για το άπειρο. Το εμπειρικό εγώ, ωστόσο, καθώς αγωνίζεται για το άπειρο βαθμηδόν φθάνει στα όρια των δυνάμεων του. Σε αυτό το σημείο φαίνεται να γνωρίζει ένα εξωτερικό αντικείμενο, αλλά στην πραγματικότητα ανακαλύπτει μόνο τη δική του αδυναμία. Το ίδιο το εγώ είναι, λοιπόν, η πηγή του αντικειμενικού κόσμου. Η παραδοχή, ωστόσο, ότι το ουκ εγώ είναι απλώς μία στιγμή του εγώ δεν παράγει τη συμφιλίωση και την τέλεια ελευθερία. Ως πεπερασμένο, το εγώ ποτέ δεν θα κατορθώσει να φθάσει το άπειρο και να είναι απολύτως ελεύθερο. Η ανώτερη κατάσταση στην οποία μπορεί να φθάσει είναι επομένως ποθητή, πράγμα που αποτελεί τη βάση για την ατέρμονη πρόοδο προς τον σκοπό του.
Στην πολιτική σφαίρα αυτή η έννοια της βούλησης οδηγεί τον Fichte να υποστηρίξει έναν ολοκληρωτισμό της ελευθερίας. Τα περισσότερα άτομα είναι υποχείρια των φυσικών επιθυμιών και πρέπει να δεχθούν πίεση για να απελευθερωθούν. Στην πρώιμη σκέψη του υποστηρίζει ότι αυτό θα επιτευχθεί με την ηγεμονία των λογιών. Αργότερα, ο λαός γίνεται το κοίτασμα της εσωτερικής βούλησης για ελευθερία. Η πολιτική επιταγή του Fichte είναι στην πραγματικότητα προέκταση της κατηγορικής επιταγής στην πολιτική ζωή. Το άτομο δεν είναι ποτέ δυνατόν να γίνει τελείως ελεύθερο και άπειρα ισχυρό, αλλά μπορεί να συμμετέχει και στα δύο ως στιγμή του απόλυτου εγώ, πράγμα που εκδηλώνεται στα αισθήματα και στα συναισθήματα του λαού.
Ο νομιναλισμός τόνιζε την ανωτερότητα της θεϊκής βούλησης. Η νεοτερικότητα με διάφορους τρόπους προσπάθησε να κατασκευάσει έναν πολιορκητικό κριό απέναντι στο χάος που συνεπαγόταν αυτή η βούληση. Η θεωρία του Descartes (Καρτέσιου) για την αυτοπεποίθηση της συνείδησης και η αντίληψη του εμπειρισμού για την άπειρη φυσική αιτιότητα βοήθησαν να κατασκευαστούν η ισχύς και το εύρος της θεϊκής ιδιοτροπίας. Το απόλυτο εγώ του Fichte, όμως, της δίνει σάρκα και οστά. Όπως ο νομιναλιστικός Θεός, έτσι και αυτό το εγώ έχει δημιουργικές ικανότητες που υπερβαίνουν τον φυσικό Λόγο. Πράγματι, αντικαθιστά τον Θεό ως υπερορθολογική πηγή της φύσης και του φυσικού δικαίου. Ο παραδοσιακός Θεός του χριστιανισμού υπ’ αυτή την έννοια γίνεται περιττός.
Εξ αιτίας αυτού ο Jacobi χαρακτήρισε τη φιλοσοφία του Fichte και τον ιδεαλισμό εν γένει ως μηδενισμό. Για τον Jacobi ο ιδεαλισμός δεν αναγνώριζε άλλη αλήθεια πέραν της συνείδησης, και ως εκ τούτου δεν διέθετε κάποιο αντικειμενικό κριτήριο το οποίο να αποτελεί το μέτρο του. Έτσι διέλυσε το καθετί μέσα στην υποκειμενικότητα. Ο Jacobi επομένως δεν εντοπίζει την πηγή του μηδενισμού στον περιορισμό της βούλησης αλλά στη μεγέθυνσή της, στο δόγμα της απόλυτης ανθρώπινης βούλησης και ελευθερίας.
Συνεχίζεται
Αγιος Μάξιμος, πρός Μαρίνον επιστολή.
Βούλησις είναι όρεξις ωρισμένης παραστάσεως πραγμάτων πού εξαρτώνται από εμάς ή όχι, δηλ. όρεξις πού παίρνει μορφή μέ τήν διάνοια μόνο. Η μόρφωσις τής παραστάσεως είναι όρεξις μόνης τής διανοητικής δυνάμεως άνευ τού κρίνοντος καί αποφασίζοντος δικού μας λόγου καί μοιάζει κάπως μέ τήν φυσική θέληση. Η προαίρεσις όμως είναι όρεξις πού σκέπτεται γιά όσα εξαρτάται από εμάς νά πράττωμε. Η βούλησις δέν αρμόζει μέ όλα όσα αρμόζει η προαίρεσις. Λέμε ότι βουλόμεθα νά υγιαίνωμε καί νά πλουτούμε (πλουτείν) καί αθανατισθείναι, αλλά δέν λέμε ότι προαιρούμεθα γι αυτά. Γιατί η βούληση ισχύει καί γιά τά αδύνατα καί γιά τά δυνατά, η προαίρεσις όμως μόνο γιά τά δυνατά καί όσα μπορούμε εμείς νά κάνωμε. Η βούλησις είναι βούλησις τού τέλους, η προαίρεσις όμως αυτών πού άγουν πρός τό τέλος. Προαιρούμεθα μόνο αυτά πού νομίζουμε ότιμπορεί νά γίνουν από μάς, βουλόμεθα όμως καί όσα υπερβαίνουν τήν δυνατότητά μας.
1 σχόλιο:
Θερμά συγ-χαρητήρια (συν-χαίρω) για την τόσο ουσιαστική και ολότελα αληθινή και πραγματική (πώς να εκφράσουμε την ευχαρίστησή μας;) διάκριση και φωτισμό που μας προσφέρατε από τον άγιο Μάξιμο...
Δημοσίευση σχολίου