Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτου, Οι Απόστολοι κηδεύουν την Θεοτόκο
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Δαμασκηνού του Στουδίτου Λόγος πανηγυρικός
Εις την Κοίμησιν της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας
Ο Πέτρος δε ο Απόστολος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος ήτον εκεί πλησίον, οπού εκήρυπαν και διατί ακόμη δεν εμάκρυναν, ότι ο μεν Πέτρος είχε πολλήν πίστιν εις την Θεοτόκον· ο δε Ιωάννης ήτον ωσάν υιοθετός της υιός και δεν επήγαιναν μακράν, δια να υπηρετούν την Παναγίαν.
Την τρίτην γουν [λοιπόν] ημέραν, εκεί οπού εκάθοντο και εδίδασκαν, παρευθύς σύννεφον τους άρπαξε, και ήφερέ-τους εις την Γεθσημανή εις το σπίτι της Παναγίας· ομοίως και τους άλλους Αποστόλους όλους σύννεφον τους άρπαξε, και υπήγε τους έως την Παναγίαν.
Τότε ήτον και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος, και ο Ιάκωβος, οπού ωνομάζετο Αδελφόθεος, και αυτούς επήραν τα σύννεφα, και εμάζωξάν τους όλους εις την Γεθσημανή.
Η δε Παναγία ωσάν τους είδε παρευθύς εχάρη, και λέγει τους· Καθίσατε τέκνα μου να σας αποχαιρετήσω, ότι σήμερον υπάγω εις τον υιόν μου τον ηγαπημένον· διότι ο Άγγελος Γαβριήλ, οπού με ευηγγέλισε την σύλληψιν του Υιού μου, πάλιν ήλθε, και έδωκέ με τούτο το κλαδί της φοινικίας, και είπέ με· Χαίρε Θεοτόκε, να ηξεύρης ότι μετά τρεις ημέρας μετατίθεσαι από την γην εις τα ουράνια· δια τούτο ευχαριστώ τον Υιόν μου και Θεόν, ότι σας εμάζωξεν όλους, καν τώρα εις το τέλος να σας ιδώ.
Και ωσάν ήκουσαν οι Απόστολοι, όλοι τους έκλαυσαν μεγάλως. Απεκρίθη γουν με πολλά δάκρυα ο Ιωάννης, και λέγει την· Κυρία Θεοτόκε και μήτηρ μου, ο Υιός σου ο ηγαπημένος ήτον με ημάς, και είχομέν τον παρηγορίαν· όμως αυτός μεν ανελήφθη εις τους ουρανούς, και άφησέ μας να έχωμεν εσένα· τώρα μας αφήνεις και εσύ; αμή τίνα [αλλά ποιον] να έχωμεν ημείς οι ονειδισμένοι [οι ντροπιασμένοι, οι έρημοι] Απόστολοι από όλα τα έθνη διά παρηγορίαν; τις να μας διδάσκη, και να μας καθοδογή; τίνα να βλέπωμεν ημείς εις την γην να παρηγορούμεθα, εάν μας αφήσης εσύ;
Τότε λέγει τους η Παναγία και αυτή κλαίουσα· Μη λυπείσθε τέκνα μου, και κάμνετε και εμένα και λυπούμαι, βλέποντας εσάς οπού κλαίετε· μην έχετε λύπην δια τον θάνατόν μου· εάν και από την γην μετατίθωμαι, ω φίλοι του Υιού μου, αλλά δεν θέλω χωρισθή από εσάς, μηδέ από όλους οπού με προσκαλούνται.
Αμή [αλλά] εγώ θέλω είμαι πρέσβυς και μεσίτρια εις τον ηγαπημένον μου Υιόν δια όλον το Χριστιανικόν γένος· μόνον εσείς μη κλαίετε, αλλά ιδέτε να με ενταφιάσετε κατά πώς με ευρίσκετε, και με βλέπετε.
Απεκρίθη ο Απόστολος Παύλος μετά πολλών δακρύων, και λέγει προς την Παναγίαν· Κυρία Θεοτόκε, εγώ τον ηγαπημένον σου Υιόν τον Χριστόν δεν τον είδα σωματικώς εις την γην, αμή βλέπωντας εσένα έχω-το ωσάν να βλέπω και εκείνον. Τώρα με αφήνεις και εσύ; αμή τις να με παρηγορή εις τους πειρασμούς οπού παθαίνω, αμή τις να με λυπηθή εις τους ονειδισμούς; τίνα να έχω εγώ ο ταπεινός δια παρηγορίαν των θλίψεων μου και των πειρασμών;
Λέγει του η Παναγία Παύλε φίλε του ηγαπημένου μου Υιού και εμού, ο Υιός μου και η χάρις μου να σε παρηγορή, και εσένα, και τους άλλους Μαθητάς.
Μόλις από τα κλαύματα άνοιξε και ο Πέτρος το στόμα του, και λέγει προς την Παναγίαν· Κυρία Θεοτόκε αληθώς μέλλεις να αποθάνης, εγώ τι εκάθουμουν πλησίον εδώ, και δεν επήγαινα μακράν, έτσι εθάρρουν εγώ, και δεν έφευγα μακράν να μην ιδώ τον θάνατόν σου, και καίεται η καρδία μου; εθάρρουν [υπολόγιζα] να σε βλέπω, να με παρηγορής τον γέροντα, και τώρα με αφήνεις και εσύ; δεν σώνει μας [δεν μας φτάνει η θλίψη] ο σωματικός χωρισμός του Υιού σου, αμή θέλεις να μας αφήσης και εσύ Παναγία;
Λέγει τον η Παναγία· Ηγαπημένε μου Πέτρε, μη λυπήσαι τίποτε ωσάν με είχατε εις την γην σωματικά, έτσι χάριτι του Χριστού μου να με έχετε και νοητά βοηθόν σας και παρηγορίαν σας από την σήμερον ημέραν· αμή εσύ είσαι γεροντότερος από όλους τους φίλους μου, Πέτρε, δια τούτο τώρα μίαν δύο ημέρας παρηγόρησαι τους νεωτέρους, στήριξαι τους αχαμνοτέρους [τους αδύνατους], να μη λυπούνται εις τον θάνατόν μου.
Απηλογήθησαν οι επίλοιποι Απόστολοι, και λέγουσι προς την Παναγίαν· Εσύ μεν Κυρία Θεοτόκε, εγνωρίσαμεν, ότι μετατίθεσαι εις τους ουρανούς, καν άφησαί μας λόγον τινά και παρηγορίαν εκ του αγίου σου στόματος, να ενθυμούμεσθεν ημείς οι δούλοι σου. Συνεχίζεται
Από το βιβλίο, «Λόγοι πανηγυρικοί εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου».
Λέγει τους η Παναγία: Τέκνα μου ηγαπημένα, ακούσατε λόγον σύντομον και διδαχήν μικράν από το στόμα μου, επειδή ζητείτε και αγαπάτε.
Βλέπετε, τέκνα μου, τον κόσμον τούτον, αν πραγματεία είναι [σαν εμπόριο]. Ο δε Θεός είναι ως βασιλεύς. Εσείς δε οι δούλοι του ηγαπημένου μου Υιού είστε ωσάν πραγματευτάδες. Λοιπόν, να σας το ειπώ ωσάν εις παραβολήν.
Ήτον τις βασιλεύς μέγας και ισχυρός, και είχε δύο δούλους και ήκουσεν ότι εις τον δείνα τόπον γίνεται μέγα πανηγύριον, και κάμνουσιν οι άνθρωποι μεγάλην πραγματείαν και μέγα διάφορον [εμπορικα κέρδη] εκεί, και κράζει τους δύο του δούλους, και λέγει τους: Επάρτε βίον περισσόν [χρήματα αρκετά], και σύρτε εις τον δείνα τόπον, όπου γίνεται το πανηγύριον, και κάμνετε πραγματείαν εκεί [να κάνετε εμπορικές συναλλαγές], και εις ένα μήνα πάλιν να έλθετε. Όποιος δε αργήσει περισσότερον, να είναι κομμένον το κεφάλι του.
Επήραν οι δύο δούλοι εκείνοι τα άσπρα [τα λεφτά], και υπήγαν εις το πανηγύρι και ο μεν ένας ως άγνωστος και μωρός οπού ήτον δεν αγόρασε πράγματα, οπού λείπουν τον βασιλέα, και τα έχει χρείαν, να υπάγη και γλήγορα, αμή αγόρασε σπήτια και εργαστήρια και χωράφια, και όσα ο βασιλεύς χρείαν δεν τα είχε, μηδέ διάφορον [κέρδος] τον έδιδαν εκείνα τον βασιλέα.
Και όσον να σπείρη ο δούλος τα χωράφια, και να φτιάση τα εργαστήρια και τα σπήτια όθεν ήτον χαλασμένα, επέρασαν τρεις τέσσαρες μήνες και περισσότεροι. Ο δε άλλος ως φρονιμώτερος οπού ήτον, αγόρασε λίθους πολυτίμους, και υπήγεν εις τον βασιλέα. Και ο βασιλεύς ετίμησέ τον, και εδόξασέ τον, επειδή εφάνη εμπιστεμένος [άνθρωπος κατάλληλος για να τον εμπιστευτεί για ανάλογες πράξεις]. Τον δε άλλον απέστειλεν ορισμόν [διαταγήν], και απεκεφάλισαν τον ως εχθρόν και εναντίον του βασιλέως.
Έτσι είστε και εσείς όλοι σας οι Απόστολοι του Υιού μου.
Έστειλέ σας ο Υιός μου ο ηγαπημένος να υπάτε [να πάτε] εις τον κόσμον ως πραγματευτάδες, και να κερδίσετε τας ψυχάς των πλανημένων ανθρώπων, οπού ήκουσαν το όνομά του. Αλλά είτις είναι από εσάς φίλοι μου και τέκνα μου, οπού φανή φίλος του διδασκάλου του Υιού μου, τον θέλει τιμήσει και αυτός εις την βασιλείαν του. Ει δε είναι ότι δεν ιδήτε να αρέσετε τον διδάσκαλόν σας, μοναχοί σας ηξεύρετε τι θέλετε πάθη.
Διά τούτο, τέκνα μου ηγαπημένα, σπουδάσετε να κηρύξετε, να φωτίσετε, να καθοδηγήσετε τον πεπλανημένον κόσμον, μη να τον κερδήσετε [για να τον κερδίσετε], και τον υπάτε εις την βασιλείαν του Υιού μου. Μη φοβάσθε από τους βασιλείς, οπού δύνονται μόνον το κορμί σας να βλάψουν, και την ψυχήν σας δεν δύνονται να την κάμωσι τίποτε.
Αλλά φοβάσθε από τον Θεόν, οπού δύνεται και το κορμί σας και την ψυχήν σας να ζημιώση, ωσάν [όπως] σας το έλεγεν ο Υιός μου. Έχετε αγάπην και ειρήνην αλλήλους σας, και χαίρεσθε και ευφραίνεσθε, ότι πολύς είναι ο μισθός σας εις την βασιλείαν των ουρανών.
Και εάν εγώ φίλοι μου υπάγω εις την βασιλείαν του Υιού μου, αλλά αείποτε [πάντοτε] θέλω είμαι μετ’ εσάς να σας στηρίζω, και να σας παρηγορώ εις τας θλίψεις.
Αυτά είπεν η Παναγία προς τους Αποστόλους, και άλλα περισσότερα και παρευθύς έκλεισε τους αγίους της οφθαλμούς, και είπε μεγάλη φωνή: Υιέ μου εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου. Και εκοιμήθη.
Και την μεν αγίαν της ψυχήν εδέχθη ο Υιός της εις τας χείράς του. Και η Παναγία εζήτησε τον Υιόν της να υπάγη εις τον άδην να ιδή τας ψυχάς πώς κολάζονται, και να ιδή τους τόπους, όπου επήγεν ο Υιός της να ευγάλη [να βγάλει] τους προπάτορας, και επήκουσέ την.
Και Άγγελοι φωτεινοί επήραν την αγίαν της ψυχήν, και υπήγαν την όθεν ήθελε μονάχη της η ψυχή.
Και μαρτυρεί το ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις ένα του τροπάριον της τετάρτης ωδής σήμερον, και λέγει: Θάμβος ην θεάσασθαι τον ουρανόν του παμβασιλέως τον έμψυχον, τους κενεώνας υπερχόμενον της γης, ήγουν, θαύμα και έκπληξις ήτον να ιδή τινάς της Παναγίας την ψυχήν πώς επεριπάτει εις τα κατώτατα της γης, ήγουν εις τον άδην.
Και η μεν ψυχή της υπήγεν εις τον άδην, ως το εζήτησε, το δε άγιον και Θεοδόχον της σώμα το συνέστειλαν οι Μαθηταί, και επήράν το εις τους ώμους των να το υπάγουν εις τον τάφον.
Και από την μεν μίαν μεραίαν [μεριά] επίασεν ο Θεολόγος Ιωάννης, από την άλλην ο Πέτρος, από την τρίτην μεραίαν επίασεν ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννου, από δε την άλλην ο Παύλος.
Οι δε επίλοιποι Απόστολοι και Αρχιερείς υπήγαιναν ψάλλοντες και υμνούντες.
Οι Ιουδαίοι γουν, ως φθονεροί οπού είναι εξ αρχής, ακούοντες την υμνωδίαν των αγγέλων, και βλέποντες την πολλήν παρρησίαν, εφθόνησαν και βάνουσι βουλήν να υπάγωσι να ρίξουν το κρεββάτι της Παναγίας κάτω με το άγιόν της κορμί.
Και όλοι τους ώρμησαν να πηγαίνουν εις το μέσον των Αποστόλων, και παρευθύς ετυφλώθησαν, και δεν έβλεπεν ένας τον άλλον. Ένας δε απ’ εκείνους ως τολμηρότερος επήγε να πιάση το κρεββάτι, και Άγγελος Κυρίου έκοψε τα χέρια του αοράτως.
Τότε ωσάν εγνώρισαν οι Ιουδαίοι το θαύμα, εμετανόησαν, και επρόσπεσαν εις τους Αποστόλους να ιατρευθούν.
Οι δε Απόστολοι ως είδαν, ότι μετανοούσιν, επήρασι το κλαδί εκείνο της φοινικίας, και έβαλάν το εις το πρόσωπον των τυλφωθέντων Ιουδαίων, και του αποκεκομμένου το χέρι, και με την βοήθειαν της Παναγίας όλοι τους ιατρεύθησαν.
Επιτάφια εγκώμια των Αποστόλων
Ωσάν δε έφθασαν εις τον τάφον, έθεσαν κάτω το λείψανον, να το αποχαιρετήσουν όσοι ευρέθησαν εκεί.
Τότε άρχισεν ένας προς ένας να αποχαιρετά την Παναγίαν, και να λέγη εγκώμια προς αυτήν, και όλοι τους είπαν εγκώμια.
Ο δε Ιερόθεος τοιαύτα εγκώμια είπεν, οπού όχι εγώ, οπού είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και θνητός δύνομαι να τα ειπώ, αλλά, τολμώ ειπείν, μηδέ αυτοί οι Άγγελοι ήθελαν δυνηθή να τα ειπούσι καταλεπτώς [με ακρίβεια, με λεπτομέρεια], ως τα είπεν εκείνος· εις δε τα εγκώμια των άλλων Αποστόλων ο Απόστολος Παύλος επροτιμάτο, και αυτός άρχιζε· και μαρτυρεί το ο Δαμασκηνός Ιωάννης εις ένα του τροπάριον της πέμπτης ωδής σήμερον [της εορτής της Κοιμήσεως] και λέγει· Το σκεύος διέπρεπε, της εκλογής τοις ύμνοις σου, όλως εξιστάμενος Παρθένε· και τα εξής· ήγουν [δηλαδή] ο Απόστολος Παύλος, οπού ωνομάζετο σκεύος και δοχείον της εκλογής, ήγουν του διαλεξήματος [που ήταν επιλογή] του Θεού, αυτός διέπρεπεν εις τους ύμνους της Παναγίας.
Αλλά των Αποστόλων καταλεπτώς τα εγκώμια και τα επιτάφια λόγια δύσκολον είναι να τα διηγούμεσθεν [να τα διηγηθούμε]· όμως τόσον να ειπούμεν, όσον μήτε οι προκομμένοι και γνωστικοί και μαθηματικοί να μας βαρεθούν ως πολυλόγους, μήτε οι αμαθείς και αγράμματοι να απομείνουσιν αμαθέστεροι, και να μην ακούσωσι τίποτες, ως διά ενθύμησιν· μόνον των εγκωμίων εκείνων.
Ω θαύμα των πάντων θαυμάτων, οπού βλέπομεν οι άνθρωποι· η βασίλισσα του παντός πώς άπνους τίθεται; η Μήτηρ του Ιησού πώς απέθανεν; συ είσαι Παρθένε το κήρυγμα των Προφητών, συ είναι το κήρυγμα το εδικόν μας, εσένα προσκυνούσιν οι Άγγελοι, τιμούσιν οι άνθρωποι, δοξάζουσιν οι Άγιοι.Η Κοίμησις της Θεοτόκου.
Χαίρε λοιπόν Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου, και διά σου μεθ’ ημών· μετά του Γαβριήλ σε υμνούμεν, μετά των Αγγέλων σε δοξάζομεν, μετά των Προφητών σε εγκωμιάζομεν· ότι εσένα εκήρυτταν οι Προφήται, διατ’ εσένα [για σένα] εφωτίσθησαν εκ Πνεύματος αγίου· διατ’ εσένα επροφήτευσαν όλοι τους· ο Αββακούμ εσένα είδεν ωσάν όρος σύνδεδρον [βουνό κατάφυτο, γεμάτο δέντρα], ότι εσύ είσαι σκεπασμένη από τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος· ο Δανιήλ εσένα εθεώρησεν ωσάν όρος και αυτός, από το οποίον όρος χωρίς σποράν ανδρός εγεννήθη ο στερεός και ισχυρός βασιλεύς Χριστός· εσένα είδεν ο δίκαιος Ιακώβ ωσάν σκάλαν· ότι από την γέννησίν σου ο μεν Θεός εκατέβη και συνέφαγε και συνέπιε με ημάς, ημείς δε οι δούλοι αυτού μέλλει να ανεβούμεν εις τους ουρανούς, αλλά και συ ιδού οπού ανεβαίνεις προτήτερα από ημάς.
Χαίρε Παρθένε, ότι ο Γεδεών πόκον σε είδεν· ο Δαυίδ Παρθένον και θυγατέρα και βασίλισσαν ο Ησαΐας Μητέρα του Θεού σε ονομάζει· ο Ιεζεκιήλ πύλην και όλοι οι Προφήται σε εγκωμίασαν.
Ημείς δε τι να σε ονομάσωμεν Παρθένε; Παράδεισον; και πρέπει σε, ότι εσύ εβλάστησες το άνθος της αφθαρσίας τον Χριστόν, οπού ευωδίασε και εμύρισε τας ψυχάς των ανθρώπων· Παρθένον; και αληθώς Παρθένος είσαι, ότι χωρίς σποράν ανδρός εγέννησες τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι και πρό του τόκου Παρθένος ήσουν, και εν τω τόκω Παρθένος ευρέθης, και μετά τόκον πάλιν Παρθένος απόμεινες· να σε ονομάσωμεν Μητέρα; πρέπει σε και αυτό· ότι Μήτηρ έγινες του βασιλέως των όλων Χριστού· να σε ειπούμεν ουρανόν; πρέπει σε και αυτό· ότι ανέτειλες τον Ήλιον της δικαιοσύνης Χαίρε λοιπόν Παρθένε, και ύπαγε εις την κατάπαυσιν του Υιού σου· πορεύου εις τα σκηνώματα τα ηγαπημένα σοι σύρε εις τον ετοιμασμένον σοι τόπον, και ενθυμού και ημάς και το γένος μας όλον Κυρία Θεοτόκε· ότι και ημείς και εσύ Παρθένε, από ένα γένος του Αδάμ είμεσθεν· διά τούτο μεσίτευε, διά τούτο παρακάλει τον Υιόν σου, οπού τον εβάστασες, οπού τον εθήλασες, να μας βοηθήση εις το κήρυγμα, και μετά ταύτα να μας αξιώση να απολαύσωμεν τας ελπίδας μας.
Σύρε Παρθένε από την γην εις τον ουρανόν· από την φθοράν εις την αφθαρσίαν· από την λύπην του κόσμου τούτου εις την χαράν της βασιλείας των ουρανών· από την φθαρτήν γην εις άφθαρτον ουρανόν· σύρε Παρθένε εις το φως το ουράνιον, εις τους ύμνους των Αγγέλων, εις τας δοξολογίας των απ’ αιώνος αγίων· σύρε Παρθένε εις τον τόπον του Υιού σου, εις την βασιλείαν του, εις την εξουσίαν του υμνήσατε Άγγελοι, δοξάσατε Προφήται, επαινέσετε Αρχάγγελοι του βασιλέως την Μητέρα, του φωτός την λυχνίαν, του ουρανού την πλατυτέραν, του στερεώματος την υψηλοτέραν, την προστασίαν των Χριστιανών, και μεσίτριαν του γένους ημών.
Με τοιαύτα και τοσαύτα εγκώμια αποχαιρέτησαν και ανασπάσθησαν το σώμα της Παναγίας, έπειτα υπήγαν και έθαψάν το εις τον τάφον, οπού ήτον προετοιμασμένος.
Από το βιβλίο, «Λόγοι πανηγυρικοί εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου