Συνέχεια από: Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024
Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
7 – Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Η ζωή δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε ανώτερο από το νόημα του Είναι. Κι ο έρωτας – που δεν απασχολεί πουθενά το Χάιντεγγερ –, αν δε θεωρηθεί μια επιπλέον θυμική διάνοιξη, αποσιωπάται σαν ψυχολογική στάση, άσχετη με το Dasein. Μέσα στο Είναι και Χρόνος δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες, πάθη και επιθυμίες, στερήσεις και απολαύσεις. Το μεγάλο παιχνίδι της ύπαρξης παίζεται ανάμεσα στην αναυθεντικότητα και την αυθεντικότητα. Το προβληματικό όμως δεν είναι να τονίζουμε με υστερική έμφαση αυτή τη διαφορά που οπωσδήποτε υπάρχει, όσο να βρούμε τρόπο να δείξουμε ότι η ύπαρξη πρέπει – δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη δεοντολογία – να ζει αυθεντικά. Κι αφού κάθε αξιολογία έχει αποκλειστεί, πάνω σε μια ύπαρξη που ζει την ύψιστη δυνατότητά της (όχι σαν ομιλία με το Θεό, όχι σαν νοσταλγία ενός επέκεινα, όχι σαν σωτηριολογία της ιστορίας) αλλά σαν δυνατότητα μιας πλήρους αδυναμίας μπροστά στο μηδέν, ποια δεοντολογία μπορεί να στηθεί;
Αν το δεύτερο κεφάλαιο του Β΄ μέρους του Είναι και Χρόνος (§§ 54-60) μοιάζει θαμπό και επιρρεπές σε αναλύσεις που νοθεύονται από μια έντονη μυστικιστική διάθεση, είναι γιατί πρόκειται για μια ενότητα που αναφέρει μια σειρά θέματα που νομίζαμε ότι έχουν διαπαντός εγκαταλειφθεί: συνείδηση, φωνή της συνείδησης, ενοχή, ηθική κτλ. Για πολλούς (πχ. το Χάρτμαν) εδώ ο homo religiosus υποσκελίζει τον φαινομενολόγο. Κι όμως εκείνο που σαφέστατα επιχειρεί ο Χάιντεγγερ σ' αυτές τις σελίδες είναι, περνώντας από τρίχινο γεφύρι, να προσεγγίσει το ηθικό πρόβλημα με υπαρκτικό τρόπο. Η ενοχή, η τύψη, ο ηθικός δυαλισμός θα ιδωθούν από οντολογική σκοπιά για να ανασυρθεί πιθανώς η αποκρυμμένη καταγωγή τους. Παρά το γεγονός ότι η ανάλυση ηχεί παράταιρα μια και δεν μπορούμε εύκολα να απαλλαγούμε από την εντύπωση ότι βρισκόμαστε έξω από το χώρο της φαινομενολογίας, πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζεται με την πεποίθηση ότι δεν προδίδεται η αρχική πρόθεση.
Είναι γνωστή η σκηνή του κήπου στις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου· το Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις που άκουσε ο Σαύλος στο δρόμο προς τη Δαμασκό· το μαρτύριο του Ιώβ· το συνειδησιακό γκρέμισμα του Ρασκόλνικωφ· το ένοχος, αθώος του Κίρκεγκαρντ· ο Τρότσκυ που γινόταν άνω κάτω από την ανάγκη του να γράψει κτλ. κτλ. Ό,τι κι αν δηλώνουν αυτές οι στιγμές (δίλημμα, κρίση, φώτιση, μεταστροφή), ο αληθινός πρωταγωνιστής είναι η συνείδηση. Μια ηθική συνείδηση που, σαν άλλος δικαστής, ελέγχει, καλεί, κρίνει, ανακρίνει, παρακινεί, καταδικάζει. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε ιδιαίτερα γι' αυτό το περίφημο δικαστήριο. Μια ανάγνωση της Κριτικής του πρακτικού Λόγου, του Έγκλημα και τιμωρία ή του Μάκβεθ αρκεί για να δώσει την πλήρη εικόνα της. Η πρωτοβουλία του Χάιντεγγερ στρέφεται αλλού: θέλοντας να ξεφύγει από το χώρο της χριστιανικής συνείδησης και της ψυχολογίας, πασχίζει να δεί αν οι συνειδησιακές κρίσεις μπορεί να έχουν ένα υπαρκτικό υπόβαθρο. Μήπως δεν είναι η συνείδηση αυτή που καλεί σε απολογία, αλλά η φωνή της μέριμνας;
Κάθε ύπαρξη ξεκινάει αναυθεντική, βουτηγμένη μέσα στη χλιαρή μέθη της απροσωπίας. Η φλυαρία, η περιέργεια, το τσαλαβούτημα της αμφισημαντότητας, η απορρόφηση από το γύρω κόσμο και τις μικρές ή μεγάλες φροντίδες της καθημερινότητας είναι κοινή μοίρα και προπάντων αναπόφευκτη. Αυτή τη γενικότητα θέλει να υπογραμμίσει η φράση που επαναλαμβάνεται δεκάδες φορές: αρχικά και ως επί το πλείστον (zunächt und zumeist η όπως μεταφράζουν οι Άγγλοι: proximaly and for the most part) έτσι συμβαίνουν τα πράγματα. Ακόμα και μια χαρισματική ύπαρξη (ο Λοπέ ντε Βέγκα που έγραψε τους πρώτους στίχους του σε ηλικία τριών χρόνων) δέν εξαιρείται από αυτή την περιπέτεια. Για να κερδίσεις την αυθεντική σου εαυτότητα πρέπει να αναδυθείς μέσα από την απροσωπία. Με ένα άλμα, με μια βίαιη απόσπαση, με μια αληθινή δραπέτευση. Τι είναι όμως αυτό που ειδοποιεί, που δείχνει το δρόμο, που δίνει νόημα σε αυτή τη χειρονομία; Έχουμε μήπως κι εδώ μια έμμεση αναπαράσταση του πλατωνικού σπηλαίου; Μια ανάπλαση της στιγμής του Κίρκεγκαρντ, Αφού ο έξω κόσμος δε βοηθάει σε κάτι τέτοιο, αφού οι άλλοι είναι εξαρχής η άρνηση και ο κίνδυνος του τέλματος, τότε ποια δύναμη είναι αυτή που μας καλεί;
Με άλλα λόγια: τι είναι αυτό που με καλεί να αρνηθώ την ψεύτικη εαυτότητα της απροσωπίας για να βρω ή να ξαναβρώ την αυθεντική μου εαυτότητα (eigentlich selbst); Η κλήση της συνείδησης (Ruf des Gewissens)! Ο θεμελιακός διχασμός των δυνατοτήτων της ύπαρξης (αυθεντικότητα-αναυθεντικότητα, διάνοιξη-απόκρυψη) εδώ φαίνεται να προσωποποιείται και να παίρνει υπόσταση: από τη μια αυτό που καλεί και από την άλλη αυτό που καλείται να ακούσει. Χωρίς μια τέτοια κλήση, που όσο πολύτιμη είναι, άλλο τόσο δύσκολο είναι να θεμελιωθεί, κάθε παραινετικός σχετικά με την αυθεντικότητα θα ήταν κούφια λόγια. Η απροσωπία θα ήταν το καλύτερο και το μόνο καταφύγιο μια και δε θα υπήρχε τρόπος και δρόμος φυγής. Κι όμως ο δρόμος υπάρχει. Δεν πρόκειται βέβαια γι' αυτό το απλοϊκό σενάριο: «Κάποιος καλεί; Ποιόν; Την ύπαρξη. Πώς; Με τη γλώσσα». Ο Χάιντεγγερ απορρίπτει ασυζητητί και τους τρεις αυτούς όρους. Μολονότι υπάρχει ο καλών, ο καλούμενος και η κλήση, αυτή η συνθήκη δε σχετίζεται με τις γνωστές μας παραστάσεις. Η κλήση της συνείδησης επιτελείται με έναν τρόπο ακατάληπτο από τις δεδομένες ερμηνείες της «ηθικής συνείδησης».
Η κεντρική φράση διατυπώνεται ως εξής: η κλήση έρχεται από μένα κι όμως πέρα από μένα (der Ruf kommt aus mir und doch über mich, Sein und Zeit, σ. 275). Έκφραση εξαρχής εκτεθειμένη σε υποψίες και ασαφής· μια κλήση που έρχεται από κάτι ή κάποιον που βρίσκεται έξω από μένα, πέρα από μένα, αναμφισβήτητα δεν ταυτίζεται μαζί μου, είναι μια ξένη δύναμη. Τι άλλο χρειάζεται ο καχύποπτος αναγνώστης για να μιλήσει για μυστικές φωνές, συγκαλυμμένη θεολογία, ετεροκαθοριζόμενη συνείδηση, αφελή μυστικισμό; Προλαβαίνοντας αυτές τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις, σου θυμίζω ότι η φράση λέει με ακρίβεια: η κλήση έρχεται από μένα κι όμως πέρα από μένα. Όπως αλλού διαβάζουμε: με τη συνείδηση το Dasein καλεί τον εαυτό του (Being and Time, σ.320). Αν αυτός που καλεί τον εαυτό μου είμαι εγώ ο ίδιος παρά το γεγονός ότι η κλήση έρχεται πέρα από μένα είναι γιατί εξαρχής είμαι διχασμένος σε αυθεντικότητα - αναυθεντικότητα. Αφού την κλήση τη δέχομαι όντας μέσα στους πολλούς όπου υπάρχω απρόσωπα, αυτή η φωνή – που ανήκει στη δυνατότητα της αυθεντικής μου εαυτότητας – δεν μπορεί παρά να έρχεται από αλλού. Πράγματι πρόκειται για κάτι άλλο, για μια έξωθεν φωνή – μια ξένη φωνή (fremde Stimme).
Το παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα στο οικείο και στο ξένο έχει γενικότερη σημασία μέσα στην υπαρκτική αναλυτική. Για τον κοινό νού που περιδιαβαίνει μέσα στα όντα, το Είναι ηχεί σαν κάτι απίθανα ξένο· για τη φυγή μπροστά στο θάνατο, η πρόλ-ηψη είναι εξίσου κάτι εχθρικό και απαράδεχτο. Και οπωσδήποτε η κλήση είναι ξένη φωνή γιατί αναδύεται από τα βάθη της αυθεντικότητας. Αυτός που καλεί είναι η αυθεντική δυνατότητα που μέσα από την ανεστιότητά της – την πτώση στον κόσμο, τη γύμνια της μέριμνας – πασχίζει να σπάσει την παγωμένη κρούστα της απροσωπίας. Όσο κι αν αυτή η σκηνή φαίνεται να διεκδικεί αθέμιτα βαθύτατες χριστιανικές εμπειρίες, η σχέση της αυθεντικής και της αναυθεντικής δυνατότητας δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά. Η φωνή της συνείδησης καλεί, κραυγάζει θυμίζοντας τη μια και μοναδική δυνατότητα της ύπαρξης: την αγωνία μπροστά στο μηδέν του κόσμου (Nicht der Welt).
Αν δεχτείς την ύπαρξη αυτής της κλήσης – και τη δέχεσαι μόνο με τα από πολύχρονο αυτοέλεγχο – δε σημαίνει ότι μαθαίνεις αυτόματα και τη γλώσσα της. Και πριν απ' όλα: αν εκφράζεται με λέξεις, είναι δηλαδή μια μορφή ομιλίας, άραγε δεν είναι κι αυτή με τη σειρά της ευάλωτη στη φλυαρία και στη δικτατορία της απροσωπίας; Πως είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για την αυθεντική κλήση κι όχι για μια νοθευμένη γλώσσα, όπως σε άλλες περιπτώσεις μιλάμε για κακή λογοτεχνία ή – όπως ο Φλωμπέρ – για εύκολη ποίηση (poesie facile); Πράγματι, αν είχαμε να κάνουμε με ένα διάλογο, μια επικοινωνία μέσω των λέξεων, οι υποψίες θα είχαν βάση. Κάθε ομιλία εξαρτιέται δουλικά από τον περίκοσμο και ανά πάσα στιγμή παίζει με την παγίδα της κατάπτωσης. Αλλά ο Χάιντεγγερ δεν παραδίδει την κλήση στη γλώσσα. Δεν τη βάζει να λέει τίποτα: κατηγορίες, απειλές, παρακινήσεις, νουθεσίες. Η συνείδηση μιλάει με τη σιωπή (das Gewissens redet in Modus des Schweigens, Sein und Zeit, σ. 273). Είναι η ίδια η μέριμνα που διεκδικεί την ύπαρξη για να τη στρέψει στην αρχέγονη μοίρα της: την πτώση στον κόσμο.
Εδώ ο πανίσχυρος κοινός νούς ασφαλώς καγχάζει γιατί δεν υπάρχει τρόπος να εξηγήσεις σε κάποιον τι τέλος πάντων είναι αυτή η μυστική στιγμή όπου μια εσωτερική ακοή αφουγκράζεται τη γλώσσα της σιωπής. Χωρίς περιφράσεις παραδέχομαι ότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή την υπαρκτική δομή με το χέρι στην καρδιά, όπως θα έκανε για το ρίξιμο η τη θυμική εύρεση. Το ουσιώδες διαφεύγει. Και διαφεύγει για όποιον περιμένει κάτι σαν φυσική εμπειρία, ένα δαχτυλοδειχτούμενο συμβάν. Οπωσδήποτε παρόμοια συμβάντα δε λείπουν: κάποιος παρατάει τα πάντα και φεύγει στο εξωτερικό, μπαρκάρει, μπαίνει σε μοναστήρι, ξεκόβει από τους φίλους του· άλλος παθαίνει μια κρίση και πέφτει από τον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας· άλλος φεύγει για την επαρχία όπου αρχίζει μιάν «άλλη» ζωή· σκέψου τα αδιάκοπα «δεν πάω καλά», «κάτι πρέπει να γίνει», «είμαι αηδιασμένος με τη ζωή που κάνω», «δε ζω», «τι ζωή είν' αυτή;» «γιατί ζω», «που πάω;» κτλ. κτλ. Δεν ισχυρίζομαι ότι υπάρχει Σαμπολιόν για να διαβάσει τα ιερογλυφικά της καθημερινότητας, αλλά έχουμε πλήθος καταστάσεις αναταραχής που δείχνουν να πηγάζουν από ένα βάθος όπου κανείς δεν τολμάει να καταδυθεί. Πέρα από την ψυχολογία του ατόμου, πιστεύω ότι η κλήση ενυπάρχει σε όλα αυτά· ενυπάρχει βέβαια παρερμηνευμένη γιατί δεν υπάρχει τίποτα θετικό σε όσα ξυπνά μέσα μας η κλήση. Η φωνή της συνείδησης καλεί όχι για να μας φέρει μια όποια πλήρωση, αλλά την αρνητικότητα της αγωνίας και της πρόληψης του θανάτου. Στο δραματικό σημείο όπου η ατομικότητα αίρεται και όλοι ανακαλύπτουν τη μια τους και μοναδική ταυτότητα: το ασυγκάλυπτο τίποτα.
Τίποτα της ύπαρξης, τίποτα του Είναι· μέσα από αυτή τη βαθύτατη σχέση της περατότητας (Endlichkeit) το Dasein ανακαλύπτει την ενοχή του (Schould). Για την τρέχουσα και επιβεβλημένη – ποινική θα λέγαμε – ερμηνεία, η ενοχή δηλώνει κάτι που κρύβω (ενέχω) και για το οποίο πρέπει να απολογηθώ. Έγκλημα, φόνος, κλοπή, προσβολή, παράβαση με καθιστούν υπόλογο σε μιαν αρχή. Περιττό άλλωστε να μιλήσουμε για το προπατορικό αμάρτημα που είναι το αρχέτυπο κάθε ελέγχου και κάθε ενοχής. Γιατί όμως η ύπαρξη μέσα στην καθημερινότητά της βαρύνεται από μια τέτοια ενοχή; Αν κάθε αμάρτημα στερεί κάτι από κάποιον, η ύπαρξη ποιάν στέρηση προκάλεσε; Η ύπαρξη δεν προκαλεί μια στέρηση, είναι η ίδια η στέρηση. Ριγμένη στον κόσμο, ριγμένη προς το θάνατο, υποφέρει από ένα ανήκουστο πάθος: δέχεται να ζήσει στο μηδέν και για το μηδέν. Αυτό επιτρέπει στο Χάιντεγγερ να γράψει ότι η ύπαρξη είναι θεμέλιο μιας αρνητικότητας (Grund einer Nichtigkeit) και στους σχολιαστές (Βαλ, Λεβινάς) να συμπεράνουν ότι εδώ υποβόσκει πολύς Κίρκεγκαρντ και πολύ μασκαρεμένη θεολογία.
Αν για τον Πλάτωνα ο άνθρωπος είναι φυτόν οὐκ ἔγγειον ἀλλ' οὐράνιον, ζει δηλαδή με κάποιο υπερβατικό θεμέλιο, το Dasein την υπέρβασή του από τα όντα στο Είναι τη βιώνει σαν εμπειρία του μη θεμελίου. Η ενοχή του έχει το χαρακτήρα ενός nicht. Το είναι-στον-κόσμο μιλάει άμεσα γι' αυτό το τυραννικό όχι. Είμαι στον κόσμο σημαίνει δεν μπορώ να αρνηθώ την πτώση μου. Χρωματίζω βέβαια αυτό το αξεπέραστο γεγονός με ευχάριστα χρώματα, διαλέγω τη μάσκα μου για να ζήσω, παίζω την κωμωδία που παίζει όλος ο κόσμος, πλάθω την προσωπική μου ιστορία για να πείσω, αλλά η ενοχή δεν εξουδετερώνεται. Το ασκημένο μάτι ξέρει να βλέπει στις πομπώδεις ομιλίες των πολιτικών συμβουλίων όσο και στο παραλήρημα των ερωτευμένων, στο φτηνό χιούμορ όσο και στην οίηση της νιότης την κρυφή ενοχή που τους κρατά μετέωρους. Το όχι είναι σύμφυτο μαζί μου. Καθόσον υπάρχει το Dasein δεν είναι το θεμέλιο του Είναι του (Grund seines seins), αλλά όντας η εαυτότητά του είναι το Είναι του θεμελίου (Als Selbstsein das sein des Grundes). Υπάρχει δηλαδή με ένα τρόπο αθεράπευτα αρνητικό. Συνεπώς δεν μπορούμε να σκεφτούμε αλλιώς την ενοχή παρεκτός με τη μορφή αυτής της αρχέγονης αρνητικότητας.
Γιατί όμως μιλάμε για ενοχή και όχι για σκέτη αρνητικότητα; Επειδή από τη στιγμή που η ύπαρξη συγκατανεύει να αναλάβει την ευθύνη ενός γεγονότος που δεν διέπραξε – την είσοδό της στον κόσμο – αναγκάζεται να ζήσει μέσα σε μια κολοβή συνθήκη: την περατότητα. Η ενοχή, σαν περατότητα και αρνητικότητα, είναι ένα αλύτρωτο πάθος. Έτσι κάθε πράξη παράβασης, κάθε έγκλημα, κάθε ενοχή πηγάζει από αυτή την αρχέγονη αγκύλωση (ursprunglichen Schuldigsein, Sein und Zeit, o. 284). Όταν ο Ντοστογιέφσκη έγραφε ότι χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται, ήξερε ότι μια περατή ύπαρξη δεν μπορεί να έχει αξιολογία. Ζητούσε δηλαδή να λυτρώσει την ενοχή με την αιωνιότητα. Αντίθετα ο Χάιντεγγερ κηρύχνει το φιλοσοφικό θάρρος μπροστά στο μηδέν. Πριν από κάθε βιβλικό λόγο, πριν από κάθε απολογία της ηθικής πιστεύει ότι δε γεννά η αμαρτία την ενοχή, αλλά η αρχέγονη ενοχή την (όποια) αμαρτία. Το μηδέν είναι μοίρα και συνθήκη.
Και ταυτόχρονα έργο. Γράφοντας αυτή τη φράση που δεν υπάρχει σε κανένα από τα χαιντεγγεριανά γραφτά, εννοώ ότι για να συντελεστεί αυτή η εύρεση μέσα στη φωτεινή νύχτα του μηδενός, η ύπαρξη περνάει από ένα μαρτυρολόγιο που θυμίζει γενικά την περιπέτεια της συνείδησης στη Φαινομενολογία του Πνεύματος. Η ύπαρξη κατακτά την αυθεντικότητά της ταυτόχρονα με μια παιδεία που μπορεί και να μην είναι φιλοσοφική. Η λέξη Entschlossenheit που δηλώνει την απόφαση, τη βίαιη απόσπαση από το ον, έχει πίσω της μια μαθητεία της ύπαρξης. Για να ανταποκριθώ στην κλήση, να επωμιστώ σιωπηρά την ενοχή και την αγωνία, σημαίνει ότι προετοιμάστηκα για κάτι τέτοιο. Κανείς δεν φτάνει στη διαφάνεια του φωτός, του Είναι, του μηδενός με μια απλή αναστροφή των συνθηκών ζωής. Η υπέρβαση είναι μια πορεία μέσα στη σιωπή. Γιατί η σιωπή είναι αυτό που βιώνει μέσα στην αγωνία της η ύπαρξη. Η κατάσταση (Situation) της αγωνίας που αντιτίθεται στην ακατάληκτη σειρά των καθημερινών περιστάσεων, δεν είναι ένα βίωμα που λαβαίνει απαντήσεις. Το Είναι έχει νόημα ως χρονικότητα, αλλά όχι απάντηση. Δεν καταχτιέται, δεν ορίζεται.
Γι' αυτό άλλωστε δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για το περιεχόμενο αυτής της εμπειρίας. Δεν υπάρχει τρόπος ζωής, επάγγελμα, φύλο, τόπος, χαρακτήρας που να είναι κοντά ή μακριά σε αυτή τη δυνατότητα. Τυπικά η αυθεντικότητα δεν διδάσκει μια άλλη ζωή· δεν ξέρει να προτείνει έναν τρόπο δράσης, σχέσεων, αποφάσεων, αρνήσεων κτλ. Ο καθένας μπορεί να φτάσει σε αυτή τη δυνατότητα. Αυτή ακριβώς η καθολικότητα που οπωσδήποτε συγκαλύπτει τους ενδοιασμούς της, είναι ένα σημείο που αξίζει να γίνει αφορμή για να σκεφτούμε έξω από την προβληματική του Χάιντεγγερ και στην ανάγκη ενάντια σε αυτή την προβληματική. Σε ποιους αναγνώστες απευθύνονται όλα αυτά; Πόσο δέσμιος είναι ο καθένας των συνθηκών ζωής του; Μήπως η απόφαση – με τον τραχύ χαρακτήρα της – υπαγορεύει σιωπηρά μια κοινωνία, μια τάξη, ένα πολιτικό καθεστώς; Με έμφαση οι αρνητές θέλουν να βλέπουν σε αυτές τις σελίδες ένα ναζιστικό μάθημα, μια φιλοσοφία των ευνοημένων όσο και μια προοπτική αριστοκρατικής απελπισίας.
Πρώτος ο Λεβινάς αμφιβάλλει για το αν ο άνθρωπος της ανάγκης και της στέρησης (ο πένης, ο προλετάριος, ο εργάτης, ο άνθρωπος του μόχθου, ο αγρότης, ο βιοπαλαιστής) έχει τρόπο να επιτελέσει την αποκάλυψη του Είναι. Πώς να κρατήσεις την οντικότητα σε απόσταση όταν από αυτή εξαρτάται η επιβίωσή σου; Είναι κωμικό και δραματικά πλανημένο να μιλάμε για την αναυθεντικότητα ενός ανθρακωρύχου ή ενός φορτοεκφορτωτή. Η αποκάλυψη δεν μπορεί παρά να είναι προνόμιο μιας ελάχιστης μειονότητας. Ο Χαιντεγγεριανός κόσμος είναι ένας κόσμος αρχόντων (seigneurs) που έχουν ξεπεράσει την ανάγκη και την αθλιότητα η διαφορετικά ένας κόσμος δούλων που δε βλέπουν παρά τους κυρίους τους (Sur Maurice Blanchot, σ. 24). Πάνω σ' αυτό δεν μπορεί να υπάρχει αντίρρηση. Ήδη στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη υπογραμμίζεται ότι μόνο ο εύπορος στρέφεται στη φιλοσοφία: Σχεδόν γάρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων καί τῶν πρός ῥαστώνην καί διαγωγήν... Ο χειρώναξ (χείρ, ἄναξ) βασιλεύει στα χέρια του ή με τα χέρια του, ποτέ ὅμως πάνω στον άνθρωπο της ραστώνης (της άνεσης).
Πίσω ἀπό αὐτή τή διαφορά – που μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι μόνο κοινωνική – κρύβεται ὁπωσδήποτε μια ὁλόκληρη φιλοσοφία τῆς περιφρόνησης τῶν μαζῶν, τῆς μετριότητας, τοῦ πλήθους, τοῦ ὄχλου. Με τὸν τρόπο του ὁ Χάιντεγγερ υἱοθετεῖ ὅλες τίς ἀποστροφές τοῦ Ηράκλειτου. Οἱ πολλοί κεκόρυνται ὅκωσπερ κτήνεα· ὄνοι σύρματ᾿ ἄν ἔλοιντο μᾶλλον ἢ χρυσόν· οὐ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί· ὕες βορβόρῳ χαίρουσιν· Ωστόσο, αν αυτή την παραδοσιακή – από τον Πλάτωνα ως το Χούσερλ – διαφορά, ζητάμε να την πολιτικοποιήσουμε, όπως ο Χάμπερμας (J.Habermas, Profils philosophiques et politiques, Gallimard, σ. 92) η προβληματική αλλάζει ορίζοντα. Και αρχίζει να γίνεται εξοργιστική όταν μέσα από την περιφρόνηση της αναυθεντικότητας πασχίζουμε απεγνωσμένα να δούμε επαληθευμένες τις υποψίες μιας φιλοσοφίας που υπηρετεί τη δύναμη, που βλέπει το γερμανικό λαό σαν τον κατεξοχήν μεταφυσικό λαό που μάλιστα είναι ενσαρκωτής μιας ορισμένης εποχής της ιστορίας του Είναι.
Δύο τρεις φράσεις μέσα στην Εισαγωγή στη μεταφυσικ
ή δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις πολιτικές πεποιθήσεις του Χάιντεγγερ υπάρχουν άλλωστε οι ιστορικές μαρτυρίες, όπως υπάρχουν για τον Έζρα Πάουντ, το Σελίν κτλ. Η ερμηνεία όμως που ξεκινά ύπουλα από αυτά τα δεδομένα για να εξηγήσει ολόκληρο το Είναι και Χρόνος σαν αλφαβητάρι του ναζισμού, όχι μόνο δεν ξέρει τι λέει, αλλά φέρνει μεγαλόπρεπα στο προσκήνιο την τύφλωση μιας ορισμένης κριτικής που οπωσδήποτε δεν είναι συμπτωματικό ότι εμπνέεται, συγγενεύει ή έστω αποδέχεται τα μαρξιστικά κριτήρια. Ο Λούκατς, ο Γκολντμάν, ο Χάμπερμας, ο Φάιγ, ο Αντόρνο είναι μερικοί από τους υποψήφιους δολοφόνους της υπαρκτικής προβληματικής που, ανήμποροι να συναινέσουν στο γενικό θαυμασμό απέναντι στο μεγαλύτερο και ίσως το μοναδικό φιλόσοφο του εικοστού αιώνα, προτιμούν το άχαρο έργο που περιγράφει η λαϊκή παροιμία: πετάνε του ήλιου πέτρες. Μια απλή ανάγνωση του αντορνικού λίβελου: The Jargon of authenticity, πείθει τελεσίδικα γι' αυτό που σου λέω.
ΕΝΑ ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΣΤΟΝ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟ ΤOΥ DASEIN, ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΜΑΞ ΣΕΛΛΕΡ Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. ΚΑΘΟΤΙ ΣΤΗΝ ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΙΑΣΥΝΗ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΠΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΟΡΙΣΕ Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ.
καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,28 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΣΤΟΝ ΑΘΕΟ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟ ΗΤΑΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΑΚΟΥΣΘΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ.
Κολ 4:2 – 9
Ἀδελφοί, τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ, προσευχόμενοι ἅμα καὶ περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ Θεὸς ἀνοίξῃ ἡμῖν θύραν τοῦ λόγου, λαλῆσαι τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, δι᾽ ὃ καὶ δέδεμαι, ἵνα φανερώσω αὐτὸ ὡς δεῖ με λαλῆσαι. Ἐν σοφίᾳ περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι. ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου