Η εμπειρία που καθόρισε την θεολογία και την ανθρωπολογία τής Δύσεως καί αντικατέστησε τήν αληθινή εμπειρία τού Θεού ανήκει στόν Αυγουστίνο. Είναι εμπειρία φιλοσοφική, ντυμένη μέ χριστιανικό ένδυμα. Περιγράφεται στο ένατο βιβλίο των Εξομολογήσεων, στο κεφ. 24!
Βρίσκεται μέ τήν μητέρα του στήν Όστια, τό λιμάνι τής Ρώμης, όπου η μητέρα του θά έπαιρνε τό πλοίο τής επιστροφής πρός τήν Αφρική.
"Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγε από αυτή τη ζωή... στεκόμασταν ορθοί σ' ένα παράθυρο και μπροστά μας απλωνόταν ο κήπος του σπιτιού, στις εκβολές τού Τίβερη. Μιλούσαμε γεμάτοι τρυφερότητα, αφήνοντας πίσω τα παλιά και με την προσοχή τεταμένη προς τα μέλλοντα. Και αναρωτιόμασταν για την ζωή των αγίων, την αιώνια ζωή που ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε και ούτε ανέβηκε ποτέ ως εκεί η καρδιά του ανθρώπου (Α Κορ 2.9). Η συζήτηση μάς οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι όσο μεγάλες απολαύσεις και αν προσφέρουν οι σωματικές αισθήσεις και όση αίγλη και αν διαθέτει ο κόσμος των αισθητών, όχι μόνο δεν συγκρίνονται με την αιώνια ζωή, αλλά δεν αξίζουν ούτε να αναφέρονται. Με μιάν αίσθηση ασύγκριτα πιο φλογερή ανεβαίνουμε επί το αυτό (Ψαλμοί 4.9).
Ανεβαίναμε μία-μία τις βαθμίδες, πέρα από κάθε τι το υλικό, πέρα από τον ουρανό τον ίδιο, όπου ο ήλιος, το φεγγάρι και τ' αστέρια καταυγάζουν τη Γή. Δοσμένοι στον διαλογισμό, στη συζήτηση και στον θαυμασμό των έργων Σου, όλο και ανεβαίνουμε εντός μας. Τότε εισχωρήσαμε στο νού μας και πήγαμε πιο πέρα από εκεί που φτάνει ο νους, στον τόπο τής αστείρευτης αφθονίας, εκεί που η ζωή είναι η σοφία, που από αυτή γίνονται όσα είναι και όσα ήταν και όσα θα είναι, όμως η ίδια δεν έγινε, αλλά είναι όπως ήταν, και έτσι θα είναι στους αιώνες. Σ' αυτή δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον, αλλά μόνο Είναι, γιατί είναι αιώνια. Διότι αν κάτι ήταν ή θα είναι, δεν είναι αιώνιο. Έτσι δοσμένοι στον διαλογισμό και την ενατένιση, για μια στιγμή αγγίξαμε την απαρχήν του πνεύματος".
Αυτή είναι η εμπειρία. Η οποία είναι όμοια με την εμπειρία του Πλωτίνου, η οποία είναι όμοια με του Πλάτωνος. Του οποίου την εμπειρία διαθέτει και ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, νομίζοντας πρώτος και μοιραίος, ότι μοιράζεται με τους προφήτες την εμπειρία του αληθινού Θεού.
Ας δούμε όμως τί γράφει ο Φίλων, διότι επηρέασε άμεσα τον Αυγουστίνο.
"23. Η έκτη ημέρα και η δημιουργία του ανθρώπου κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν του Θεού (Η δημιουργία του κόσμου).
Η εικόνα αναφέρεται στον Νου, ο οποίος είναι ο οδηγός της ψυχής. Πραγματικά, στο μοντέλο εκείνου του μοναδικού Νοός ολοκλήρου του σύμπαντος, μορφοποιήθηκε, σαν σε ένα αρχέτυπο, ο Νους κάθε ξεχωριστού ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά κάποιον τρόπο ένας Θεός για αυτόν που τον φέρει μέσα του, και τον διαθέτει σαν μία Θεία εικόνα. Και πράγματι, την ίδια λειτουργία που ο υπέρτατος οδηγός έχει σε όλο το σύμπαν, ο ανθρώπινος νους φαίνεται να την διαθέτει στον άνθρωπο. Ο ίδιος ο Νους είναι αόρατος στην πραγματικότητα, παρότι βλέπει όλα τα πράγματα, και έχει μιαν αδιαπέραστη ουσία, παρότι κατανοεί τις ουσίες όλων των άλλων πραγμάτων. Και ανοίγοντας με τις τέχνες και τις επιστήμες όλες τις κύριες οδούς που απλώνονται σε πάρα πολλές διευθύνσεις, κινείται μέσω της γής και της θάλασσας, ερευνώντας αυτό που είναι ίδιον κάθε πραγματικότητος.
Έτσι ζυγιαζόμενος πάνω από τη Γή, αφού στοχάστηκε τον αέρα και τα διαφορετικά του επίπεδα, μεταφέρεται πιο ψηλά προς τον αιθέρα και τις ουράνιες τροχιές, συνοδευόμενος από τους χορούς των πλανητών και τους ακίνητους αστερισμούς, σύμφωνα με τους τέλειους νόμους της μουσικής, ακολουθώντας τον έρωτα για τη γνώση που τον καθοδηγεί, και έτσι ξεπερνώντας όλες τις αισθητές πραγματικότητες και φτάνοντας σ' εκείνο το σημείο, εισέρχεται στο νοητό. Και αφού ξανά στοχαστεί σε κείνη τη σφαίρα της πραγματικότητας τα μοντέλα και τις ιδέες των αισθητών πραγμάτων που έβλεπε εδώ κάτω, εκπληκτικού κάλλους, αρπαγμένος από μία καθαρή ευφορία, όπως οι Κοριβάντες από την θεία έμπνευση, γεμάτος από μία άλλη επιθυμία αγάπης και έναν πόθο ακόμη πιο δυνατό, σπρωγμένος από αυτά μέχρι τα όρια των νοερών ουσιών, φαίνεται να φθάνει απέναντι από τον ίδιο τον μεγάλο Βασιληά. Και επειδή ακριβώς αυτόν φλέγεται και ποθεί να δει, ακτίνες πυκνού φωτός, καθαρές, ελεύθερες από κάθε μίξη, χύνονται πάνω του με τον τρόπο ενός χειμάρρου, έτσι ώστε το μάτι του νου ζαλίζεται από την λάμψη. Και επειδή δεν είναι όλες οι εικόνες όμοιες με το αρχέτυπο, μάλιστα δε πολλές είναι ανόμοιες, ο Μωυσής ξεκαθάρισε το νόημα προσθέτοντας στην έκφραση "κατ'εικόνα" την έκφραση "και καθ' ομοίωσιν", για να τονίσει πως πρόκειται για μία τέλεια εικόνα η οποία έχει ένα συγκεκριμένο ίχνος".
Μπορούμε να δούμε καθαρότερα την ερμηνεία που δίνει ο κ. Γιανναράς σ' αυτές τίς εμπειρίες, που αποτέλεσαν την ουσία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Στην τελευταία του δημοσίευση στην Καθημερινή με τίτλο "Διαζύγιο πολιτικής και νοήματος", μας αποκαλύπτει ότι πέφτει θύμα των λέξεων που χρησιμοποιούν οι φιλόσοφοι για να περιγράψουν το άρρητο.
"Η λογικότητα προηγείται και στην περίπτωση του Θείου όντος : η ουσία του Θεού, ο λόγος-τρόπος της ύπαρξης του, είναι μία δεδομένη αναγκαιότητα. Το υπάρχειν είναι καταγωγικά υποταγμένο στην αναγκαιότητα, οι έννοιες "ύπαρξη" και "ελευθερία" οριστικά ασύμπτωτες, ασυμβίβαστες".
Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός πως ερμηνεύει με την βοήθεια του Χέγκελ τον Αριστοτέλη, ας σταθούμε στο σημαντικότερο!
Πιστεύει πως οι Αρχαίοι μιλούσαν για τον ίδιο Θεό που γνωρίζουμε και εμείς, τον ενσαρκωμένο Ιησού Χριστό. Ότι μιλούν για την ουσία του αληθινού Θεού. Αν είναι δυνατόν. Δέν υποπτεύεται πως οι Αρχαίοι, όπως ο αγαπημένος του Πλωτίνος, δεν ήταν δυνατόν να έχουν ιδέα του αληθινού Θεού και ότι αυτό που περιέγραψαν ήταν το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν. Και έστησε ολόκληρη θεολογία, όπως και ο Αυγουστίνος, όπως και ο Χέγκελ, περιγράφοντας το ανθρώπινο πνεύμα, νομίζοντας πως περιγράφει τον αληθινό Θεό. Την Αγία Τριάδα. Ενώ περιγράφει τις τρείς πρώτες υποστάσεις του Πλωτίνου. Αναφέρεται με τόσο θράσος στον Πατέρα, όπως και ο αθεόφοβος Ζηζιούλας, ενώ περιγράφει το ΕΝΑ τού Πλωτίνου. Το οποίο είναι κτίσμα. Υπαρκτό, αλλά κτίσμα.
Από κενοδοξία δεν φρόντισε ποτέ του να μάθει τις διαφορές ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα (Τον Νου) και την Αγία Τριάδα. Και δεν δέχθηκε ποτέ του να διορθώσει τις κενολογίες του, όπως έκανε τουλάχιστον ο Αυγουστίνος, αναγνωρίζοντας πολλά από τα λάθη του.
Καί συσκότισε τά πάντα, όπως καί ο Ζηζιούλας, ταυτίζοντας τόν νού μέ τό εγώ ή μέ τό υποκείμενο καί δίνοντάς τους αναλογική ζωή μέ τόν νού. Ήρθε η ώρα τής συνειδήσεως καί στήν ορθοδοξία. Θά αντικατασταθούν τά πάντα γιά νά εισαχθεί στο δόγμα η συνείδηση, τό εγώ. Ήδη ο Ζηζιούλας στή δογματική του μάς προειδοποιεί : Μερικοί πιστεύουν ότι στόν Χριστό υπάρχουν δύο συνειδήσεις. Γι' αυτό είναι σημαντική η πλαστογράφηση τού Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, διότι θά αντικαταστήσουν τίς δύο θελήσεις μέ τίς δύο συνειδήσεις. ΜΕ ΔΥΟ ΕΓΩ.
Χωρίς νά υπολογίζουν τήν ύπαρξη τού ασυνειδήτου. Γι' αυτό καί ο Γιανναράς στό "Αίνιγμα τού κακού' είναι υποχρεωμένος νά δηλώσει πως ο Θεός πρώτος απώθησε τό κακό καί τώρα αναλόγως είναι η σειρά τού ανθρώπου. Γιαυτό καί καταργείται η κόλαση, ύστερα από τήν κατάργηση τού διαβόλου.
"Πλησίαζε η μέρα που θα έφευγε από αυτή τη ζωή... στεκόμασταν ορθοί σ' ένα παράθυρο και μπροστά μας απλωνόταν ο κήπος του σπιτιού, στις εκβολές τού Τίβερη. Μιλούσαμε γεμάτοι τρυφερότητα, αφήνοντας πίσω τα παλιά και με την προσοχή τεταμένη προς τα μέλλοντα. Και αναρωτιόμασταν για την ζωή των αγίων, την αιώνια ζωή που ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε και ούτε ανέβηκε ποτέ ως εκεί η καρδιά του ανθρώπου (Α Κορ 2.9). Η συζήτηση μάς οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι όσο μεγάλες απολαύσεις και αν προσφέρουν οι σωματικές αισθήσεις και όση αίγλη και αν διαθέτει ο κόσμος των αισθητών, όχι μόνο δεν συγκρίνονται με την αιώνια ζωή, αλλά δεν αξίζουν ούτε να αναφέρονται. Με μιάν αίσθηση ασύγκριτα πιο φλογερή ανεβαίνουμε επί το αυτό (Ψαλμοί 4.9).
Ανεβαίναμε μία-μία τις βαθμίδες, πέρα από κάθε τι το υλικό, πέρα από τον ουρανό τον ίδιο, όπου ο ήλιος, το φεγγάρι και τ' αστέρια καταυγάζουν τη Γή. Δοσμένοι στον διαλογισμό, στη συζήτηση και στον θαυμασμό των έργων Σου, όλο και ανεβαίνουμε εντός μας. Τότε εισχωρήσαμε στο νού μας και πήγαμε πιο πέρα από εκεί που φτάνει ο νους, στον τόπο τής αστείρευτης αφθονίας, εκεί που η ζωή είναι η σοφία, που από αυτή γίνονται όσα είναι και όσα ήταν και όσα θα είναι, όμως η ίδια δεν έγινε, αλλά είναι όπως ήταν, και έτσι θα είναι στους αιώνες. Σ' αυτή δεν υπάρχει παρελθόν ή μέλλον, αλλά μόνο Είναι, γιατί είναι αιώνια. Διότι αν κάτι ήταν ή θα είναι, δεν είναι αιώνιο. Έτσι δοσμένοι στον διαλογισμό και την ενατένιση, για μια στιγμή αγγίξαμε την απαρχήν του πνεύματος".
Αυτή είναι η εμπειρία. Η οποία είναι όμοια με την εμπειρία του Πλωτίνου, η οποία είναι όμοια με του Πλάτωνος. Του οποίου την εμπειρία διαθέτει και ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, νομίζοντας πρώτος και μοιραίος, ότι μοιράζεται με τους προφήτες την εμπειρία του αληθινού Θεού.
Ας δούμε όμως τί γράφει ο Φίλων, διότι επηρέασε άμεσα τον Αυγουστίνο.
"23. Η έκτη ημέρα και η δημιουργία του ανθρώπου κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν του Θεού (Η δημιουργία του κόσμου).
Η εικόνα αναφέρεται στον Νου, ο οποίος είναι ο οδηγός της ψυχής. Πραγματικά, στο μοντέλο εκείνου του μοναδικού Νοός ολοκλήρου του σύμπαντος, μορφοποιήθηκε, σαν σε ένα αρχέτυπο, ο Νους κάθε ξεχωριστού ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά κάποιον τρόπο ένας Θεός για αυτόν που τον φέρει μέσα του, και τον διαθέτει σαν μία Θεία εικόνα. Και πράγματι, την ίδια λειτουργία που ο υπέρτατος οδηγός έχει σε όλο το σύμπαν, ο ανθρώπινος νους φαίνεται να την διαθέτει στον άνθρωπο. Ο ίδιος ο Νους είναι αόρατος στην πραγματικότητα, παρότι βλέπει όλα τα πράγματα, και έχει μιαν αδιαπέραστη ουσία, παρότι κατανοεί τις ουσίες όλων των άλλων πραγμάτων. Και ανοίγοντας με τις τέχνες και τις επιστήμες όλες τις κύριες οδούς που απλώνονται σε πάρα πολλές διευθύνσεις, κινείται μέσω της γής και της θάλασσας, ερευνώντας αυτό που είναι ίδιον κάθε πραγματικότητος.
Έτσι ζυγιαζόμενος πάνω από τη Γή, αφού στοχάστηκε τον αέρα και τα διαφορετικά του επίπεδα, μεταφέρεται πιο ψηλά προς τον αιθέρα και τις ουράνιες τροχιές, συνοδευόμενος από τους χορούς των πλανητών και τους ακίνητους αστερισμούς, σύμφωνα με τους τέλειους νόμους της μουσικής, ακολουθώντας τον έρωτα για τη γνώση που τον καθοδηγεί, και έτσι ξεπερνώντας όλες τις αισθητές πραγματικότητες και φτάνοντας σ' εκείνο το σημείο, εισέρχεται στο νοητό. Και αφού ξανά στοχαστεί σε κείνη τη σφαίρα της πραγματικότητας τα μοντέλα και τις ιδέες των αισθητών πραγμάτων που έβλεπε εδώ κάτω, εκπληκτικού κάλλους, αρπαγμένος από μία καθαρή ευφορία, όπως οι Κοριβάντες από την θεία έμπνευση, γεμάτος από μία άλλη επιθυμία αγάπης και έναν πόθο ακόμη πιο δυνατό, σπρωγμένος από αυτά μέχρι τα όρια των νοερών ουσιών, φαίνεται να φθάνει απέναντι από τον ίδιο τον μεγάλο Βασιληά. Και επειδή ακριβώς αυτόν φλέγεται και ποθεί να δει, ακτίνες πυκνού φωτός, καθαρές, ελεύθερες από κάθε μίξη, χύνονται πάνω του με τον τρόπο ενός χειμάρρου, έτσι ώστε το μάτι του νου ζαλίζεται από την λάμψη. Και επειδή δεν είναι όλες οι εικόνες όμοιες με το αρχέτυπο, μάλιστα δε πολλές είναι ανόμοιες, ο Μωυσής ξεκαθάρισε το νόημα προσθέτοντας στην έκφραση "κατ'εικόνα" την έκφραση "και καθ' ομοίωσιν", για να τονίσει πως πρόκειται για μία τέλεια εικόνα η οποία έχει ένα συγκεκριμένο ίχνος".
Μπορούμε να δούμε καθαρότερα την ερμηνεία που δίνει ο κ. Γιανναράς σ' αυτές τίς εμπειρίες, που αποτέλεσαν την ουσία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Στην τελευταία του δημοσίευση στην Καθημερινή με τίτλο "Διαζύγιο πολιτικής και νοήματος", μας αποκαλύπτει ότι πέφτει θύμα των λέξεων που χρησιμοποιούν οι φιλόσοφοι για να περιγράψουν το άρρητο.
"Η λογικότητα προηγείται και στην περίπτωση του Θείου όντος : η ουσία του Θεού, ο λόγος-τρόπος της ύπαρξης του, είναι μία δεδομένη αναγκαιότητα. Το υπάρχειν είναι καταγωγικά υποταγμένο στην αναγκαιότητα, οι έννοιες "ύπαρξη" και "ελευθερία" οριστικά ασύμπτωτες, ασυμβίβαστες".
Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός πως ερμηνεύει με την βοήθεια του Χέγκελ τον Αριστοτέλη, ας σταθούμε στο σημαντικότερο!
Πιστεύει πως οι Αρχαίοι μιλούσαν για τον ίδιο Θεό που γνωρίζουμε και εμείς, τον ενσαρκωμένο Ιησού Χριστό. Ότι μιλούν για την ουσία του αληθινού Θεού. Αν είναι δυνατόν. Δέν υποπτεύεται πως οι Αρχαίοι, όπως ο αγαπημένος του Πλωτίνος, δεν ήταν δυνατόν να έχουν ιδέα του αληθινού Θεού και ότι αυτό που περιέγραψαν ήταν το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν. Και έστησε ολόκληρη θεολογία, όπως και ο Αυγουστίνος, όπως και ο Χέγκελ, περιγράφοντας το ανθρώπινο πνεύμα, νομίζοντας πως περιγράφει τον αληθινό Θεό. Την Αγία Τριάδα. Ενώ περιγράφει τις τρείς πρώτες υποστάσεις του Πλωτίνου. Αναφέρεται με τόσο θράσος στον Πατέρα, όπως και ο αθεόφοβος Ζηζιούλας, ενώ περιγράφει το ΕΝΑ τού Πλωτίνου. Το οποίο είναι κτίσμα. Υπαρκτό, αλλά κτίσμα.
Από κενοδοξία δεν φρόντισε ποτέ του να μάθει τις διαφορές ανάμεσα στο ανθρώπινο πνεύμα (Τον Νου) και την Αγία Τριάδα. Και δεν δέχθηκε ποτέ του να διορθώσει τις κενολογίες του, όπως έκανε τουλάχιστον ο Αυγουστίνος, αναγνωρίζοντας πολλά από τα λάθη του.
Καί συσκότισε τά πάντα, όπως καί ο Ζηζιούλας, ταυτίζοντας τόν νού μέ τό εγώ ή μέ τό υποκείμενο καί δίνοντάς τους αναλογική ζωή μέ τόν νού. Ήρθε η ώρα τής συνειδήσεως καί στήν ορθοδοξία. Θά αντικατασταθούν τά πάντα γιά νά εισαχθεί στο δόγμα η συνείδηση, τό εγώ. Ήδη ο Ζηζιούλας στή δογματική του μάς προειδοποιεί : Μερικοί πιστεύουν ότι στόν Χριστό υπάρχουν δύο συνειδήσεις. Γι' αυτό είναι σημαντική η πλαστογράφηση τού Αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, διότι θά αντικαταστήσουν τίς δύο θελήσεις μέ τίς δύο συνειδήσεις. ΜΕ ΔΥΟ ΕΓΩ.
Χωρίς νά υπολογίζουν τήν ύπαρξη τού ασυνειδήτου. Γι' αυτό καί ο Γιανναράς στό "Αίνιγμα τού κακού' είναι υποχρεωμένος νά δηλώσει πως ο Θεός πρώτος απώθησε τό κακό καί τώρα αναλόγως είναι η σειρά τού ανθρώπου. Γιαυτό καί καταργείται η κόλαση, ύστερα από τήν κατάργηση τού διαβόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου