Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (42)

ΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΚΕΝΩΣΙΣ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΗΝ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ  ΣΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΣΑΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ.

Φιλιπ. 2,4           μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος.

Φιλιπ. 2,4                 Μη κυττάζετε κατά ένα τρόπον στενόκαρδον και μη επιδιώκετε ο καθένας τα ατομικά του συμφέροντα, αλλ' ας επιζητή και ας εξυπηρετη και τα συμφέροντα των άλλων.

Φιλιπ. 2,5           τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,

Φιλιπ. 2,5                 Διότι πρέπει εις τούτο να μιμηθήτε τον Κυριον· να καλλιεργήσετε δηλαδή το φρόνημα της ταπεινοφροσύνης απέναντι των άλλων και της αγάπης προς τους άλλους, το οποίον υπήρχε και στον Ιησούν Χριστόν.

Φιλιπ. 2,6           ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ,

Φιλιπ. 2,6                 Ο Χριστός δηλαδή καίτοι είχε την αυτήν ουσίαν και τα αυτά άπειρα ιδιώματα με τον Θεόν και ως ζωντανή, αυτουσία και απαράλλακτος εικών του Θεού υπήρχε εν μορφή Θεού, δεν εθεώρησε, ότι έχει εξ αρπαγής το να είναι ίσος με τον Θεόν. (Δι' αυτό δε και δεν εφοβήθη να αποθέση κατά συγκατάβασιν και οικονομίαν δι' ημάς την δόξαν της θεότητός του),

Φιλιπ. 2,7           ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,

Φιλιπ. 2,7                 αλλά άδειασε, τρόπον τινά, τον εαυτόν του και εμίκρυνε μόνος του την άπειρον δόξαν της θεότητός του προσκαίρως και έλαβε μορφήν δούλου, γενόμενος όμοιος με τους ανθρώπους.

Φιλιπ. 2,8           καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.

Φιλιπ. 2,8                 Και ευρέθη έτσι κατά το σχήμα και την εμφάνισιν σαν απλούς άνθρωπος, ενώ δεν έπαυσε ούτε επί στιγμήν να είναι και τέλειος Θεός, και εταπείνωσε τον ευατόν του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού, του πλέον φρικτού και ταπεινωτικού.

Φιλιπ. 2,9           διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα,

Φιλιπ. 2,9                 Δι' αυτήν του δε την ταπείνωσιν και υπακοήν τον ύψωσε και τον εδόξασε με το παραπάνω ο Θεός και ως άνθρωπον και του εχάρισε το όνομα Κυριος, που είναι ανώτερον από κάθε άλλο όνομα του ουρανού και της γης.

Φιλιπ. 2,10         ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων,

Φιλιπ. 2,10               Και τον υπερύψωσε, δια να καμφθή στο όνομα του Ιησού κάθε γόνατον με ευλάβειαν και σεβασμόν και να προσκυνήσουν τον Ιησούν οι επουράνιοι άγγελοι και οι επίγειοι άνθρωποι και αυτά ακόμη τα πονηρά πνεύματα, που είναι εις τα καταχθόνια, να υποταχθούν με φόβον και τρόμον ενώπιον της θείας του δυνάμεως και δόξης.

Φιλιπ. 2,11         καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.

Φιλιπ. 2,11                Και έτσι κάθε γλώσσα να διαλαλήση με όλην της την δύναμιν, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κυριος του ουρανού και της γης· και η διακήρυξις αυτή θα γίνεται εις δόξαν του Θεού και Πατρός (ο οποίος έτσι εσχεδίασε την σωτηρίαν των ανθρώπων και την δόξαν του ενανθρωπήσαντος Υιού του).


Ο παύλειος χριστολογικός ύμνος της Προς Φιλιππησίους Επιστολής (Φιλ 2:4-11)
Του Κόττη Κωνσταντίνου θεολόγου

Ο παύλειος χριστολογικός ύμνος της Προς Φιλιππησίους Επιστολής (Φιλ 2:4-11) | Χρονόμετρο

Αυτό το οποίο αναγνωρίζουμε στους πρώτους στίχους του, είναι το αίσθημα της ενότητας δια της αγάπης (Φιλ 2:4-5). Αυτό το στοιχείο, όντως εκφράσθηκε κατά τον Μυστικό Δείπνο, τουλάχιστον ως προς τον άμεσο συνεργάτη του Παύλου Λουκά (Κατά Λουκά 22:24-27) αλλά και τον Ιωάννη (Κατά Ιωάννη 13:34-35). Ο ίδιος ο Χριστός είναι φύσει Θεός και όχι ένας θεοποιημένος, ή «ισοδαίμων» όπως χαρακτηριστικά έλεγαν για τις περιπτώσεις των κατά χάριν θεοτήτων οι αρχαίοι Έλληνες. Στο κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος «μορφή», ο οποίος πιθανότατα υποδηλώνει την τελειότητα. Συχνά οι λέξεις «εικόνα» και «μορφή», υποδήλωναν στο Δίκαιο το ολοκληρωμένο, όπως στις περιπτώσεις των αμβλώσεων. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην θεώρηση του πλατωνικού έργου «Τίμαιος», το δημιουργηθέν συνιστά εικόνα του νου δημιουργού του. Εν προκειμένω, μιλάμε για τον άκτιστο Λόγο και ενανθρωπίσαντα Χριστό ως εικόνα του Πατρός. Ωστόσο ειδικά η «μορφή», εδώ, ταυτίζεται με την φύση και όχι το κατά χάριν, την υιοθεσία, την ενέργεια, την πρόσκαιρη μεταμόρφωση και το προσωπείο (Ιωάννης Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις την Φιλιππησίους επιστολήν πρώτην, PG 62, 219).

Ως προς την έννοια «δούλος», βέβαιο είναι πως νομικά, τουλάχιστον, στην κλασσική Αθήνα, συνδέονταν με την διαδικασία της βασάνου και της ταλαιπωρίας (αν και αυτό δεν μπορούμε να το αναλύσουμε εδώ περαιτέρω). Σχετικούς νομικούς όρους, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, μαρτυρούνται στον Αντιφώντα, αλλά και τον Θουκυδίδη («Ιστορίαι», 1.20.1). Έτσι ο όρος ενδέχεται να υπαινίσσεται το άχραντο Πάθος ως μέρος της Θείας Οικονομίας. Από την άλλη, η λέξη «αρπαγμόν» (Φιλ 2:6), φαίνεται να απηχεί τις αρπαγές των αρχαιοελληνικών ιερογαμιών και μάλλον μυθολογήσεις όπου ένας θνητός άρπαζε την ιερογαμία, νυμφευόμενος αντικανονικά μια κατώτερη θεότητα, όπως ο Πηλεύς την Θέτιδα (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Γ΄, 13, 5). Ο Χριστός δεν αποτελεί ένα θνητό με μειωμένη θεότητα, ούτε απέκτησε μυθολογικά με αρπαγή ιερογαμική την θεία ιδιότητα. Είναι φύσει και Θεός (Κατά Ιωάννη 1:1).

Πολλά έχουν ειπωθεί και έχω ακούσει και ο ίδιος στα θεολογικά συνέδρια, για το πώς ερμηνεύεται η εκούσια «κένωση» του Χριστού ώστε να πληρώσει την θεία οικονομία (Φιλ 2:7). Αναρωτιέμαι αν η κένωση αυτή, μπορεί να αποτελεί διαλεκτική με την «πλήρωση» και μάλιστα την «υπερπλήρωση» ως στοιχείο του Ύψιστου Θεού. Λ.χ. στο μεταγενέστερο νεοπλατωνισμό και τον Πλωτίνο (3ος αιώνας μ.Χ.), ο πρώτος ύψιστος Θεός, το Εν, δημιουργεί ακούσια αφού το άπειρο αυτού παρομοιάζεται με κάτι σαν δεξαμενή, της οποίας το περιεχόμενο υγρό υπερχείλισε και η απορροή δημιούργησε τον δεύτερο Θεό Νού (Πλωτίνος, Εννεάδες, Ε΄, 2.1). Αν η σκέψη μας είναι σωστή, η κένωση είναι το αντίστροφο της υπερπλήρωσης, χαρακτηρίζοντας τον Θεό που κατ΄ οικονομία αποποιήθηκε το άπειρο της υπερπλήρωσης για να κενωθεί ενανθρωπιζόμενος από αγάπη. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος εδώ, έδωσε έμφαση στην αποποίηση του κτητικού δικαιώματος ως άκτιστος Θεός, σε αντιδιαστολή με το άπληστο του Μαμωνά (PG 62, 226). Φυσικά μια άλλη έκφραση του Παύλου, το «εν ομοιώματι», διαλέγεται με την «κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν» δημιουργία του ανθρώπου στη Γένεση (Γεν 1:26).[ΚΕΝΩΣΙΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΚΑΛΥΦΘΗ ΣΤΗΝ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡ ΟΠΟΥ ΟΙ ΔΥΟ ΠΡΟΦΗΤΕΣ ΥΠΕΡΕΒΑΛΛΑΝ ΕΑΥΤΟΝ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΤΙΜΩΡΗΘΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ. Ο ΜΩΥΣΗΣ ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΤΙΜΗΣΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΣΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ, ΔΕΝ ΑΞΙΩΘΗΚΕ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΣΕΙ ΤΟΝ ΛΑΟ ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΚΑΝΕ ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΟΧΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΟΣ. ΠΩΣ ΕΚΑΝΕ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ;]
Στον ύμνο υπάρχει ο όρος «υπερύψωση» (Φιλ 2:9). Στον Χρυσόστομο ο όρος «ύψωση» σημαίνει την Μεταμόρφωση ως εικόνα της Σταύρωσης και την Σταύρωση ως δόξα και εικόνα της Ανάληψης. Θέση η οποία φανερώνει ένα εσχατολογικό χαρακτήρα, αφού η Ανάληψη είναι εικόνα των Εσχάτων (Πράξεις 1:11).  Ο ιερός Χρυσόστομος, έχοντας υπόψιν την Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Κατά Λουκά 18:10-14), επισήμανε την αλαζονεία του να υψώνει κάποιος εαυτόν, ενώ ο Χριστός δέχεται υπό Θεού την υπερύψωση και όχι αφ΄ εαυτού (PG 61, 233-235).

Η φράση «Κύριος Ιησούς Χριστός», αναγνωρίζεται ως υμνολογικό στοιχείο ενταγμένο σε αρχέγονα βαπτισματικά και ομολογιακά σύμβολα, πάντα σε συνάφεια με την ιδιότητα του Υιού προς τον ύψιστο Πατέρα (Φιλ 2:11). Εντοπίζεται και σε άλλα σημεία στην παύλεια γραμματεία (Ενδεικτικά αναφέρουμε το Ρωμαίους 1:4 και Α΄ Κορινθίους 8:6).

Στον επίλογο του Ύμνου, βρισκόμαστε μπροστά σε δύο ορόσημα του βιβλικού χρόνου. Στο Φιλ 2:10 και την αναφορά σε επουράνιους, επίγειους και χθόνιους δαίμονες και λατρείες, συναντάμε την ομολογία του Χριστού ως απαραίτητο στοιχείο για την εκπλήρωση της πρώτης από τις δέκα εντολές και την ταύτισή Του με τον Θεό ο οποίος εντέλει τον Μωυσή (Δευτερονόμιο 5:6-9).

Στον επόμενο στίχο αναγνωρίζουμε το άλλο χρονικό ορόσημο το οποίο είναι το εσχατολογικό. Αν και οι χρόνοι συγγραφής της Προς Φιλιππησίους σε σχέση με το Κατά Ματθαίον αποτελούν ένα ζήτημα, δεν αποκλείεται η αποκάλυψη αυτή να υπήρχε, ήδη, στην πηγή των ευαγγελικών λεγόμενων «λογίων»και την προφορική αποστολική παράδοση. Και η αποκάλυψη είναι, το ότι ο Παύλος κάνει λόγο για την ομολογία του Χριστού από κάθε γλώσσα. Αυτό παραπέμπει σε ένα χωρίο του Ματθαίου, το οποίο αποκαλύπτει πως όταν κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη, σε μαρτυρία όλων των εθνών, τότε θα επέλθει η Δευτέρα Παρουσία (Κατά Ματθαίον 24:14).

Πηγή: Εφημερίδα «Πτολεμαίος».

Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία!
του Xavier Tilliette!

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ.
         
Κεφάλαιο δεύτερο!  
Πηγάζων απο ένα άσμα της πρώτης Εκκλησίας, όπως ο Πρόλογος τού Ιωάννη, η υπέροχη παραίνεση τής πρός Φιλ. 2, 6-11 ξεδιπλώνει μία διπλή κίνηση καθόδου και ανόδου, ταπεινώσεως και υπερυψώσεως, με πολύ δυνατό ρυθμό, έχοντας σαν μέτρο των στίχων παρονομασίες και ομοφωνίες οι οποίες μαρτυρούν την καταγωγή του σαν ύμνου! Είναι ένα χωρίο μεγάλης σοβαρότητος, ασυνήθιστης μέσα στο πλαίσιο τής προσωπικής γραφής της επιστολής. Θεμελιώνει την Θεολογία τού Σταυρού και την ριζώνει σε μία τριαδική πράξη και ενέργεια! Καθόλου περίεργο που αυτο το χωρίο εντυπωσίασε και κέρδισε την πίστη και την λατρεία πρίν το αναλάβουν οι εξηγητές! Αγωνιζόμενοι μεταξύ τους αυτοί τον ανέλυσαν και τον ξεφλούδισαν, ετοιμάζοντας το έδαφος στους Θεολόγους για τους οποίους ο ύμνος του Παύλου είναι ο κλασσικός τόπος της Θεωρίας τής Κενώσεως, η οποία, εξάλλου, βρίσκει την δική της ονομασία! (εκένωσεν).
          Η εργασία τής συνεχούς ανανέωσης τής εξηγητικής δέν υπήρξε άχρηστη παρά τις επαναλήψεις και τις προσθέσεις! Μία απο τις πλέον ξεκάθαρες συμβολές, κάτι που έφερε στην επιφάνεια ο Eugene TeSelle, αφορά τον παραλληλισμό ανάμεσα στον Χριστό και τον Μ. Αλέξανδρο στην Ασία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, παρότι δέν αρέσει σε όλους τους σχολιαστάς. Και πράγματι εντυπωσιάζει η συνειδητοποίηση κάποιων ομοιοτήτων στο λεξιλόγιο, που συμπεριλαμβάνουν ένα άρπαγμα, μία εναλλαγή τής διάσημης λέξης αρπαγμός τής γλώσσας τής Κ.Δ. Το χωρίο αντλείται απο περί τού Αλεξάνδρου τήν τύχη και τήν αρετή (1,8, 330 D):
          "Αυτός (ο Αλέξανδρος) δέν διέσχισε την Ασία σαν ένας ληστής, δέν είχε τήν πρόθεση να τη λεηλατήσει και να λαφυραγωγήσει τούς θησαυρούς μίας ανέλπιδος τύχης (ώσπερ άρπαγμα), αλλά επιθυμών να κάνει όλη την ανθρωπότητα έναν μόνον λαό υπάκουο σ'έναν μοναδικό λόγο (ενός υπήκοα λόγον τα επί γής) έλαβε την κατάλληλη μορφή (ουτός εαυτόν εσχημάτιζεν)"
          Φυσικά δέν υπάρχουν ίχνη του Παύλου στον Πλούταρχο αλλά ίσως στον Απ. Παύλο κάποια ανάμνηση του θρύλου του Αλέξανδρου. Τουλάχιστον αυτό δηλώνουν με κάποια αληθοφάνεια ο Αrnold Ehrhardt και ο W.L. Knox, οι οποίοι όμως εκτρέπονται τοποθετώντας τον Ηρακλή στο βάθος, κάτι που οδηγεί τον Ιησού κοντά στον μυθο τού θεϊκού ήρωος και θυμίζει την ύβρι τού Toynbee ο οποίος αφομοιώνει την ιστορία τού Χριστού στον μύθο του φλεγόμενου Ηρακλή. Ο Marcel Simon τακτοποίησε αυτή την τερατωδια. Εντελώς εκτός δρόμου είναι επίσης και η υπόθεση του o K. Bornhauser ο οποίος ανακαλύπτει μία αναφορά στον αυτοκράτορα Καλιγούλα στον οποίο απέδωσαν θείες τιμές και ακόμη περισσότερο εάν προσθέσουμε σαν αντιστάθμισμα το παράδειγμα του Νέρωνος ο οποίος κυκλοφορούσε κρυφά στην Ρώμη, μασκαρεμένος σαν σκλάβος. Χωρίς αμφιβολία πιό σίγουρες είναι οι αναφορές στον ερμετικό ποιμάνδρη, του οποίου πολλοί όροι απαντώνται άμεσα στον ύμνο των Φιλιππησίων, την του πατρός εικόνα έχον, μορφή, δούλος, κενούν!   
          Η ιστορία των θρησκειών έχει λοιπόν κάτι να πεί και η ελληνιστική κληρονομιά όπως και η γνωστική, χωρίς να είναι καθοριστική, δέν απουσιάζει απο τους εμπνευσμένους στίχους του Παύλου!
          Ίσως αυτός είναι και ένας απο τους μυστικούς λόγους για τον οποίο και οι στίχοι πρός Φιλιππησίους 2, 6-11 ειναι ένας τόπος της φιλοσοφικής Χριστολογίας, σαν να προαισθάνεται ή να ξαναβρίσκει την συγγένεια του πρός το καθόλου. O Ravaisson εξέφρασε αυθόρμητα την φιλοσοφική ουσία αυτού του κειμένου. Μ'έναν τρόπο αλά Σέλλινγκ θέτει σε σχέση την Δημιουργία με την ενσάρκωση : "Ο Θεός δημιούργησε το πάν απο το μηδέν, απο το τίποτα, απο αυτό το σχετικό τίποτα που είναι το δυνατόν. Αυτού του μηδενός υπήρξε καταρχάς ο δημιουργός όπως υπήρξε και του Είναι. Απο όση απο την άπειρη πληρότητα τού Είναι του κατά μία έννοια εκμηδένισε και κατέστρεψε, άντλησε, με ένα είδος επανεγρήγορσης και ανάστασης, όλο αυτό που υπάρχει"
          Όπως ο διαλογισμός του Προλόγου, έτσι και εκείνος του Ύμνου συγκεντρώνει στην πρόοδό του πολλούς στοχαστές ανάμεσα στους διασημότερους, ανάμεσα στους πιό στοχαστικούς, ιδιαιτέρως τον Σέλλινγκ, συγγραφέα ενός σχολίου που χρησιμοποιήθηκε σαν βάση στην Ιωάννειο επιλογή του. Η μεγαλύτερη μάζα των εξηγητικών μελετών δέν τον αναφέρει καθόλου, οι μυριάδες των μελετητών, των διαβασμένων, των φιλολόγων, το νέφος των οποίων πολιόρκησε την σελίδα, αγνοεί ολοκληρωτικώς τον Σέλλινγκ και τις προσπάθειες του! Ίσως είναι αποτέλεσμα έλλειψης εμπιστοσύνης, ενός ασυνείδητου φόβου. Είναι ηδη αρκετό εάν απο την διακινδυνευμένη ερμηνεία του Σέλλινγκ υπάρχουν μερικές νύξεις στους Θεολόγους μαθητές του, Dorner, Beyschlag....Αλλά το σώμα των ιστορικών, των φιλοσόφων και των Θεολόγων τον αγνοεί! Εξάλλου η φιλοσοφία είναι απρόσκλητη στις ιερές Γραφές.
          Μεταφερόμενη στην σκέψη, η Ενσάρκωση είναι η υποστατική ένωση, η επικοινωνία των ιδιωμάτων, η σύμπτωση των αντιθέτων, το παράδοξο, το παρανοϊκό....Το θεολογούμενο τής Κένωσης ή της παραίτησης προσδιορίζει τον τρόπο της ενσαρκώσεως και προσθέτει στους προηγούμενους όρους, εκείνους τής μειώσεως, εκμηδένισης αποξένωσης....Ασκεί πάνω στον φιλόσοφο την έλξη τής αρνητικότητος η οποία δένει και στηρίζει όλα τα πράγματα! Εάν ο Πρόλογος τού κατά Ιωάννην τον γοητεύει με την ταύτιση του Λόγου με τον Χριστό, ο Παύλειος ύμνος τον έλκει με την τέλεια προσαρμογή τού Θεού στην ανθρώπινη κατάσταση, με την ομοίωση σε μία πεπερασμένη, πρός τον θάνατο, ζωή. Στο "είπαμε την δόξα του, την δόξα τού μοναδικού Υιού και Πατρός, γεμάτον χάρη και αλήθεια" αντιστοιχεί το "εγυμνώθη αυτός ο ίδιος, λαμβάνοντας το ένδυμα του σκλάβου".  Η παράδοση στοχάστηκε τα δύο κείμενα χωρίς να χάσει ποτέ απο τους οφθαλμούς της το ένα για το άλλο! Διάβασε στα χαρακτηριστικά του Ναζωραίου την σφραγίδα του Υιού του Θεού, παρότι αγνώριστο στην κατάσταση της ταπείνωσης και της μειώσεως. Η προοπτική τής συγκατάβασης υπογραμμίζει την εκούσια στάση τού Θεού να γίνει λιγότερο απο τον εαυτό του, εκείνη της Κένωσης επιμένει στην υπαρξιακή πλευρά τής πραγματοποιήσεως. Εναλλακτικώς η προσοχή σταματά στην μεταμορφωμένη ανρωπότητα ή την αποκεκρυμένη Θεότητα.
          Στην διάρκεια τών μεγάλων Χριστολογικών αγώνων οι ανταγωνιστικές τάσεις ανάμεσα στον Δοκητισμό, πάνω στο μοντέλο των περιπλανώμενων στην γή Θεών και στον αρειανισμό, πάνω στο μοντέλο των Θεοποιημένων ηρώων, υπήρξαν τόσο δυνατοί ώστε ο ορισμός τής Χαλκηδόνος τής υποστατικής ενώσεως νά συνεπάγεται ταυτοχρόνως ένα είδος εκμηδένισης της Θεότητος στην ανθρωπότητα και μία ανύψωση της ανθρωπότητος στην Θεότητα! Αλλά προκειμένου η άπειρη απόσταση ανάμεσα στον θεό και τον άνθρωπο να καλυφθεί πρέπει ο Θεός, χωρίς να πάψει να είναι Θεός, να εγκαταλείψει το Θεϊκό του Είναι, ή τουλάχιστον να το πιέσει και να εμφανισθεί στην μορφή του ανθρώπου. Είναι το θεώρημα της Κενώσεως, στην ένωση των δύο φύσεων, των δύο θελήσεων. Μπορούμε να το αναφέρουμε στον Υιό τού Θεού αυτοπροσώπως, και τότε η κένωσις είναι η συμπαράσταση με όλα όσα προϋποθέτει, δηλαδή την μείωση και την συμμετοχή στην ανθρωπότητα που υποφέρει. Μπορούμε να το αναφέρουμε επίσης στο υποκείμενο τής υποστατικής ένωσης, στον Άνθρωπο-Θεό, και τότε η Κένωσις συνδυάζεται τόσο με την απόκρυψη, δηλαδή με την καταπίεση των προϋποθέσεων και των ποιοτήτων της Θεότητος, όσο και την θεληματική κατάργηση της χρήσης τους. Εάν η Κένωσις με την πρώτη έννοια, εφαρμοζόμενη στον Χριστό που προϋπήρχε, σημαίνει κάτι περισσότερο απο την συμπαράσταση και κατά συνέπειαν, υπογραμμίζει μία παραίτηση απο την Θεία φύση, γίνεται Κενωτισμός, μία Χριστολογική θεωρία του ΧΙΧ και ΧΧ αιώνος, η οποία δέχθηκε μία επεξεργασία, ιδιαιτέρως στην Γερμανία, στην Αγγλία, και στην Ρωσία. Ο Κενωτισμός είναι μία Θεολογική προσπάθεια δεμένη μόνον έμμεσα στις φιλοσοφίες του Χέγκελ και του Σέλλινγκ. Κατά τα άλλα δέν θα μπορούσε, για την ακρίβεια, να θεμελιωθεί στο κείμενο του Παύλου. Οι εξηγητές συμφωνούν λέγοντας ότι ο Απ.Παύλος δέν θεωρητικολογεί στις δύο φύσεις και δέν παρουσιάζει εδώ την Χριστολογική θεωρία!

Συνεχίζεται

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: