Συνέχεια από: Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024
Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983
[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}]
Η ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ
6 – ΤΟ ΟΧΙ-ΑKOMA
«Όταν οι πνοές των προγόνων του θέλουν να σβήσουν το κερί, αυτός λέει: ΟΧΙ AKOMA» Malarmé, Igitur ou la folie d' Elbehnon.:
Δεν μπορώ να υπάρχω παρά μονάχα παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο τετελεσμένες βεβαιότητες: γέννηση και θάνατο. Εφόσον με έφεραν, κυριολεκτικά με έριξαν στον κόσμο χωρίς να –μπορούν να– με ρωτήσουν γι' αυτό, είμαι αναγκασμένος να κουβαλάω τη γέννησή μου, αυτό το απώτατο παρελθόν, σα να τη δέχτηκα και συχνά με το αίσθημα ότι τη διάλεξα. Κάθε μορφή ευτυχίας ή δυστυχίας είναι συμφιλίωση με αυτό το αλλόκοτο γεγονός: ζω εκούσια μια ζωή που – ως συμβάν, όχι ως τρόπο – άλλοι την αποφάσισαν. Αλλά δε ζω για να περιθάλπω τον εαυτό μου από αυτή την τραυματική εμπειρία· εκείνο που με περιμένει είναι ακόμα πιο τραυματικό. Όταν συνειδητοποιώ ότι είμαι ριγμένος-στον-κόσμο, συνάμα αποκτώ την πένθιμη επίγνωση ότι είμαι ριγμένος και προς μια γέννηση από την ανάποδη: το θάνατο. Γεννιέμαι για να ζήσω και ζω για να πεθάνω. Μολονότι αυτά τα “για να” υποδηλώνουν ανύπαρκτες σκοπιμότητες, ένα είναι το βέβαιο: κάθε ζωή βιώνεται σα δράμα που η πρώτη και η τελευταία του σκηνή είναι γνωστές από τα πριν.
Φιλοσοφικές μελέτες, βιολογικές αναλύσεις, επιστημονικές πραγματείες, εθνολογικές περιγραφές, ο,τι κι αν καταβροχθίσεις σχετικό με το ζήτημα του θανάτου, διαβάζοντας το «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς» διαπιστώνεις ότι εκεί ο Τολστόι έχει πει ό,τι μπορεί να ειπωθεί. Να γιατί δεν έχει κανένα νόημα να ανοίγουμε το Είναι και Χρόνος εν μέσω εικοστού αιώνος για να μάθουμε κάτι ακόμα για το θάνατο. Τίποτα νέο δεν υπάρχει. Ο θάνατος ήταν και είναι «πηγή όλων των μύθων». Το διαφορετικό στην υπαρκτική αναλυτική είναι ότι δε μιλάει για το θάνατο του ανθρώπου (αρρώστιες, νοσοκομεία, κηδείες). Για άλλη μια φορά πρέπει να σου πω ότι το Dasein δεν είναι ο άνθρωπος της ανθρωπολογίας, αλλά η βίωση ενός προβλήματος. Αν η γέννηση είναι το πάντα-ήδη-συντελεσμένο-ρίξιμο-στον-κόσμο, ο θάνατος είναι ένα όχι ακόμα (δεν-πέθανα-ακόμα) που μας περιμένει από την άλλη μεριά του δρόμου. Αυτά τα πέρατα πλαισιώνουν το ον που έχει το προνόμιο να εννοεί το νόημα του Είναι: περατή ύπαρξη, περατό πρόβλημα. Χωρίς Dasein δεν υπάρχει αλήθεια· ένα σύμπαν χωρίς εννόηση είναι η οντικότητα και τίποτε άλλο. Περιγράφοντας λοιπόν τη δομική ολότητα της μέριμνας και εξαντλώντας τα όρια της αυτοπροήγησης με την πρόληψη του τέλους, συλλαμβάνουμε όχι τη συνολικότητα «άνθρωπος» ή homo sapiens, αλλά τα δεδομένα ενός προβλήματος.
Το όχι-ακόμα (nicht mehr) σαν κάτι που εκκρεμεί, σαν ένα χρονικό διάστημα λεπτών, μηνών, χρόνων ή δεκαετιών είναι κάτι που μου λείπει και φυσικά δε μου επιτρέπει να συλλάβω την ύπαρξή μου στην ολότητά της. Συνεπώς κάθε ύπαρξη χαρακτηρίζεται από μιάν αναμφισβήτητη έλλειψη σφαιρικότητας (Unganzheit). Χωρίς το θάνατο δεν κλείνει ο κύκλος της ζωής. Ωστόσο η αναλογία με την πορεία της Σελήνης ή το ωρίμασμα ενός φρούτου που πιθανώς σου περνάει από το νού δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την ελλειπτική ολότητα. Η γέμιση του φεγγαριού ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία με ορισμένες φάσεις. Κοιτώντας στον ουρανό λέμε: «είναι δέκα ημερών». Το ίδιο γίνεται με την κύηση: «πόσων μηνών είναι η Βαρβάρα;» Όπως άλλωστε και με τα σταφύλια: ξυνά όταν τα δοκιμάζουμε, μας αναγκάζουν να λέμε: «δεν είναι ακόμα ώριμα». Κανένα όμως από τα όχι-ακόμα που σου ανέφερα δεν αντιστοιχεί στο όχι-ακόμα του τέλους. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στο πρόγραμμα και τη δυνατότητα.
Χωρίς άλλο το όχι-ακόμα εκφράζει την ισόβια αναστολή του τέλους που, σαν επερχόμενο μελλοντικό συμβάν, είναι ένα απόμακρο σημείο μέσα στην καταχνιά του μέλλοντος που δεν μπορεί να περάσει το κατώφλι της οχυρωμένης παροντικότητάς μου. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία το μετατρέπει σα κάτι παρευρισκόμενο που με περιμένει (κάπου, κάποτε), όπως το νήμα περιμένει μέσα στο στάδιο τον δρομέα που ξεκίνησε από το Μαραθώνα. Δηλαδή αν βλέπουμε το τέλος σαν ένα σημείο που ακόμα δεν το πλησιάσαμε, αν αντιμετωπίζουμε την κάθε στιγμή σαν όχι-ακόμα μιάς προθεσμίας που όταν εξαντληθεί παντελώς φτάνουμε στο τώρα του θανάτου, χάνουμε κάθε επαφή με το πρόβλημα γιατί μετράμε τη ζωή με τη μεζούρα του ημερολογίου. Αναιρώντας ριζικά αυτή τη σκοπιά, ο Χάιντεγγερ εξηγεί το τέλος σαν δυνατότητα της κάθε στιγμής. Όσο ζούμε, ζούμε σαν ετοιμοθάνατοι. Ανά πάσα στιγμή προ των πυλών, ο θάνατος απέχει εξίσου από γέρους και νέους. Έτσι το όχι-ακόμα χάνει κάθε στοιχείο προθεσμίας και περιθωρίου. Γι' αυτό η ύπαρξη δεν κατευθύνεται προς ένα τέλος (zu-Ende-Sein), όπως το πλοίο από τη Σαντορίνη προς το λιμάνι του Πειραιά, αλλά ζει ταμμένη στον πιθανό θάνατο της κάθε στιγμής (Sein-zum-Ende). Καθένας από στιγμή σε στιγμή είναι ώριμος να πεθάνει. Έχει αυτή την αρνητική δυνατότητα.
Δυνατότητα που αναπόδραστα θεμελιώνεται στη μέριμνα. Το πάντα-ήδη-στον-κόσμο (ρίξιμο), το παράπλευρα-στα-όντα (κόσμος, γεγονότητα) συμπληρώνεται όπως ξέρουμε από το προηγούμενο-του-εαυτού-του (εννόηση). Στην έσχατη εκδοχή της, αυτή η αυτοπροήγηση, είναι το τέλος. Δεν υπάρχει ανώτερη δυνατότητα. Γι' αυτό ακριβώς είναι το νεύμα που δίνει το μέτρο και το όριο της απόλυτης αδυνατότητας της ύπαρξης (Der Tod ist die Möglichkeit der schlechthingen Daseinsunmöglichkeit/Ο θάνατος είναι η δυνατότητα της πλήρους αδυνατότητας ύπαρξης, Sein und Zeit, σ. 250). Πεθαίνω σημαίνει ότι μπορώ να κάνω κάτι που δεν έχει σχέση με τίποτα άλλο· αυτή είναι η μόνη ασχέτιστη δυνατότητα. Όσο πένθιμα κι αν ακούγεται αυτή η πρόταση, όσο κι αν τρομάζει τους ανθρωπιστές – δηλ. όλους εμάς –, είναι μια σκέψη μεγάλου ρεαλισμού. Κάθε «πίστη» στον άνθρωπο μοιάζει ορθολογική κατασκευή, κάθε «πίστη» στη μετά θάνατο ζωή ηχεί σαν αυταπάτη της αναυθεντικότητας. Κι αν η χαιντεγγεριανή θέση παραφράζει το δημοκρίτειο: σκηνή ὁ κόσμος καί ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες το παραφράζει με πρόθεση να δείξει τη δυνατότητα του θανάτου σαν ανώτερη δυνατότητα της ζωής. Η εμπειρία της πρόβλεψης του θανάτου θίγει όλες τις δομές: πως βιώνεται μέσα στην αναυθεντικότητα; Ποια η σχέση της με την αγωνία; Ποια η σχέση της ελευθερίας-μπροστά-στο-θάνατο με την ελευθερία ως ουσία της αλήθειας;
«Φοβάμαι ότι θα πεθάνω» σημαίνει ότι φοβάμαι μη χάσω τη ζωή μου, τον εαυτό μου. Για ποιόν εαυτό μου όμως μιλάω; Στον αναυθεντικό τρόπο της καθημερινότητας, αρχικά και τις περισσότερες φορές, ο εαυτός μου είναι αιχμάλωτος της απροσωπίας, των πολλών. Δεν είμαι εγώ, είμαι ο κάποιος, οι άλλοι, οι πολλοί. Κάθε στιγμή βέβαια, κάθε μέρα, εδώ ή αλλού, γνωστός ή άγνωστος, κάποιος πεθαίνει. Αλλά αυτός ο κάποιος που επιδέξια καλύπτεται από τη νοσηλευτική ομίχλη της απροσωπίας, γρήγορα γίνεται «κάποιος άλλος, διαφορετικός από μένα». Οι πολλοί έχουν τέλεια οργανώσει τον καθησυχαστικό τους αντιπερισπασμό. Ταχυδακτυλουργικά, με ευφυία το φόβο, μετατρέπουν το θάνατο σε ατύχημα. Πέθανε από καρκίνο (εγώ όμως είμαι υγιής), πήγε από πνιγμό (εγώ όμως είμαι δεινός κολυμβητής), σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό (εγώ όμως μπορεί να μη βρεθώ ποτέ σε καμιά μετωπική). Κι όταν ακόμα η βεβαιότητα του τέλους παίρνει την αληθινή της καθολικότητα (θάνατος από γεράματα), ο θάνατος του γέρου γίνεται ένα θλιβερό γράμμα από το μέλλον που δε βρίσκει παραλήπτη. Εν ριπή οφθαλμού το πότε θα γεράσω μασκαρεύεται σε απατηλή βεβαιότητα του ποτέ. Η μετάθεση του τόνου είναι και μετάθεση του προβλήματος. Κάποιος πεθαίνει, κάποιοι σίγουρα θα πεθάνουν, αλλά τι σχέση έχουν με μένα; Με αυτό το «αλλά» η απροσωπία κερδίζει τη μάχη της (Being and Time, σ. 302).
Ακόμα και δίπλα στο φέρετρο – ειδικά εκεί – η ίδια κωμωδία του στρουθοκαμηλισμού συνεχίζεται. Ο αληθινός σπαραγμός όσο και τα κροκοδείλια δάκρυα τρέφονται από τη βαθιά αίσθηση της ανωτερότητας που νιώθει ο ζωντανός μπροστά στο νεκρό. Ο τρόμος μετατρέπεται σε ικανοποίηση, γράφει ο Ε. Κανέττι, γιατί δεν είμαστε εμείς ο νεκρός (Μάζα και εξουσία, Ηριδανός, σ. 239). Μπορεί να λέμε: «άρχισε να καλεί την κλάση μας», μπορεί άλλες στιγμές να τραγουδάμε με κέφι το «θα πεθά που θα πεθά», μπορεί να διαβάζουμε με μαύρη συγκίνηση ότι το κορμί είναι «ταμμένο εκ γενετής στον ανατόμο», στο βάθος όμως τίποτα δεν αλλάζει. Ο φαρισαϊσμός της αναυθεντικότητας εύκολα κάνει το όχι-ακόμα όχι-για-μένα για να εξασφαλίσει τη φρούδα βεβαιότητα της αθανασίας του. Με πιστοποιητικό ζωής αυτή την αγκυλωμένη πεποίθηση επιστρέφουμε στην ισοπέδωση της ιδιωτικής απροσωπίας και με αληθινή αγαλλίαση συνεχίζουμε να γευόμαστε τον βασιλικό πολτό του καθημερινού βαυκαλισμού. Αφού δεν μπορούμε να σηκώσουμε την αλήθεια του θανάτου, υιοθετούμε το ευεργετικό ψέμα της αθανασίας.
Αυτή είναι η καθαυτό κατάπτωση (Verfallen). Το πάντα-ήδη-ριγμένος-στον-κόσμο συνεπάγεται ευθέως το πάντα-ήδη-ριγμένος-μέσα-στην-απροσωπία. Απαρχής όλοι ανεξαίρετα ζούμε απρόσωπα και μόνο μια βίαιη αφύπνιση επιτρέπει σε κάποιον να βγεί από το τέλμα της απροσωπίας. Η αναυθεντικότητα είναι θετική στιγμή της ύπαρξης· γι' αυτό και η κατάπτωση δεν εννοεί μια υποβαθμισμένη ζωή, αλλά έναν τρόπο που μπορεί ή δεν μπορεί να μετατραπεί. Φαίνεται αυτό καθαρά στις συγκεκριμένες εκφράσεις της κατάπτωσης – τη φλυαρία, την περιέργεια και την αμφισημαντότητα.
Η απροσωπία αρέσκεται να μιλάει. Και μιλάει για τα πάντα. Μπουκωμένη φράσεις, ζώντας σε μια κοινωνία που – σήμερα τουλάχιστον – έχει τρόπο να μιλάει σε όλους για όλα, παρασύρεται μέσα σε μια λεκτική δίνη που δεν εξαιρεί τίποτα. Την αερολογία, παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Χάιντεγγερ, τη μαζεύουμε από το δρόμο, είναι το κοινό δεδομένο, η μέση νοημοσύνη, η κοινόκτητη άποψη. Έτσι δημιουργούνται τα κλισέ, οι κοινοί τόποι των «δημοσιογραφικά μορφωμένων», η διαδεδομένη καλλιέργεια που ποτέ δε σωπαίνει μήτε σκοτίζεται να βρεί τη ρίζα ενός προβλήματος. Έτσι είναι επειδή έτσι λέει ο κόσμος. Η δικτατορία των πολλών επιβάλλει πλήρη πειθαρχία. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τη λεκτική φλυαρία· η αερολογία συνασπίζεται με την αερογραφία και την αερανάγνωση (θυμήσου τον Μπουβάρ που διάβαζε Ακινάτη και υποκρινόταν πως καταλάβαινε. Pleiade, σ.911). Οι σκόρπιες φράσεις διασκορπίζουν την ύπαρξη μέσα στον κόσμο και η περιέργεια ακολουθεί σαν φυσική συνέπεια.
Μολονότι κάθε τι σχετικό με την όραση έχει οντολογικό περιεχόμενο (βλ. L' Etre et le Temps §36, καθώς και Ο. Pöggeler, La pensée de M.Heidegger, σσ. 55,62), το βλέπω για να βλέπω είναι μια βαθύτατη διαφθορά. Πριν απ' όλα η όραση συγχέεται με την κτήση: Voir n'est pas avoir? Κτήση των όντων βέβαια και συνεπώς απορρόφηση από τον περίκοσμο. Όπως η φλυαρία λέει τα πάντα χωρίς να εκφράζει τίποτα, η περιέργεια κοιτάζει τα πάντα χωρίς να αποσπάται από μια υποτυπώδη λατρεία του θεάματος. Θυμήσου τους Γιαπωνέζους στο Παρίσι που με το (τυφλό) μάτι της φωτογραφικής τους μηχανής θα πέρναγαν αν μπορούσαν όλη την πόλη σε φιλμ. Όλα τα μέσα της καθεστηκυίας αναυθεντικότητας (εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλοψίες) σε ωθούν σήμερα να γίνεις θεατής και φιλοθεάμων. Θηρευτής της όψης του κόσμου που μεταμορφώνει τα βλέφαρα σε χείλη ενός οπτικού στόματος που δεν κλείνει ποτέ.
Ο μέσος ευρωπαίος των ημερών μας – αληθινό πορτραίτο της κατάπτωσης – είναι ταυτόχρονα και ενσάρκωση μιάς γνωστής σκέψης του Πασκάλ: «Αφού οι άνθρωποι δεν κατόρθωσαν να γιατρευτούν από το θάνατο, την αθλιότητα, την άγνοια, για να είναι ευτυχείς, συμφώνησαν να μη σκέφτονται αυτά τα πράγματα» (Pleiade, σ. 1147). Η απροσωπία δεν ασκείται σε τίποτα διαφορετικό: εξυφαίνοντας μια συνωμοσία σιωπής απέναντι στους μεγάλους κινδύνους, άρα και στα μεγάλα προβλήματα, στρέφεται προς τη δαμασμένη πραγματικότητα του ακίνδυνου, του ήδη-γνωστού και του ήδη-οικείου. Ωστόσο, σε αυτές τις παραγράφους που διαπιστώνουν με ακριβολογία παθολόγου τα συμπτώματα της ισοπέδωσης, έχουμε κάθε δικαίωμα να σκεφτούμε ενάντια στη σκληρότητα αυτής της φωνής. Τι απογίνεται η συμπάθεια για το συνάνθρωπο, οι τρυφερές διαχύσεις στο παιχνίδι, τη συντροφικότητα, την εργασία που αψηφούν το υψηλό για να απολαύσουν αυτό τον ταπεινό κλήρο: τις μικροχαρές μιάς ζωής χωρίς έπαρση; Η φυγή μπροστά στο φάσμα του θανάτου και η επικάλυψή του με κάθε λογής παραπετάσματα – τι άλλο είναι η λογική της καθημερινής ζωής; –, αδιάφορο αν ζει αναυθεντικά, εμπνέεται από αισθήματα που κανείς δεν μπορεί να τα υποβαθμίσει. Τι πιο δικαιολογημένο από το να συγκαλύπτω τη βεβαιότητα του ότι θα πεθάνω κάτω από την αοριστία του πότε (mors certa, hora incerta/ο θάνατος είναι βέβαιος, η ώρα άγνωστη) κι έτσι να γίνομαι δραπέτης της ανήλεης μοίρας μου; Αυτής της απόλυτης βίας που είναι ο θάνατος; Επιπλέον, αν το Dasein στην αυθεντική τροπή του είναι ικανό να προλαμβάνει το θάνατο, ετούτη η δυνατότητα που οπωσδήποτε περιφρονεί τις μικροχαρές και τη σύμβαση, δεν πλησιάζει τάχα την τερατωδία;
Όσο λάθος είναι να θυμίζουμε εδώ το πᾶσα σάρξ χόρτος του Ησαία, άλλο τόσο κακόζηλη κριτική είναι να βλέπουμε σε αυτές τις προτάσεις την κρυφή τάση του Χάιντεγγερ προς το ναζισμό (βλ. J.P.Faye, Langages totalitaires, σ.113). Αντίθετα, αν αναλογιστούμε ότι πουθενά η υπαρκτική αναλυτική δεν εκτιμά την αναυθεντικότητα σαν υπο-ύπαρξη, σαν ζωή δευτέρας κατηγορίας, αλλά τη θεωρεί κύρια συνθήκη, δεσπόζουσα ατμόσφαιρα, προάγοντάς την μάλιστα σε θεμελιώδη υπαρκτική δομή, μπορούμε να διακρίνουμε αρκετή επιείκεια και αποδοχή. Δεν έχουμε πάντως επιχειρήματα για να υποστηρίξουμε ότι εν ονόματι δεν ξέρω ποιων αξιών πρέπει να βρούμε μέσα στο Είναι και Χρόνος έναν Ουναμούνο. Η υπαρκτική αναλυτική δεν είναι ανθρωπιστική, δεν κάνει περιγραφή ηθών ούτε ενδιαφέρεται για παραμυθητικούς λόγους. Μοναδικό της σκοπό έχει, με ψυχρό αιμα, να περιγράψει τη συμπεριφορά ενός όντος σε ο,τι βαθύτερο έχει: τη σχέση του με το Είναι. Όση βιολογία, μαρξισμό, εθνολογία, ανθρωπισμό, χριστιανισμό, θεοδικία κι αν σωρεύσουμε πάνω σ' αυτή τη σχέση το γεγονός δεν αλλάζει. Η αντιμετώπιση ή η αποφυγή του θανάτου είναι κύριο στοιχείο του πως αναδείχνεται ή χάνεται η προοπτική ενός προβλήματος. Όταν λοιπόν έρχεται η στιγμή της πρόληψης του θανάτου ο λόγος δεν είναι για κάποιο τέρας, για έναν υπεράνθρωπο, αλλά για μια δυνατότητα που αφορά τον καθένα μας όσο βουλιαγμένος κι αν είναι στην απροσωπία.
Προ-λαμβάνω το θάνατο όχι κάνοντάς τον παρόντα. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο τότε η αυτοχειρία θα ήταν η ανώτατη μορφή αυθεντικότητας. Την πρό-ληψη πρέπει να την εννοήσεις μέσα από τη μέριμνα και ειδικά τη διάσταση της αυτοπροήγησης. Ζώντας αυτο-προβαλλόμενος, ουσιαστικά είμαι ριγμένος-προς-ένα-τέλος. Ριγμένος αναυθεντικά αποσιωπώ αυτό το τέλος, ριγμένος αυθεντικά κάνω το ρίξιμο αλήθεια μου και προ-λαμβάνοντας κάθε στιγμή το τέλος μου ζω την ύπαρξη σαν ολότητα. Μόνο έτσι αποκαλύπτεται η αληθινή εαυτότητα. Η προ-βίωση του θανάτου σε στέλνει άμεσα στην αυθεντική εαυτότητα γιατί είναι κάτι κατεξοχήν μη μεταδόσιμο: αρνείται κάθε μετοχή του άλλου. Η αλληλεγγύη και η συμπάθεια αποκλείονται γιατί ο συμ-παθών είναι και συν-θανών. Με την πρόληψη του θανάτου καταργώ το όχι-ακόμα κι από μέλλον το κάνω παρόν, δηλαδή ελευθερώνω τη βαθύτερη μορφή εύρεσης: η αγωνία που μου αποκαλύπτει το Είναι δεν μπορεί παρά να αγωνιά ταυτόχρονα για το θάνατό της. Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια δομή και στιγμή.
Είναι ένας τρόπος αυτός να επαληθευτεί θριαμβευτικά η βαθύτερη στρατηγική της χαιντεγγεριανής σκέψης. Γιατί όταν μιλάει για αγωνία μπροστά στο μηδέν, εύκολα μπορεί κανείς να δυστροπήσει και να πεί: «αδιαφορώ, αρνιέμαι την αγωνία έστω κι αν αυτό μου στερεί τη δυνατότητα της διαφοράς». Πλην όμως η αγωνία δε διατυπώνεται σαν παραίνεση· δε σε ωθούν να νιώσεις αγωνία, πιο σωστά και να σε ωθούσαν δεν θα την ένιωθες αν δεν ήταν συνυφασμένη με την ύπαρξή σου. Αγωνιώντας για το μηδέν του θανάτου σου αγωνιάς ταυτόχρονα για το μηδέν της κοσμικότητας, βιώνεις το μηδέν του κόσμου σαν οντικο-οντολογική διαφορά από την οντικότητα. Συνεπώς η οντολογια δεν επινοεί μιάν ύπαρξη στα μέτρα της: το Είναι παραπέμπει στην ύπαρξη όπως και η ανάλυση της ύπαρξης παραπέμπει άμεσα στο Είναι. Όταν λοιπόν η πρόληψη αποκαλύπτει στο Dasein την απώλειά του μέσα στην απροσωπία το φέρνει αντιμέτωπο με τη δυνατότητα να μην είναι οι πολλοί, αλλά ο εαυτός του: του χαρίζει την ελευθερία μπροστά στο θάνατο (Freiheit zum Tode).
Χρονικά ερμηνευμένη αυτή η κατάκτηση της ελευθερίας αποκαλύπτει το νόημα του μέλλοντος. Η παράδοση που θεώρησε το παρόν δεσπόζουσα στιγμή κρίνεται από το Χάιντεγγερ καταδικαστικά. Παρόν σημαίνει οντικότητα και απώλεια. Μέσα στο νυν κανείς δεν μπορεί να προ-λάβει το τέλος του. Να γιατί η αληθινή πρό-ληψη σημαίνει πλήρη μελλοντοποίηση. Η αυτο-προήγηση που μέσα στην ανανθεντικότητα είχε εκπέσει στην παροντικότητα, τώρα ξαναβρίσκει τα πρωτεία της και ο χρόνος, δηλαδή η μέριμνα, αντλείται από την αυθεντική του πηγή: το μέλλον. Για να αποφύγουμε όμως την παρεξήγηση που θα έβλεπε το χρόνο σαν απλή μελλοντικότητα, χρειάζεται να πούμε ότι ο χρόνος χρονούται συνθετικά· υπάρχω αυθεντικά, δηλαδή κατακτώ την αυθεντική ενότητα της μέριμνας, σημαίνει ότι μελλοντοποιούμαι σαν παρελθοντοποιημένο παρόν (Being and Time, o. 374). Με βάση αυτή τη σκέψη, ολόκληρη η παράγραφος 64 (Sorge und Selbstheit) θα πασχίσει, πάντα με τα νεόκοπα επιχειρήματα της χρονικότητας, να δείξει ότι η εαυτότητα του Dasein δεν είναι το απομονωμένο καντιανό υποκείμενο (isoliertes Subjekt), αλλά η χρονική εκ-σταση ως είναι-στον-κόσμο.
Και μπορείς τώρα να ανασυνθέσεις στο νού σου την εσωτερική συνάφεια της ελευθερίας μπροστά στο θάνατο με την ελευθερία ως ουσία της αλήθειας.
Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ. ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ SPIRITUS CREATOR. Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΟΤΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΚΕΙΜ ΝΤΑ ΦΙΟΡΕ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΣΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ, (ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤ) ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ, ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ. Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ, Η ΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΓΕΝΝΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΚΑΙ Η ΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΛΥΣΣΟΔΕΜΕΝΩΝ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΣΚΙΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗΣ. ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ, ΣΑΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΜΕΝΟΥ ΕΑΥΤΟΥ, ΤΗΣ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ.
ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΤΑΙ!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου