Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (54)

Συνέχεια από Τετάρτη, 15 Ιουλίου 2020
                                           HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                      Johannes Verlag, 1987                                  
                                   4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                              V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
                             γ)  Καταλλαγή, αγιασμός, ελευθερία
                                                  ( συνέχεια )
       

Είναι  αναγκαίος ωστόσο εδώ, ανάμεσα σ’ αυτήν την πρώτη «προσφορά» (εκ μέρους τού Θεού…) και την αποδοχή της με την καταλλάσσουσα πράξη τής πίστεως (εκ μέρους τού ανθρώπου…), ένας διευκρινιστικός λόγος για την ανθρώπινη ελευθερία, καί δεν μάς χρειάζεται παρά να ανακεφαλαιώσουμε σύντομα όσα έχουμε ήδη πη σε προηγούμενο κεφάλαιο. Δείξαμε λοιπόν εκεί, ότι η γνήσια δημιουργική ελευθερία (ως αυτεξούσιον, και στον Θωμά Ακινάτη: sui causa) μπορεί να κατανοηθή στην περατότητά της – γιατί έχει αρχίσει και πρέπει η ίδια κατ’ αρχάς να αποπερατωθή -  μόνον εκ μέρους ενός μη περατουμένου, απείρου ή απεράντου, στο οποίο και υπερβαίνεται, και το οποίο ονομάζει ο μεν Πλάτων «το Αγαθό», η δε Βίβλος τον απολύτως ελεύθερο Θεό. To «μυστικό» γεγονός τής Δημιουργίας, ότι η απόλυτη ελευθερία τού Θεού είναι τόσο ελεύθερη, ώστε μπορεί και να δημιουργήση μια γνήσια, έστω και σχετική ή αναφερόμενη ελευθερία, ανάγεται απ’ το γεγονός τού «δεσμού» (του Θεού με τον άνθρωπο…), κατά το οποίο η απόλυτη ελευθερία τού Θεού προσφέρεται, και η ελεύθερη, αγαπητική απάντηση τού ετέρου μέρους αναμένεται αλλά και καθίσταται δυνατή μέσα στο ίδιο το δώρο, χωρίς τον παραμικρό εκβιασμό  ( σ.σ.: Μπορούμε να παραθέσουμε και τα εξής, απ’ τον Pico della Mirandola: «Το κινούμενο θεϊκό πνεύμα παρακινεί συνεχώς το πνεύμα σου. Αν δεχτής αυτήν τη διάθεσή του, θα μεταφερθής στον Θεό. Αυτή είναι και η αληθινή μακαριότητα, να είσαι ένα πνεύμα μαζί με τον Θεό, … να γνωρίσης, πώς μάς έχει γνωρίσει – πώς έχουμε γνωσθή απ’ Αυτόν» ) . Ο Ισραήλ μπορούσε να στραφή στα είδωλά του, μπορούσε και να σφετεριστή τις αγαπητικές εντολές τού Θεού και να προσπαθήση να «απαντήση» σ’ αυτές εξ ιδίας δυνάμεως (ως «νόμο»), παρ’ όλο που γνώριζε «σχηματικά» τη μόνη αληθινή απάντηση, την αγαπητική δηλ. υποταγή και αφοσίωση στον αληθινό Θεό. Μπόρεσε δε να παρακαλέση με τους Ψαλμούς, να επιτελεσθή  inhoativ  (( άγνωστη λέξη, ίσως «αρχικώς»…)) στις αγκάλες τού Γιαχβέ αυτή η υποταγή. Η πλήρης απάντηση, που μετέτρεψε τον χρονικό σε «αιώνιο δεσμό» (Θεού και ανθρώπου…), δόθηκε ωστόσο στον Σταυρό τού Χριστού. Με τον Σταυρό άλλαξε ακριβώς η σχέση τού ανθρώπου προς τον Θεό, και το Πνεύμα τού Θεού προσφέρθηκε με καινούργιο τρόπο στον άνθρωπο. Κάτι που το αποδεικνύει το γεγονός, ότι το Πνεύμα πνέει πάντοτε «εκκεχυμμένο», ταυτόχρονα με το «εκκεχυμμένο αίμα» τού Χριστού, στην Εκκλησία και δι’ αυτής στον Κόσμο (Kosmos). Το Πνεύμα γίνεται τώρα «πνεύμα τής αληθείας» για τον κόσμο, εφ’ όσον φανερώνει με την «προσφορά» του την αγαπητική αλήθεια μεταξύ Πατρός και Υιού   (( Σημ. τ. μετ.: Το Filioque εξακολουθεί να «καταβροχθίζη» τα πάντα… )) .  
     Μπορούμε να δούμε τώρα τη δεύτερη και τελική μορφή τής καταλλαγής: ως το προσωπικό «επιτρέπειν καθεαυτό να συμβή» τής απελευθερωτικής ελευθερίας τού Θεού, ως το «επιτρέπειν να εκχυθώ» τού Πνεύματος στις καρδιές μας, που μας εντάσσει ταυτόχρονα στο ρευστοποιημένο (( ; )) «σώμα» τού Χριστού: χαρίζοντάς μας μια προσωπική πάντοτε αποστολή (Charisma) προς όφελος της απεριόριστης ολότητας αυτού τού «σώματος». Το «ελεύθερος από» (τις εγωϊστικές μας ορμές και τα πάθη) είναι μόνο το εφαλτήριο για ένα «ελεύθερος προς», μέσα απ’ το πιο δικό μας, ελεύθερο και προικισμένο «κέντρο» (κι εδώ αποδεικνύεται η ταύτιση της έννοιας της ελευθερίας στον Παύλο, με την ετοιμότητα να υπηρετήσω στην καθολικότητα), έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε μαζί με τον Χέγκελ, ότι κάθε γνήσια προσωπική ελευθερία θέλει και αναγνωρίζει την ελευθερία όλων, τη δική μου το ίδιο όπως και τη δική σου, στο οποίο και βασίζεται ολόκληρη η ελευθερία τής Εκκλησίας (απ’ τον κόσμο), αλλά και η ελευθερία τού κράτους δικαίου (από κάθε είδους δεσποτισμό). H εσώτατη όμως μορφή υποδοχής (εκ μέρους μας…) τής ελευθερίας εκ του Αγίου Πνεύματος παραμένει η ετοιμότητα γι’ αυτήν τη φανέρωση, που επενεργεί πρωταρχικά ως χάρις εκ του Πνεύματος, όντας ταυτόχρονα (κατά αμφίδρομη αιτιότητα) και η προϋπόθεση της δυνατότητας, ότι μπορεί η ανθρώπινη ελευθερία να δεχθή να δια-μορφωθή και να «πληρωθή» απ’ τη θεϊκή: αυτή η ετοιμότητα συνιστά κατά (την παύλεια και ιωάννεια) περιεκτική έννοια την πίστη: το να αφήνουμε να είναι αληθινή η θεϊκή αγαπητική αλήθεια για εμάς και σε μας (με σαφήνεια στο Γαλ. 2, 20· επίσης στην Α’ Ιωάν. 5, 1-4. 10-12)  (( Γαλ. 2, 20: «…εγώ γάρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός· ό δέ νύν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τή τού υιού τού Θεού τού αγαπήσαντός με καί παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού. Ουκ αθετώ τήν χάριν τού Θεού· ει γάρ διά νόμου δικαιοσύνη, άρα Χριστός δωρεάν απέθανεν.» ))  . Και καθώς ο Θεός δεν είναι μια «άτυπη», μια «άμορφη» αλλά μια συγκεκριμένη ελευθερία, και μάλιστα χάριν ημών στον (τελειούμενον στον Χριστό) «δεσμό» Θεού και ανθρώπου, είναι η ελεύθερη ετοιμότητά μας εντός τής ελευθερίας Του μια ετοιμότητα για μια συγκεκριμένη ταυτόχρονα αποστολή, που ανήκει στο δώρο τής ελευθερίας και της οποίας η εκπλήρωση συνιστά ένα «δύνασθαι» και «επιτρέπειν», στο οποίο η προσωπικά δωρούμενη ελευθερία ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται και τελειοποιείται. Αυτό που φαίνεται σαν μια εξάρτηση απ’ το συγκεκριμένο θέλημα του Θεού, είναι στην πραγματικότητα η συμπερίληψή μας στη θεϊκή ελευθερία.  
     Εδώ φωτίζεται και το αίνιγμα, γιατί μια δημιουργική (παρ’ ημίν…) ελευθερία (αν πρόκειται στην πραγματικότητα για ελευθερία!) δεν μπορεί να απελευθερωθή η ίδια απέναντι στον Θεό. Ενδοκοσμικές αποφάσεις τής «αναγνωρίζονται» από τον Αυγουστίνο, ακόμα κι απ’ τον Λούθηρο, όχι όμως και εκείνη η θεμελιακή επιστροφή (epistrophe), που θα μπορούσε να ξεκινήση «αυτο-μεγαλοπρεπώς» τη συμφιλίωση με τον Θεό. Ήδη κάποιοι Έλληνες υποψιάστηκαν αυτήν την «αδυναμία» - π.χ. ο Πλωτίνος, που συνδέει την επιστροφή με την παρατήρηση, ότι προερχόμαστε, για να είμαστε ελεύθεροι, απ’ το μοναδικό Ένα, που είναι αυτο-ουσία (autoousia), ή ο Πρόκλος, που ορίζει την ελευθερία (μας…) ως την ελεύθερη υποταγή μας απέναντι στον Θεό (εθελοδουλείαethelodouleia), όπως προσδιορίζει ήδη ο Ιάμβλιχος την ελευθερία ως τη λύτρωση ή λύση (lysis) απ’ τον εξαναγκασμό τής φύσης: «με την αποφασιστική πράξη τής παράδοσής μας στη Μια Θεότητα, με την οποία αποκτά η δύναμη που ενεργεί θεϊκά στην ψυχή το προβάδισμα». Αυτή η «κατανόηση» τελειοποείται μάλιστα βιβλικά: αναγνωρίζοντας την καταγωγή (το χάρισμα) της δημιουργημένης ελευθερίας, καθώς Αυτός απ’ τον οποίον κατάγεται ενεργοποιείται «εντός» της, για να τη λυτρώση απ’ την αλαζονεία τής ίδιας της τής «απολυτότητας». Όσον αφορά στην έννοια της αγιότητας, κατανοείται εδώ ευκολώτατα το εξής: μόνον ο Θεός είναι άγιος, και κανένα δημιούργημα δεν θα μπορούσε ή δεν θα ήθελε να αναγνωρίση ουσιαστική αγιότητα στον εαυτό του, ούτε τη δυνατότητα να μεθέξη στη θεϊκή αγιότητα με τη δική του αποκλειστικά μεταστροφή. Γι’ αυτήν τη μεταστροφή απαιτείται το θεϊκό πνεύμα τής αγιότητας, που μόνον αυτό μπορεί να χρίση, όπως το τόνιζαν αποφασιστικά οι παλιές αντιαρειανικές πραγματείες, το πεπερασμένο πνεύμα με θεϊκή αγιότητα. Δεν είναι μάλιστα δυνατόν ούτε και να το «επιθυμήσης» αυτό, όπως το επιβεβαιώνει συστηματικά η δεύτερη Σύνοδος της Orange, παρά μόνο με την προλαμβάνουσα «έμπνευση του Αγίου Πνεύματος»· «που μεταστρέφει τη θέλησή μας απ’ την απιστία στην εμπιστοσύνη τής πίστης». «Όποιος λέει πως θα χορηγηθή σε μας που πιστεύουμε, που θέλουμε, που ποθούμε, που επιλαμβανόμαστε, που κοπιάζουμε, που προσευχόμαστε, που ξαγρυπνούμε, που επιθυμούμε, που παρακαλούμε, που αναζητούμε, που κρούουμε τη θύρα, χωρίς τη χάρη τού Θεού το έλεος του Θεού, και δεν ομολογεί πως αυτό συμβαίνει μόνο με την έκχυση και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος σε μας, κι ότι μόνον έτσι πιστεύουμε, θέλουμε και μπορούμε  να τα πράξουμε σωστά όλα αυτά, κι όποιος αφήνει, πολύ περισσότερο, να εξαρτάται η βοήθεια της χάριτος απ’ την ανθρώπινη ταπεινοφροσύνη και ευπείθεια, αντί να παραδεχθή πως και η υπακοή μας και η ταπεινοφροσύνη μας δεν είναι παρά ένα καθαρό και γνήσιο δώρο τής χάριτος, αυτός αντιστρατεύεται τον λόγο τού Αποστόλου: «Τί έχεις, που δεν σου χαρίστηκε; Είμαι με τη χάρη του Θεού αυτό που είμαι».
     Φανερώνεται έτσι επίσης, ότι η καταλλαγή έχει ταυτόχρονα μιαν «ιστορία» και κατευθύνεται και σπεύδει προς έναν σκοπό. Σ’ αυτήν την «προσπάθεια» για τον σκοπό, μπορεί μάλιστα ο θεμελιακά απελευθερωμένος «πιστός» να υστερήση πάρα πολύ συχνά ως προς την αποστολή του, ως προς την πλήρη άρα ανάπτυξη του προσώπου του – ή για να το πούμε διαφορετικά και καλύτερα: να υστερήση ως προς τη συμμετοχή στην αγιότητα του Θεού -, και μπορεί να είναι μ’ αυτήν την έννοια, και σύμφωνα μ’ ένα αληθινά «λατινικό» πνεύμα, “simul justus et peccator” («ταυτόχρονα δίκαιος και αμαρτωλός»): όχι βέβαια με την έννοια μιας διαλεκτικής τής αντίφασης, αλλά με την ελλιπή προσκόμιση των «καρπών τού Πνεύματος», που θα έπρεπε να φέρη ο «δεδικαιωμένος» και άρα αγιασμενος πιστός, επανακάμπτοντας καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο ίδιο του το Εγώ, τη στιγμή που θα έπρεπε να το «απωλέση» τελείως σύμφωνα με τη διδασκαλία τού Ιησού (μέσα στην πραγματικότητα της αγάπης), για να «κερδίση» τον εαυτό του. H ιστορία τής χάριτος ως είσοδος της χάριτος του Πνεύματος σε εμάς, δεν έχει όμως μόνο στάδια εμβάθυνσης, αλλά και «προηγούμενα στάδια» – στα οποία και δίνει ιδιαίτερη αξία η Σύνοδος του Τριδέντο (1545-1563) -, όπου η προσφερόμενη χάρη βοηθάει, επίκαιρα παρούσα, τον αμαρτωλό, να «ανοίξη» σε εκείνην την πίστη ή τη συγκατάθεση, όπου το Πνεύμα αγιάζει εσωτερικά (ακτινοβολώντας την «αγιαστική του χάρη») την ανθρώπινη ελευθερία, αναγεννώντας την έτσι «εκ μέρους τού Θεού» σε «τέκνο τού Θεού». 
    Κανένας άνθρωπος, και κανένας Χριστιανός δεν μπορεί να πη αφ’ εαυτού, ότι «τα έχει καταφέρει» (Φιλ. 3, 12)  (( Φιλ. 3, 12-16: «…ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δέ ει καί καταλάβω, εφ’ ώ καί κατελήφθην υπό τού Χριστού Ιησού. αδελφοί, εγώ εμαυτόν ούπω λογίζομαι κατειληφέναι· έν δέ, τά μέν οπίσω επιλανθανόμενος τοίς δέ έμπροσθεν επεκτεινόμενος κατά σκοπόν διώκω επί τό βραβείον τής άνω κλήσεως τού Θεού εν Χριστώ Ιησού. όσοι ούν τέλειοι, τούτο φρονώμεν· καί εί τι ετέρως φρονείτε, καί τούτο ο Θεός υμίν αποκαλύψει. πλήν εις ό εφθάσαμεν, τώ αυτώ στοιχείν κανόνι, τό αυτό φρονείν» … )) · γνωρίζει, ότι είναι ακόμα καθ’ οδόν: τον έχει «περιμαζεύσει» η χάρη τού Θεού, και δεν «περιμάζευσε» βέβαια αυτός τη χάρη. Διακρίνεται λοιπόν ποιοτικά η Καινή Διαθήκη, η Εκκλησία, απ’ την Παλαιά, όπου είναι όλα ακόμα καθ’ οδόν; Πρέπει να διακρίνεται, με μια τέλεια πράξη πίστεως, απ’ την Παλαιά, γιατί μόνον έτσι μπορούσε να ενσαρκωθή ο Λόγος τού Θεού, με το ανεπιφύλακτο Ναι της ετοιμότητας της Εκκλησίας. Στο πρόσωπο της Μαρίας είναι άσπιλη (immaculata), και πρέπει να είναι άσπιλη η Εκκλησία (Εφ. 5, 27), όχι μόνο προς χάριν τής Ενανθρωπήσεως, αλλά και για να «προσλάβη» η Μαρία τον Ενανθρωπήσαντα εν τω «σώματί» του, που είναι η Εκκλησία   (( Σημ. τ. μετ.: Απίστευτο, αλλά και εκούσιο «μπλέξιμο» !!! … )) .  Η Εκκλησία πρέπει να είναι σε έναν βαθμό  (( ; ))  τέλεια, αν πρέπη να είναι γενικώς «σώμα» τής «κεφαλής» και «νύμφη» τού «Νυμφίου»: αυτό αποτελεί προϋπόθεση, ώστε «να μπορούν» όλοι οι υπόλοιποι πιστοί, συνδεδεμένοι εσωτερικά ως μέλη, «να αναπτύσσονται σε άνδρα τέλειο, στο μέτρο τής ηλικίας τού πληρώματος (Pleroma) του Χριστού… και να μπορέση έτσι να αναπτυχθή το σύνολο προς την κεφαλή, που είναι ο Χριστός» (Εφ. 4, 13.15)   (( Εφ. 4, 12-16: «…εις οικοδομήν τού σώματος τού Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις τήν ενότητα τής πίστεως καί τής επιγνώσεως τού υιού τού Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας τού πληρώματος τού Χριστού, ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ανέμω τής διδασκαλίας, εν τή κυβεία (= τα πονηρά τεχνάσματα) τών ανθρώπων, εν πανουργία πρός τήν μεθοδείαν τής πλάνης, αληθεύοντες δέ εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τά πάντα, ός εστιν η κεφαλή, ο Χριστός, εξ ού πάν τό σώμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον διά πάσης αφής τής επιχορηγίας κατ’ ενέργειαν εν μέτρω ενός εκάστου μέρους τήν αύξησιν τού σώματος ποιείται εις οικοδομήν εαυτού εν αγάπη»… )) . Κάτι που συμβαίνει όμως εν ενί πνεύματι (Εφ. 2, 18)   (( Σημ. τ. μετ.: Όχι εν «ενί» Αγίω Πνεύματι!  Εφ’ όσον «πνεύμα ο Θεός, και εν πνεύματι και αληθεία δει αυτόν προσκυνείν»… )) .   
     Μένει ακόμα να συζητηθή ένα κεντρικό πρόβλημα της «καταλλαγής»: πώς μπορεί «να γίνη» ένας άδικος, ένας αμαρτωλός και απομακρυσμένος απ’ τον Θεό άνθρωπος «δικαιοσύνη τού Θεού» (Β’ Κορ. 5, 21)  (( Κορ. 5, 20. 21: «… Υπέρ Χριστού ούν πρεσβεύομεν ως τού Θεού παρακαλούντος δι’ ημών· τόν γάρ μή γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν (δηλ. απέθανεν εν τω Σταυρώ…), ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» … )) , που σημαίνει, όχι μόνο να την αποκτήση (ως «αλλοδαπός») προφορικά, αλλά να τη λάβη ως δική του περιουσία – χωρίς να διαψευστούν και να παραμεριστούν όλα όσα καταλαβαίνουμε ως δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο; Μπορεί να υπερβή η θεϊκή αγάπη τη «σφαίρα» τής δικαιοσύνης, χωρίς να «αναιρεθή» ταυτόχρονα με τη θεϊκή έννοια και να «κρυφτή» στον εαυτό της; Εισάγεται έτσι το ερώτημα της ηθικής θεμελίωσης της συγχώρεσης, το οποίο θα διαπραγματευτούμε θεματικά αργότερα.

     ( συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο: «Απ’ την πόλη τού Θεού - Civitas Dei – στην Εκκλησία» )   

Η ΔΥΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΑΝΤΑΛΛΑΞΕ ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΟ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ.
ΚΕΡΔΙΣΑΝ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΧΑΣΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
 ΔΙΟΤΙ ΠΑΡΕΚΑΜΨΑΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΚΑΘΩΣ Ο ΝΟΥΣ ΕΠΕΣΕ, ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΝΝΟΗΘΗΚΕ ΣΑΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ. 
ΝΑ ΟΜΩΣ ΤΙ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Ο ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ.  Άρα, το καλό δεν βγαίνει από το κακό, αλλά από την μετάνοια, που είναι άλλος νους, ο νους που τον παρέχει ο Θεός μέσα στην καρδιά.
ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΔΕ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΘΕΟ. ΕΙΝΑΙ ΚΤΙΣΜΑ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια: