Συνέχεια από: Τρίτη 11 Μαρτίου 2025
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
§ 9. Τὸ τίμημα τῆς θεσμοποιημένης ἐκκοσμίκευσης (3η συνέχεια)
Πίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ στάση ὑπάρχει φανερὰ ὁλόκληρο τὸ πλέγμα τῆς θεολογικῆς λογικοκρατίας, καὶ τοῦ ἠθικοῦ ὠφελιμισμοῦ, ὅπως καὶ τῆς δικανικῆς ἀντίληψης γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν ἐπιβράβευση τῶν δικαίων, ποὺ θεμελιώνει τόσο τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ὅσο καὶ τὴν προτεσταντικὴ εὐσέβεια. Ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἀντικειμενοποίηση τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ κόσμου, ἡ ὑποταγὴ καὶ τῶν δυὸ στις ἀρχὲς καὶ τὰ ἀξιώματα τῆς λογικοκρατίας καὶ τοῦ ὠφελιμισμοῦ, ὑποταγὴ ποὺ μεγιστοποιεῖται μὲ τὴ δύναμη τῆς διάνοιας τὴν ὑλοποιημένη στη μηχανή.
Τελικά, ὁ θεωρητικὸς ἄξονας τῆς καπιταλιστικῆς ἰδεολογίας ἐνσαρκώνεται ἄμεσα καὶ λειτουργεῖ σὲ ἕνα καινούργιο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη Ιστορία εἶδος σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν κατανάλωση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν: Ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ κατανάλωση αὐτονομοῦνται ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἀνάγκες, θεσμοποιοῦνται σὲ ἀπρόσωπες μηχανιστικές λειτουργίες111, ὑποτάσσοντας τὴν ἀτομικὴ ὕπαρξη σὲ μιὰ ἐπίσης μηχανιστική καὶ ἀπρόσωπη ἐκδοχὴ τῆς ζωῆς, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας112.[ΕΦΤΑΣΕ ΟΜΩΣ Η ΣΤΙΓΜΗ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ]
Παρὰ τὸ βαρύτατο τίμημα τῶν ὀξύτατων κοινωνικῶν ἀντιθέσεων, τῆς ἀλλοτρίωσης τοῦ ἀνθρώπου στὸ φαύλο κύκλο τῆς αὐτονομημένης καὶ μηχανιστικῆς ἐργασίας - κατανάλωσης, τῆς ὑποταγῆς τῶν οὐσιωδῶν τῆς ζωῆς σὲ οἰκονομικὲς σκοπιμότητες καὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ὁ καπιταλισμὸς θὰ ἐμφανίση μιὰν ἐκπληκτική δυναμική παγκοσμιότητας – εἶναι τὸ μόνο σύστημα ζωῆς καὶ ὀργάνωσης τοῦ ἀνθρώπινου βίου ποὺ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ διεκδικήση τὸν τίτλο τῆς παγκοσμιότητας. [ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΑΔΙΚΗΣ ΖΩΗΣ. Η ΓΗ, ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, ΤΟ ΜΠΑΚΑΛΙΚΟ, ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΕΡΠΛΟΥΣΙΟΙ ΓΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΑΡΡΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΥΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΟΔΕΙΕΣ. Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ.]
(Συνεχίζεται με τον Μαρξισμό)
Σημειώσεις
107. Bλ. Max WEBER, Die protestantische Ethik und der Geist des Kapitalismus, στὸ βιβλία: Die protestantische Ethik I, Hamburg (Siebenstern) 1973, σελ. 27 κ. ε., 279 κ. ε. – E. TROELTSCH, Die Soziallehren der christlichen Kirchen und Gruppen, Tübingen 1965. – L. BRENTANO, Die Anfänge des modernen Kapitalismus, München 1916. – Н. HAUSER, Les débuts du Capitalisme, Paris 1927. – Margaret JAMES, Social Problems and Policy during the Puritan Revolution, London 1930. – André BIELER, La pensée économique et sociale de Calvin, Genève (Georg) 1961, Ιδιαίτερα τις σελίδες 477-512.
108. B. HEUSSI/PETER § 81, 4. – PREVITÉ-ORTON, The Shorter Cambridge Medieval History, σελ. 418-428. – Joseph A. SCHUMPETER, History of Economic Analysis, N. Y. 1954, σελ. 80 κ. ε. – A. FANFANI, Catholicism, Protestantism and Capitalism, London 1935. – H. M. ROBERTSON, Aspects of the Rise of Economic Individualism, Cambridge 1933.
109. Γιὰ τὶς μεσαιωνικές ρίζες αὐτῆς τῆς ἀντίληψης βλ. Georges DUBY, Adolescence de la Chrétienté Occidentale, σελ. 57 κ. ε. – Βλ. ἐπίσης TAWNEY, Religion and the Rise of Capitalism, σελ. 117 к. ε.
110. Convinced that character is all and circumstances nothing, (the morally self-sufficient) see in the poverty of those who fall by the way, not a misfortune to be pitied and relieved, but a moral failing to be condemned, and in riches not an object of suspicion -though like other gifts they may be abused- but the blessing which rewards the triumph of energy and will [Πεπεισμένοι ότι ο χαρακτήρας είναι το παν και οι περιστάσεις τίποτα, (οι ηθικά αυτάρκεις) βλέπουν στη φτώχεια εκείνων που αποτυγχάνουν, όχι μια ατυχία που πρέπει να οικτίρουμε και να την απαλύνουμε, αλλά μια ηθική αποτυχία που πρέπει να καταδικαστεί. Και στον πλούτο δεν βλέπουν ένα αντικείμενο καχυποψίας -αν και όπως και άλλα δώρα μπορεί να καταχραστεί- αλλά την ευλογία που ανταμείβει το θρίαμβο της ενέργειας και της θέλησης]: TAWNEY, σελ. 229 - 230.
111. L' économie du capitalisme moderne ne peut exister qu' en tant qu' elle répond à des besoins qu' elle confectionne elle-même [Η οικονομία του σύγχρονου καπιταλισμού μπορεί να υπάρξει μόνο στο βαθμό που ανταποκρίνεται στις ανάγκες που η ίδια δημιουργεί]. CASTORIADIS, IL institution imaginaire…, σελ. 220. – Βλ. ἐπίσης, Hugh STRETTON, Capitalism, Socialism and the Environment, Cambridge (Univ. Press) 1976, σελ. 185 - 199.
112. Dans l' économie capitaliste les hommes, prolétaires ou capitalistes, sont effectivement et intégralement transformés en choses, réifiés; qu' ils y sont soumis à l' action de lois économiques qui ne différent en rien de lois naturelles… [Στην καπιταλιστική οικονομία, τα ανθρώπινα όντα, είτε προλετάριοι είτε καπιταλιστές, μετασχηματίζονται αποτελεσματικά και πλήρως σε πράγματα, αντικειμενοποιούνται∙ υπόκεινται στη δράση οικονομικών νόμων που δεν διαφέρουν καθόλου από τους φυσικούς νόμους] CASTORIADIS*, σελ. 22. – Βλ. ἐπίσης J. HYPPOLITE, Alienation et objectivation, στὸ βιβλίο: Etude sur Marx et Hegel, Paris 1955, σελ. 82 - 104.
[Κορνήλιος Καστοριάδης* – Σκέψεις πάνω στην «Ανάπτυξη» και την «Ορθολογικότητα»: «Στη χώρα απ’ όπου έρχομαι, η γενιά των παππούδων μου δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για μακροπρόθεσμη σχεδιοποίηση, για εξωτερικότητες, για μετακίνηση των ηπείρων ή για διαστολή του σύμπαντος. Όμως εξακολουθούσαν, και στα γηρατειά τους ακόμη, να φυτεύουν ελιές και κυπαρίσσια, χωρίς να τους απασχολούν ζητήματα κόστους και απόδοσης. Ήξεραν ότι θα πεθάνουν, έσκαβαν όμως τη γη για τους επερχόμενους, αλλά ίσως και για τη γη την ίδια. Ήξεραν ότι οποιαδήποτε «ισχύ» κι αν είχαν, η ισχύς αυτή δεν θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα, αν αυτοί δεν υπάκουαν στις εποχές, αν δεν πρόσεχαν τους ανέμους, αν δεν σέβονταν την ευμετάβλητη Μεσόγειο, αν δεν έκοβαν τα δέντρα την ώρα που έπρεπε και αν δεν άφηναν στο μούστο τον καιρό που του χρειαζόταν για να βράσει. Δεν σκέφτονταν με όρους απειρότητας – ίσως και να μην καταλάβαιναν και την έννοια της λέξης – όμως δρούσαν, ζούσαν και πέθαιναν σ’ ένα χρόνο αληθινά χωρίς τέλος».]
- Ανώνυμος είπε...
Ησ Ϛʹ 1 – 12
Ἐγένετο τοῦ ἔτους, οὗ ἀπέθανεν Ὀζίας ὁ Βασιλεύς, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ. Καὶ Σεραφὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ καὶ ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καὶ ταῖς μὲν δυσὶ κατεκάλυπτον τὰ πρόσωπα αὐτῶν, ταῖς δὲ δυσὶ κατεκάλυπτον τοὺς πόδας, καὶ ταῖς δυσὶν ἐπέταντο. Καὶ ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον καὶ ἔλεγον· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ. Καὶ ἐπήρθη τὸ ὑπέρθυρον ἀπὸ τῆς φωνῆς, ἧς ἐκέκραγον, καὶ ὁ οἶκος ἐνεπλήσθη καπνοῦ. Καὶ εἶπον. Ὢ τάλας ἐγώ! ὅτι κατανένυγμαι· ὅτι ἄνθρωπος ὤν, καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ· καὶ τὸν Βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου. Καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφίμ, καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου· καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπεν· Ἰδού, ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου, καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου, καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ. Καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου λέγοντος· Τίνα ἀποστείλω; καὶ τίς πορεύσεται πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ εἶπον· Ἰδού, ἐγώ εἰμι· ἀπόστειλόν με. Καὶ εἶπε· Πορεύθητι, καὶ εἰπὲ τῷ λαῷ τούτῳ· Ἀκοῇ ἀκούσετε, καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε, καὶ οὐ μὴ ἴδητε. Ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι, καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. Καὶ εἶπα· Ἕως πότε, Κύριε; καὶ εἶπεν· Ἕως ἂν ἐρημωθῶσι πόλεις, παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι, καὶ οἶκοι, παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους, καὶ ἡ γῆ καταλειφθήσεται ἔρημος. Καὶ μετὰ ταῦτα μακρυνεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πληθυνθήσονται οἱ ἐγκαταλειφθέντες ἐπὶ τῆς γῆς.
1 σχόλιο:
Ησ Ϛʹ 1 – 12
Ἐγένετο τοῦ ἔτους, οὗ ἀπέθανεν Ὀζίας ὁ Βασιλεύς, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, καὶ πλήρης ὁ οἶκος τῆς δόξης αὐτοῦ. Καὶ Σεραφὶμ εἱστήκεισαν κύκλῳ αὐτοῦ, ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ καὶ ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνί, καὶ ταῖς μὲν δυσὶ κατεκάλυπτον τὰ πρόσωπα αὐτῶν, ταῖς δὲ δυσὶ κατεκάλυπτον τοὺς πόδας, καὶ ταῖς δυσὶν ἐπέταντο. Καὶ ἐκέκραγεν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον καὶ ἔλεγον· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ. Καὶ ἐπήρθη τὸ ὑπέρθυρον ἀπὸ τῆς φωνῆς, ἧς ἐκέκραγον, καὶ ὁ οἶκος ἐνεπλήσθη καπνοῦ. Καὶ εἶπον. Ὢ τάλας ἐγώ! ὅτι κατανένυγμαι· ὅτι ἄνθρωπος ὤν, καὶ ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, ἐν μέσῳ λαοῦ ἀκάθαρτα χείλη ἔχοντος ἐγὼ οἰκῶ· καὶ τὸν Βασιλέα Κύριον Σαβαὼθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου. Καὶ ἀπεστάλη πρός με ἓν τῶν Σεραφίμ, καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τῇ λαβίδι ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου· καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπεν· Ἰδού, ἥψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου, καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου, καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ. Καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς Κυρίου λέγοντος· Τίνα ἀποστείλω; καὶ τίς πορεύσεται πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ εἶπον· Ἰδού, ἐγώ εἰμι· ἀπόστειλόν με. Καὶ εἶπε· Πορεύθητι, καὶ εἰπὲ τῷ λαῷ τούτῳ· Ἀκοῇ ἀκούσετε, καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε, καὶ οὐ μὴ ἴδητε. Ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶν αὐτῶν βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι, καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι, καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. Καὶ εἶπα· Ἕως πότε, Κύριε; καὶ εἶπεν· Ἕως ἂν ἐρημωθῶσι πόλεις, παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι, καὶ οἶκοι, παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους, καὶ ἡ γῆ καταλειφθήσεται ἔρημος. Καὶ μετὰ ταῦτα μακρυνεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πληθυνθήσονται οἱ ἐγκαταλειφθέντες ἐπὶ τῆς γῆς.
Δημοσίευση σχολίου