Στις πηγές του Οικουμενισμού (ΙΙI)
Μπορούμε τώρα να περάσουμε στη δεύτερη ερώτηση μας, γιατί στη Ρώμη, στην έδρα της επισκοπής της Ρώμης, αποδίδεται μία κεντρική σπουδαιότης από όλη την καθολική Εκκλησία; Πρώτα απ’ όλα επειδή καμμία άλλη Εκκλησία δεν απέκτησε τόση σπουδαιότητα. Ένα από τα δύο μπορεί να ισχύσει: Ή η Εκκλησία δεν πρέπει να’ χει ένα κέντρο, και μάλιστα ένα κέντρο ενότητος, ή αυτό το κέντρο βρίσκεται στη Ρώμη διότι σε καμμία άλλη επισκοπική έδρα δεν είναι δυνατόν να σημειώσουμε μία τόσο μεγάλη σημασία σαν αυτή της Καθολικής Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Ρώμης όμως πώς κατανόησε και πώς φανέρωσε την ίδια την σημασία της; Η αναγκαιότης ενός ενοποιητικού κέντρου (Centrum Unitatis) και μίας πρώτης εξουσίας στη Γήινη Εκκλησία δεν απορρέει από την αιώνια ουσία της αλλά εξαρτάται από την παροδική κατάστασή της σαν στρατευμένη Εκκλησία! Από εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πως τα προνόμια τής κεντρικής πνευματικής εξουσίας δεν μπορούν να επεκταθούν στις αιώνιες βάσεις της Εκκλησίας (του Βυζαντίου επομένως, κατά τον λόγο του Σολόβιεφ, το οποίο κράτησε ανόθευτη την αιώνια βάση της πίστης μας, το Ιερό της. Η γλώσσα ομολογεί πάντα την αλήθεια, όσο και αν την παιδεύει ο κάθε Σοφιστής). Πρώτο-πρώτο από τις αιώνιες αλήθειες είναι η Ιερή Τάξις, δηλαδή το κληρονομημένο δώρο από τους αποστόλους να ανακηρύττουμε άλλους στα Ιερά καθήκοντα. Σ’ αυτό το σημείο ο φορέας της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή ο Πάπας, δεν μπορεί να υπερέχει από κανέναν άλλο επίσκοπο. Μπορεί να υπερέχει, όχι σαν επίσκοπος σε επίσκοπο, αλλά μόνον σαν υπέρτατος κυβερνήτης της Εκκλησίας πάνω στους κατώτερους κυβερνήτες, ή ακολουθώντας την Λατινική ορολογία, το πρωτείο του πάπα δεν αφορά την Potestas Ordinis, κατά την οποία είναι τελείως ίσος με τους υπόλοιπους επισκόπους παρά μόνον την Potestas jurisdictionis, δηλαδή την διεύθυνση και την εκπαίδευση στην Εκκλησία. Σύμφωνα δε και με την άλλη βάση της Εκκλησίας, τα Μυστήρια, ο πάπας δεν μπορεί να υπερέχει ούτε και από τους ιερείς, είναι κι’ αυτός ένας ιερεύς ανάμεσα στους ιερείς. Τέλος σύμφωνα με την τρίτη βάση της Εκκλησίας που είναι το αποκεκαλυμμένο δόγμα του Χριστιανισμού, ο πάπας δεν υπερέχει ούτε από τους απλούς λαϊκούς. Ο πάπας δεν μπορεί να είναι η πηγή ή η αιτιώδης αρχή της δογματικής αλήθειας, όπως δεν είναι ούτε της Τάξεως, ούτε και των Μυστηρίων. Στην απόκτηση της αλήθειας του Χριστού ο πάπας είναι μόνον ένας Χριστιανός ανάμεσα σε Χριστιανούς.
Μ’ αυτή την σημασία λοιπόν η εξουσία και αυθεντία του πάπα, δεν αφορά τις αιώνιες βάσεις τής Εκκλησίας, αλλά μόνον το πρωτείο του στην καθοδήγηση των γήινων υποθέσεων της Εκκλησίας για μία καλύτερη διακυβέρνηση και μία καλύτερη εφαρμογή των κοινών και των ιδιωτικών ενεργειών, στις ανάγκες που παρουσιάζονται σε κάθε εποχή για το Έργο του Θεού. Το ΙΕΡΟΝ της Εκκλησίας το οποίο έχουμε δεχθεί στην αποκάλυψη και το οποίο διατηρείται στην παράδοση, δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο: Ούτε στον Καίσαρα ούτε στον πάπα. Αυτός ο τελευταίος μπορεί να χειριστεί μόνον την ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας δηλαδή της στρατευμένης παροδικής της Τάξεως. Γίνεται φανερό λοιπόν πως η κεντρική εξουσία και αυθεντία του πάπα έχει μία σχετική σημασία. Σαν όλες τις άλλες πνευματικές εξουσίες, αυτή η αυθεντία είναι μόνο ένα πρακτικό-ηθικό μέσον, προκαθορισμένου από ένα Μυστικιστικό γεγονός, για το έργο του Θεού στη Γη, δηλαδή προκειμένου να οδηγήσει την χρονική παροδική ζωή της ανθρωπότητος στον αιώνιο σκοπό της!
(Η γνωστή μας εσχατολογία ή αλλιώς η εξέλιξη της ανθρωπότητος).
Υπήρξαν πολλοί πάπες οι οποίοι υπηρετούσαν με τιμιότητα και αφοσίωση αυτόν το σκοπό. Είναι όμως ξεκάθαρο επίσης πως από την εποχή του σχίσματος (πάλι φταίνε οι Έλληνες) και παράλληλα με την ανάπτυξη του Βυζαντινισμού στην ανατολή, η δύση μας δείχνει ένα άλλο ρεύμα σκέψης, πιο βρώμικο και Ιδιοτελές το οποίο θα ονομάσουμε παπισμό για να το διακρίνουμε από τους πάπες και από την καθαρή τους σημασία.
Ο παπισμός είναι μια συμπεριφορά φθόνου και ματαιοδοξίας απέναντι στην εξουσία του πάπα, η προσπάθεια να επιβληθεί αυτή η εξουσία πάνω στη βάση του εξωτερικού δικαίου, να βασισθεί στην δικαιοσύνη, να δυναμώσει με πονηρές πολιτικές, να τύχει υπερασπίσεως με τα όπλα. Η στρατευμένη εκκλησία μεταλάσσεται σε πολεμική εκκλησία. Αντί για μια δύναμις ήσυχη και σταθερή, σίγουρη για τον εαυτό της, ενεργεί με μια δαιμονική εξάρτηση από την κυριαρχία της στην εκκλησία. Με λίγα λόγια σε όλους τους χαρακτήρες της υπέρτατης πνευματικής διακονίας υπεισέρχονται τα χαρακτηριστικά της υλιστικής εξουσίας!
Το πνεύμα του παπισμού, το οποίο κατέλαβε την εκκλησία της Ρώμης, κατέστρεψε και την ιδέα της θεοκρατίας που αντιπροσώπευε το καθεστώς του πρωτείου του πάπα και δίνει σ’ αυτή την ιδέα της θεοκρατίας τον χαρακτήρα μιας βίαιης υπεροχής.
Η Διαμαρτυρία εναντίον αυτής της διαστροφής αρνείται συνήθως και την ιδέα της θεοκρατίας. Όμως από την εποχή του Χριστιανισμού, όταν ομολογούμε την ενσάρκωση της Θεότητος στην Γη και τον συσχετισμό επομένως όλων τον γήινων με τα ουράνια στην εκκλησία, η θεοκρατική ιδέα είναι μια αναγκαία συνέπεια.
Ο Χριστός είπε: «Το Βασίλειό μου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου». Και για αυτό ακριβώς επειδή δεν είναι του κόσμου αλλά υπεράνω του κόσμου, ο κόσμος πρέπει να υποταχθεί σε αυτό το υπεράνω, όπως το κατώτερο στο ανώτερο. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός συμπλήρωσε «Εγώ, νίκησα τον Κόσμο». [ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ]
Η Διαμαρτύρηση του ανθρώπου, του ανθρωπίνου προσώπου που έφτασε στην αυτοσυνειδησία, χτυπά τον παπισμό σ’ αυτή την ίδια την καρδία του. Διότι και αυτός ο παπισμός γεννήθηκε από την δράση της Αρχής του ανθρώπου, της ανθρωπολογικής αρχής στην Εκκλησία. Αυτός ο ίδιος ο παπισμός προκάλεσε την αντίδραση εναντίον της βίας της πνευματικής εξουσίας που είχε ξεχάσει τον ίδιο τον πνευματικό της χαρακτήρα.
Οι ιστορικές παραμορφώσεις της καθολικής εκκλησίας μας αποκαλύπτουν κάτι πολύ σημαντικό και χρήσιμο.
Ο θεσμός του πάπα βεβαιώνει την ενότητα της στρατευμένης εκκλησίας μέσω της συγκεντρώσεως της πνευματικής εξουσίας και σ’ αυτή την πράξη υπάρχει αλήθεια. Αφήνοντας όμως πίσω του αυτή την αλήθεια ο παπισμός άρχισε να πνίγει την τοπική εκκλησιαστική ανεξαρτησία και έπεσε στο πρώτο του λάθος : Ο χωρισμός των εκκλησιών δείχνει πως η εκκλησία δεν μπορεί να μείνει ενωμένη με την δύναμη.
Ο θεσμός του πάπα βεβαιώνει πως το κράτος και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να υποταχθούν στην εκκλησιαστική εξουσία η οποία προορίζεται να κυριαρχήσει τον κόσμο στο όνομα και στην δύναμη Αυτού που νίκησε τον κόσμο και σ’ αυτή την βεβαίωση υπάρχει αλήθεια. Ο παπισμός όμως επιδίωξε την κοσμική κυριαρχία πάνω στις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου, όχι με την ελεύθερη ενέργεια του πνευματικού ανθρώπου που νίκησε τον κόσμο, αλλά με την σαρκική και δουλική βία και εδώ έπεσε στο δεύτερο λάθος. Σαν απάντηση, ο θρίαμβος της λαϊκής εξουσίας σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο απέδειξε πως η Εκκλησία δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο με την δύναμη.
Τέλος ο θεσμός του πάπα βεβαιώνει πως η πνευματική εξουσία της εκκλησίας προορίζεται να διευθύνει όλους τους ανθρώπους προς την οδό της σωτηρίας και ότι κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να υπακούσει και να υποδουλωθεί στην ανώτατη εξουσία της Εκκλησίας, και ακόμη και αυτή η βεβαίωση είναι αληθινή. [ Η εκκλησία ανακηρύσσεται γήινος θεός ελλείψει τής Χάριτος τού Κυρίου]
Ο παπισμός όμως θέλει να αρπάξει την ανθρώπινη συνείδηση στην υποδούλωση, θέλει να επιβάλει στην ψυχή την αυθεντία του με εξωτερικά μέσα, και εδώ πέφτει στο τρίτο του λάθος. Σαν απάντηση ορθώνεται ο προτεσταντισμός ο οποίος αποδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την δύναμη.
Στην εκκλησία δεν μπορεί να υπάρξει η απροϋπόθετη ελευθερία στο λάθος, η απόλυτη ελευθερία τού λάθους απέναντι στην δοθείσα και σωτηριώδη αλήθεια, όπως ακριβώς στο κράτος είναι αδύνατη η ελευθερία να διαπράξουμε το κακό, δηλαδή η απόλυτη ελευθερία του κακοποιού.
Ο Βυζαντινισμός υψώθηκε εναντίον της συγκεντρώσεως της εξουσίας της Ρώμης και θα είχε όλο του το δίκαιο εάν στη θέση αυτής της Ρωμαϊκής συγκεντρώσεως είχε κατορθώσει να δώσει στις Εκκλησίες μια ικανή και σταθερή ενότητα για την πραγματοποίηση του κοινού έργου. Δεν το κατόρθωσε όμως. [Διότι τό κατόρθωσε η Αγιότης όχι η θεσμική εκκλησία καί η Αγιότης καταργώντας τήν στρατευμένη εκκλησία πρέπει νά περιθωριοποιηθεί ή νά θεσμοποιηθεί]
Ο προτεσταντισμός και ο Ορθολογισμός θα είχαν απόλυτα δίκιο εάν στη θέση της μοναδικής αλήθειας της αυθεντίας είχαν κατορθώσει να δώσουν στην ανθρωπότητα την μοναδική αλήθεια της νοήσεως. Δεν το κατόρθωσαν όμως. Αντιθέτως βλέπαμε ένα ατελείωτο πηγαινέλα συστημάτων και θεωριών τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν καμμία αντικειμενική και Καθολική αλήθεια.
Τα ιστορικά κινήματα του Χριστιανισμού διαθέτουν έναν κοινό πυρήνα. Όλα διεκδίκησαν κάποιο δικαίωμα. Δικαίωμα της πνευματικής κεντρικής εξουσίας, δικαιώματα των τοπικών Εκκλησιών, δικαιώματα της πολιτικής εξουσίας, δικαιώματα της γνώμης και της προσωπικής άποψης. Όμως η Χριστιανική ζωή αρχίζει όταν όλες οι ελεύθερες ενέργειες της ανθρωπότητος, αφήνουν ειρηνικά στην άκρη όλα τους τα δικαιώματα και αναλαμβάνουν συνειδητά και θεληματικά όλες τους τις υποχρεώσεις. Και αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ όλα όσα ο παπισμός προσπάθησε να επιβάλλει με την βία!
Εδώ τελειώνει η μεγάλη διαμάχη των Χριστιανών και αρχίζει η Χριστιανική πολιτική.
Αμέθυστος ΤΕΛΟΣ
Μπορούμε τώρα να περάσουμε στη δεύτερη ερώτηση μας, γιατί στη Ρώμη, στην έδρα της επισκοπής της Ρώμης, αποδίδεται μία κεντρική σπουδαιότης από όλη την καθολική Εκκλησία; Πρώτα απ’ όλα επειδή καμμία άλλη Εκκλησία δεν απέκτησε τόση σπουδαιότητα. Ένα από τα δύο μπορεί να ισχύσει: Ή η Εκκλησία δεν πρέπει να’ χει ένα κέντρο, και μάλιστα ένα κέντρο ενότητος, ή αυτό το κέντρο βρίσκεται στη Ρώμη διότι σε καμμία άλλη επισκοπική έδρα δεν είναι δυνατόν να σημειώσουμε μία τόσο μεγάλη σημασία σαν αυτή της Καθολικής Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Ρώμης όμως πώς κατανόησε και πώς φανέρωσε την ίδια την σημασία της; Η αναγκαιότης ενός ενοποιητικού κέντρου (Centrum Unitatis) και μίας πρώτης εξουσίας στη Γήινη Εκκλησία δεν απορρέει από την αιώνια ουσία της αλλά εξαρτάται από την παροδική κατάστασή της σαν στρατευμένη Εκκλησία! Από εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πως τα προνόμια τής κεντρικής πνευματικής εξουσίας δεν μπορούν να επεκταθούν στις αιώνιες βάσεις της Εκκλησίας (του Βυζαντίου επομένως, κατά τον λόγο του Σολόβιεφ, το οποίο κράτησε ανόθευτη την αιώνια βάση της πίστης μας, το Ιερό της. Η γλώσσα ομολογεί πάντα την αλήθεια, όσο και αν την παιδεύει ο κάθε Σοφιστής). Πρώτο-πρώτο από τις αιώνιες αλήθειες είναι η Ιερή Τάξις, δηλαδή το κληρονομημένο δώρο από τους αποστόλους να ανακηρύττουμε άλλους στα Ιερά καθήκοντα. Σ’ αυτό το σημείο ο φορέας της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή ο Πάπας, δεν μπορεί να υπερέχει από κανέναν άλλο επίσκοπο. Μπορεί να υπερέχει, όχι σαν επίσκοπος σε επίσκοπο, αλλά μόνον σαν υπέρτατος κυβερνήτης της Εκκλησίας πάνω στους κατώτερους κυβερνήτες, ή ακολουθώντας την Λατινική ορολογία, το πρωτείο του πάπα δεν αφορά την Potestas Ordinis, κατά την οποία είναι τελείως ίσος με τους υπόλοιπους επισκόπους παρά μόνον την Potestas jurisdictionis, δηλαδή την διεύθυνση και την εκπαίδευση στην Εκκλησία. Σύμφωνα δε και με την άλλη βάση της Εκκλησίας, τα Μυστήρια, ο πάπας δεν μπορεί να υπερέχει ούτε και από τους ιερείς, είναι κι’ αυτός ένας ιερεύς ανάμεσα στους ιερείς. Τέλος σύμφωνα με την τρίτη βάση της Εκκλησίας που είναι το αποκεκαλυμμένο δόγμα του Χριστιανισμού, ο πάπας δεν υπερέχει ούτε από τους απλούς λαϊκούς. Ο πάπας δεν μπορεί να είναι η πηγή ή η αιτιώδης αρχή της δογματικής αλήθειας, όπως δεν είναι ούτε της Τάξεως, ούτε και των Μυστηρίων. Στην απόκτηση της αλήθειας του Χριστού ο πάπας είναι μόνον ένας Χριστιανός ανάμεσα σε Χριστιανούς.
Μ’ αυτή την σημασία λοιπόν η εξουσία και αυθεντία του πάπα, δεν αφορά τις αιώνιες βάσεις τής Εκκλησίας, αλλά μόνον το πρωτείο του στην καθοδήγηση των γήινων υποθέσεων της Εκκλησίας για μία καλύτερη διακυβέρνηση και μία καλύτερη εφαρμογή των κοινών και των ιδιωτικών ενεργειών, στις ανάγκες που παρουσιάζονται σε κάθε εποχή για το Έργο του Θεού. Το ΙΕΡΟΝ της Εκκλησίας το οποίο έχουμε δεχθεί στην αποκάλυψη και το οποίο διατηρείται στην παράδοση, δεν ανήκει σε κανέναν άνθρωπο: Ούτε στον Καίσαρα ούτε στον πάπα. Αυτός ο τελευταίος μπορεί να χειριστεί μόνον την ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας δηλαδή της στρατευμένης παροδικής της Τάξεως. Γίνεται φανερό λοιπόν πως η κεντρική εξουσία και αυθεντία του πάπα έχει μία σχετική σημασία. Σαν όλες τις άλλες πνευματικές εξουσίες, αυτή η αυθεντία είναι μόνο ένα πρακτικό-ηθικό μέσον, προκαθορισμένου από ένα Μυστικιστικό γεγονός, για το έργο του Θεού στη Γη, δηλαδή προκειμένου να οδηγήσει την χρονική παροδική ζωή της ανθρωπότητος στον αιώνιο σκοπό της!
(Η γνωστή μας εσχατολογία ή αλλιώς η εξέλιξη της ανθρωπότητος).
Υπήρξαν πολλοί πάπες οι οποίοι υπηρετούσαν με τιμιότητα και αφοσίωση αυτόν το σκοπό. Είναι όμως ξεκάθαρο επίσης πως από την εποχή του σχίσματος (πάλι φταίνε οι Έλληνες) και παράλληλα με την ανάπτυξη του Βυζαντινισμού στην ανατολή, η δύση μας δείχνει ένα άλλο ρεύμα σκέψης, πιο βρώμικο και Ιδιοτελές το οποίο θα ονομάσουμε παπισμό για να το διακρίνουμε από τους πάπες και από την καθαρή τους σημασία.
Ο παπισμός είναι μια συμπεριφορά φθόνου και ματαιοδοξίας απέναντι στην εξουσία του πάπα, η προσπάθεια να επιβληθεί αυτή η εξουσία πάνω στη βάση του εξωτερικού δικαίου, να βασισθεί στην δικαιοσύνη, να δυναμώσει με πονηρές πολιτικές, να τύχει υπερασπίσεως με τα όπλα. Η στρατευμένη εκκλησία μεταλάσσεται σε πολεμική εκκλησία. Αντί για μια δύναμις ήσυχη και σταθερή, σίγουρη για τον εαυτό της, ενεργεί με μια δαιμονική εξάρτηση από την κυριαρχία της στην εκκλησία. Με λίγα λόγια σε όλους τους χαρακτήρες της υπέρτατης πνευματικής διακονίας υπεισέρχονται τα χαρακτηριστικά της υλιστικής εξουσίας!
Το πνεύμα του παπισμού, το οποίο κατέλαβε την εκκλησία της Ρώμης, κατέστρεψε και την ιδέα της θεοκρατίας που αντιπροσώπευε το καθεστώς του πρωτείου του πάπα και δίνει σ’ αυτή την ιδέα της θεοκρατίας τον χαρακτήρα μιας βίαιης υπεροχής.
Η Διαμαρτυρία εναντίον αυτής της διαστροφής αρνείται συνήθως και την ιδέα της θεοκρατίας. Όμως από την εποχή του Χριστιανισμού, όταν ομολογούμε την ενσάρκωση της Θεότητος στην Γη και τον συσχετισμό επομένως όλων τον γήινων με τα ουράνια στην εκκλησία, η θεοκρατική ιδέα είναι μια αναγκαία συνέπεια.
Ο Χριστός είπε: «Το Βασίλειό μου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου». Και για αυτό ακριβώς επειδή δεν είναι του κόσμου αλλά υπεράνω του κόσμου, ο κόσμος πρέπει να υποταχθεί σε αυτό το υπεράνω, όπως το κατώτερο στο ανώτερο. Γι' αυτό ακριβώς ο Θεός συμπλήρωσε «Εγώ, νίκησα τον Κόσμο». [ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ]
Η Διαμαρτύρηση του ανθρώπου, του ανθρωπίνου προσώπου που έφτασε στην αυτοσυνειδησία, χτυπά τον παπισμό σ’ αυτή την ίδια την καρδία του. Διότι και αυτός ο παπισμός γεννήθηκε από την δράση της Αρχής του ανθρώπου, της ανθρωπολογικής αρχής στην Εκκλησία. Αυτός ο ίδιος ο παπισμός προκάλεσε την αντίδραση εναντίον της βίας της πνευματικής εξουσίας που είχε ξεχάσει τον ίδιο τον πνευματικό της χαρακτήρα.
Οι ιστορικές παραμορφώσεις της καθολικής εκκλησίας μας αποκαλύπτουν κάτι πολύ σημαντικό και χρήσιμο.
Ο θεσμός του πάπα βεβαιώνει την ενότητα της στρατευμένης εκκλησίας μέσω της συγκεντρώσεως της πνευματικής εξουσίας και σ’ αυτή την πράξη υπάρχει αλήθεια. Αφήνοντας όμως πίσω του αυτή την αλήθεια ο παπισμός άρχισε να πνίγει την τοπική εκκλησιαστική ανεξαρτησία και έπεσε στο πρώτο του λάθος : Ο χωρισμός των εκκλησιών δείχνει πως η εκκλησία δεν μπορεί να μείνει ενωμένη με την δύναμη.
Ο θεσμός του πάπα βεβαιώνει πως το κράτος και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να υποταχθούν στην εκκλησιαστική εξουσία η οποία προορίζεται να κυριαρχήσει τον κόσμο στο όνομα και στην δύναμη Αυτού που νίκησε τον κόσμο και σ’ αυτή την βεβαίωση υπάρχει αλήθεια. Ο παπισμός όμως επιδίωξε την κοσμική κυριαρχία πάνω στις αρχές και τις εξουσίες του κόσμου, όχι με την ελεύθερη ενέργεια του πνευματικού ανθρώπου που νίκησε τον κόσμο, αλλά με την σαρκική και δουλική βία και εδώ έπεσε στο δεύτερο λάθος. Σαν απάντηση, ο θρίαμβος της λαϊκής εξουσίας σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο απέδειξε πως η Εκκλησία δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο με την δύναμη.
Τέλος ο θεσμός του πάπα βεβαιώνει πως η πνευματική εξουσία της εκκλησίας προορίζεται να διευθύνει όλους τους ανθρώπους προς την οδό της σωτηρίας και ότι κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να υπακούσει και να υποδουλωθεί στην ανώτατη εξουσία της Εκκλησίας, και ακόμη και αυτή η βεβαίωση είναι αληθινή. [ Η εκκλησία ανακηρύσσεται γήινος θεός ελλείψει τής Χάριτος τού Κυρίου]
Ο παπισμός όμως θέλει να αρπάξει την ανθρώπινη συνείδηση στην υποδούλωση, θέλει να επιβάλει στην ψυχή την αυθεντία του με εξωτερικά μέσα, και εδώ πέφτει στο τρίτο του λάθος. Σαν απάντηση ορθώνεται ο προτεσταντισμός ο οποίος αποδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την δύναμη.
Στην εκκλησία δεν μπορεί να υπάρξει η απροϋπόθετη ελευθερία στο λάθος, η απόλυτη ελευθερία τού λάθους απέναντι στην δοθείσα και σωτηριώδη αλήθεια, όπως ακριβώς στο κράτος είναι αδύνατη η ελευθερία να διαπράξουμε το κακό, δηλαδή η απόλυτη ελευθερία του κακοποιού.
Ο Βυζαντινισμός υψώθηκε εναντίον της συγκεντρώσεως της εξουσίας της Ρώμης και θα είχε όλο του το δίκαιο εάν στη θέση αυτής της Ρωμαϊκής συγκεντρώσεως είχε κατορθώσει να δώσει στις Εκκλησίες μια ικανή και σταθερή ενότητα για την πραγματοποίηση του κοινού έργου. Δεν το κατόρθωσε όμως. [Διότι τό κατόρθωσε η Αγιότης όχι η θεσμική εκκλησία καί η Αγιότης καταργώντας τήν στρατευμένη εκκλησία πρέπει νά περιθωριοποιηθεί ή νά θεσμοποιηθεί]
Ο προτεσταντισμός και ο Ορθολογισμός θα είχαν απόλυτα δίκιο εάν στη θέση της μοναδικής αλήθειας της αυθεντίας είχαν κατορθώσει να δώσουν στην ανθρωπότητα την μοναδική αλήθεια της νοήσεως. Δεν το κατόρθωσαν όμως. Αντιθέτως βλέπαμε ένα ατελείωτο πηγαινέλα συστημάτων και θεωριών τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν καμμία αντικειμενική και Καθολική αλήθεια.
Τα ιστορικά κινήματα του Χριστιανισμού διαθέτουν έναν κοινό πυρήνα. Όλα διεκδίκησαν κάποιο δικαίωμα. Δικαίωμα της πνευματικής κεντρικής εξουσίας, δικαιώματα των τοπικών Εκκλησιών, δικαιώματα της πολιτικής εξουσίας, δικαιώματα της γνώμης και της προσωπικής άποψης. Όμως η Χριστιανική ζωή αρχίζει όταν όλες οι ελεύθερες ενέργειες της ανθρωπότητος, αφήνουν ειρηνικά στην άκρη όλα τους τα δικαιώματα και αναλαμβάνουν συνειδητά και θεληματικά όλες τους τις υποχρεώσεις. Και αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν ΕΝ ΕΙΡΗΝΗ όλα όσα ο παπισμός προσπάθησε να επιβάλλει με την βία!
Εδώ τελειώνει η μεγάλη διαμάχη των Χριστιανών και αρχίζει η Χριστιανική πολιτική.
Αμέθυστος ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου