Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Isaiah Berlin - O Giambattista Vico και η πολιτισμική ιστορία (3)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

O Giambattista Vico και η πολιτισμική ιστορία


Ο Vico είναι ο πατέρας της μοντέρνας έννοιας του πολιτισμού και της αντίληψης εκείνης που θα αποκαλούσε κανείς πολιτισμική πολυαρχία, σύμφωνα με την οποία κάθε αυθεντικός πολιτισμός έχει το δικό του μοναδικό όραμα, τη δική του κλίμακα αξιών, η οποία, στην πορεία ανάπτυξής της, υπερβαίνεται από άλλα οράματα και άλλες αξίες, ποτέ όμως εξ ολοκλήρου: δηλαδή, προγενέστερα αξιακά συστήματα δεν είναι εντελώς ακατανόητα στις επόμενες γενεές. Αντίθετα με τον Spengler ή τον Westermarck, o Vico δεν υπέθετε ότι οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι στη δική τους εποχή ή στον δικό τους πολιτισμό, απομονωμένοι σε κάποιο κελί χωρίς παράθυρα και κατά συνέπεια ανίκανοι να κατανοήσουν άλλες κοινωνίες και περιόδους, οι αξίες των οποίων ίσως διαφέρουν πολύ από τις δικές τους, και ενδεχομένως τις θεωρούν αλλόκοτες ή αποκρουστικές. Η βαθύτερη πίστη του ήταν πως ό,τι κατασκεύαζαν άνθρωποι, μπορούν να το κατανοήσουν άλλοι άνθρωποι. Ίσως απαιτούνται οδυνηρές προσπάθειες προκειμένου να αποκρυπτογραφηθεί το νόημα αμοιβαίων σχέσεων ή γλωσσών διαφορετικών από τις δικές μας. Πάρα ταύτα, σύμφωνα με τον Vico, αν ο όρος «ανθρώπινο» έχει κάποιο νόημα, θα πρέπει να αναφέρεται σε ό,τι είναι κοινό στο σύνολο τέτοιων όντων, γιατί έτσι γίνεται εφικτό να συλλάβουμε πώς φαινόταν ο κόσμος σε όντα, απομακρυσμένα χρονικά και χωρικά, τα οποία ακολουθούσαν τέτοια τελετουργικά, χρησιμοποιούσαν τέτοιες λέξεις και δημιουργούσαν τέτοια έργα τέχνης ως φυσικά μέσα αυτοέκφρασης στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τον κόσμο τους. 

Κατά βάση, η μέθοδος του Vico είναι παρόμοια μ' εκείνη που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι σύγχρονοι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι· στην προσπάθεια τους να κατανοήσουν τη συμπεριφορά και το φαντασιακό πρωτόγονων φυλών (ή ό,τι απέμεινε απ' αυτές), δεν απορρίπτουν μύθους, παραμύθια, μεταφορές, παρομοιώσεις και αλληγορίες ως σκέτη ανοησία, σύγχυση στα μυαλά μη ορθολογιστών, αφελών βαρβάρων (όπως έτεινε να κάνει ο 18ος αιώνας): αναζητούν μάλλον το κλειδί που θα τους δώσει τη δυνατότητα να διεισδύσουν στον κόσμο τους, να δουν μέσα από τα δικά τους μάτια, έχοντας κατά νουν ότι οι άνθρωποι (όπως έλεγε ένας μεταγενέστερος φιλόσοφος) είναι συνάμα υποκείμενα και αντικείμενα του εαυτού τους. Δεν αντιμετωπίζουν, λοιπόν, τους πρωτόγονους ως πλάσματα τα οποία απλώς περιγράφουν, ενώ τα κίνητρά τους παραμένουν ακατανόητα -όπως τα φυτά και τα ζώα, που μόνο οι νόμοι της φυσικής ή της βιολογίας εξηγούν τη συμπεριφορά τους-, αλλά ως όντα συγγενικά με τους ίδιους, ως κατοίκους ενός κόσμου όπου τέτοια συμπεριφορά και τέτοια λόγια θεωρούνται κατανοητές αντιδράσεις στις φυσικές συνθήκες όπου βρέθηκαν και τις οποίες επιδιώκουν να κατανοήσουν. Υπό μίαν έννοια, η ύπαρξη και μόνο μιας εκπληκτικής ποικιλίας πολύ διαφορετικών γλωσσών -ορισμένες φορές ανάμεσα σε γειτονικές κοινωνίες (στον Καύκασο ή στα νησιά του Ειρηνικού)- είναι αυτή καθαυτήν δείκτης ή, θα έλεγε κανείς, υπόδειγμα της απαραμείωτης ποικιλίας στην ανθρώπινη αυτοέκφραση, ώστε ακόμη και στην περίπτωση συγγενικών γλωσσών, η πλήρης μετάφραση από τη μία στην άλλη είναι κατ' αρχήν αδύνατη και το χάσμα -ενδεικτικό διαφορών σε τρόπους αντίληψης και δράσης- είναι μερικές φορές αγεφύρωτο.[Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΒΑΒΕΛ.ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΠΕΤΥΧΕ ΕΦΤΑΣΑΝ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ Η ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ. Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΤΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΗΤΑΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΗ. ΠΟΛΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΠΑΡΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ. Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ]

Υπό μίαν έννοια, αυτή η προσέγγιση δεν διαφέρει και τόσο από οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης άλλων μέσω των λεγομένων, των φυσιογνωμιών και των χειρονομιών τους που εκφράζουν για μας τις προθέσεις και τις βλέψεις τους. Προσφεύγουμε σε αμιγώς επιστημονικές μεθόδους αποκρυπτογράφησης μόνον όποτε καταρρέει η επικοινωνία· διατυπώνουμε υποθέσεις και ζητάμε να τις επαληθεύσουμε, να επιβεβαιώσουμε την αυθεντικότητα των τεκμηρίων, τη χρονολόγηση των αρχαιοτήτων, την ανάλυση των υλικών από τα οποία κατασκευάστηκαν, τον βαθμό αξιοπιστίας των μαρτυριών, των πηγών πληροφόρησης κ.λπ. Για όλα αυτά προσφεύγουμε σε συνηθισμένες επιστημονικές μεθόδους και όχι σ' εκείνο το είδος εμπνευσμένης εικοτολογίας που αναπόφευκτα εισχωρεί μέχρις ενός βαθμού σε κάθε απόπειρα να κατανοήσουμε πώς θα ήταν αν ζούσαμε σε μια δεδομένη κατάσταση σ' έναν συγκεκριμένο χρόνο, έχοντας να αντιμετωπίσουμε τις δυνάμεις της φύσης ή άλλων ανθρώπων, να συλλάβουμε πώς φαίνονταν τα πράγματα σ' εκείνους που πίστευαν στην αποτελεσματικότητα της μαγείας, της μαγγανείας, των θυσιών για τον εξευμενισμό των θεών ή για την υποταγή της φύσης στην ανθρώπινη βούληση.
 
Επειδή οι προπάτορές μας ήταν άνθρωποι, ο Vico εικάζει ότι γνώριζαν, όπως εμείς, τι σημαίνει αγάπη και μίσος, ελπίδα και φόβος, επιθυμία, ικεσία, αγώνας, προδοσία, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, εξέγερση. Ο Vico γνώριζε άριστα το ρωμαϊκό δίκαιο και τη ρωμαϊκή ιστορία· κατά συνέπεια, πολλά από τα παραδείγματά του προέρχονται από την ιστορία και τη νομοθεσία της πρώιμης περιόδου της Ρώμης. Οι ετυμολογικές ερμηνείες του είναι συχνά αλλοπρόσαλλες, όμως η έκθεση των οικονομικών καταστάσεων που, κατά την άποψή του, οδήγησαν σ' αυτόν ή σ' εκείνον τον τύπο νομοθεσίας με βάση ό,τι θεωρεί διαρκή ταξικό πόλεμο ανάμεσα σε πληβείους και πατρικίους αξιολογείται ως εξέλιξη των προγενέστερων θεωριών. Οι ιστορικές λεπτομέρειες ίσως είναι λανθασμένες, ακόμη και παράλογες, οι γνώσεις ίσως είναι ελλιπείς, η κριτική μέθοδος ανεπαρκής - αλλά η προσέγγιση είναι τολμηρή, πρωτότυπη και γόνιμη. Ο Vico δεν μας εξηγεί τι εννοεί λέγοντας «διείσδυση» ή «κατάβαση» στον νου πρωτόγονων ανθρώπων, αλλά από την πρακτική του στη Scienza nuova είναι σαφές ότι πρόκειται για τη φαντασιακή ενόραση, χάρισμα το οποίο αποκαλεί fantasia. Μεταγενέστεροι γερμανοί στοχαστές αναφέρονται στη verstehen -κατανόηση- σε αντίθεση με τη wissen, εκείνο το είδος της γνώσης που μας παρέχουν οι φυσικές επιστήμες, όπου η «διείσδυση» δεν τίθεται υπό συζήτηση, αφού κανείς δεν υπάρχει περίπτωση να διεισδύσει στις ελπίδες και τους φόβους των μελισσών και των καστόρων. Η fantasia του Vico είναι αδιαχώριστη από την αντίληψή του για την ιστορική γνώση είναι διαφορετική από τη γνώση του ότι ο Ιούλιος Καίσαρας είναι νεκρός ή ότι η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα ή ότι το 13 είναι περιττός αριθμός ή ότι η εβδομάδα έχει επτά ημέρες· ούτε βέβαια μοιάζει με τη γνώση του πως κάνουμε ποδήλατο, διεξάγουμε μια στατιστική έρευνα, κερδίζουμε μια μάχη. Συγγενεύει περισσότερο με τη γνώση τού τι σημαίνει να είναι κανείς φτωχός, ν' ανήκει σε κάποιο έθνος, να είναι επαναστάτης, να προσηλυτίζεται σε κάποια θρησκεία, να ερωτεύεται, να καταλαμβάνεται από ακατονόμαστο φόβο, να θέλγεται από κάποιο έργο τέχνης. Δίνω αυτά τα παραδείγματα κατ' αναλογίαν, γιατί ο Vico δεν ενδιαφέρεται για την εμπειρία ατόμων αλλά για την εμπειρία κοινωνικών συνόλων. Αυτό το είδος συλλογικής αυτεπίγνωσης επιθυμούσε να αναλύσει ότι οι άνθρωποι σκέφτονταν, φαντάζονταν, αισθάνονταν, επιθυμούσαν, αγωνίζονταν να επιτύχουν σε αντίθεση με τις φυσικές συνθήκες σε κάποιο ιδιαίτερο στάδιο κοινωνικής ανάπτυξης, εκπεφρασμένο με θεσμούς, μνημεία, σύμβολα, τρόπους γραφής και ομιλίας, που δημιουργήθηκαν από τις προσπάθειές τους να αναπαραστήσουν και να εξηγήσουν την κατάστασή τους στον εαυτό τους - και πίστευε ότι ανακάλυψε ένα εντελώς απάτητο μονοπάτι. Η πύλη που άνοιξε για την κατανόηση της πολιτιστικής ιστορίας μέσω της «αποκωδικοποίησης» μύθων, τελετών, νόμων, καλλιτεχνικών εξεικονίσεων, θεωρούσε ότι είναι το μείζον επίτευγμά του. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Marx, σε μια πασίγνωστη επιστολή του στον Lassalle, έλεγε ότι ο Vico είχε μεγαλοφυείς στιγμές ως στοχαστής της κοινωνικής εξέλιξης. 

Αν κάποιος θα μπορούσε να θεωρηθεί πατέρας της ιστορικής ανθρωπολογίας, αυτός ασφαλώς θα ήταν ο Vico. O Jules Michelet, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Vico, είχε δίκιο: ο Vico ήταν ο λησμονημένος πρόδρομος της γερμανικής Ιστορικής Σχολής, ο πρώτος και από ορισμένες πλευρές ο σθεναρότερος αντίπαλος των ανιστορικών δογμάτων του φυσικού δικαίου, της αιώνιας αυθεντίας, της υπόθεσης που έκανε, για παράδειγμα, ο Spinoza, ότι η εκάστοτε αλήθεια θα μπορούσε να ανακαλυφτεί από τον καθένα, ανά πάσα στιγμή, και ότι είναι καθαρή ατυχία που οι άνθρωποι παραπαίουν τόσον καιρό στο σκοτάδι επειδή δεν χρησιμοποίησαν, ή δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, σωστά το λογικό τους. Η ιδέα της ιστορικής ανάπτυξης υπό την ευρεία αυτή έννοια, ως αλληλουχία πολιτισμών, καθένας από τους οποίους εκπηγάζει από τον προγενέστερό του στην πορεία του διαρκούς αγώνα των ανθρώπων ενάντια στις δυνάμεις της φύσης, που σ' ένα ορισμένο στάδιο κοινωνικής ανάπτυξης γεννά τον πόλεμο ανάμεσα σε οικονομικές τάξεις, διαμορφωμένες από τη διαδικασία της παραγωγής, είναι μείζον συμβάν στην ιστορία της ανάπτυξης της ανθρώπινης αυτοκατανόησης. Αυτή η αντίληψη για τη φύση της ιστορικής αλλαγής (ανεξαρτήτως ποια προμηνύματά της ανευρίσκονται στην κοινωνική σκέψη από τον Ησίοδο μέχρι τον Harrington) ποτέ πριν δεν είχε διατυπωθεί τόσο άρτια.

Οι επικριτές του Vico στη σύγχρονη εποχή επισήμαναν πως το δόγμα του, ότι ο άνθρωπος κατανοεί μονάχα ό,τι κατασκευάζει, δεν αρκεί για την ανακάλυψη και την ανάλυση των πολιτισμών – άραγε, δεν υπάρχουν ασυνείδητες ορμές, ανορθολογικοί παράγοντες περί των οποίων δεν έχουμε επίγνωση, έστω αναδρομικά; 
Μήπως η πράξη συχνά δεν οδηγεί σε απρόβλεπτες συνέπειες, σε απρόσμενα αποτελέσματα που δεν «φτιάχτηκαν» από τα δρώντα υποκείμενα; 
Μήπως και η Πρόνοια, κατά την άποψη του Vico -η δική του εκδοχή της εγελιανής «πανουργίας του λόγου»-, που χρησιμοποιεί τα ελαττώματά μας για να δημιουργήσει μορφές ζωής επ' ωφελεία της ανθρωπότητας (μια παρεμφερής ιδέα αναπτύχθηκε από τον σύγχρονο του Vico, Bernard Mandeville), δεν είναι κάτι «ακατανόητο» για τους ανθρώπους, αφού, σύμφωνα με τον Vico, απορρέει από τη θέληση του Θεού, ο οποίος είναι πνεύμα με άγνωστες διαθέσεις; 
Εξάλλου, δεν είναι αναπόφευκτο να εισάγουμε κάποιες από τις δικές μας έννοιες και κατηγορίες στην εκ μέρους μας κατανόηση του παρελθόντος; 
Δεν ήταν ο μέγας κλασικός λόγιος, Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff, ο οποίος έλεγε (αναφερόμενος ακροθιγώς στην ομηρική αφήγηση για τον Αχιλλέα, κατά την οποία ο Οδυσσέας κάλεσε το φάντασμά του από τον Άδη) ότι οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν μέχρις ότου πιουν αίμα; 
Όμως, αφού τους προσφέρουμε το αίμα μας, τους προσφέρουμε και τις φωνές μας για να μας μιλήσουν, και βέβαια στη δική μας γλώσσα, όχι στη δική τους· και, αν έτσι έχουν τα πράγματα, μήπως η αξίωσή μας να κατανοήσουμε τους ίδιους και τον κόσμο τους  δεν είναι ως ένα βαθμό απατηλή;

Όλες αυτές οι σκέψεις είναι βάσιμες, και συνάμα πρόσκομμα στην ιδέα ότι, αφού η ανθρώπινη ιστορία φτιάχνεται από ανθρώπους, είναι δυνατόν να κατανοηθεί πλήρως με τη «διείσδυση» στα μυαλά των προγόνων μας. Ωστόσο, ακόμη κι αν η ανθρώπινη ιστορία είναι κάτι παραπάνω από περιγραφή των ανθρώπινων ελπίδων ή ιδεών και των ενεργειών που τις ενσαρκώνουν, και όχι απλώς περιγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας ή των σταδίων συνείδησης (όπως, κατά διαστήματα, ο Hegel και ο Collingwood φαίνεται να πιστεύουν), ακόμη κι αν ο Marx έχει δίκιο όταν λέει ότι πράγματι οι άνθρωποι κάνουν την ανθρώπινη ιστορία (όχι εντελώς ελεύθερα, όμως, αλλά σε συνθήκες που παρέχονται από τη φύση και από προηγούμενους ανθρώπινους θεσμούς, οι οποίοι ίσως να οδηγούν σε καταστάσεις όχι κατ' ανάγκην συναφείς με τις προθέσεις των δρώντων) – ακόμη κι αν οι ισχυρισμοί του Vico σήμερα φαίνονται υπερβολικά φιλόδοξοι, εντούτοις κάτι σημαντικό επιβιώνει παρ' όλες αυτές τις επιφυλάξεις. Ο καθένας σήμερα έχει επίγνωση της θεμελιώδους διαφοράς ανάμεσα, αφενός, σε όσους ιστορικούς εξεικονίζουν ολόκληρες κοινωνίες ή ομάδες με τέτοια πληρότητα και ζωντάνια που πιστεύουμε, δικαίως ή αδίκως, ότι είμαστε ικανοί να πούμε πώς θα ήταν να ζούσαμε σε τέτοιες συνθήκες και, αφετέρου, σε αρχαιοδίφες χρονικογράφους συλλέκτες γεγονότων ή στατιστικών βάσει των οποίων διατυπώνονται γενικά συμπεράσματα, πολυμαθείς συμπιληματογράφους ή θεωρητικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι η χρήση της φαντασίας ανοίγει την πόρτα στους εφιάλτες της εικοτολογίας, του υποκειμενισμού, της δημοσιογραφίας, ή και σε άλλα ακόμη χειρότερα.
 
Αυτή η σημαντικότατη διάκριση εδράζεται στη στάση μας έναντι της ικανότητας που ο Vico αποκαλούσε fantasia, χωρίς την οποία το παρελθόν δεν μπορεί, κατά την άποψή του, να ανασυγκροτηθεί. Ο αποφασιστικός ρόλος που παραχωρεί στη φαντασία δεν θα πρέπει να μας παραπλανά -και δεν τον παραπλάνησε- ως προς την αναγκαιότητα της επαλήθευσης· ο ίδιος αναγνωρίζει ότι οι κριτικές μέθοδοι ελέγχου των μαρτυριών είναι απαραίτητες. Παρ' όλα αυτά, χωρίς fantasia το παρελθόν παραμένει νεκρό· για να το επαναφέρουμε στη ζωή χρειαζόμαστε, τουλάχιστον θεωρητικά, να ακούσουμε τις φωνές των ανθρώπων, να εικάσουμε (βάσει των μαρτυριών που θα συλλέξουμε) ποια ήταν η εμπειρία τους, οι μορφές έκφρασής τους, οι αξίες τους, η νοοτροπία, οι σκοποί, οι τρόποι ζωής τους, δίχως κάτι τέτοιο δεν θα συλλάβουμε από που ερχόμαστε, πώς γίναμε ό,τι είμαστε τώρα, όχι απλός φυσικά ή βιολογικά και, υπό ευρεία έννοια, πολιτικά ή θεσμικά, αλλά κοινωνικά, ηθικά· δίχως αυτό δεν υπάρχει γνήσια αυτοκατανόηση. Ονομάζουμε σπουδαίους ιστορικούς όσους έχουν πλήρη εποπτεία της πραγματολογικής μαρτυρίας που αποκτήθηκε με τη χρήση των καλύτερων κριτικών μεθόδων τις οποίες είχαν στη διάθεσή τους, αλλά συνάμα διαθέτουν τη βαθύτητα της φαντασιακής ενόρασης που χαρακτηρίζει τους χαρισματικούς μυθιστοριογράφους. Η Κλειώ, όπως επισήμανε καιρό πριν, ο άγγλος ιστορικός G. M. Trevelyan είναι, στο κάτω κάτω, μούσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: