ΕΓΏ-Μέρος Πρώτο
Η βελτίωση της ζωής
Ο κάθε άνθρωπος γίνεται manager του εγώ του
Ανδροειδές α
Δεν πρόλαβαν να συναρμολογηθούν τα πρώτα αυτόματα, και ήδη διαμελίζεται ο άνθρωπος
Με
την εμφάνιση του, τό «νούμερο 2», ήταν ήδη κυριολεκτικά μια μηχανή που
έμοιαζε με άνθρωπο. Τότε βέβαια δεν έκανε υπολογισμούς αλλά έπαιζε
φλογέρα ή πιάνο.
Ας
πάρουμε το έτος 1738, όταν σε όλη την Ευρώπη παρελάμβαναν ένα σωρό
τεχνητά όντα: τα αυτόματα μεταναστεύουν από τις εκκλησίες στα παλάτια,
και από τα παλάτια στις αγορές. Χιλιάδες άνθρωποι ακολουθούν τα ίχνη
τους. Αυτοκράτειρες και βασιλείς τα θαυμάζουν, ποιητές και τεχνίτες τα
εκθειάζουν, οι στρατιώτες παραδίδονται μπρος στην τελειότητα τους. Τα
αυτόματα αυτά όντα είναι το θαύμα της εποχής.
Η
εμφάνιση των τεχνητών αυτών ειδών (είδος με την έννοια: είδος ζώου),
έλαβε χώρα 250 χρόνια πριν τις τεράστιες ουρές κατά την πώληση του νέου iPhone.
Αυτή ήταν ίσως και η πρώτη περίπτωση, κατά την οποία η χαρά για μια
μαγική τεχνολογία δεν μπορούσε να διαχωριστεί από το ερώτημα: ποιος θα
εκμεταλλευτεί την χαρά και την τεχνολογία για δικούς του σκοπούς;
Ένας ενθουσιασμένος με τα πράγματα αυτά της εποχής εκείνης, έγραψε για ένα πολύ δημοφιλές αυτόματο, την πάπια:
«Μπορούμε να δούμε πως καταπίνει το φαγητό της με μεγάλη όρεξη, πίνει
με μέτρο, χαίρεται όταν έχει πιει, συγυρίζει τα φτερά της, σταματά για
λίγο και τελικά ενεργείται...». Η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία είχε μια
μηχανή που μπορούσε να γράφει.
Στο Ανάκτορο του Κεραμεικού(στο Παρίσι) αφουγκράζονταν κατά χιλιάδες, πληρώνοντας 24 Sous για το εισιτήριο, το τραγούδι ενός φλογεροπαίκτη (εντός
της φλογέρας ήταν κρυμμένη μια αεραντλία). «Οι περισσότεροι δεν
μπορούσαν στην αρχή να πιστέψουν πως η μουσική μπορούσε να προέρχεται
από το αυτόματο»122.
Τα πιο δημοφιλή αυτόματα ήταν αυτά που έμοιαζαν με ανθρώπους. Ο Diderot
έψαχνε ένα όνομα γι’ αυτά τα αυτόματα, με το οποίο θα τα ονόμαζε στην
Εγκυκλοπαίδεια του. Το όνομα αυτό έπρεπε να σημαίνει κάτι περισσότερο
από «αυτόματο» και κάτι λιγότερο από «άνθρωπος». Από τότε, οι μηχανές
που μοιάζουν με τον άνθρωπο ονομάζονται «ανδροειδή».
Superstar
του είδους είχε γίνει μια «μουσικός», που έπαιζε το εκκλησιαστικό
όργανο, για την οποία ένα παρατηρητής είχε πει πως ήταν «εμφανώς
ανήσυχη, με μια λιποψυχία και ντροπαλότητα, την οποία σπάνια συναντά
κανείς στην πραγματική ζωή»123.
Στην
Γαλλία είχαν αρχίσει με την κατασκευή του «ανατομικού ανθρώπου».
Έφτιαχναν επίσης ομοιώματα αργυρωρυχείων, όπου οι εργάτες λειτουργούσαν
σαν μικρά αυτόματα.
Μετά
τους μονάρχες, τους τεχνίτες, τους αγρότες, μίλησαν και οι
διανοούμενοι, όπως γίνεται πάντα με τις ρηξικέλευθες τεχνολογίες. Όσο
διαφορετικά και να σκέφτονταν, όλοι παρομοίασαν τον Jaques Vaucanson
(1709-1782), τον κατασκευαστή της πάπιας και του φλογεροπαίκτη, με τον
Προμηθέα, τον ευγενέστερο των τιτάνων, ο οποίος κατάφερε να ανάψει την
φλόγα της ζωής: ο Jean-Jaques Rousseau, ο φιλόσοφος τού «φυσικού ανθρώπου», το είχε κάνει. Ο La Mettrie,
που ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα είχε εκδώσει το βιβλίο «Ο άνθρωπος ως
μηχανή», το είχε κάνει. Και ο Βολτέρος το έκανε με ιδιαίτερη
ευχαρίστηση. Με τις ελεγείες του στον «Προμηθέα τον δεύτερο», κέντριζε
τον Friedrich τον β’, τον βασιλιά των Πρώσσων, ο οποίος ματαίως προσπαθούσε να ελκύσει τον Vaucanson στο Βερολίνο. Και όταν δεν πέτυχε, «ο σχολαστικός βασιλιάς των μικρών μηχανών» όπως τον αποκάλεσε ο Michel Foucault124, παρήγγειλε να του φτιάξουν αυτόματα που θα ήταν δικά του.
Έκθαμβοι
οι άνθρωποι έβλεπαν τις τέλειες μηχανές, οι μεταλλικές επιφάνειες των
οποίων είχαν σκοπό να δημιουργήσουν την πλήρη ψευδαίσθηση, και οι
άνθρωποι τελικώς δεν γνώριζαν τι έβλεπαν. Μερικοί άνθρωποι, αναφέρει ο Vaucanson,
παραπονέθηκαν που η πάπια έχει διάτρητα φτερά από κασσίτερο, και όχι
πραγματικά. «Ο σχεδιασμός μου όμως σκοπό είχε να δείξει τις διαδικασίες
και όχι την μηχανή.125»
Γιατί
οι θαυμαστές επιφάνειες, αυτή η τέλεια προσομοίωση του ζωντανού
οργανισμού ένα σκοπό είχαν: να τις ανοίξουν. Μερικές μηχανές, όπως ο
φλαουτοπαίχτης ή η χορεύτρια, είχαν μια πόρτα που άνοιγε, άλλες, όπως η
πάπια, με την διαφανή επιφάνειά τους πρόσφεραν μια ανεμπόδιστη ματιά
στον εσωτερικό μηχανισμό τους.
Το
κοινό έπρεπε να δει τους οδοντωτούς τροχούς και τα ελατήρια, ολόκληρο
τον εσωτερικό μηχανισμό της τεχνητής ζωής - για να καταλάβει υποτίθεται
πώς λειτουργεί η ζωή και η κίνηση. Ο Vaucanson,
προκαλούσε τον αναγνώστη τών απομνημονευμάτων του, να εξετάσει ακόμα
μια φορά τις μηχανές, για να διαπιστώσει πως έχει «γίνει ακριβής
απομίμηση της φύσης»126. Στην πραγματικότητα, ο σκοπός ήταν
εντελώς διαφορετικός: οι άνθρωποι, που με μεγάλη περιέργεια και άγνοια
κοίταζαν τα αυτόματα, είχαν γίνει πειραματόζωα ενός κοινωνικού
πειράματος. Με την εξέταση της μηχανής θα γίνονταν και αυτοί μέρος της. Η
μηχανή ήταν θαυμάσια, και ήταν επίσης μια απειλή.
Θαυμάσια, γιατί στα μάτια των ανθρώπων τής εποχής, η τεχνητή αυτή ζωή
απέπνεε την μαγεία των αλχημιστών και την ευφυΐα των μηχανικών. Απειλή,
γιατί οι μηχανές αυτές ήταν βοηθήματα μιας πολιτικής ιδέας: να
καταστήσουν τους ανθρώπους αυτόματα.
Το ότι τα ζώα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτόματα, το είχε ήδη βάλει ο Rene Descartes στα κεφάλια: ο άνθρωπος έχει ψυχή, κατά τα άλλα δεν διαφέρει σε τίποτε από τα ζώα. Ο Joseph Spence,
που είχε δει την πάπια το 1741 στο Παρίσι, έγραψε στην μάνα του μια
επιστολή όπου επεκτείνει την σκέψη αυτή: καλοί τεχνίτες «είναι σε θέση
να δημιουργήσουν ένα ζώο από ένα μηχανισμό, ο οποίος μπορεί να κάνει τα
πάντα, όπως ένα πραγματικό ζώο.127»
Ποιος
μιλά όμως περί ζώων; Ο άνθρωπος είναι το παν. Τα τέλεια αυτόματα θα
θέσουν σε κάποια στιγμή υπό ερώτημα τα περί ψυχής πράγματα.
Παιχνιδιάρικα, ίσως ειρωνικά, περίπου όπως έγινε με την Second-Life μόδα στο διαδίκτυο, όταν πίστεψαν πως τα άβαταρ μπορούσαν να γίνουν έμβια όντα.
Μια από τις μηχανές, μια αυτόματη γραφομηχανή, του μεγάλου ωρολογοποιού Jaquet-Droz από το Neuchatel, έγραφε όταν είχε όρεξη: «σκέφτομαι, άρα υπάρχω.» Μερικές φορές όμως: «δεν σκέφτομαι, μήπως υπάρχω;»
Ο Hobbes,
ο συγγραφέας του «Λεβιάθαν», είχε διακηρύξει πως ο άνθρωπος είναι
αυτόματο, ώστε να μπορεί το κράτος να καταστεί ένα ανθρώπινο αυτόματο:
«Γιατί τι άλλο είναι η καρδιά παρά ένα ελατήριο, τι άλλο είναι τα νεύρα,
παρά ένας σωρός σκοινιά, και οι αρθρώσεις δεν είναι απλώς τροχοί;»128
Αυτή
η κοσμοθεωρία ήταν ότι πιο κατάλληλο για τις ανάγκες τής εποχής που
αναδυόταν, που χαρακτηριζόταν από την απαίτηση τής οικονομίας για
αποτελεσματικότητα και εκμετάλλευση, και από την πολιτική βούληση για έλεγχο μέσω ενός κεντρικού εγκεφάλου.
Και
η αποστολή των αυτόματων μηχανών ήταν η εξής: να δείξουν πως θα
λειτουργούσε ο άνθρωπος εάν ήταν μηχανή. Η πρόσβαση στο εσωτερικό τού
ανδροειδούς, ήταν πρόσβαση στο εσωτερικό τού ανθρώπου, γιατί όταν οι
άνθρωποι παρατηρούσαν το εσωτερικό τής μηχανής, η μηχανή μετέβαλλε το
εσωτερικό τών κεφαλιών τους. Ο φλογεροπαίκτης και ο τυμπανιστής και η
χορεύτρια, ακόμα και η πάπια ήταν εργοστάσια παραγωγής κοσμοειδώλων.
Οι
άνθρωποι έβλεπαν με ποιο τρόπο θα έπρεπε να βλέπουν τους εαυτούς τους:
ως ένα σύνολο οδοντωτών τροχών, ελατηρίων και υδραυλικών συστημάτων, που
όλα ήταν εξαρτημένα από την κεντρική μηχανική μονάδα. Αν λειτουργούσε η
πάπια, τότε λειτουργούσε και το ανθρώπινο σώμα χωρίς την ψυχή. Δεν είχε
περάσει πολύς καιρός, και στα σαλόνια του Παρισιού έλεγαν, πως το
ελατήριο τους είχε χαλαρώσει και έπρεπε να το κουρδίσουν πάλι. Αν το
σώμα λειτουργούσε έτσι, τότε αυτό ίσχυε και για το κράτος ή την
οικονομία...
Αυτά
τα ανδροειδή ήταν απλώς συστήματα επεξεργασίας πληροφοριών. Αυτή
ακριβώς ήταν η ιδέα που χρειάζονταν οι μονάρχες και οι θεσμοί για να
οργανωθούν. Λίγο αργότερα, όπως αναφέρει ο Michel Foucault 129, ο Friedrich ο β’, είχε μετατρέψει τον στρατό του σε ένα «αυτόματο», με μηχανικές κινήσεις. Ο Ναπολέων, που αγαπούσε τα αυτόματα όπως ο Friedrich,
είχε τελειοποιήσει τα σχολεία, τα νοσοκομεία, την δημόσια υπηρεσία, που
με τον τρόπο αυτό είχαν καταστεί μηχανήματα. Πάνω απ’ όλα όμως είχε
τελειοποιήσει την οικονομία.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Σημειώσεις
122. Simon Schaffer, ‘Enlightened Automata’, σ. 136.123. Simon Schaffer, ‘Enlightened Automata’, σ. 138.
124. Michel Foucault, Discipline and Punish, σ. 136. Quoted in Simon Schaffer, ‘Enlightened Automota’, σ. 140.
125. Simon Schaffer, ‘Enlightened Automata’, σ. 143-4.
126. Minsoo Kang, Sublime Dreams of Living Machines: The Automaton in the European Imagination, σ. 111.
127. Minsoo Kang, Sublime Dreams of Living Machines: The Automaton in the European Imagination, σ. 111.
128. Thomas Hobbes, Leviathan, σ. 7.
129. Michel Foucault, Discipline and Punish, σ. 136. Quoted in Simon Schaffer, ‘Enlightened Automota’, σ. 140.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου