Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα - Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου (15)

Συνέχεια από  Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

Υποκείμενο και νεωτερικότητα 15

Οι Hegel, Nietzsche και Heidegger ερμηνευτές του Καρτέσιου


Του Roberto Morani

3 Ο Χάιντεγκερ, ο Καρτέσιος και το ζήτημα του υποκειμένου

3.3. Ο Καρτέσιος στη δεύτερη φάση της χαϊντεγγεριανής σκέψης

3.3.1. Ego cogito και mathesis universalis στα κείμενα της δεκαετίας του ’30

Πέρα από κάθε συνεχή καί αναλλοίωτη αυτοερμηνεία που ο Χάιντεγκερ πρότεινε εκ των υστέρων σχετικά με τη δική του Denkweg – επίσης για να μη διακυβευτεί η τεράστια απήχηση που είχε στο μεταξύ αποκτήσει το Είναι και Χρόνος μέσα στην φιλοσοφική κοινότητα –, από τη δεκαετία του ’30 και εξής συντελείται στη φιλοσοφία του μια θεμελιώδης ρήξη, η λεγόμενη στροφή (Kehre) (« Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί ένα από τα περισσότερο συζητημένα ζητήματα της χαϊντεγκεριανής βιβλιογραφίας. Για μια πρώτη προσέγγιση, βλ. τη συμβολή του Μαουρίτσιο Φερράρις, Χρονιστορία μιας στροφής, στο Μ. Heidegger, Η στροφή, ιταλ. μτφρ. σε επιμέλεια του Μ. Ferraris, Il melangolo, Γένοβα 1990, σελ. 37-111.»). Αυτή η νέα πορεία, η οποία χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη της υπερβατολογικής θεμελίωσης του Sein und Zeit, σημαδεύεται από τον διάλογο με τη φιλοσοφία του Νίτσε και με τη μεγάλη ποίηση του Χέλντερλιν, δύο συγγραφείς που θα οδηγήσουν τον στοχαστή του Meßkirch να συλλάβει την ιστορία της μεταφυσικής υπό το πρίσμα του μηδενισμού, ως γεγονός της λήθης του Είναι, και να αποδώσει στη γλώσσα έναν ιδρυματικό και οντολογικά αποφασιστικό ρόλο (Για τον καθοριστικό ρόλο που είχε η συνάντηση του Heidegger με τον Hölderlin για την υπέρβαση των θέσεων του Sein und Zeit, ας διαβαστεί το σημαντικό δοκίμιο του Mario Ruggenini, Colloquio della differenza, στο ίδιο, Il discorso dell’altro…, ό.π., σσ. 131-153.).

Όπως και αν πρέπει να εννοηθεί η στροφή – αν δηλαδή προεικονίζεται και αναγγέλλεται ήδη στο Sein und Zeit, ή αν θεμελιώνει ένα ριζικά διαφορετικό και καινοτόμο σημείο θέασης –, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εννοιολογικές μεταβολές που εισάγονται, ανάμεσα στις οποίες η ταύτιση του κόσμου με τη Lichtung des Seins (GA 9, 350/302) και η μετατόπιση της έννοιας της Geschichtlichkeit από την πεπερασμένη ύπαρξη στο Είναι, στον εκάστοτε εποχικά καθορισμένο τρόπο της παροχής του, αντανακλώνται επίσης και στην αντιπαράθεση του Χάιντεγκερ με τον Καρτέσιο (Σύμφωνα με τον F.-W. von Herrmann «η μεταμόρφωση του ουσιώδους καθορισμού της ιστορικότητας συνεπάγεται επίσης μια μεταμόρφωση στην χαϊντεγκεριανή κριτική του Descartes» (F.-W. von Herrmann, Sein und Cogitationes…, ό.π., σ. 237). Ο Leonardo Messinese αναγνωρίζει στη μεταβολή που βρίσκεται σε εξέλιξη μία τελειοποίηση της κριτικής του Heidegger στον Descartes: «Το “Dasein” αποτελεί το “σε-θέαση-του-οποίου” της χαϊντεγκεριανής κριτικής στο καρτεσιανό “cogito”. Όταν όμως ο Heidegger θα υιοθετήσει ένα διαφορετικό “σε-θέαση-του-οποίου” για τη φιλοσοφική του μελέτη, τότε το “cogito” δεν θα κριθεί για την απροσδιοριστία του, για αυτό που του λείπει, αλλά για τον καθορισμό που του προσδίδεται από τον Descartes: τη συγκρότησή του ως θεμελίου του όντος, μέσω του “cogitare”».
Είναι λοιπόν «η ανακάλυψη της ιστορικότητας του καρτεσιανού cogito, δηλαδή η ανακάλυψη της “θέσης” του μέσα στην ιστορία του Είναι, που επιτρέπει να αναδειχθεί κατά τρόπο προσδιορισμένο ο “τρόπος ύπαρξής” του, η οντολογία του. Θα μπορεί επομένως να υποστηριχθεί ότι εκείνο που ονομάσαμε ερμηνευτική της “ιστορίας του είναι” έχει κερδίσει επίσης την απάντηση που αναζητούσε η ερμηνευτική της “οντολογικής καταστροφής” του Essere e tempo» (L. Messinese, Heidegger e la filosofia dell’epoca moderna…, ό.π., σσ. 166 και 185).

Η θέση του Messinese φαίνεται δύσκολα υπερασπίσιμη: 
ήδη στο Sein und Zeit το καρτεσιανό ego κρίνεται για τον «πραγματολογικό» του καθορισμό και όχι για μια καθαρή απροσδιοριστία· ισοπεδώνει τη διαφορά των δύο σταδίων της αντιπαράθεσης με τον Descartes και διαβάζει την πρώτη φάση βάσει της δεύτερης.

Στις δύο φάσεις που αρθρώνεται η χαϊντεγκεριανή κριτική του Descartes, ο Vincenzo Vitiello επισημαίνει μια σύγκλιση ως προς την ανάδειξη τού μη άμεσου χαρακτήρα της αυτο-προφανειότητας του cogito, ένα κοινό συμπέρασμα που αποκτάται μέσω δύο διαφορετικών μεθόδων: στο Sein und Zeit και γενικότερα στην υπαρξιακή αναλυτική, είναι η ερμηνευτική —θα έλεγα: «γενεαλογική»— μέθοδος εκείνη μέσω της οποίας ο Heidegger καταλήγει να δείξει τον μη πρωταρχικό αλλά παράγωγο χαρακτήρα του καρτεσιανού «εγώ»· τη μέθοδο δηλαδή με την οποία μπορεί να ιδωθεί η οντολογική δομή που υποσκάπτει το cogito και που από αυτό, και για αυτό, παραμένει κρυμμένη.
Στο Nietzsche και γενικότερα στη μελέτη για τη Seinsgeschichte, η μέθοδος είναι η «ιστορική», με στόχο κυρίως να παρουσιαστούν τα διάφορα στάδια και οι φιλοσοφικές και πολιτισμικές μεσολαβήσεις που συνέβησαν στον χρόνο και είναι αναγκαίες για την ανάδυση του cogito (V. Vitiello, La crisi del soggetto…, ό.π., σ. 202).

Κατά τη γνώμη μου, ο πραγματικός λόγος της διαφοράς ανάμεσα στις δύο περιόδους δεν είναι μόνο μεθοδολογικός· αγγίζει μάλλον τη συνολική δομή και τον τελικό προσανατολισμό της χαϊντεγκεριανής ερμηνευτικής, η οποία έως το Essere e tempo αποβλέπει τόσο στη λήψη απόστασης όσο και στην επανιδιοποίηση της καρτεσιανής κληρονομιάς, ενώ από τη δεκαετία του ’30 και έπειτα χαρακτηρίζεται από απόρριψη και από διαχωρισμό.

Ο Riccardo De Biase έχει αντιθέτως διαιρέσει την ανάγνωση του Heidegger στον Descartes σε τέσσερις στιγμές: τις φριβούργειες αρχές, τη Lehrtätigkeit του Marburgo, το Essere e tempo, και την περίοδο της Kehre. Πρόκειται για τετραμερή διάκριση που βασίζεται στη διάκριση των φάσεων (οι δύο πρώτες και η τέταρτη) στις οποίες ο Descartes θα υποβιβαζόταν σε πρόδρομο (Husserl, Nietzsche) ή συνεχιστή (η αριστοτελο-σχολαστική κληρονομιά) άλλων φιλοσοφικών ρευμάτων, και του Sein und Zeit, στο οποίο ο Γάλλος φιλόσοφος γίνεται «επιτέλους ληφθείς καθ’ εαυτόν, αναγνωσμένος μόνο για τον ίδιο, για ό,τι πραγματικά υποστήριξε φιλοσοφικά, χωρίς αναθεωρήσεις ή παραμορφωτικούς καθρέφτες, χωρίς να παίρνει φως από την παράλληλη εξέταση του Aristotle, του Thomas d’Aquino, του Leibniz, του Kant, του Husserl ή άλλων» (R. De Biase, L’interpretazione heideggeriana di Descartes…, ό.π., σ. 8).

Η χρήση του κριτηρίου της «ειδικότητας» παρουσιάζει διάφορα μειονεκτήματα: παρερμηνεύει την προσέγγιση προς τους προκατόχους και τους συνεχιστές ως σημάδι έλλειψης ενδιαφέροντος από πλευράς Heidegger, αναγνωρίζοντας σε αυτό έλλειψη αυτονομίας και βάθους της ερμηνείας του· καταλήγει να αποσυνδέει τις παραδόσεις του 1923-24 και του 1925 από το Essere e tempo και να τις εξομοιώνει —παρά την εμφανή θεματική ασυνέχεια— με την περίοδο της Seinsgeschichte.
Παραβλέποντας την θετική επαναπροσέγγιση του Γάλλου φιλοσόφου, την οποία πραγματοποιεί ο Heidegger από το Marburgo έως το Sein und Zeit, ο De Biase παραλείπει τη θεμελιώδη διπλή διάρθρωση της χαϊντεγκεριανής Auslegung: την αρχική της διπλότητα και την τελική της μονομέρεια, δηλαδή την απόδοση στον Descartes του ρόλου του αντιπάλου-και-συμμάχου στον πρώτο ερμηνευτικό κύκλο και τη μείωσή του σε απλό αντίπαλο στον δεύτερο.).

Μια πρώτη μαρτυρία της μεταβολής της στάσης του Heidegger απέναντι στον Descartes μπορεί να εντοπιστεί στο επεισόδιο που αφορά το διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στον Γάλλο φιλόσοφο, το οποίο πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1937, με την ευκαιρία της τριακοσιοστής επετείου του Discours de la méthode. Στο συνέδριο συμμετείχε μια γερμανική αντιπροσωπεία, στην οποία θα έπρεπε να έχει ενταχθεί και ο ίδιος ο Heidegger· εκείνος όμως αρνήθηκε την πρόσκληση για μια σειρά από προσωπικούς και φιλοσοφικούς λόγους. Ένα μήνα και μισό πριν από την έναρξη των εργασιών του συμποσίου, ο Heidegger αποστέλλει στον πρύτανη της Φιλοσοφικής Σχολής του Freiburg μία επιστολή, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1937, στην οποία υποστηρίζει την ανάγκη να ανατεθεί σε μια γερμανική αντιπροσωπεία «ειδικά προετοιμασμένη και αποτελεσματική» το ουσιώδες καθήκον να καταφέρει την επίθεση ενάντια στην «κυρίαρχη αντίληψη περί επιστήμης, εκείνη τη φιλελεύθερο-δημοκρατική» που ενσαρκώνεται από την καρτεσιανή ορθολογιστική σκέψη (GA 16, 345/311). (Για την πλήρη ανασυγκρότηση της υπόθεσης, βλ. GA 16, 345-347/311-313· το Gespräch mit Martin Heidegger στο περιοδικό Der Spiegel, στο συλλογικό τόμο AA.VV., Antwort. Martin Heidegger im Gespräch, επιμ. των G. Neske και E. Kettering, Neske, Pfullingen 1988, σσ. 81-111, ιδίως σ. 94 (ιταλ. μτφρ. Il colloquio di “Der Spiegel” con Martin Heidegger, στο AA.VV., Risposta. A colloquio con Heidegger, επιμ. C. Tatasciore, Guida, Napoli 1992, σσ. 107-137, ιδίως σ. 119)·
ο τόμος του V. Farias, Heidegger et le nazisme, Verdier, Paris 1987, ιδίως σσ. 306-312 (ιταλ. μτφρ. Heidegger e il nazismo, επιμ. M. Marchetti, Bollati Boringhieri, Torino 1988, ιδίως σσ. 273-279)·
το έργο του R. Safranski, Ein Meister aus Deutschland. Heidegger und seine Zeit [1994], Fischer, Frankfurt a.M. 2001, ιδίως σσ. 360-362 (ιταλ. μτφρ. Heidegger e il suo tempo, επιμ. M. Bonola, Longanesi, Milano 1996, ιδίως σσ. 390-393).)

Απομακρυσμένος πλέον από το να αποτελεί τον πολύτιμο πόρο που επέτρεψε στην θεμελιώδη οντολογία να αντλήσει τα υπαρξιακά του Sich-mit-haben (να έχεις τον εαυτό σου μαζί), του In-der-Welt-sein(εν τω κόσμω Είναι), του Sein zum Tode (Είναι προς θάνατον) και της Jemeinigkeit, ο Descartes προβάλλει τώρα στα μάτια του Heidegger της δεκαετίας του ’30 ως σύμβολο της κυρίαρχης αντικειμενοποιητικής και υπολογιστικής σκέψης της σύγχρονης επιστήμης· μιας σκέψης εναντίον της οποίας θα έπρεπε να κινητοποιηθεί μια εθνική αντιπροσωπεία ικανή να εκπροσωπήσει τις αξιώσεις της αυθεντικής και υψηλότερης γερμανικής σκέψης. Ότι η εκτίμηση του Γάλλου φιλοσόφου έχει αλλάξει πλήρως μαρτυρείται επίσης από το γεγονός ότι ο καθηγητής Hans Heyse, ορισμένος ως επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο, είχε αποφασίσει να συμπεριλάβει τον Heidegger στον κατάλογο των συμμετεχόντων ακριβώς με την ιδιότητα του «κριτικού του Descartes» (Παραθέτω από τον V. Farias, Heidegger et le nazisme, ό.π., σ. 309· ιταλ. μτφρ. Heidegger e il nazismo.).

Είναι στην ομιλία που δόθηκε στο Freiburg στις 9 Ιουνίου 1938, με τίτλο Die Begründung des neuzeitlichen Weltbildes durch die Metaphysik, πιθανώς αρχικά προορισμένη για το παρισινό συνέδριο του προηγούμενου έτους, που ο Heidegger δημοσιοποιεί την αντίθεσή του προς τον Descartes. Ωστόσο, η φήμη του ως κριτικού του Γάλλου φιλοσόφου ανάγεται σε δύο προηγούμενες φριβούργειες Διαλέξεις: η πρώτη, του θερινού εξαμήνου 1933, φέρει τον τίτλο Die Grundfrage der Philosophie (Το θεμελιώδες ερώτημα της Φιλοσοφίας) και δημοσιεύθηκε πρόσφατα ως πρώτο μέρος του τόμου 36/37 της Gesamtausgabe· η δεύτερη, του χειμερινού εξαμήνου 1935-36, παρουσιάστηκε ως Grundfragen der Metaphysik (Θεμελιώδη ερωτήματα της Μεταφυσικής) και δημοσιεύθηκε αργότερα, το 1962, με τον τίτλο Die Frage nach dem Ding (Το περί του πράγματος ερώτημα).

Πριν εξεταστεί η καταληκτική και αποφασιστική φάση της αντιπαράθεσης με τον Descartes, που εκπροσωπείται από τα κείμενα Die Zeit des Weltbildes (Η εποχή της κοσμοθεωρίας) και Der europäische Nihilismus (Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός), είναι αναγκαίο να αναλυθούν αυτά τα δύο πανεπιστημιακά μαθήματα, ιδιαίτερα το δεύτερο, διότι σε αυτά αρχίζουν να εμφανίζονται ορισμένες σημαντικές ερμηνευτικές καινοτομίες που σηματοδοτούν μια ουσιώδη τομή σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο ο Heidegger, έως το Sein und Zeit, είχε σχετιστεί με την καρτεσιανή κληρονομιά.

Στο κείμενο La questione della cosa ο Heidegger διερωτάται για την ιστορική συνθήκη της ωρίμανσης και της εμφάνισης ενός έργου όπως η Η κριτική του καθαρού λόγου, ανακαλύπτοντας τον τελικό λόγο της στο προτσές επιβολής της νεότερης επιστήμης της φύσης, μέσα στο οποίο η mathesis επιβλήθηκε σταδιακά και ακαταμάχητα ως ο προνομιακός και κυρίαρχος τρόπος κατανόησης του όντος.

Για να αποκαλύψει τον μαθηματικό χαρακτήρα (das Mathematische) στη σημασία του ως θεμελιώδες οντολογικό σχέδιο —και για να μη συγχέεται με τα μαθηματικά ως συγκεκριμένη επιστήμη (Αφού παραθέτει τη διατύπωση του I. Kant ότι «σε κάθε ιδιαίτερη θεωρία της φύσης είναι δυνατόν να βρει κανείς τόση αυθεντική επιστήμη, όση μαθηματική περιέχεται σε αυτήν» (Metaphysische Anfangsgründe der Naturwissenschaft, στο Kants Werke, ό.π., Bd. IV, σσ. 467-565, στη σ. 470· ιταλ. μτφρ. Primi principi metafisici della scienza della natura, επιμ. L. Galvani, Cappelli, Bologna 1959, σ. 12), ο Heidegger διερωτάται για τη σημασία των όρων Mathematik και mathematisch, παρατηρώντας ότι τα μαθηματικά αποτελούν «μόνο μια ιδιαίτερη παράγωγη μορφή του “μαθηματικού” χαρακτήρα» (FD, 52/99).)— ο Heidegger εξετάζει τις αιτίες της νεωτερικότητας της moderne Naturwissenschaft σε σχέση με την αρχαιο-μεσαιωνική επιστήμη, εντοπίζοντάς τες στην απαίτηση για αυστηρά μαθηματική γνώση και όχι στο άμεσο παρουσιαστικό της ως επιστήμης των γεγονότων, πειραματικής, προχωρούσας μέσω υπολογισμών και μετρήσεων· χαρακτηριστικά τα οποία, αντίθετα, ανήκουν στα στοιχεία της συνέχειας.
«Der neue Wissensanspruch ist der mathematische»
(FD, 52).

Μένει όμως ακόμη να δοθεί απάντηση στο ερώτημα που αφορά την ουσία της mathesis. Αξιοποιώντας την παλαιά ελληνική έννοια, σύμφωνα με την οποία αυτή σημαίνει μάθηση (FD, 54/100), δηλαδή έναν συγκεκριμένο τρόπο πρόσληψης και διάθεσης των πραγμάτων, ο Heidegger αναγνωρίζει στη mathesis εκείνη τη γνώση που αποφασίζει εκ των προτέρων πώς θα θεωρηθούν τα πράγματα, προβάλλοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση κάθε δυνατής φανέρωσής τους: Η mathesis [das Mathematische] είναι ο ορίζοντας της φανέρωσης των πραγμάτων, μέσα στον οποίο πάντοτε κινούμαστε όταν αποκτούμε εμπειρία των πραγμάτων ως τέτοιων. Η mathesis είναι εκείνη η θεμελιώδης προοπτική με βάση την οποία προδιαγράφουμε τα πράγματα σύμφωνα με αυτό για το οποίο μάς είναι ήδη δοσμένα, και για το οποίο μπορούν και οφείλουν να μας είναι δοσμένα. Η mathesis είναι επομένως η θεμελιώδης προϋπόθεση της γνώσης των πραγμάτων. (FD, 58/105)

Για να καταδείξει τη διαπεραστική δύναμη του μαθηματικού χαρακτήρα στην επιβολή της νεότερης επιστήμης, ο Heidegger αναφέρεται στον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο ο Αριστοτέλης και ο Newton συλλαμβάνουν τη φύση.
Καθότι και για τους δύο η μέθοδος της έρευνας, στηριζόμενη στην αυστηρή εξέταση των φαινομένων, δεν μπορεί παρά να είναι επαγωγική, η διαφορά δεν αφορά τον τρόπο της διαδικασίας τους, αλλά παραμένει σε αυτό που εννοούν και λαμβάνουν ως “γεγονός”, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο το ερμηνεύουν.

Ότι το διαφορετικό ελληνικό και νεότερο εννοιολογικό πλαίσιο συνεπάγεται τη διαφοροποίηση των δογμάτων του Αριστοτέλη και του Newton το αποδεικνύει με σαφήνεια το φαινόμενο της κίνησης: ενώ ο Σταγειρίτης αναγνωρίζει στη φύση του εκάστοτε σώματος τη δική του dynamis, από την οποία εξαρτώνται τόσο το είδος της κίνησης όσο και η σχέση της με τον τόπο, σύμφωνα με τον Άγγλο επιστήμονα, όπως διατυπώνει ο ίδιος στον νόμο της διατήρησης, «κάθε σώμα παραμένει στην κατάσταση της ηρεμίας ή της ομοιόμορφης ευθύγραμμης κίνησής του, αν και εφόσον δεν εξαναγκάζεται από επιβαλλόμενες δυνάμεις να μεταβάλει την κατάστασή του» (FD, 60/107).

Από την ύπαρξη δύο ριζικά διαφορετικών αναγνώσεων ενός και του αυτού γεγονότος αναδύεται ο κεντρικός ρόλος που, στην εμπειρία και στη γνώση των πραγμάτων, ανήκει στη σχεδιαστική σκέψη (anschauende/entwerfende Denken): είναι ο θεωρητικός ορίζοντας μέσα στον οποίο εγγράφονται εκ των προτέρων τα γεγονότα, καθορίζοντας μια διαφορετική φανέρωση του όντος και προκαλώντας μια διαφορετική ερμηνεία του.

Για να αποδειχθεί ότι οι αποκλίσεις ανάμεσα στην αρχαία και τη νεότερη επιστήμη δεν προέρχονται από τον αντίστοιχο βαθμό “ρεαλισμού”, αλλά από τη διαφορετική εννοιολογική γραμματική που υιοθετείται για να βιωθούν και να κατανοηθούν τα συμβάντα, αρκεί η περίφημη νευτώνεια διατύπωση: corpus omne, quod a viribus impressis non cogitur, uniformiter in directum movetur.( Κάθε σώμα, το οποίο δεν εξαναγκάζεται από ασκούμενες δυνάμεις, κινείται ομοιόμορφα και ευθύγραμμα.)

Πού, σε ποιο τόπο — διερωτάται ο Heidegger — είναι δυνατόν να αποκτήσει κανείς εμπειρία ενός τέτοιου σώματος αφεμένου στον εαυτό του;
Ένα τέτοιο σώμα δεν υπάρχει. Ούτε υπάρχει κάποιο πείραμα που να μπορεί ποτέ να μας προσφέρει την διαισθητική παράσταση ενός τέτοιου σώματος.
Αλλά η νεότερη επιστήμη, σε αντίθεση με τις καθαρά διαλεκτικές εννοιολογικές κατασκευές της Σχολαστικής και της μεσαιωνικής επιστήμης, οφείλει να θεμελιώνεται στην εμπειρία. Και ωστόσο, στην κορυφή της νεότερης επιστήμης υπάρχει μια αρχή που μιλά για ένα πράγμα που δεν υπάρχει, που προϋποθέτει μια παράσταση του θεμελίου των πραγμάτων που αντιφάσκει με τη συνήθη παράσταση.


Επάνω σε αυτήν την αξίωση στηρίζεται η mathesis, δηλαδή η ανάληψη από το ίδιο το πράγμα ενός καθορισμού, ο οποίος δεν αντλείται από την εμπειρία του πράγματος, αλλά που εντούτοις βρίσκεται στη βάση όλων των καθορισμών των πραγμάτων, τους καθιστά δυνατούς και τους αφήνει να είναι.
Μια τέτοια σύλληψη του θεμελίου των πραγμάτων δεν είναι καθ’ εαυτήν αυτονόητη.
Για τον λόγο αυτό έπρεπε να αγωνιστεί επί μακρόν για να επιβληθεί· έπρεπε να μεταβληθεί ο τρόπος του σχετίζεσθαι προς τα πράγματα, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα έναν νέο τρόπο σκέψης
(FD, 69/117).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: