Συνέχεια από : Παρασκευή, 29 Ιουλίου 2011
Δεν μας ενδιαφέρει αν αυτά τα αποτελέσματα, φυσικά ή θαυματουργικά, προκλήθηκαν στην πραγματικότητα, αλλά το γεγονός ότι αναρίθμητοι άνθρωποι τα πίστεψαν σαν αληθινά. Αυτό είναι από μόνο του ψυχολογική μαρτυρία, που δείχνει μια βαθειά ριζωμένη στον άνθρωπο πεποίθηση ότι η αρμονία με τον Θεό ή το Ταυτό έχει επίδραση στο περιβάλλον.
Το ίδιο ισχύει για την πλατειά διαδεδομένη πίστη ότι οι μάγισσες μπορούν να προκαλέσουν καταιγίδες. Πάντοτε υποτίθεται ότι το κάνουν αυτό σε συνεργασία με τον διάβολο ή κάποιον δαίμονα· δηλαδή, με μια δύναμη αταξίας. Σύμφωνα με τις διηγήσεις, έβγαιναν από τον εαυτό τους, προκαλούσαν μιαν αταξία, σαν την κακή διάθεση για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως (Σ.τ.Μ.: του ανθρώπου που ξυπνάει άσχημα) και προκαλούσαν έτσι την κακοκαιρία, με μια πορεία ακριβώς αντίθετη από αυτήν του βροχοποιού του Kiau tchou.
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung
της Barbara HANNAH
μετάφραση: Bιργινία Μόσχου
Μπορεί κανείς να δη αυτά τα αποτελέσματα πολύ καθαρά στις δύο αντίθετες μεταξύ τους ενέργειες της προσευχής και της μαύρης μαγείας. Οι μυστικοί κατεύθυναν όλες τις προσπάθειές τους στο να επιτύχουν την ένωση με τον Θεό, ή, όπως θα μπορούσαμε αλλοιώς να το εκφράσουμε, στο να μπουν μέσα στον εαυτό τους, μέχρι που το εγώ να αντικατασταθή από το Ταυτό ως έναν μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες για την επίδραση – που την περιγράφουν ακόμη και ως θαυματουργική – που σύμφωνα με επανειλημμένες διαβεβαιώσεις είχαν οι μυστικοί επάνω στο περιβάλλον τους. Η Αγία Γερτρούδη, η ηγουμένη των Βενεδικτίνων, για παράδειγμα, λέγεται ότι μπορούσε να επηρεάση τον καιρό.(Σημ: «Η ζωή και οι αποκαλύψεις της Αγίας Γερτρούδης», Λονδίνο, Burns and Yates, 1870). Υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες σχετικά με την ικανότητά της τα αποτρέπη το χαλάζι με την προσευχή της, να προκαλή τη διακοπή μιας τρομερής παγωνιάς, να σώζη τη συγκομιδή που ήταν έτοιμη για θερισμό την τελευταία στιγμή από μια καταιγίδα, και ούτω καθεξής. Είναι ενδιαφέρον το ότι στις προσευχές της που έχουν καταγραφή τονίζει ότι δεν θέλει να επιβάλη την εγωϊκή της θέληση στον Κύριο, αλλά επιθυμεί να τραβήξη την προσοχή του σε αυτά που συμβαίνουν! Δηλαδή, προσπαθεί να επιτύχη μια τέλεια αρμονία ανάμεσα στον εαυτό της και στον Θεό, η οποία δεν θα διαταραχθή, ανεξάρτητα εάν Αυτός απαντήση στις προσευχές της ή τις απορρίψη.
Δεν μας ενδιαφέρει αν αυτά τα αποτελέσματα, φυσικά ή θαυματουργικά, προκλήθηκαν στην πραγματικότητα, αλλά το γεγονός ότι αναρίθμητοι άνθρωποι τα πίστεψαν σαν αληθινά. Αυτό είναι από μόνο του ψυχολογική μαρτυρία, που δείχνει μια βαθειά ριζωμένη στον άνθρωπο πεποίθηση ότι η αρμονία με τον Θεό ή το Ταυτό έχει επίδραση στο περιβάλλον.
Το ίδιο ισχύει για την πλατειά διαδεδομένη πίστη ότι οι μάγισσες μπορούν να προκαλέσουν καταιγίδες. Πάντοτε υποτίθεται ότι το κάνουν αυτό σε συνεργασία με τον διάβολο ή κάποιον δαίμονα· δηλαδή, με μια δύναμη αταξίας. Σύμφωνα με τις διηγήσεις, έβγαιναν από τον εαυτό τους, προκαλούσαν μιαν αταξία, σαν την κακή διάθεση για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως (Σ.τ.Μ.: του ανθρώπου που ξυπνάει άσχημα) και προκαλούσαν έτσι την κακοκαιρία, με μια πορεία ακριβώς αντίθετη από αυτήν του βροχοποιού του Kiau tchou.
Το αν η κατάσταση ενός ανθρώπου μπορεί στην πραγματικότητα να επηρεάση τον καιρό δεν μας ενδιαφέρει, επειδή είναι αδύνατον να το αποδείξουμε, θετικά ή αρνητικά (C. G. Jung «Ψυχολογία και Θρησκεία: Δύση και Ανατολή», Τόμος ΙΙ, δεύτερη έκδοση, Άπαντα Princeton : Princeton University Press, 1969, παρ. 4). Έδωσα αυτά τα παραδείγματα απλώς επειδή διαμορφώνουν ακραίες και ορατές καταστάσεις, που έχουν γίνει αντικείμενο πίστης από την «κοινή γνώμη» σε όλες τις εποχές και τους τόπους, των επιδράσεων που προκαλούνται από μιαν αρμονική ή διαταραγμένη σχέση του ανθρώπου με το ασυνείδητό του. Είναι φανερό ότι και η μ υ σ τ ι κ ή έ ν ω σ η της αγίας με τον Θεό και η συμμαχία της μάγισσας με τον διάβολο έχουν υπερβολικά μονόπλευρο χαρακτήρα: η μια πιστεύει σε έναν θεό αποκλειστικά δίκαιο και απορρίπτει το κακό λίγο-πολύ σαν έ λ λ ε ι ψ η τ ο υ κ α λ ο ύ, και η άλλη πιστεύει ότι ο διάβολος, ο κύριος αυτού του κόσμου, είναι ο πιο ισχυρός από τους δύο, και επομένως πηγαίνει με το μέρος του, ελπίζοντας να κερδίση όσο το δυνατό περισσότερα από αυτόν, για να το πούμε έτσι. Το έργο μας λοιπόν της συνδιαλλαγής με το ασυνείδητο είναι πολύ πιο δύσκολο από ό,τι δείχνουν τα προηγούμενα παραδείγματα. Είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε και τις δύο πλευρές συγχρόνως, γεγονός που είναι χαρακτηριστικό για το πρόβλημα της εποχής μας.
Και η προσευχή και η θεωρία του μυστικού, από τη μια πλευρά, και η συμφωνία της μάγισσας με τον διάβολο, από την άλλη, συνδέονται στενά με την ενεργητική φαντασία. Δηλαδή, και οι δύο εκδηλώσεις αντιπροσωπεύουν μιαν ε ν ε ρ γ η τ ι κ ή προσπάθεια συνδιαλλαγής με μιαν αόρατη δύναμη εξερεύνησης της άγνωστης χώρας του ασυνειδήτου. Η αιτία που το αποτέλεσμα που φέρνει ο μυστικός είναι πιο ευνοϊκό από αυτό της μάγισσας μπορεί να εξηγηθή ψυχολογικά από το γεγονός ότι ο μυστικός προσπαθεί να εγκαταλείψη όλες τις εγωϊκές απαιτήσεις, ενώ η μάγισσα προσπαθεί να χρησιμοποιήση τις δυνάμεις του ασυνειδήτου για τους σκοπούς τού εγώ. Με άλλα λόγια, ο μυστικός προσπαθεί να θυσιάση το μονόπλευρο εγώ για χάρη του όλου, ενώ η μάγισσα προσπαθεί να χρησιμοποιήση τις δυνάμεις που ανήκουν στην ολότητα για χάρη του μερικού – του περιορισμένου συνειδητού εγώ.
Όπως αναφέραμε πιο πριν, όλοι έχουμε εμπειρία του γεγονότος ότι οι συνειδητές μας προθέσεις διασταυρώνονται συνεχώς με άγνωστους – ή σχετικά άγνωστους αντιπάλους, που βρίσκονται στο ασυνείδητο. Ίσως ο πιο απλός ορισμός της ενεργητικής φαντασίας είναι να πούμε ότι μας δίνει την ευκαιρία να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις και, με τον καιρό, να έρθουμε σε συμφωνία με αυτές τις δυνάμεις ή μορφές του ασυνειδήτου. Από αυτήν την άποψη διαφέρει από το όνειρο, επειδή δεν ελέγχουμε οι ίδιοι τη συμπεριφορά μας στο τελευταίο. Φυσικά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων στην εφαρμογή της ψυχανάλυσης, τα όνειρα επαρκούν για να αποκαταστήσουν την ισορροπία ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις (αλλά θα ασχοληθούμε με αυτό το σημείο λεπτομερώς αργότερα) απαιτείται κάτι περισσότερο. Αλλά, πριν προχωρήσουμε, θα δώσω μια σύντομη περιγραφή των πρακτικών μεθόδων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ενεργητική φαντασία.
Το πρώτο πράγμα είναι να είναι κανείς μόνος, και όσο το δυνατόν πιο ελεύθερος από οτιδήποτε θα μπορούσε να τον ενοχλήση. Έπειτα πρέπει να καθήση κάτω και να συγκεντρωθή στο να βλέπη ή να ακούη ο,τιδήποτε ανεβαίνει από το ασυνείδητο. Όταν αυτό επιτευχθή, και συχνά είναι κάθε άλλο παρά εύκολο, η εικόνα πρέπει να εμποδισθή από το να βυθισθή πάλι μέσα στο ασυνείδητο, με το να ζωγραφίσουμε, να σχεδιάσουμε ή να καταγράψουμε ό,τι είδαμε ή ακούσαμε. Μερικές φορές είναι δυνατόν να το εκφράσουμε καλύτερα με την κίνηση ή τον χορό. Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να έρθουν άμεσα σε επαφή με το ασυνείδητο. Μια έμμεση προσέγγιση, που συχνά αποκαλύπτει το ασυνείδητο με ιδιαίτερη επιτυχία, είναι να γράφη κανείς ιστορίες, φαινομενικά για άλλους ανθρώπους. Τέτοιες ιστορίες κατά κανόνα αποκαλύπτουν τις πτυχές της ψυχής αυτού που τις γράφει, οι οποίες του είναι τελείως ασυνείδητες. Θα δούμε ένα θαυμάσιο παράδειγμα αυτής της προσέγγισης στο τρίτο κεφάλαιο («Η περίπτωση της Sylvia»).
Σε κάθε περίπτωση ο στόχος είναι να έρθουμε σε επαφή με το ασυνείδητο, και αυτό προϋποθέτει να του δώσουμε μ ι α ν ε υ κ α ι ρ ί α ν α ε κ φ ρ α σ θ ή με τον ένα ή τον άλλον τρόπο (ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει ότι το ασυνείδητο έχει τη δική του ζωή, δεν θα έπρεπε κάν να επιχειρήση αυτήν τη μέθοδο). Για να δώσουμε αυτήν την ευκαιρία στο ασυνείδητο είναι σχεδόν πάντοτε απαραίτητο να ξεπεράσουμε μια μεγαλύτερου ή μικρότερου βαθμού «κράμπα της συνείδησης» και να επιτρέψουμε στις φανταστικές εικόνες, που πάντοτε είναι λίγο ή πολύ παρούσες στο ασυνείδητο, να έρθουν στη συνείδηση. (Ο Jung κάποτε μου είπε πως είχε τη γνώμη ότι το όνειρο υπάρχει συνεχώς μέσα στο ασυνείδητο, αλλά συνήθως χρειάζεται ο ύπνος και η τέλεια απόσπαση της προσοχής από τα εξωτερικά πράγματα, για να μπορέση να καταγραφή κάπως στη συνείδηση). Μπορούμε να πούμε σαν γενικό κανόνα ότι το πρώτο βήμα στην ενεργητική φαντασία είναι να μάθουμε, ας πούμε, να βλέπουμε ή να ακούμε το όνειρο ενώ είμαστε ξύπνιοι.
Ο Jung γράφει στα σχόλιά του στο «Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού»:
«Κάθε φορά που πρόκειται να έρθη στην επιφάνεια φανταστικό υλικό, η ενέργεια της συνείδησης πρέπει να σταματήση».
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά στην αρχή. Συνήθως συνίστανται από λεπτούς ιστούς φαντασίας, που δεν δίνουν σαφείς ενδείξεις για την προέλευση ή τον σκοπό τους. Επίσης ο δρόμος για να προσεγγίσουμε τη φαντασία διαφέρει από άτομο σε άτομο. Για πολλούς ανθρώπους είναι ευκολότερο να καταγράψουν τις φανταστικές εικόνες∙ άλλοι τις οπτικοποιούν, και άλλοι πάλι τις σχεδιάζουν ή τις ζωγραφίζουν με ή χωρίς οπτική παράστασή τους. Εάν υπάρχει σε υψηλό βαθμό η «κράμπα της συνείδησης», συχνά μόνον τα χέρια έχουν τη δυνατότητα της φαντασίας∙ πλάθουν ή ζωγραφίζουν μορφές, που μερικές φορές είναι τελείως ξένες με τη συνειδητή μας σκέψη.
Αυτές οι ασκήσεις πρέπει να συνεχισθούν μέχρι η «κράμπα της συνείδησης» να χαλαρώση, με άλλα λόγια, μέχρι να μπορέση κανείς να αφήση τα πράγματα να συμβαίνουν ελεύθερα, πράγμα που είναι ο επόμενος στόχος της άσκησης. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια καινούργια στάση, μια στάση που αποδέχεται το μη λογικό και το ακατανόητο, απλώς και μόνον επειδή συμβαίνουν. Αυτή η στάση θα ισοδυναμούσε με δηλητήριο για κάποιον που έχει ήδη κατακλυσθή από τα πράγματα που του συμβαίνουν, αλλά έχει μέγιστη αξία για κάποιον που ξεχωρίζει, ανάμεσα στα πράγματα που του συμβαίνουν, μόνον αυτά που είναι αποδεκτά από τη συνειδητή του κρίση, και έτσι σταδιακά οδηγείται έξω από το ρεύμα της ζωής, μέσα σε «στάσιμα νερά» (C. G. Jung: «Αλχημιστικές μελέτες», τόμος 13, ΄Απαντα. Princeton : Princeton University Press, 1968, παρ. 21-23.)
Σε άλλα χωρία ο Jung περιλαμβάνει την κίνηση και τη μουσική ανάμεσα στους τρόπους, με τους οποίους είναι δυνατόν να πλησιάση κανείς αυτές τις φανταστικές εικόνες. Παρατηρεί ότι με την κίνηση – παρ’ όλο που μερικές φορές δίνει μέγιστη βοήθεια στο να λυθή η κράμπα της συνείδησης – η δυσκολία βρίσκεται στην καταγραφή των ίδιων των κινήσεων και είναι εκπληκτικό, εάν δεν υπάρχη κάποιο εξωτερικό μέσο για τη συγκράτησή τους, πόσο γρήγορα τα πράγματα που προέρχονται από το ασυνείδητο εξαφανίζονται και πάλι από τη συνειδητή σκέψη.
Ο Jung συνιστά την επανάληψη των κινήσεων που χαλαρώνουν τη συνείδηση μέχρι που να σταθεροποιηθούν πραγματικά μέσα στη μνήμη, και θα ήταν καλό, ακόμη και τότε, σύμφωνα με την εμπειρία μου, να ζωγραφίσουμε το σχήμα που έγινε με τον χορό ή την κίνηση, ή να γράψουμε λίγες λέξεις περιγραφής, για να το εμποδίσουμε να χαθή εντελώς μέσα σε λίγες μέρες.
Στο ίδιο σχόλιο λέει ο Jung σχετικά με του ψυχολογικούς τύπους:
«Ένας άνθρωπος θα πάρη τώρα κυρίως αυτό που έρχεται σ’ αυτόν από τον εξωτερικό κόσμο, και ο άλλος αυτό που έρχεται από τον εσωτερικό. Επιπλέον, ο νόμος της ζωής απαιτεί αυτά που παίρνουν οι άνθρωποι από τον εξωτερικό ή τον εσωτερικό κόσμο να είναι ακριβώς τα πράγματα που στο παρελθόν συνεχώς τα απέρριπταν. Αυτή η αντιστροφή της φύσεως κάποιου ανθρώπου φέρνει μια διεύρυνση, μιαν εξύψωση και έναν εμπλουτισμό της προσωπικότητας, εάν οι προηγούμενες αξίες διατηρηθούν κατά τη διάρκεια της αλλαγής – με την προϋπόθεση ότι αυτές οι αξίες δεν είναι απλές ψευδαισθήσεις. Εάν δεν τις κρατήσει γερά, το άτομο μπορεί να παρασυρθή πολύ μακριά στην απέναντι πλευρά, γλυστρώντας από αυτό που του ταιριάζει σε αυτό που δεν του ταιριάζει, από την προσαρμογή στην απροσαρμοστικότητα, και ακόμη και από τη λογικότητα στην τρέλλα. Αυτός ο δρόμος δεν είναι χωρίς κινδύνους. Οτιδήποτε καλό κοστίζει, και η ανάπτυξη της προσωπικότητας είναι ένα από τα πιο ακριβά πράγματα που υπάρχουν. Πρόκειται για την αποδοχή από εμάς του εαυτού μας, για την ενασχόληση με τον εαυτό μας σαν την πιο σοβαρή εργασία μας, για τη συνειδητοποίηση οποιασδήποτε πράξης μας, και τη διατήρησή της συνεχώς μπροστά στα μάτια μας σε όλες τις διφορούμενες όψεις της – αληθινά είναι ένα έργο που απαιτεί όλες μας τις δυνάμεις στον ύψιστο βαθμό» (Αυτόθι, παρ.24).
Χρειάζεται, κατά κανόνα, πολύς καιρός – συνήθως πολλά χρόνια – για να ενωθούν οι δύο όψεις της προσωπικότητας, που αντιπροσωπεύονται από το συνειδητό και το ασυνείδητο, μέσα στο Ταό. Παρ’ όλο που, όπως αναφέραμε πιο πριν, αυτό μπορεί να ηχή με εξωτικό τρόπο στα αυτιά ενός δυτικού ανθρώπου, είναι στ’ αλήθεια ο πιο επιβεβαιωμένος από τα πράγματα λόγος. Αναφορικά με αυτό ο Jung λέει:
«Είναι χαρακτηριστικό για τη δυτική σκέψη το ότι δεν έχει λέξη για το Ταό. Το κινέζικο ιδεόγραμμα αποτελείται από το σημείο του κεφαλιού και το σημείο που παριστάνει το ρήμα «πηγαίνω». Ο Wilhelm μεταφράζει το Ταό με τη (γερμανική…) λέξη Sinn («νόημα»). Άλλοι το μεταφράζουν σαν «δρόμο», «πρόνοια», ή ακόμη και σαν «θεό», όπως κάνουν οι Ιησουίτες. Αυτό δείχνει ζωντανά τη δυσκολία μας. Το «κεφάλι» μπορεί να θεωρηθή σαν η συνειδητότητα, και το «πηγαίνω» σαν πορεία σε έναν δρόμο, και η γενική ιδέα θα μπορούσε τότε να είναι: το να πορεύεται κανείς συνειδητά, ή η συνειδητή πορεία» (Αυτόθι, παρ. 28).
Υπάρχει και μια άλλη τεχνική για να έρθη κανείς σε επαφή με το ασυνείδητο μέσω της ενεργητικής φαντασίας, που κάποτε την έβρισκα βοηθητική στον ύψιστο βαθμό: συζητήσεις με τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου π ο υ ε μ φ α ν ί ζ ο ν τ α ι π ρ ο σ ω π ο π ο ι η μ έ ν α. Ο Jung συνήθιζε να λέη ότι. κατά κανόνα, αυτό είναι ένα περισσότερο προχωρημένο στάδιο στην ενεργητική φαντασία, και εγώ δεν είχα συνηδειτοποιήσει καν τη δυνατότητα αυτής της μεθόδου μέχρι τη στιγμή που συνεργάσθηκα με τον ίδιον τον Jung. Πράγματι, το συστήνει στα «Δύο δοκίμια» (C.G.Jung: «Δύο δοκίμια επάνω στην αναλυτική ψυχολογία», τόμος 7, Άπαντα, 2η έκδοση. Princeton , Princeton University Press, 1066, παρ. 322 κ.ε.), και αυτοί που έχουν διαβάσει το κεφάλαιο για την «Αντιμετώπιση του ασυνειδήτου» στις «Αναμνήσεις» (Jung «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα») θα θυμούνται ότι ο ίδιος επιδόθηκε στην εφαρμογή αυτής της τεχνικής νωρίς, αν και όχι στην αρχή των πειραμάτων του επάνω σε αυτήν τη μέθοδο.
Όσοι έχουν ήδη διαβάσει το «Anna Marjula»: Η θεραπευτική επίδραση της ενεργητικής φαντασίας σε μιαν ειδική περίπτωση νεύρωσης» - το πρώτο μέρος του έργου αναδημοσιεύεται στο παρόν σύγγραμμα (Κεφάλαιο 7) – θα θυμούνται ότι τελικά αυτή η γυναίκα χρησιμοποίησε αυτήν τη μέθοδο σχεδόν αποκλειστικά, αν και χρησιμοποίησε επίσης και την ζωγραφική – την οπτική μέθοδο σε αντιπαράθεση με την ακουστική – για πολλά χρόνια στην πρώιμη περίοδο της ζωής της, και συνδύαζε, πολλές φορές, τις δύο μεθόδους με μεγάλη επιτυχία.
Είναι, φυσικά, πολύ σημαντικό να ξέρη κανείς με π ο ι ό ν μιλάει, και να μην παίρνη κάθε φωνή σαν φορέα λόγων εμπνευσμένων από το Άγιο Πνεύμα! Με την οπτικοποίηση αυτό είναι σχετικά εύκολο, όπως μπορεί να δη κανείς στην περίπτωση του Edward (Κεφάλαιο 2). Αυτός φαίνεται πως δεν είχε δυσκολίες στο να γνωρίζη ποιος του μιλάει, επειδή πάντοτε βλέπει, και συνήθως περιγράφει την εικόνα πριν της μιλήσει, με εξαίρεση την εικόνα που ονομάζει «ο διάβολος». Αλλά αυτό είναι επίσης δυνατόν και όταν δεν υπάρχει οπτικοποίηση, επειδή μαθαίνει κανείς να προσδιορίζη τις φωνές, ή τον τρόπο ομιλίας, έτσι ώστε να μην αναγκασθή ποτέ να κάνη λάθος. Η Anna Marjula συχνά δεν είχε καμμιάν απολύτως οπτική εικόνα, αλλά έμαθε να είναι βέβαιη για το ποιος μιλούσε. Επιπλέον, αυτές οι εικόνες είναι πολύ παράδοξες: έχουν θετικές και αρνητικές όψεις, και η μια συχνά διακόπτει την άλλη. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί κανείς να κρίνη καλύτερα με βάση αυτά που λέγονται. Και πρέπει κανείς πάντοτε να θυμάται ότι είναι πολύ λανθασμένο να προσκολλάται στη θετική πλευρά και να υποτιμάη τη σημασία της αρνητικής. Σχετικά με αυτό λέει στις «Τελευταίες σκέψεις» του ο Jung:
«Πρέπει να προσέξουμε να μη σκεπτόμαστε το καλό και το κακό σαν δύο τελείως αντίθετα στοιχεία. Το κριτήριο της ηθικής πράξης δεν μπορεί πλέον να συνίσταται στην απλοϊκή άποψη ότι το καλό έχει την ισχύ μιας κατηγορικής προσταγής, ενώ το ονομαζόμενο κακό μπορεί με αποφασιστικό τρόπο να αποφευχθή. Η αναγνώριση της πραγματικότητας του κακού κατ’ ανάγκην σχετικοποιεί το καλό, όπως και το κακό επίσης, μετατρέποντας και τα δύο σε μισά ενός παράδοξου όλου.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι το καλό και το κακό δεν είναι πια τόσο φανερά από μόνα τους. Πρέπει να συειδητοποιήσουμε ότι το κάθε ένα από τα δύο αντιπροσωπεύει μια κρίση. Μπροστά στο γεγονός της δυνατότητας λάθους κάθε ανθρώπινης κρίσης, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι πάντοτε κρίνουμε σωστά. Μπορούμε πολύ εύκολα να είμαστε τα θύματα μιας παρεξήγησης. Το ηθικό πρόβλημα επηρεάζεται από αυτήν την ιδέα μόνο στο ότι γινόμαστε κάπως αβέβαιοι όσον αφορά στις ηθικές εκτιμήσεις. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε υποχρεωμένοι να παίρνουμε ηθικές αποφάσεις. Η σχετικότητα του «καλού» και του «κακού» με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει ότι αυτές οι κατηγορίες είναι άκυρες, ή ότι δεν υπάρχουν. Η ηθική κρίση είναι πάντοτε παρούσα, και φέρνει μαζί της ορισμένες χαρακτηριστικές ψυχολογικές συνέπειες» (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις Όνειρα», σελ. 329).
Ποτέ δεν είναι περισσότερο απαραίτητο να θυμώμαστε αυτά τα δεδομένα από ό,τι στην ενεργητική φαντασία, παρ’ όλο που προσθέτουν σημαντικές δυσκολίες. Εντούτοις θα ήθελα να παρατηρήσω ότι, ειδικά για τους εσωστρεφείς, η ενεργητική φαντασία είναι μια χρυσή ευκαιρία για τη συνειδητοποίηση αυτών των αληθειών, οι οποίες μπορεί να μας προφέρουν μεγάλη βοήθεια όταν αναγκαζώμαστε να τις αντιμετωπίσουμε έξω από εμάς, όπως συμβαίνει συνεχώς στον σύγχρονο κόσμο.
Υπάρχει ένας πολύ σπουδαίος κανόνας που θα πρέπη πάντοτε να τον τηρούμε σε κάθε μέθοδο εφαρμογής της ενεργητικής φαντασίας. Στα σημεία όπου μπαίνουμε μέσα σ’ αυτήν οι ίδιοι, πρέπει να δίνουμε ολόκληρη τη συνειδητή μας προσοχή σε αυτά που λέμε ή κάνουμε, όπως ακριβώς – και ακόμη περισσότερο – θα κάναμε σε μια σπουδαία εξωτερική κατάσταση. Αυτό θα την εμποδίση από το να παραμείνη παθητική φαντασία. Αλλά όταν έχουμε κάνει ή έχουμε πη όλα όσα θέλουμε θα πρέπει να είμαστε ικανοί να κάνουμε το μυαλό μας έναν χώρο κενό, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ακούσουμε ή να δούμε τί θέλει να πη ή να κάνη το ασυνείδητο.
Ο Jung αναφέρει ένα χωρίο στην «Ψυχολογία της μεταβίβασης», που περιγράφει αυτό το κενό πολύ καλά. Η περιγραφή προέρχεται από μιαν επιστολή του Άγγλου αλχημιστή Jhon Pordage στη μ υ σ τ ι κ ή α δ ε λ φ ή του Jane Leade. Γράφει:
«Επομένως, εάν η ανθρώπινη βούληση παραδοθή και αφεθή, και γίνη υπομονετική και ακίνητη σαν να μην υπάρχη, η Βαφή (θα λέγαμε εμείς το Ταυτό) θα κάνη και θα φέρη σε πέρας τα πάντα μέσα σε εμάς και για εμάς, εάν μπορέσουμε να κρατήσουμε τις σκέψεις, τις κινήσεις και τις φαντασίες μας ακίνητες, ή εάν μπορέσουμε να σταματήσουμε τα πράγματα και να αναπαυθούμε. Αλλά πόσο δύσκολο, βαρύ και σκληρό φαίνεται αυτό το έργο για την ανθρώπινη θέληση, μέχρι να μπορέση να φθάση σε αυτό το σημείο, ώστε να παραμείνη ακίνητη και ήρεμη ακόμη και όταν όλες οι φωτιές εξαπολυθούν μπροστά στα μάτια της, και κάθε είδους πειρασμός της επιτεθή» (C.G.Jung: «Η εφαρμογή της ψυχοθεραπείας», τόμος 16, 2η έκδοση. Άπαντα. Princeton: Princeton University press, 1966, παρ. 512).
Εδώ, ο Portage βρίσκεται σε τέλεια συμφωνία με τα γραπτά του Meister Eckhart, ο οποίος επίσης θεωρεί την ανθρώπινη βούληση υπεύθυνη για το ότι δεν αντιλαμβάνεται τη θέληση του Θεού. Εάν εξετάσουμε τον εαυτό μας προσεκτικά, θα δούμε ότι το να θέλουμε να κάνουμε το δικό μας είναι πραγματικά αυτό που μας εμποδίζει να δούμε ή να ακούσουμε αυτό που θέλει να μας αποκαλύψη το ασυνείδητο. Το να φτάσουμε στην δεκτική κατάσταση που περιγράφει ο Portage είναι πραγματικά το έργο ολόκληρης ζωής. Την έχω δει να επιτυγχάνεται μόνο σε μια περίπτωση: από τον ίδιο τον Jung. Και ακόμη και αυτός δεν την πέτυχε πριν από τη μακρά του ασθένεια το 1944, όταν πλησίαζε στα εβδομήντα του χρόνια. Λέει σχετικά με αυτό:
« Και κάτι άλλο ακόμα ήρθε σε μένα από την αρρώστεια μου. Θα μπορούσα να το διατυπώσω σαν κατάφαση στα πράγματα, όπως είναι: ένα «ναι» δίχως όρους σε ό,τι υπάρχει, χωρίς υποκειμενικές διαμαρτυρίες – αποδοχή των όρων της ύπαρξης όπως τους βλέπω και τους καταλαβαίνω, αποδοχή της ίδιας μου της φύσης, όπως συμβαίνει να είμαι» (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», σελ. 297).
Το να φθάση κανείς πάντως σε αυτήν την κατάσταση, στον βαθμό που χρειάζεται για να δη ή να ακούση την άποψη του ασυνειδήτου, είναι, ευτυχώς, πολύ ευκολώτερο, και είναι κάτι απολύτως απαραίτητο σε κάθε τεχνική επιστημονικής φαντασίας.
Η τεχνική, και για την οπτική και για την ακουστική μέθοδο, συνίσταται πρώτα απ’ όλα στο να μπορή κανείς να αφήνη τα πράγματα να συμβαίνουν με τον τρόπο που περιγράφει ο Jung στα χωρία που προέρχονται από τα σχόλιά του στο «Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού». Αλλά οι εικόνες δε πρέπει να αφήνωνται να αλλάζουν σαν ένα καλειδοσκόπιο. Εάν η πρώτη εικόνα είναι ένα πουλί, για παράδειγμα, εάν την αφήσουμε νε εξελιχθή ελεύθερα μπορεί να μετατραπή με ταχύχητητα αστραπής σε ένα λιοντάρι, ένα πλοίο στη θάλασσα, μια σκηνή από μια μάχη, ή ο,τιδήποτε άλλο. Η τεχνική συνίσταται στο να κρατάμε την προσοχή μας στην πρώτη εικόνα, και να μην αφήνουμε το πουλί να φύγη πριν μας εξηγήση γιατί εμφανίσθηκε σε εμάς, τί μήνυμα μας φέρνει από το ασυνείδητο, ή τί θέλει να μάθη από εμάς. Ήδη βλέπουμε την αναγκαιότητα τού να μπούμε στη σκηνή του διαλόγου εμείς οι ίδιοι. Εάν παραλειφθή αυτό ενώ έχουμε μάθει να αφήνουμε τα πράγματα να συμβαίνουν, είτε οι φανταστικές εικόνες θα αλλάξουν με τον τρόπο που περιγράψαμε, είτε – ακόμη και αν συγκρατήσαμε την πρώτη εικόνα – αυτή θα παραμείνη σαν είδος παθητικού κινηματογράφου, ή θα ακούμε σαν να μιλούσε το ραδιόφωνο. Το να μπορούμε να αφήνουμε τα πράγματα να συμβαίνουν είναι πολύ αναγκαίο, αλλά σύντομα γίνεται βλαβερό εάν βυθιστούμε σε αυτήν την κατάσταση για πολύ. Ο όλος σκοπός της ενεργητικής φαντασίας είναι να έρθουμε σε συμφωνία με το ασυνείδητο (στην κατάσταση που ονομάζεται στη γερμανική γλώσσα Auseinandersetzung, και σημαίνει φθάνω σε κάποια κατανόηση, αναλύω, πάντα με τελικό σκοπό τη συνδιαλλαγή), και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να έχουμε σταθερή μια δική μας οπτική γωνία.
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου