Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Hans Urs Von Balthasar - ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ (5)

Συνέχεια από Κυριακή, 14 Αυγούστου 2011
ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Οψεις της θεολογίας της ιστορίας
1) Tο όραμα του Αυγουστίνου

Αυτό το «Είναι» παίρνει τώρα και το όνομά του: «Domus Tua, η κατοικία Σου, αφιερωμένη στον διαλογισμό των χαρίτων σου, χωρίς να ξεκολλά ποτέ για να κινηθεί προς άλλους σκοπούς: καθαρός νους, ενωμένος με την μέγιστη δυνατή συμφωνία, με τους δεσμούς της ειρήνης με τα άγια πνεύματα, τους υπηκόους της πόλης σου, η οποία βρίσκεται στους ουρανούς, τους πάνω από τους δικούς μας ουρανούς»(ΧΙΙ, 12). Είναι η «Domus tua quae peregrinate non est» (ΧΙΙ, 13) και γι’ αυτό –ο Αυγουστίνος το επαναλαμβάνει ακούραστα– παρότι μεταβλητή καθ’ εαυτή, απολαμβάνει αμετάβλητη την αιωνιότητα και το αμετάβλητο του θεού (ΧΙΙΙ, 15). Είναι σαν το συνειδητό πνεύμα της δική σου «Sancta civitas, της μητέρας μας, που βρίσκεται ψηλά και είναι ελεύθερη (Γαλ. 4, 26) και αιώνια (Β’ Κορ. 5,1)»(ΧΙΙ, 20). Είναι «η δική μας απλή, αγνή πατρίδα, η Ιερουσαλήμ»(Χ, 56), «Ιερουσαλήμ η πατρίδα μου, η μητέρα μου, της οποίας είσαι ο Βασιλεύς, Φωτιστής, πατέρας, κηδεμών και Νυμφίος», «αγαπημένη μητέρα όπου βρίσκονται κρυμμένες οι αρχές του πνεύματός μου»(ΧΙΙ, 23). «Δεν βρίσκεται χρόνος πριν από αυτή, ούτε μέσα σ’ αυτή, διότι έχει την ικανότητα, να βλέπει πάντοτε το πρόσωπό σου χωρίς να το αποχωρίζεται ποτέ της. Από εδώ προέρχεται και η απουσία σε αυτή μεταβολών και αλλαγών. Υπερβαίνει κάθε έκταση, κάθε διάσταση του πεπερασμένου χρόνου του κόσμου»(ΧΙΙ, 21-22). Ακόμη και η δημιουργία της κατάγεται από μία Βασιλική κλίση της ύλης και γι’ αυτό «υπάρχει σε αυτή τουλάχιστον η δυνατότης, της μεταβολής και επομένως της πτώσεως στα σκότη και στους πάγους. Αλλά η μεγάλη αγάπη που την δένει σε σένα την βοηθά να λάμπει και να σε ποθεί σε ένα αιώνιο μεσουράνημα»(ΧΙΙ, 21, ΧΙΙΙ, 3 και Γεν. Ι, 11).


Σ’ αυτή την πραγματικότητα που υπερβαίνει τον χρόνο στην έκσταση της αγάπης «κατευθύνονται οι αναστεναγμοί στην διάρκεια του προσκυνήματός μου. Στον δημιουργό σου η προσευχή η οποία κατέχει και εμένα μέσα σε σένα, διότι εδημιούργησε και εμένα επίσης. “Περιπλανήθηκα σαν ένα απολωλός πρόβατο”, αλλά πάνω στις πλάτες του ποιμένος μου, του δημιουργού σου, ελπίζω να σου ξαναμεταφερθώ»(ΧΙΙ, 21). Δεν θα απομακρυνθώ, μέχρις ότου στην ησυχία εκείνης της αγαπητής μητέρας, όπου υπάρχουν οι πρωταρχές του πνεύματός μου, από όπου εξάγω αυτές τις βεβαιότητες, εσύ δεν θα συγκεντρώσεις αυτό που είμαι, από αυτή την άμορφη απελπισία, για να το ξαναπροσλάβω σαν ένα όλον (ΧΙΙ, 23).

Η πολιτεία του θεού, η οποία υπερβαίνει τον χρόνο, είναι λοιπόν ο ορίζοντας “εκείνος εκεί ψηλά” προς τον οποίο κατευθύνεται η χαμένη μας ύπαρξη στην μνήμη και στον χρόνο και της οποίας, η ίδια η σύνθεση των Εξομολογήσεων υπολογίζεται σαν ένα ενοποιημένο όλον. Τόσο πολύ που και το τελευταίο βιβλίο της πολιτείας του θεού, είναι κυριαρχημένο ακόμη από την αντίθεση ανάμεσα στην ουράνια συνθήκη της πολιτείας και από το τωρινό γήινο προσκύνημα του Αυγουστίνου. Αυτός ο ίδιος δε στην πραγματικότητα υπάρχει μόνον σαν μέλος εκείνου του μέρους της πολιτείας που –είτε σαν ένας περιπλανώμενος είτε σαν κάποιος που επιστρέφει στο σπίτι– τείνει στην αιώνιο πραγματοποίηση μέσω του προσκυνήματος στον χρόνο. Μέσα σ’ αυτή την διφορούμενη έκπτωτη απόσταση και της πορείας της σωτηρίας βρίσκεται ο σπόρος του σχίσματος του οράματος της ενότητος του Αυγουστίνου στις Εξομολογήσεις, αλλά –όπως θα δούμε στην συνέχεια– αυτό συμβαίνει μόνον σαν μέσον μιας ανώτερης επανένωσης.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Αυγουστίνος παρουσιάζει ήδη σ’ αυτό το ΧΙΙ βιβλίο, όπου πραγματεύεται την υπερχρονική πολιτεία, μια σημαντική ποικιλία πιθανών ερμηνειών του πρώτου στίχου της Βίβλου (ΧΙΙ, 24). Τί σημαίνει «στην αρχή», «ουρανός», «γη»; Οι ερμηνείες συγκεντρώνονται για να δείξουν πως ο ίδιος ο λόγος του Θεού και του Μωυσή υποκρύπτεται στην πρόοδο της απώλειας. Και γι’ αυτό είναι διφορούμενος: σαν πρόοδος προς την αποσπασματικότητα, καθώς η διάνοια μπορεί να αντιληφθεί μόνον αντανακλάσεις και εικόνες της μοναδικής αλήθειας.

Μέσα στην πολλαπλότητα των ερμηνειών οι οποίες διαδέχονται η μία την άλλη φανερώνεται και ένα είδος σχεδίου πρόνοιας το οποίο οδηγεί στην μοναδική αλήθεια με πολλούς τρόπους. Ο Αυγουστίνος ακολουθεί με υπομονή, σχεδόν με πείσμα, αυτό το καλειδοσκόπιο σημασιών, αναλύοντας σε κάθε δυνατή ευκαιρία το πιθανό νόημα του πρωτογενούς λόγου της Βίβλου, για να δείξει αμέσως μετά έναν απρόβλεπτο δρόμο ενότητος όλου αυτού του πλούτου νοήματος που μόλις και μετά βίας αχνοφαίνεται διασκορπισμένη καθώς είναι στην αποσπασματικότητα των σημασιών: «Σε μια τέτοια ανισότητα αληθινών απόψεων, μόνον η αλήθεια μπορεί να φέρει την συμφωνία. Ο θεός μας ας είναι μεγαλόψυχος μαζί μας, για να μας οδηγήσει στην νόμιμη χρήση του νόμου σύμφωνα με τον σκοπό της εντολής Του, την καθαρή αγάπη»(ΧΙΙ, 14). «Εμείς όλοι όσοι είμαστε αναγνωρισμένοι ερμηνευτές και αληθείς αφηγητές των λόγων Του, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλον και ας αγαπήσουμε με τον ίδιο τρόπο και σένα, Θεέ μας, πηγή της αλήθειας, εάν για αλήθεια και όχι για μάταιες φαντασίες είμαστε διψασμένοι. Και ας τιμήσουμε και τον υπηρέτη Σου (τον Μωυσή), ο οποίος μας παρέδωσε αυτή την Γραφή, η οποία είναι πλήρης από το πνεύμα Σου. Πιστεύουμε πως γράφοντας αυτούς του λόγους για την αποκάλυψή Σου, είχε σαν στόχο όλα όσα σ’ αυτούς λάμπουν με το Φως της αλήθειας»(ΧΙΙ, 41).

Επειδή λοιπόν η ίδια η αλήθεια έγινε αυτόνομα αποσπασματική, αυτό το μέγιστο μπορεί να αποτελέσει επαρκώς ένα στοιχείο συνένωσης, ενώσεως των διαφορετικών αποσπασμάτων, και ο Αυγουστίνος, μεταφερόμενος στον ρόλο του Μωυσέως, δηλώνει, «με θάρρος από τα βάθη της καρδιάς του» πως «εάν έφθανα στην κορυφή της αυθεντίας και έπρεπε να γράψω κάτι, θα ήθελα χωρίς αμφιβολία να γράψω μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε στις λέξεις μου να μπορούσαν να αντηχήσουν όλες οι αλήθειες που θα μπορούσε ο καθένας μας να συλλάβει σ’ εκείνο το θέμα, αντί να τοποθετήσω με απόλυτη διαύγεια μόνον μια σκέψη, αποκλείοντας όλες τις άλλες, οι οποίες δεν θα με απειλούσαν όμως με το ψεύδος τους (ΧΙΙ, 42)». Τί πράγμα σημαίνει «απόλυτη καθαρότης» στην αναφορά της με τον αιώνιο λόγο του θεού, ο οποίος σαν τέτοιος έρχεται από την υπέρχρονη και αδιαίρετη πατρίδα της αλήθειας; Ποιος νόμος μπορεί να υποχρεώσει μια τέτοια εξήγηση που να λειτουργεί προσαρμοσμένη στην υπάρχουσα κατάσταση αποσπασματικότητος στην οποία ζει η αλήθεια, η οποία έχει σαν μοναδική της αναφορά, τον Λόγο του θεού, η οποία ξεπηδά και αναφέρεται σε μία ενότητα μιας αλήθειας εντελώς διαφορετικής. Και αν λοιπόν ο ίδιος ο Μωυσής, όπως και κάθε άλλος συγγραφεύς της Βίβλου, είχε μπρος στους οφθαλμούς του μια αποσπασματική αλήθεια καθώς κατέγραφε το κείμενό του, τότε δεν είναι αυτός αλλά το Άγιο Πνεύμα ο αληθινός γνώστης του περιεχομένου της Αγίας Γραφής ο αληθινός γνώστης του περιεχομένου της Αγίας Γραφής, το οποίο τελικώς αναδεικνύεται αιώνιο και άπειρο (ΧΙΙ, 43).

(Συνεχίζεται)
 
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: