Συνέχεια από : Παρασκευή, 26 Αυγούστου 2011
Ενώ ήταν ακόμη παιδί, ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, παρακολουθούσε χωρίς να μπορή να αντιδράση τους κακότροπους μνηστήρες της μητέρας του Πηνελόπης να σπαταλούν την κληρονομιά που του ανήκε, και ακόμη, με απαισιοδοξία και πεισματικά, πίστευε ότι ο πατέρας του ο Οδυσσέας ήταν νεκρός. Αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο τελευταίος από τους επιζώντες κατακτητές της Τροίας που έφθασε στην πατρίδα του, και ο γιος που είχε αφήσει μωρό είχε φθάσει στην ανδρική ηλικία πριν μαθευτή κάποια συγκεκριμένη είδηση για τον Οδυσσέα. Τα δεκαεννέα χρόνια της περιπλάνησής του τελικά κίνησαν τον οίκτο όλων των θεών του Ολύμπου εκτός από τον Ποσειδώνα, ο οποίος καταδίωκε τον ηρωικό Οδυσσέα μέχρι τέλους με «άσπλαχνη κακία».
Αλλά ενώ ο Ποσειδώνας επισκεπτόταν τους μακρυνούς Αιθίοπες, ο Δίας αποφάσισε ότι ήταν καιρός να επέμβη για χάρη του Οδυσσέα∙ ήταν σίγουρος ότι ο Ποσειδώνας τελικά θα μαλάκωνε τον θυμό του, επειδή δεν μπορούσε να επιμείνη μόνος του, ενάντια στην ενωμένη θέληση όλων των άλλων θεών. Αυτή την απόφαση την δέχθηκε με ενθουσιασμό η κόρη του, η «γαλανομάτα Αθηνά». Ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών, στάλθηκε στη μάγισσα Καλυψώ, που κρατούσε τον Οδυσσέα κοντά της σε ένα μακρινό νησί, για να της πη ότι θα πρέπεη να ελευθερώση τον πολυβασανισμένο φιλοξενούμενό της, επειδή ήταν τώρα επιθυμία των θεών να επιστρέψη τελικά στην πατρίδα του. Η Αθηνά η ίδια ανέλαβε το έργο να «προικίση με περισσότερο πνεύμα» τον Τηλέμαχο, έτσι ώστε αυτός να καλέση τελικά στην τάξη τους μνηστήρες, και να ξεκινήση για ένα ταξίδι με σκοπό να συγκεντρώση πληροφορίες για τον πατέρα του, χωρίς να τον σταματούν τα εχθρικά σχέδια των μνηστήρων.
Με αυτήν την έμπνευση από τους θεούς, ο Τηλέμαχος αψήφησε τους μνηστήρες. Χωρίς να το ξέρη η μητέρα του, αλλά με την απρόθυμη βοήθεια της γριάς παραμάνας του, ξεκίνησε με το πλοίο που είχε ετοιμάσει η θεά, και που ήταν επανδρωμένο με γενναίους και πιστούς νέους από την Ιθάκη, για να μαζέψη πληροφορίες για τον πατέρα του, ή τουλάχιστον για να μάθη τον τρόπο του θανάτου του.
Πρώτα ο Τηλέμαχος πήγε στην αυλή του «ιπποδαμαστή» Νέστορα, αλλά ο Νέστορας δεν μπόρεσε να του δώση καμμιάν άμεση βοήθεια, επειδή ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες που είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους, και δεν είχε μάθει νέα γι’ αυτούς που είχαν μείνει πίσω. Ο Νέστορας έστειλε τον Τηλέμαχο στη Σπάρτη, στην αυλή του Μενέλαου, ο οποίος σίγουρα θα μπορούσε να του πη περισσότερα. ‘Ενας από τους γιούς του Νέστορα οδήγησε εκεί τον Τηλέμαχο μέσα σε μιαν άμαξα, που την έσερναν δύο από τα γρηγορότερα θαυμάσια άλογα του Νέστορα.
Aμέθυστος
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung
της Barbara HANNAHΞαναδιαβάζοντας την Οδύσσεια από την άποψη της ενεργητικής φαντασίας, μπορούμε να βοηθηθούμε τρομερά στην κατανόηση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο στη δική μας εφαρμογή της ενεργητικής φαντασίας (Ομήρου Οδύσσεια, έκδ. Penguin). H πλευρά του ασυνειδήτου σκιαγραφείται θαυμάσια στην Οδύσσεια από τη συμπεριφορά των θεών∙ η θετική, βοηθητική όψη του αντιπροσωπεύεται πολύ επιτυχημένα από την Αθηνά Παλλάδα, και η αρνητική, καταστρεπτική του όψη από τον Ποσειδώνα. Ο ισχυρότερος απ’ όλους, ο Δίας, είναι πότε στο πλευρό τού ενός και πότε του άλλου.
Η συνειδητή πλευρά σκιαγραφείται επίσης επιτυχημένα από την κύρια μορφή, τον Οδυσσέα, και επίσης, στα μέρη όπου ο Οδυσσέας είναι απών, από μορφές όπως ο Τηλέμαχος (ο γιος του Οδυσσέα) ή ο Μενέλαος. Παρ’ όλο που ο Μενέλαος δεν παρουσιάζεται πριν από την τέταρτη ραψωδία της Οδύσσειας, είναι αυτός που μας διδάσκει ένα ιδιαίτερα πολύτιμο μάθημα στην τεχνική της ενεργητικής φαντασίας: τη σημασία της προσκόλλησής σε μιαν εικόνα. Πραγματικά, ο χώρος μού επιτρέπει να ασχοληθώ αναλυτικά μόνο με αυτό το παράδειγμα, αν και θα ήταν δυνατό και πολύ γοητευτικό να χρησιμοποιήσουμε ολόκληρο το ποίημα σαν ένα πρότυπο ενεργητικής φαντασίας. Θα ήταν φυσικά αναγκαίο να το πάρουμε, όπως κάνει πάντα η Marie-Louise von Franz σχετικά με τους μύθους και τα παραμύθια, σαν ένα αρχετυπικό παράδειγμα, που βρίσκεται στη ρίζα της μεταγενέστερης ατομικής τεχνικής της ενεργητικής φαντασίας. Δεν θα ήταν με κανέναν τρόπο κατάλληλο για εφαρμογή σε προσωπικές περιπτώσεις, όπως τα σύγχρονα παραδείγματα της ενεργητικής φαντασίας που θα δούμε στα τελευταία κεφάλαια, στις περιπτώσεις του Edward και της Sylvia, ας πούμε, αλλά η εντόπιση του ενδιαφέροντός μας στην Οδύσσεια κάτω από αυτό το πρίσμα θα ήταν κάτι το πολύ διαφωτιστικό.
Ενώ ήταν ακόμη παιδί, ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης, παρακολουθούσε χωρίς να μπορή να αντιδράση τους κακότροπους μνηστήρες της μητέρας του Πηνελόπης να σπαταλούν την κληρονομιά που του ανήκε, και ακόμη, με απαισιοδοξία και πεισματικά, πίστευε ότι ο πατέρας του ο Οδυσσέας ήταν νεκρός. Αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο τελευταίος από τους επιζώντες κατακτητές της Τροίας που έφθασε στην πατρίδα του, και ο γιος που είχε αφήσει μωρό είχε φθάσει στην ανδρική ηλικία πριν μαθευτή κάποια συγκεκριμένη είδηση για τον Οδυσσέα. Τα δεκαεννέα χρόνια της περιπλάνησής του τελικά κίνησαν τον οίκτο όλων των θεών του Ολύμπου εκτός από τον Ποσειδώνα, ο οποίος καταδίωκε τον ηρωικό Οδυσσέα μέχρι τέλους με «άσπλαχνη κακία».
Αλλά ενώ ο Ποσειδώνας επισκεπτόταν τους μακρυνούς Αιθίοπες, ο Δίας αποφάσισε ότι ήταν καιρός να επέμβη για χάρη του Οδυσσέα∙ ήταν σίγουρος ότι ο Ποσειδώνας τελικά θα μαλάκωνε τον θυμό του, επειδή δεν μπορούσε να επιμείνη μόνος του, ενάντια στην ενωμένη θέληση όλων των άλλων θεών. Αυτή την απόφαση την δέχθηκε με ενθουσιασμό η κόρη του, η «γαλανομάτα Αθηνά». Ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών, στάλθηκε στη μάγισσα Καλυψώ, που κρατούσε τον Οδυσσέα κοντά της σε ένα μακρινό νησί, για να της πη ότι θα πρέπεη να ελευθερώση τον πολυβασανισμένο φιλοξενούμενό της, επειδή ήταν τώρα επιθυμία των θεών να επιστρέψη τελικά στην πατρίδα του. Η Αθηνά η ίδια ανέλαβε το έργο να «προικίση με περισσότερο πνεύμα» τον Τηλέμαχο, έτσι ώστε αυτός να καλέση τελικά στην τάξη τους μνηστήρες, και να ξεκινήση για ένα ταξίδι με σκοπό να συγκεντρώση πληροφορίες για τον πατέρα του, χωρίς να τον σταματούν τα εχθρικά σχέδια των μνηστήρων.
Με αυτήν την έμπνευση από τους θεούς, ο Τηλέμαχος αψήφησε τους μνηστήρες. Χωρίς να το ξέρη η μητέρα του, αλλά με την απρόθυμη βοήθεια της γριάς παραμάνας του, ξεκίνησε με το πλοίο που είχε ετοιμάσει η θεά, και που ήταν επανδρωμένο με γενναίους και πιστούς νέους από την Ιθάκη, για να μαζέψη πληροφορίες για τον πατέρα του, ή τουλάχιστον για να μάθη τον τρόπο του θανάτου του.
Πρώτα ο Τηλέμαχος πήγε στην αυλή του «ιπποδαμαστή» Νέστορα, αλλά ο Νέστορας δεν μπόρεσε να του δώση καμμιάν άμεση βοήθεια, επειδή ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες που είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους, και δεν είχε μάθει νέα γι’ αυτούς που είχαν μείνει πίσω. Ο Νέστορας έστειλε τον Τηλέμαχο στη Σπάρτη, στην αυλή του Μενέλαου, ο οποίος σίγουρα θα μπορούσε να του πη περισσότερα. ‘Ενας από τους γιούς του Νέστορα οδήγησε εκεί τον Τηλέμαχο μέσα σε μιαν άμαξα, που την έσερναν δύο από τα γρηγορότερα θαυμάσια άλογα του Νέστορα.
Ο Τηλέμαχος φιλοξενήθηκε πρόθυμα από τον Μενέλαο και τη γυναίκα του, την ωραία Ελένη, για χάρη της οποίας είχε γίνει ο Τρωικός πόλεμος, και αμέσως αναγνωρίσθηκε πως είναι γιος του Οδυσσέα. Ο Μενέλαος δεν μπορούσε να τον βοηθήση αρκετά, και παρ’ όλο που και ο ίδιος, όπως και ο Νέστορας, δεν μπόρεσε να του δώση άμεσες πληροφορίες για τον πατέρα του, του έδωσε κάποια χρήσιμη γνώση. Συγκεκριμένα, ο Μενέλαος του είπε πώς να μεταχειρίζεται τους αθάνατους – στη δική μας γλώσσα, αυτούς που εκπροσωπούν το ασυνείδητο ή τις αρχετυπικές μορφές – η οποία γνώση μπορεί να μας προσφέρη μέγιστη βοήθεια στο θέμα της ενεργητικής φαντασίας σήμερα.
Ο Μενέλαος είπε στον Τηλέμαχο πως η anima του τού είχε διδάξει να αντιμετωπίση την κατάσταση όταν βρισκόταν αποκλεισμένος σε ένα νησί που ονομαζόταν Φάρος, κοντά στο στόμιο του Νείλου, από αντίθετους ανέμους. Είχε φθάσει στο σημείο της απελπισίας (όπως είναι ανάγκη μερικές φορές να γίνη πριν να είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε την ενεργητική φαντασία στην αδυσώπητη πραγματικότητά της) επειδή του είχαν τελειώσει τα εφόδια. Όλο το πλήρωμά του, καθώς και η Ελένη και ο ίδιος, θα πέθαιναν από την πείνα εάν δεν άλλαζε ο άνεμος.
Μια μέρα που περπατούσε στην παραλία βαθειά θλιμμένος, τον πλησίασε η όμορφη Ειδοθέα, «κόρη του παντοδύναμου γέρου της θάλασσας, του Πρωτέα». Πρώτα τον μάλλωσε έντονα για την έλλειψη πρωτοβουλίας από μέρους του, που τον κρατούσε αποκλεισμένο στο νησί, όπου όλοι γίνονταν όλο και πιο αδύναμοι καθώς περνούσαν οι μέρες. Ο Μενέλαος τη διαβεβαίωσε πως λαχταρούσε να φύγη, αλλά το μόνο που μπορούσε να σκεφθή ήταν πως θα πρέπη κάπως να είχε προσβάλει τους θεούς, που τώρα του αρνούνταν κάθε ευνοϊκό άνεμο. Η φιλική θεά τού είπε πως μόνον ο πατέρας της, ο Πρωτέας, θα μπορούσε να τους πη πώς θα φθάσουν στην πατρίδα τους. Ο Μενέλαος πρέπει να του στήση μια παγίδα, και να τον αναγκάση να του εξηγήση την όλη κατάσταση. Ο Μενέλαος την παρακάλεσε να του πη πώς να πιάση «το μυστηριώδες γέρικο πλάσμα», και έπειτα αυτή τον καθοδήγησε για το τί θα έπρεπε να κάνη.
Το επόμενο πρωί τη συνάντησε, μαζί με τους τρεις καλύτερους άνδρες από το πλήρωμά του, την αυγή, καθώς το είχαν συμφωνήσει. Συναντήθηκαν στο στόμιο μιας σπηλιάς, όπου ο Πρωτέας πήγαινε πάντα για τον μεσημεριανό του ύπνο, που τον έπαιρνε αφού μετρούσε πρώτα τις φώκιες του, όπως ένας βοσκός μετράει τα πρόβατά του. Η θεά έπειτα σκέπασε τους τέσσερις άνδρες με τα δέρματα από τέσσερις γδαρμένες φώκιες, και τους ξάπλωσε μέσα σε λάκκους που είχε ανοίξει στην άμμο, βάζοντας στα ρουθούνια τους μια ουσία που μύριζε όμορφα, έτσι ώστε να μπορέσουν να αντέξουν την τρομερή μυρωδιά των «θηρίων του βυθού». Έπειτα τους άφησε να ακολουθήσουν μόνοι τους τις οδηγίες της. Όπως είχε πη, όλο το πρωί έρχονταν στη σειρά φώκιες από τη θάλασσα, και ξάπλωναν σε ομάδες γύρω τους. Το μεσημέρι βγήκε ο ίδιος ο γέρος, βρήκε όλες τις χοντρές του φώκιες να τον περιμένουν και μέτρησε τους τέσσερις άνδρες, τελείως ανύποπτος, μαζί με τις υπόλοιπες φώκιες. Έπειτα μπήκε μέσα στη σπηλιά για τον μεσημεριανό του ύπνο.
Αυτή ήταν η στιγμή που περίμεναν. Δεν είχε καλά-καλά κοιμηθή, όταν οι τέσσερις άνδρες όρμησαν επάνω του και τον κράτησαν γερά. Όπως είχε προειδοποιήσει η Ειδοθέα τον Μενέλαο, «η επιδεξιότητα και η πανουργία» του Πρωτέα δεν τον είχαν εγκαταλείψει, και μεταμορφώθηκε σε «πυκνόμαλλο λιοντάρι, και έπειτα σε ένα φίδι, και μετά σε μια λεοπάρδαλη και έναν τεράστιο κάπρο. Ακόμη μεταμορφώθηκε σε τρεχούμενο νερό και φυλλωμένο δέντρο». Αλλά εκείνοι έσφιγγαν τα δόντια και τον κρατούσαν σαν μέγγενη. Στη συνέχεια, όπως είχε πη η θεά, ο γέρος κουράστηκε τελικά από τα μαγικά τεχνάσματα, και πήρε πάλι τη δική του μορφή. Τους μίλησε πρώτος, τους έκανε ερωτήσεις, και άφησε τον Μενέλαο να τον ρωτήση ό,τι ήθελε.
Έπειτα αποκάλυψε ότι ο Μενέλαος είχε κάνει σφάλμα φεύγοντας από την Τροία τόσο βιαστικά. Θα έπρεπε να είχε μείνει και να «είχε προσφέρει θυσίες στον Δία και όλους του άλλους θεούς», εάν ήθελε «να επιστρέψη γρήγορα στην πατρίδα του πέρα από τη σκοτεινή θάλασσα». Τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνη ήταν να επιστρέψη στην Αίγυπτο, για να κάνη «τελετουργικές προσφορές στους αιώνιους θεούς». Όταν ο Μενέλαος άκουσε ότι θα έπρεπε να κάνη το μακρύ και δύσκολο ταξίδι πέρα από τις ομιχλώδεις θάλασσες στην Αίγυπτο ράγισε η καρδιά του, αλλά, ξέροντας πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαφυγής, υποσχέθηκε στον Πρωτέα να κάνη ακριβώς ό,τι τον συμβούλεψε.
Έπειτα έκανε και άλλες ερωτήσεις, αυτήν τη φορά σχετικά με την τύχη των συμπατριωτών του, που αυτός και ο Νέστορας είχαν αφήσει πίσω στην Τροία. Αφού τον προειδοποίησε ότι θα δακρύση, ο Πρωτέας του έδωσε τις πληροφορίες που ήθελε, από τις οποίες θα αναφέρω δύο παραδείγματα. Ο Αγαμέμνονας, ο αδελφός του Μενέλαου, είχε δολοφονηθή σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή του στην πατρίδα του από τη γυναίκα του, που τον είχε προδώσει, και τον εραστή της Αίγισθο. (Η Κλυταιμνήστρα ήταν αδελφή της Ελένης, επειδή οι δύο αδελφοί είχαν παντρευθή δύο αδελφές.) Το δεύτερο παράδειγμα που θα αναφέρω ήταν το πιο σπουδαίο για τον Τηλέμαχο. Ο πατέρας του, ο Οδυσσέας, ήταν φυλακισμένος χωρίς ελπίδα απελευθέρωσης σε ένα μακρινό νησί από την Καλυψώ, τη μάγισσα.
Αφού έμεινε για λίγο καιρό στο πολυτελές παλάτι του Μενέλαου, η Παλλάδα ειδοποίησε τον Τηλέμαχο ότι ήταν καιρός να επιστρέψη στο σπίτι του. Αυτή τον καθοδήγησε στο ταξίδι της επιστροφής να ακολουθήση κυκλική πορεία, για να αποφύγη την παγίδα θανάτου που του είχαν στήσει οι κακότροποι μνηστήρες. Αντί να πάη στο σπίτι του, η Αθηνά τον οδήγησε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού, όπου βρήκε τον πατέρα του (ο οποίος είχε επιστρέψει επιτέλους στην Ιθάκη, έπειτα από δεκαεννέα χρόνια περιπλάνησης) μεταμφιεσμένο σε ζητιάνο.
Το σημείο που θέλω να τονίσω με τη διήγηση αυτού του υλικού από την Οδύσσεια είναι η σημασία που έχει το να κρατάμε γερά την πρώτη εικόνα που εμφανίζεται σε εμάς σε μιαν ενεργητική φαντασία, μη επιτρέποντάς τη, να μας ξεφύγη με γρήγορες μεταμορφώσεις, όπως μπορεί πάντοτε να κάνη εάν αφεθή ελεύθερη. Αλλά χρησιμοποίησα λίγο περισσότερη διήγηση από την Οδύσσεια από ό,τι έκανα σε ένα άλλο βιβλίο (Σημ: Barbara Hannah, Jung: Η ζωή και το έργο του: Βιογραφία σε μορφή απομνημονευμάτων. Νέα Υόρκη, G. P. Putman’s Sons, 1976 σ.σ. 115 κ.ε.), για να επιστήσω την προσοχή του αναγνώστη στη σημασία της συνεργασίας ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο. Εάν δεν είχαν βοηθηθή από αυτό που λέμε ασυνείδητο, που ο Όμηρος το ονομάζει αθάνατους, ποια δυνατότητα θα είχαν ο Μενέλαος ή ο Τηλέμαχος να επιστρέψουν στο σπίτι τους; Χωρίς τη γνώση που του έδωσε ο Πρωτέας, θα επέστρεφε ποτέ ο Μενέλαος στην Αίγυπτο, όπου, όπως λέει, του ράγισε την καρδιά το να το κάνη; Όμως μόνο στην Αίγυπτο μπορούσε να προσφέρη θυσίες ικανές να εξευμενίσουν τους θεούς, έτσι ώστε να του στείλουν ευνοϊκούς ανέμους. Και ο Τηλέμαχος θα σκοτωνόταν χωρίς αμφιβολία στην ενέδρα που του είχαν στήσει οι μνηστήρες, εάν δεν είχε την καθοδήγηση της Αθηνάς Παλλάδας.
Όλα αυτά είναι ακόμη πιο φανερά στον κύριο μύθο της Οδύσσειας, για τον Οδυσσέα δηλαδή τον ίδιο, αλλά έχουμε δει αρκετά για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς οι ίδιοι αθάνατοι μάς καθοδηγούν σήμερα, αν και τους δίνουμε διαφορετικά ονόματα στο υλικό με το οποίο ασχολούμαστε στην εποχή μας. Θα προσπαθήσω, σε άλλα κεφάλαια, να δείξω τα παράλληλα στοιχεία ανάμεσα στην αρχαία Οδύσσεια και στις δικές μας προσπάθειες.
Η μόνη μορφή του ασυνείδητου που αναφέραμε μέχρι τώρα είναι η σκιά. Αυτή είναι πραγματικά η μορφή που βρίσκεται πιο κοντά στη συνείδηση, και η μόνη που μπορεί να γίνη, στην προσωπική της όψη, εντελώς συνειδητή. Εντούτοις, τα όνειρα το κάνουν συχνά αναγκαίο να ασχοληθούμε με τον animus ή την anima συγχρόνως ή ακόμη και πριν από τη σκιά. Αυτό συμβαίνει συνήθως επειδή οι γνώμες του animus θα το έκαναν αδύνατο να δούμε τη σκιά όπως είναι στην πραγματικότητα∙ στην περίπτωση της anima, η τάση της να ρίχνη τον άνδρα σε μια δυσάρεστη διάθεση ανικανοποίητου, τον εμποδίζει από το να δη οποιαδήποτε αξία στην εκτίμηση των ιδιοτήτων της σκιάς του. Αλλά η πλήρης Auseinandersetzung (συνδιαλλαγή, διάλογος, ανάλυση, συμφωνία…) με τη σκιά πρέπει να γίνη πραγματικότητα, πριν μπορέσουμε να έλθουμε σε συμφωνία με τον animus ή την anima.
Μια φορά που είχα μεγάλη δυσκολία στην ψυχανάλυση στο να συνειδητοποιήσω τις μορφές του ασυνείδητου, ο Jung έβαλε τις άκρες των δακτύλων των δύο χεριών του στο τραπέζι μπροστά του. Έπειτα μου είπε να φανταστώ τον εαυτό μου σαν ένα δυσδιάστατο ον, ένα επίπεδο ον, ας πούμε, και να του πω πώς θα αισθανόμουν τότε το χέρι του. Φυσικά θα είχα συνειδητοποιήσει μόνο την επίπεδη επιφάνεια των άκρων των δακτύλων του, και πώς θα ήταν δυνατόν να ξέρω ότι στην τρίτη διάσταση ήταν ενωμένα μεταξύ τους μέσω του χεριού; Προφανώς δεν θα μπορούσα να το ξέρω. Θα μπορούσα μόνο να παρατηρήσω τις επίπεδες επιφάνειες των άκρων των δακτύλων του, και σιγά-σιγά να μάθω από τον τρόπο που εμφανίζονταν την υφή που αντιστοιχούσε στο κάθε ένα, και το πόσο πολύ ήταν χωρισμένα μεταξύ τους. Εάν το ένα χέρι ήταν, για παράδειγμα, πολύ χωρισμένο από το άλλο εξ αιτίας της έκτασης του ενός βραχίονα, θα αισθανόμουν τα δάχτυλα του ενός χεριού σαν πιο πολύ ενωμένα από αυτά του άλλου χεριού.
Ο Jung μού εξήγησε έπειτα ότι βρισκόμαστε ακριβώς στην ίδια θέση όσον αφορά στο ασυνείδητο. Έχουμε συνείδηση μόνο τριών διαστάσεων, ενώ οι μορφές του ασυνειδήτου μάς πλησιάζουν από μιαν άγνωστη τέταρτη.
Δεν πρέπει κανείς να τραβάη αυτούς του παραλληλισμούς πολύ μακριά, αλλά αυτό το παράδειγμα μπορεί να μας χρησιμεύση στο να εξηγήσουμε γιατί είναι απαραίτητο, σε μιαν Auseinandersetzung με το ασυνείδητο, να κάνουμε συνειδητή πρώτα την προσωπική σκιά. Ο,τιδήποτε δεν μας αρέσει ξεχνιέται όσο το δυνατόν γρηγορώτερα , ή, με τους όρους της παρομοίωσής μας, σπρώχνεται στην άλλη διάσταση και χάνεται από τα μάτια μας. Εάν στον επίπεδο άνθρωπο, για παράδειγμα, δεν άρεσε το μαύρο χρώμα του σχεδίου που βρισκόταν επάνω στην επιφάνειά του, θα μπορούσε να το απωθήση στην τρίτη διάσταση και να μην το ξαναδή. Εντούτοις, οποιαδήποτε δάχτυλα τον πλησίαζαν από εκείνη την τρίτη διάσταση, θα άγγιζαν την επίπεδη επιφάνειά του, που θα ήταν καλυμμένη με αυτήν την απωθημένη μαύρη ουσία. Φαίνεται καθαρά πόσο θα του ήταν απεχθής σε αυτό το σημείο μια προσπάθεια για Auseinandersetzung με το ασυνείδητο, και μας δείχνει γιατί είναι σοφό να ξέρουμε την προσωπική σκιά όσο το δυνατόν καλύτερα, πριν προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε τις πιο απομακρυσμένες από εμάς μορφές που βρίσκονται μέσα στην ψυχή μας.
Έχουμε ήδη δει ότι η σκιά μπορεί να αντιπροσωπεύη ολόκληρο το ασυνείδητο, ενώ υπάρχουν προσωπικοί παράγοντες άγνωστοι σε εμάς, ο οποίοι τότε μολύνονται από την αρχετυπική σκιά. Αλλά το επόμενο πιο κοντινό σ’ εμάς, ο animus ή η anima έχει μόνο μια προσωπική πλευρά. Και είναι κυρίως μια μορφή του συλλογικού ασυνειδήτου. Αυτή είναι η αιτία που μπορούμε να ερμηνεύσουμε τους θεούς και τις θεές στην Οδύσσεια σαν μορφές του animus και της anima. Οι μορφές που αντιστοιχούν στην συνείδηση, όπως ο Οδυσσέας, ο Τηλέμαχος και ο Μενέλαος, είχαν μιαν πολύ πιο αμφίσημη αντίληψη από ό,τι έχουμε εμείς για τον άνθρωπο, και ακόμη και για τους θεούς τους, που ήταν και θετική και αρνητική, περίπου σε ίση αναλογία. Μόνο με την έλευση του Χριστιανισμού έγινε αποδεκτό αποκλειστικά το λευκό μέρος από τα αντίθετα, ενώ το σκοτεινό καταπιέστηκε όλο και περισσότερο, και τελικά ταυτίστηκε με τον διάβολο. Ήταν μια διαδικασία απαραίτητη για εκείνον τον καιρό, αλλά οδήγησε στην καταπίεση της προσωπικής σκιάς και στη σημερινή μας ανάγκη να την ανακαλύψουμε πάλι.
Η ενεργητική φαντασία μπορεί να χρησιμεύση πολύ στη γνωριμία μας με την προσωπική σκιά και στον αποχωρισμό της από τη συλλογικά σκιά, από την οποία μολύνονται οι πλευρές της που είναι άγνωστες. Με τη βοήθεια των ονείρων είναι δυνατόν να γνωρίσουμε, τις περισσότερες φορές, την προσωπική σκιά, επειδή είναι υλικό που, αν και δυσάρεστο, δεν είναι δύσκολο να συνειδητοποιηθή. Γνωρίζουμε όλοι και τις θετικές και τις αρνητικές ιδιότητες του ανθρώπου που ανήκουν στην προσωπική σφαίρα. Μπορούμε επίσης να αναγνωρίσουμε τις γνώμες του animus και τις διαθέσεις και τα άλλα θηλυκά χαρακτηριστικά που προέρχονται από την anima χωρίς πολλή δυσκολία, αν και αυτό μπορεί επίσης να είναι πολύ δυσάρεστο. Αλλά όταν φθάνουμε σε μιαν Auseinandersetzung με τον animus ή την anima, μπαίνουμε στο άγνωστο, και τότε αρχίζει η πραγματική δυσκολία. Ο Jung μάλιστα πρότεινε ότι όποιος θα πετύχαινε σε αυτό το έργο, θα μπορούσε να αποκτήση τον τίτλο του «master».
Πρέπει να αναφέρουμε πριν συνεχίσουμε ότι, αν και το έργο σχετικά με την αντιμετώπιση της σκιάς πρέπει να γίνη από το συνειδητό εγώ, η τελική του επιτυχία, όσον αφορά στην αντιμετώπιση του animus ή της anima , εξαρτάται από τη μεσολάβηση μιας από αυτές τις δύο μορφές, αλλιώς η Auseinandersetzung ανάμεσα στη σκιά και στο εγώ θα καταλήξη σε ένα αδιέξοδο, αντί στην ένωση των αντιθέτων. Μπορεί κανείς να το δη αυτό πολύ καλά στην περίπτωση του «Dr. Jekyll και M. Hyde», όπως ελπίζω να έχω δείξει με πειστικό τρόπο στην αναφορά μου σε αυτό το βιβλίο. (Σημ. Barbara Hannah: «Ο αγώνας για την ολοκλήρωση». Ν. Υόρκη: G. P. Putman’s Sons, 1971, σ.σ. 38 κ.ε). Βλέπει κανείς ακριβώς το αντίθετο στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Emily Bronté, όπου ακριβώς η επέμβαση της anima του Heathcliff, της μεγαλύτερης Κατερίνας (Κάθριν), σώζει την κατάσταση από ένα αδιέξοδο ανάμεσα στα αντίθετα σε αυτήν την ιστορία. (Σημ: ο.π., σ.σ. 190 κ.ε., ιδιαίτερα στις σ.σ. 247-250).
Στην Auseinandersetzung με τον animus ή την anima, η ενεργητική φαντασία προσφέρει μέγιστη βοήθεια στις περισσότερες περιπτώσεις. Θα το δούμε αυτό στην περίπτωση του Edward (Κεφάλαιο 2), αν και αυτή η περίπτωση είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια εξαίρεση, στον βαθμό που η Auseinandersetzung με την anima προηγείται από το έργο σχετικά με τη σκιά. Στην περίπτωση της Anna Marjula (Κεφάλαιο 7), η Anna παρουσιάζει μιαν πιο συνηθισμένη εξέλιξη, επειδή, καθώς εργάζεται με τον animus, η σκιά επεμβαίνει κάθε φορά που δεν την έχει δει στην ψυχολογία της. Αυτή η διαδικασία δείχνει επίσης πολύ καθαρά ότι η Auseinandersetzung ανάμεσα στη γυναίκα και τον animus θα καταλήξη επίσης σε αδιέξοδο, εάν δεν αναζητηθή και βρεθή η βοήθεια του Ταυτού. Όλες οι συζητήσεις της Anna με τη Μεγάλη Μητέρα δείχνουν τον βοηθητικό ρόλο που έπαιξε αυτή η μορφή, αν και το κύριο σημείο είναι η Auseinandersetzung με έναν ιδιαίτερα καταστρεπτικό animus. Στην περίπτωση της Anna, οι τελευταίες συζητήσεις της με το Μεγάλο Πνεύμα (που δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά) δείχνουν μιαν ασυνήθιστα προχωρημένη Auseinandersetzung με τη θετική πλευρά τού animus (και πάλι με τη βοήθεια της μορφής της Μεγάλης Μητέρας). Αυτό το γεγονός βρήκε την ανταμοιβή του με μιαν εξαιρετικά ειρηνική και ευτυχισμένη γεροντική ηλικία, αν και πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να βρουν στις τωρινές συνθήκες της ζωής της πολλά για να παραπονεθούν. Εντούτοις, μου έγραφε πολλές φορές λέγοντάς μου, ότι είναι πιο ευτυχισμένη από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ζωής της. Αν και υπάρχουν ακόμη πολλά για να πη κανείς, νομίζω ότι θα λεχθούν καλύτερα σε συνδυασμό με το πρακτικό υλικό, όπου τα πράγματα θα είναι περισσότερο φανερά, και επομένως περισσότερο πειστικά.
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου