Συνέχεια από Πέμπτη,11 Ιανουαρίου 2018
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Πρώτη
περίοδος
ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ -
«ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ»
19. Μ Ε Ν Ω Ν
( συνέχεια )
Με
μια και μοναδική ερώτηση επισημαίνει ο Σωκράτης, πως δεν θα μπορούσε να
ονομάζεται το ΄άρχειν’, αλλά μόνον το δίκαιο
‘άρχειν’ «αρετή», και οδηγεί τον Μένωνα να ‘εξισώση’ με τη «δικαιοσύνη» την
αρετή. Μοιάζει να έχη οδηγηθή έτσι σε μιαν πιο σωστή τροχιά ο Μένων, και
μοιάζει να υπερπηδά το άλμα απ’ το άρχειν στη δικαιοσύνη ολόκληρον τον μακρύ
εκείνον δρόμο τού διαλόγου «Αλκιβιάδης» ή και της συζήτησης με τον Καλλικλή.
Για να φανή αμέσως όμως, πως δεν υπήρξε κάποια γνήσια ΄κατανόηση’ εδώ. Γιατί
προσθέτει σε μιαν κριτική παρατήρηση του Σωκράτη ο Μένων, πως υπάρχουν και
άλλες αρετές, τις οποίες και απαριθμεί. Έχουμε λοιπόν εδώ τυπικά την ίδια πολλαπλότητα όπως και στην πρώτη
προσπάθεια ορισμού, ενώ είναι διδακτικό αντικειμενικά, ότι προσθέτει στις
τέσσερις σωκρατικές αρετές και τη μεγαλοπρέπεια
ο Μένων – που είναι γενικά για τον Πλάτωνα ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό
αυτού που γεννήθηκε για να ‘άρχη’ (Πολιτεία 536 Α) - , υπολογίζοντας και «πάρα
πολλές άλλες». Υπενθυμίζει ωστόσο το παλαιό σφάλμα εδώ ο Σωκράτης. Και ομολογεί
ο Μένων, πως δεν μπορεί πράγματι να ανακαλύψη τη μια και κοινή σε όλα αρετή. «Είναι φυσικό», του απαντά ο
Σωκράτης. Και καταλαβαίνουμε, ότι δεν
αντιλαμβανόμαστε αυτό που δεν είμαστε,
κατά την άποψη του Πλάτωνα. Ξεκινά ωστόσο τώρα μιαν άσκηση (μελέτη, 75 Α) με τον συνομιλητή του ο
Σωκράτης. Αναζητώντας «αυτό που είναι το ίδιο σε όλα» (ταυτόν επί πάσιν) στις έννοιες «μορφή» και «χρώμα», και
περιπίπτοντας σκόπιμα στο λάθος, να θέλη να προσδιορίση τη μορφή με το χρώμα,
ένα Χ με ένα Υ, κάτι που δεν του το επιτρέπει, και σωστά, ο Μένων. (Οι
Πυθαγόρειοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «χρώμα» γι’ αυτό που ονομάζεται αργότερα
«επιφάνεια»· και μπορούμε να δούμε εδώ,
όπως και στα επόμενα, τί συζητούσαν στην Ακαδημία). Γίνονται όμως πιο σοβαρά
κατόπιν τα πράγματα. Παραπέμπει δυό φορές με τη λέξη «διαλεκτικά» (“dialektisch”
– 75 D)
στη μέθοδο ο Σωκράτης, προσδιορίζοντας, ότι πρέπη να επιβεβαιώνη σε κάθε βήμα ότι κατανοεί κι ότι συμφωνεί αυτός που ερωτάται. Και πρέπει
ν’ αναρωτηθούμε, μήπως σκέπτεται ήδη εδώ πολλά περισσότερα απ’ ό,τι αυτό και
μόνο μ’ αυτήν τη λέξη ο Πλάτων, και μήπως ξεκινά να διαγράφεται η διαλεκτική
οδός τής «Πολιτείας», καθώς στρέφεται αμέσως προς τα Μαθηματικά η συζήτηση. «Μορφή
– που σημαίνει εδώ επιφάνεια – είναι ο περιορισμός τού σωματικού», λέει ο πρώτος ορισμός, που επανέρχεται σχεδόν κατά
λέξη, και μόνον πιο οξύς, στον Αριστοτέλη, και με μιαν ελαφριά πάλι παραλλαγή
στον Ευκλείδη. Για να περάσουμε απ’ τα μαθηματικά στη φυσική: προσπαθώντας να
ορισθή εννοιολογικά μέσα από μια φυσιολογική θεωρία τού Εμπεδοκλή η ουσία τού
χρώματος. Είναι καλύτερος ωστόσο ο ορισμός τής μορφής, λέει ο Σωκράτης, χωρίς
να διευκρινίζη προς το παρόν αυτό το ‘καλύτερος’, και ειρωνευόμενος μόνον την
πρόθεση του Μένωνα, που θα ήθελε πάλι να ‘αποχωρήση’, χωρίς «να έχη μυηθή»,
«απ’ τα Μυστήρια» (Mysterien).
Ενέταξε ο ίδιος ο Πλάτων αργότερα αυτήν τη θεωρία τού χρώματος στον μύθο τού
«Τίμαιου». Κι αν την ονομάζη εδώ, χλευάζοντάς την, «εντυπωσιακή όπως ένα
θεατρικό έργο» (τραγική), και
προτιμά τον ορισμό τής μορφής απ’ αυτήν, υποδηλώνεται μ’ αυτό, ότι μπορεί να
κατανοηθή άμεσα ο μαθηματικός ορισμός,
ενώ προϋποθέτει μια θεωρία, στην
οποία δεν χρειάζεται όμως να συμφωνούν όλοι, ο φυσικός. «Σου αρέσει όμως
καλύτερα, επειδή έχει ακριβώς τη ‘γεύση’ τού θεάτρου». Και βλέπουμε, με ποιο
κριτήριο ‘προτιμά’ ο μαθητής τών ρητόρων, και πώς τον διδάσκει να επιλέγη το σαφές και συνετό αντί για το εντυπωσιακό ο
Σωκράτης. (Μπορούμε να μάθουμε κάποια πράγματα για τη μέθοδο της πλατωνικής
Ακαδημίας απ’ αυτό το σημείο τού «Μένωνα», όσο κι αν δεν μας επιτρέπεται να
‘αναβιβάσουμε’ ούτε αυτόν τον διάλογο, όπως και κανέναν άλλον, σε «πρόγραμμα
της Ακαδημίας»). (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ να αναφέρουμε τη σχολή
τής Tübingen, η οποία και ανέδειξε στις
μέρες μας τη μεγάλη σημασία τής προφορικής διδασκαλίας στον Πλάτωνα, αποσπώντας
την έρευνα απ’ την απόλυτη μέχρι τότε προσκόλληση στους διαλόγους ως πηγή
γνώσεως της ‘αθάνατης’ ελληνικής φιλοσοφίας… - Μπορεί να δη κανείς σχετικά μ’
αυτό το θέμα στις αναρτήσεις μας… )) .
Μπορεί ν’ αναρωτηθή κανείς εδώ, μήπως κρύβεται και κάτι περισσότερο πίσω
απ’ το μεθοδικό παράδειγμα, όπως βοηθά π.χ. στο να διευκρινιστή και το ίδιο το
ζητούμενο αντικείμενο, πέρα απ’ τον σαφή μεθοδικό σκοπό, τόσο ο εννοιολογικός
ορισμός τού ψαρέματος με το αγκίστρι στον «Σοφιστή», όσο και το παράδειγμα της
υφαντουργίας στον «Πολιτικό», καθώς αποδεικνύεται ως κάποιος που ‘αγκιστρώνει’ ο σοφιστής, κι ως ένας
που ‘υφαίνει’ ο πολιτικός. Μήπως δεν
καθίσταται κι εδώ, στη μορφή ως ‘περι-ορισμό’, η ίδια η αρετή εναργής
(ορατή…); (( Σημ. τ. μετ.: Πράγματι
αγαπούσαν απόλυτα το συγκεκριμένο οι αρχαίοι μας πρόγονοι… )) . Και μήπως δεν
υποτάσσεται, αν αναλογιστούμε την οντολογία τού «Φίληβου», ακριβώς όπως η
στερεομετρική μορφή, στο είδος τού Είναι τού περι-ορισμένου η αρετή, ενώ ανήκει
στο βασίλειο του απροσδιόριστου και απεριόριστου το χρώμα και η ευχαρίστηση ή
ηδονή; Και μήπως δεν διαχωρίζονται τελικά η μεθοδική και η πραγματική
(αντικειμενική…) αξία αυτού τού παραδείγματος, καθώς επιδιώκει την αληθινή αρετή, τη μορφή, το όριο, τον εννοιολογικό προσδιορισμό ο
Σωκράτης, ενώ το αντίθετο σε όλ’ αυτά ο Μένων;
Απαιτεί λοιπόν ακόμα πιο έντονα απ’ ό,τι στον δεύτερον ορισμό στην αρχή
τού τέταρτου ορισμού ο Σωκράτης, ότι πρέπει να αναφερθή στο σύνολο αυτός ο
ορισμός, κι ότι πρέπει να σταματήση να κατακερματίζη την ενότητα της αρετής ο Μένων. Και διατυπώνεται ως εξής αυτός ο
τέταρτος ορισμός: να επιθυμής το ωραίο και να είσαι σε θέση να το αποκτήσης,
αυτό είναι η αρετή (επιθυμούντα τών
καλών δυνατόν είναι πορίζεσθαι – 77 Β). Και βλέπουμε, πως πρόκειται πάλι
για το «άρχειν» ή το «εξουσιάζειν». Μόνον που φαίνεται σαν να έχη προσέξει ο
Μένων, πως θα έπρεπε να απαρτίζεται από δυό κατά κάποιον τρόπο μέρη ένας
ορισμός. Η κριτική τού Σωκράτη συνίσταται εδώ, στο ότι εξαλείφει ως κάτι το
αυτονόητο και καθόλου ιδιαίτερο και διακριτό το πρώτο μέρος. Γιατί δεν μπορεί
κανείς βέβαια να επιθυμή το άσχημο και το βλαβερό, αφού δεν θέλει κανείς να
είναι δυστυχής. Ενώ αντιτίθεται σ’ αυτό η συνηθισμένη άποψη και λέει, πως
μπορεί να θέλη τόσο το καλό όσο και το κακό κανείς. Συνίσταται όμως σ’ αυτό ακριβώς το παιδαγωγικό έργο τού Σωκράτη, στο να να αποκαλύψη την κρυμμένη απ’ αυτούς τούς ίδιους βαθύτερή τους φύση στους ανθρώπους. Και μας έδειξε στον
«Λύση», ότι απευθύνεται πάντοτε προς το ωραίο η επιθυμία, και στον «Γοργία»,
ότι δεν μπορεί να «θέλη» παρά μόνον το καλό ο άνθρωπος (( Σημ. τ. μετ.: Όλα τα ‘άλλα’ είναι οι
ασθένειες και διαστροφές τής ‘πεσμένης’ μας ψυχής… Γι’ αυτό και παίρνει αυτήν
τη βαθύτατη ‘ανάσα’ με την ελληνική φιλοσοφία όλη η ‘ανθρωπότητα’,
προετοιμάζοντας και την υποδοχή – όστις θέλει - τού όντως Δημιουργού και Σωτήρα
μας… )) . Αυτό που αποτελεί μιαν ταυτολογία (Tautologie) για την τυπική κριτική,
σημαίνει για την αντικειμενική κριτική,
ότι δεν μπορεί να αποφασίση
διαφορετικά παρά για το καλό ο άνθρωπος.
-
Είπαμε πως προκύπτει βασικά απ’ τον πρώτο και τον δεύτερο ο τέταρτος
ορισμός. Κάτι που φαίνεται αμέσως όταν κρίνουμε εκείνο που απομένει αφαιρώντας
την ταυτολογία: Είναι η ικανότητα τού να
αποκτάς για τον εαυτό σου τα καλά πράγματα η αρετή (78 D). Καθώς είναι κι εδώ για
τον Μένωνα η «εξουσία» το κορυφαίο καλό. Ρωτά όμως κι εδώ, όπως και πριν ο
Σωκράτης: μήπως θά ’πρεπε να προσθέσουμε και τον «δίκαιο» τρόπο αυτής τής επιτυχίας (78 D, πρβλ. 73 D) ; Γιατί δεν θα υπήρχε τότε
καν στο να εξασφαλίσης κάτι για τον εαυτό σου η αρετή – αλλά θα μπορούσε να
υπάρχη και στο ακριβώς αντίθετο! Αρκεί να συντελείται με «δικαιοσύνη» ό,τι
συντελείται. – Και φτάνουμε πάλι στις μεμονωμένες αρετές τού τρίτου ορισμού,
οπότε και κρίνουμε, πως μάλλον την κατακερματίζουμε, αντί να την
αντιλαμβανόμαστε την αρετή. Και πώς παρουσιάζεται αυτό τυπικά; Με το να
νομίζουμε ότι προσδιορίζουμε με ένα
μέρος του το ζητούμενο πράγμα, ορίζοντας μ’ ένα Υ ένα Χ, για το οποίο όμως
γνωρίζουμε εξίσου ελάχιστα όπως και για το Χ. Το οποίο και φανερώνει εξ
αντικειμένου, ότι δεν μπορούν να
διακρίνουν, αυθαίρετοι την αρετή οι άνθρωποι. Οπότε και ζητά μιαν
καινούργια απάντηση, εξ αρχής, ο
Σωκράτης. Εφ’ όσον χρειαζόμαστε πράγματι να μεταστραφούμε πλήρως, για να
εξέλθουμε απ’ τον κύκλο όπου και περιστρεφόμαστε. Ενώ όμως τέλειωνε απότομα εδώ
ο «Ευθύφρων», πραγματοποιεί τώρα ο «Μένων» αυτήν τη μεταστροφή.
Προχωρά πλέον μόνο και μόνο γι’ αυτό ο διάλογος, επειδή
συνειδητοποιήθηκε η απορία (Aporie). Οδήγησε μέχρις εδώ τον
Μένωνα ο Σωκράτης, ώστε να φωτιστή τώρα, στο μέσον τού διαλόγου, η ουσία τής
κατάστασης και να υποδειχθή η διέξοδος. Παρομοιάζει ο Μένων – κι είναι ένας
τρόπος ‘συναναστροφής’ η παρομοίωση, αν σκεφτούμε μάλιστα το μέγιστο εκείνο
παράδειγμα που μας προσφέρει στο «Συμπόσιο» ο Αλκιβιάδης- παρομοιάζει με μια
‘νάρκη’, μια ‘μουδιάστρα’ τον Σωκράτη· την
εμφάνισή του: τα ‘γουρλωτά’ μάτια και την ‘πλατειά’ μύτη·
προπάντων όμως την επίδραση που εξασκεί: εκείνο το ‘χτύπημα’, που παραλύει. Μια
εικόνα που αφορά μόνο στην εντύπωση βέβαια, αλλά όχι και στην ουσία τής
σωκρατικής επίδρασης. Γιατί δεν οδηγεί μόνον τούς άλλους στην απορία ο
Σωκράτης, αλλά συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του στην απορία·
καθίσταται δηλ. σαφές, ως προϋπόθεση
της παιδαγωγίας του, το σωκρατικό «ουκ
οίδα». Ενώ δεν μένει σ’ αυτό ο Σωκράτης, αλλά είναι έτοιμος και να βοηθήση,
και να προχωρήση στην από κοινού αναζήτηση (συζητήσαι).
Διαφαίνεται λοιπόν στην ‘παρομοίωση’, αλλά και στην κριτική που τη
συμπληρώνει, η ουσία τής σωκρατικής παιδαγωγίας, όπως και σ’ ένα παρόμοιο
άλλωστε κριτικό σημείο τού «Θεαίτητου», στην εικόνα τής μαιευτικής τέχνης. Ενώ
πλησιάζουμε και στις δυό περιπτώσεις στο συζητούμενο πρόβλημα, εκεί στη γνώση,
κι εδώ στην αρετή, «περί τίνος άραγες πρόκειται στην πραγματικότητα» (ότι ποτ’ έστιν – Μένων 80 D, Θεαίτ. 151 D).
Δεν
ακολουθείται βέβαια κατ’ αρχάς η οδός αυτού τού ερωτήματος στον «Μένωνα». Αλλά
για να φτάσουμε στο επίπεδο που επιθυμεί ο Πλάτων, πρέπει να αμφισβητήση πρώτα
ο μαθητής τού σοφιστή την ετοιμότητα του δασκάλου για κοινή έρευνα, ερίζοντας,
όπως και στον «Ευθύδημο», ότι δεν μπορεί ν’ αναζητά κανείς αυτό που δεν
γνωρίζει, και δεν χρειάζεται απ’ την άλλη ν’ αναζητήση αυτό που γνωρίζει. Κι
αυτό είναι εδώ το μέσον που χρησιμοποιεί ο Πλάτων, για να βρη τον δρόμο προς
τον μύθο τής ψυχής, και να τον αντιπαραθέση στην εριστική άρνηση της έρευνας,
ως ένα πανίσχυρο σύμβολο ενός εντελώς διαφορετικού κόσμου. Το έχει ακούσει από
σοφούς άνδρες και γυναίκες ο Σωκράτης: είναι αθάνατη η ψυχή, κι ας πέθανε
πολλές φορές κατά τον τοκετό. Απέκτησε πείρα όλων τών πραγμάτων «εδώ και στον
Άδη», και μπορεί να ξαναβρή γι’ αυτό, αν ένα απ’ αυτά θυμηθή, και όλα τα άλλα,
εφ’ όσον «συγγενεύουν αναμεταξύ τους όλα τα φυσικά όντα». Είναι «ανάμνηση»
λοιπόν η μάθηση. Η εριστική αμφιβολία για τη γνώση ακούγεται ευχάριστη στ’
αυτιά τής νωθρότητας, λέει ο Σωκράτης, ενώ η θεμελίωσή της, όπως μάς έχει
παραδοθή στον μύθο, καθιστά ενεργητικό και ερευνητικό τον άνθρωπο.
O μύθος
παραπέμπει στον Άδη, στον κόσμο που δεν μπορούμε να τον δούμε (αιδές) με τα γήινα μάτια, στο βασίλειο
της τέλειας γνώσης, όπως ετυμολογείται στον «Κρατύλο» (404 Β). Μήπως είναι
λοιπόν λιγότερο μακρινός ο δρόμος απ’ τον Μύθο στα Μαθηματικά, απ’ ό,τι μπορεί
να φάνηκε στην αρχή; Επιχείρησε ήδη μια μαθηματική «άσκηση» προηγουμένως με τον
Μένωνα ο Σωκράτης (75 Α, 76 Α). Και θα φανερωθή τώρα, στην περίφημη μαθηματική
‘ώρα διδασκαλίας’, πώς «θυμάται» ένα
οποιοδήποτε αγόρι απ’ τη συνοδεία τού Μένωνα, αρκεί να ξεύρη ελληνικά, αρκεί να
μπορεί να συνομιλήση δηλ. κανείς μαζί του, καθοδηγούμενο απ’ τον Σωκράτη.
Δείχνει ήδη στον «Αλκιβιάδη» στον νεαρό ο Σωκράτης, πως δεν «λέει» ο δάσκαλος
αλλά ο μαθητής, δεν «λέει» αυτός που ρωτά αλλά αυτός που απαντά «το λεγόμενο»,
και απεικονίζεται εκεί μ’ ένα παράδειγμα απ’ την αριθμητική αυτή η ‘άποψη’,
όπου και διατυπώνεται όσο το δυνατόν πιο απλά η διαλεκτική ‘μέθοδος’ του
πλατωνικού Σωκράτη (112 Ε κ.ε.). Το ίδιο συμβαίνει δε εδώ με τον νεανία τού
Μένωνα. Δεν χρειάζεται να ακολουθήσουμε όλα τα βήματα, με τα οποία και
οδηγείται στον διπλασιασμό τού τετραγώνου ο μαθητής. Αρκεί να πούμε, πως
συντελείται σε τρία στάδια αυτός ο δρόμος. Στο πρώτο διαπιστώνει ο Σωκράτης,
πως νομίζει εσφαλμένα πως γνωρίζει ο μαθητής (82 Ε). Στο δεύτερο τον οδηγεί
στην απορία, ως ένα απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο (84 Α – C). Και στο τρίτο τον οδηγεί
στο να λύση το πρόβλημα· ή για να το πούμε με τον
τρόπο τού μύθου: ξυπνά την ανάμνηση (86 C).
Είναι προπαιδευτικά τα μαθηματικά: και θα φανή αυτό στην «Πολιτεία».
Μήπως όμως έχει και πέρα απ’ το τυπικό της νόημα, και ένα συμβολικό η «άσκηση»
στον «Μένωνα», όπως αποδεικνύεται στον «Γοργία» ως άγνοια της αναλογίας η
θέληση για δύναμη; Φανερώθηκε στο πρώτο επίπεδο του «Μένωνα» ως μια παρομοίωση
της αρετής η μαθηματική «μορφή». Παρέμεινε ωστόσο εν απορία η αναζήτηση της
αρετής. Για να ‘ανυψωθούμε’ τώρα ξαφνικά στην «πραγματικότητα του όντος», για
την οποία και μαθαίνουμε στην «Πολιτεία», πως κορυφούται σε κείνο που βρίσκεται
«επέκεινα του Είναι», και είναι «άρρητο» λοιπόν. Πρόκειται άραγες για σύμπτωση,
ή για μιαν αναφορά μάλλον σε κείνα τα ‘βάθη’, το ότι περιέχει εδώ η γεωμετρική
εργασία, ο διπλασιασμός τού τετραγώνου, το πρόβλημα του ‘παραλόγου’, και άρα
τού «άρρητου»;
Θα
θεωρηθή ωστόσο άλλη μια φορά στο τέλος τού αποσπάσματος ως φέρουσα πάντοτε στον
εαυτό της την «πραγματικότητα του όντος», και γι’ αυτό ως αθάνατη η ψυχή. Κι όσο
κι αν εγκαταλείπεται αμέσως αυτή η μυθική διατύπωση, μόλις θα θελήση κάποιος να
δογματίση μ’ αυτήν, θα επιμείνη (θα εγγυηθή…) με λόγο και με πράξη ο Σωκράτης,
ότι γινόμαστε οι ίδιοι καλύτεροι και πιο
γενναίοι, όταν ερευνούμε, απ’ ό,τι αν πεισθούμε σοφιστικά πως είναι αδύνατη η
έρευνα. Δεν είναι παρεκτροπή στη χώρα τών ονείρων ο μύθος, αλλά πρόσκληση προς
δράση: αυτός είναι ο σωκρατικο-πλατωνικός «πραγματισμός» (Pragmatismus).
Αναπνέουμε λοιπόν άλλον αέρα σ’ αυτό το μεσαίο μέρος τού διαλόγου, απ’ ό,τι
σε ό,τι προηγήθηκε και ό,τι ακολουθεί. O «Φαίδων»
θα μας πη αργότερα πως συζητούσε «συχνά» το πρόβλημα της «επανενθύμησης» ο
Σωκράτης (72 Ε), και θα μας αναπέμψη έτσι στον «Μένωνα», στον βαθμό που
αναπέμπη βέβαια γενικά ο ένας πλατωνικός διάλογος στον άλλον. Ενώ μπορούμε να
πούμε και αντίστροφα, πως αποτελεί το μεσαίο μέρος τού «Μένωνα», θέτοντας
εκείνην την άλυτη συνάρτηση ανάμεσα στην αιωνιότητα της ψυχής και τη γνώση τών
Ιδεών, και με τη μυθική ατμόσφαιρα της «ορφικής» ποίησης του επέκεινα, μιαν
πρώτη σύλληψη αυτού το οποίο και επεκτείνεται στον «Φαίδωνα». Εκφράζεται ίσως η
συγγενική διείσδυση Λόγου και Μύθου στο ότι επανέρχεται και εδώ και εκεί σχεδόν
κατά λέξη μια διατύπωση, με την οποίαν και ομολογεί ο Σωκράτης πως δεν εγγυάται
και απολύτως για το ένα που έχει πη (ουκ
άν πάνυ διισχυρισαίμην), ενώ παραμένει ισχυρότατα στο άλλο (Μένων 86 Β,
Φαίδων 63 C,
114 D).
Στον «Φαίδωνα» διαβαθμίζεται πολλαπλώς και επεκτείνεται κατά πολύ εκείνος
ο κύκλος προβλημάτων, ενώ δεν μπορούμε
και να παραγνωρίσουμε ότι συνδέεται άμεσα και με τη μοίρα τού ίδιου του
Σωκράτη. Στον «Μένωνα» καταλαμβάνει το επεισόδιο με τον υπηρέτη, που «θυμάται»
το πυθαγόρειο θεώρημα, έναν μεγάλο συγκριτικά χώρο. Χρησιμοποιεί ο «Μένων» την
αιωνιότητα της ψυχής, για να εξασφαλίση τη δυνατότητα γνώσης, μάθησης και
κατανόησης απέναντι στη σοφιστική αμφιβολία· ενώ
βλέπει αντίστροφα ο «Φαίδων», να εγγυάται η γνώση τού αιωνίως υπάρχοντος την
αιωνιότητα της ψυχής. Αν υπολογίσουμε αυτές τις διαφορές, δεν μπορούμε τότε να
παραγνωρίσουμε τη συγγένεια των δομών και την τοποθέτηση έτσι τού «Μένωνα»
ανάμεσα στην απορητική ομάδα διαλόγων και τον «Φαίδωνα».
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου