Μερικές παρατηρήσεις στό περί ελευθερίας τού κ.Κλιματσάκη.
Ήδη από τήν γέννηση τής φιλοσοφίας ξεκινά η ένταση ανάμεσα στόν θεό τών φιλοσόφων καί στόν Θεό τής πίστεως. Ανάμεσα στούς θεούς τής θρησκευτικής μυθολογίας καί στόν θεό τής φιλοσοφικής γνώσεως. Αποτέλεσμα αυτής τής διαμάχης ήταν η σταδιακή αντικατάσταση τού μύθου μέ τό λόγο, πού είναι μέ τή σειρά του μιά νέα διάσταση τού μύθου. Η Δύση αρνούμενη αυτή τή νέα διάσταση ερμήνευσε κατ’αρχάς τόν λόγο σάν σκέψη καί σήμερα σάν λογική.
Ο αρχαίος πολιτισμός χάθηκε επειδή δέν κατόρθωσε νά ενώσει τελικώς τόν λόγο μέ τήν λατρεία -τό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τής ειδωλολατρείας, δηλ. οι θυσίες γιά νά κερδηθεί η ευμένεια τών θεών-. Κάτι όμως πού κατόρθωσε ο χριστιανισμός καί διατήρησε κατά κάποιο τρόπο η ορθόδοξη εκκλησία. Ταυτίζοντας τόν θεό τών φιλοσόφων μέ τόν Θεό τής πίστεως, τόν Λόγο, ο χριστιανισμός ικανοποίησε καί επεκράτησε σέ ανατολή καί δύση. Η ορθοδοξία αρνήθηκε τήν μείωση τού Λόγου σέ λογική καί σκέψη πού επιδίωξαν οι αιρέσεις. Η Δύση τήν δέχτηκε, διότι ερμήνευσε μέ τή σειρά της τόν Λόγο σάν σκέψη, σάν λογική, σάν αυτοθεώρηση, καί τελικώς σήμερα σάν αυτο-συνειδησία. Αναγκάστηκε δέ γρήγορα νά διακρίνει τήν πίστη, μέ τόν Αυγουστίνο, ορίζοντάς την μέ τήν κατηγορία τής σχέσης. Καθορίζοντας ταυτοχρόνως τό υπέρτατο είναι όχι μόνον σάν απόλυτη αυτάρκεια, κλεισμένη στόν εαυτό της, αλλά καί σάν σχέση, δημιουργική δύναμη, η οποία δημιουργεί «άλλο», τό στηρίζει καί τό αγαπά. Γιά νά γλιτώσει δέ τό σφιχταγκάλιασμα μέ τήν σκέψη υπερβαίνει τήν φιλοσοφία, ανακηρύσσοντας τήν αγάπη ανώτερη τής σκέψης. Τοιουτοτρόπως ο θεός της «Μονάς εν Τριάδι» είναι σκέψη σάν μονάδα, ενότης καί σχέση σάν τριάδα, δηλ. μιά σχέση η οποία δέν διασπά τήν ενότητα. Η σχέση αντιθέτως μεταλλάσσει τήν έννοια τής ιεραρχίας μέσα στήν Αγία Τριάδα, πού είχε επινοήσει ο Ακινάτης.
Η φιλοσοφία όμως μένοντας ελεύθερη αυτονομείται, διαφοροποιείται μέ τήν εμφάνιση τής μοντέρνας συνειδήσεως καί η διαφορά βρίσκεται πλέον στήν ανακήρυξη τής υπερβατικής υποκειμενικότητος στήν μορφή τού ΕΓΩ σάν αρχή τής φιλοσοφίας. Η υπερβατικότης βρίσκεται τώρα στήν μεταμόρφωση τής συνειδήσεως σέ μιά συνείδηση καθοριζόμενη από τήν ιστορικότητα. Αυτή η νέα αυτοσυνειδησία οδηγείται στό καθ’ομοίωσιν μέσω τής ιστορικής πράξεως.
Πώς πραγματοποιήθηκε αυτή η αλλαγή; Πραγματοποιήθηκε διότι, μετά τόν σκληρό αγώνα τής Ελληνικής φιλοσοφίας νά ξεχωρίσει τόν Νού από τήν γνώμη, τήν διάνοια, ο Καρτέσιος ξαναταύτισε τόν νού μέ τήν σκέψη καί τό εγώ, χάνοντας τήν πίστη τού Παρμενίδη στήν απόλυτη πραγματικότητα τού είναι καί τοποθετώντας στή θέση της τήν αμφιβολία, τό τίποτα. Επειδή όμως τίποτα δέν γεννιέται από τό τίποτα, δηλ. από τό μή-εγώ, υποκείμενο καί αντικείμενο τής σκέψης αναπόφευκτα είναι η ύπαρξή μου. Τό πρόβλημα πού έπρεπε νά λυθεί ήταν εκείνο τής ελευθερίας, διότι η θέση τού εγώ σκέπτομαι ήταν αξιωματική. Πρόβλημα πού λύθηκε μέ τήν πράξη καί τήν βούληση, τήν άλλη όψη τής ελευθερίας. Τό αδιέξοδο πρόβλημα πού δέν έχει λυθεί μέχρι σήμερα είναι ότι η βούληση σάν ιστορική πράξη, μεταλλάσσεται σέ βούληση γιά δύναμη. Στήν Ανατολή η ελευθερία δέθηκε από τήν αρχή μέ τήν θέληση, η οποία διατηρεί τήν ελευθερία ελεύθερη νά βαδίσει τό δρόμο της, από – πρός.
ΤΟ ΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΩΣ. Π.χ. από τά ορατά στά αόρατα, από τά αισθητά στά νοητά, από τά κτιστά στά άκτιστα.
Άς δούμε τώρα μέ συντομία τήν μείωση τού Νού σέ συνείδηση, συγκρίνοντας τίς πρώτες αρχές τού Πλωτίνου καί τού Σέλλινγκ, μέ τήν ευγενική βοήθεια τού Werner Beierwaltes.
«O Σέλλινγκ συλλαμβάνει τό απόλυτο σάν σκέψη, δηλ. σάν ενέργεια τής νοήσεως, σάν αυτοσυνειδησία, αυτοβεβαίωση, σάν απόλυτη προσωπικότητα. Αυτό τό απόλυτο μπορεί νά προσεγγίσει καί τό Ένα καί τόν Νού (πνεύμα) τού Πλωτίνου. Αυτό τό απόλυτο ταυτισμένο μέ τόν Θεό τοποθετεί τό Ένα τού Πλωτίνου σάν τό θεμέλιο καί τήν αρχή τής εσωτερικής κινήσεως, τής σκέψης, τού συστήματος.
Καί ακριβώς σ’αυτό τό σημείο αποκαλύπτεται η ριζική διαφορά μέ τήν πλωτινική έννοια τού Ενός. Γιά τό Ένα τού Πλωτίνου η απουσία σχέσεως είναι συστατικό του στοιχείο, δηλ. η μή-σκέψη, καθώς γιά τόν Πλωτίνο η σκέψη είναι ένας τρόπος τής πολλαπλότητος. Όπως δηλώνει δέ καί ο J.M.Rist, «ΤΟ ΕΝΑ ΔΕΝ ΣΚΕΠΤΕΤΑΙ».
Έτσι λοιπόν οι διατυπώσεις τού Σέλλινγκ γιά τό απόλυτο συμπίπτουν στήν πραγματικότητα μέ τήν πλωτινική έννοια τού πνεύματος, εννοημένο σάν απόλυτο πνεύμα, δηλ. όχι ανθρώπινο, αλλά σάν τό πρώτο πού θεμελιώνει τόν άνθρωπο καί τόν κόσμο στό νοητό τους είναι.
Θά τό δούμε καλύτερα, αλλά πρίν άς προσέξουμε πώς η δυτική διανόηση ψάχνει γιά τό πρώτο θεμέλιο, προσπαθεί νά αποδείξει πώς τό πρόσωπο προηγείται τής ουσίας, επηρεασμένη σαφώς από τό πρωτείο τού πάπα. Έχει εισχωρήσει βαθειά στό αίμα τής Δύσεως, δέν αλλάζει. Ο Πλωτίνος σκέφτεται τό ένα σάν ελεύθερο από μιά συγκεκριμμένη φόρμα, διότι οποιαδήποτε φόρμα θά μείωνε τήν καθολικότητα. Εάν τό προσδιορισμένο όν ανήκει στό πεπερασμένο, στό πέρας καί κάθε διακεκριμένο όν, διακρίνεται μέσω αυτού τού προσδιορισμού ή τής μορφής, από άλλα προσδιορισμένα όντα, τότε τό Ένα πρέπει νά αναλογίζεται σάν μή προσδιοριζόμενο, χωρίς φόρμα καί γι αυτό χωρίς πέρας, ά-πειρο. Τό ένα είναι «πρίν τού τί» καί γι'αυτό τίποτα, όσον αφορά τό όν «ουδέν πάντων», διαφορετικό ουσιωδώς μέσω τού τίποτα, από όλο τό όν: «πάντων έτερον». Καί γι' αυτό υπερούσιον.
Γιά τόν Σέλλινγκ τό απόλυτο ή ο θεός είναι ένας, τό ένα ή η αρχική ενότης, η απλή καί καθαρή, τίποτε άλλο παρά ταυτότης, η οποία δέν επιτρέπει νά παρουσιαστεί καμία διαφορά, δηλ. «απόλυτη αδιαφορία», η οποία εννοείται σάν ενότης χωρίς κανέναν περαιτέρω προσδιορισμό. Η απόλυτη αδιαφορία, το αδιαφοροποίητο, το οποίο χαρακτηρίζει κατά τον Σέλλινγκ το απόλυτο, διαφέρει παρόλα αυτά από την απουσία ενυπάρχουσας σχέσεως στο ένα του Πλωτίνου, λόγω του ότι ο Σέλλινγκ δέχεται την ύπαρξη αντιθέτων μέσα στο απόλυτο, τα οποία αντιλαμβάνεται όμως σαν ξεπερασμένα. Η δύναμις της ομοιομορφίας σε ένα μοναδικό πράγμα που δρά στο απόλυτο, δέν επιτρέπει την παρουσία των αντιθέτων καθεαυτών, δηλ. σαν πεπερασμένα ή προσδιορισμένα, αλλά μεταμορφώνει αυτά τα ίδια σε «αδιάφορα» ή άπειρα. Εάν λοιπόν το απόλυτο είναι η α-διαφορία (η ενότης) της ταυτότητος και της διαφοράς, ο Σέλλινγκ δέν είναι υποχρεωμένος όπως ο Πλωτίνος να συλλάβει την σκέψη του απολύτου σαν έναν τρόπο της πολλαπλότητος και επομένως της διαφοράς. Το γεγονός πώς το απολυτο σκέπτεται, το φανερώνει σαν το «κεντρικό σημείο» το οποίο συνθέτει, το οποίο δέν επιτρέπει την διατήρηση της διαφοράς, καθότι παραμένει εις’ εαυτή.
Η σκέψη του απολύτου μπορεί να αναπαρασταθεί σα σκέψη του εαυτού του, αυτού του ιδίου. Το απόλυτο ή ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό του. Η αυτογνωσία του είναι η άπειρη επιβεβαίωση του εαυτού του. Εξαιτίας δέ αυτής της αυτοβεβαιώσεως ο Θεός είναι, διότι το απόλυτο είναι η ολότης του όντος, «απόλυτο σύμπαν», δηλ. το σύμπαν μέσα στον ίδιο το Θεό. Αυτοστοχαζόμενος και γνωρίζοντας τον εαυτό του, ο Θεός βεβαιώνεται σαν απόλυτο όλον. Ο Σέλλινγκ λοιπόν μεταμορφώνει μία αρνητική έννοια του απολύτου, σύμφωνα με την οποία είναι ταυτόσημο με τον μή-προσδιορισμό ή τον μή-περιορισμό μέσω ενός άλλου, σε εκείνη την έννοια της στοχαστικής αυτο-βεβαιώσεως».
Η μείωση λοιπόν της φιλοσοφίας σε ψυχολογία είναι συντελεσμένη, διότι αυτό που περιγράφει ο Σέλλινγκ είναι ο σύγχρονος εαυτός, το αληθινό εγώ, το self του Γιούνγκ. Και όπως είδαμε δέν είναι παρά ο νούς του Πλωτίνου. Και όπως είδαμε επίσης είναι υπερούσιος, είναι πρόσωπο. Ο Θεός των φιλοσόφων ανέλαβε για άλλη μια φορά να σώσει τον άνθρωπο, μετά το θάνατο του Θεού.
Όποιος θέλει παίρνει.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου