Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Jean-Paul Sartre - Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (3)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ιδού, λοιπόν, η καρτεσιανή θέληση αναγκασμένη να καταφάσκει:

Παραδείγματος χάριν, εξετάζοντας τις προηγούμενες μέρες αν υπήρχε πραγματικά κάτι στον κόσμο, και γνωρίζοντας – μόνο και μόνο επειδή εξέταζα το συγκεκριμένο πρόβλημα – ότι ήταν εναργέστατο το συνεπακόλουθο πως εγώ ο ίδιος υπάρχω, δεν μπορούσα να μην κρίνω ότι εκείνο που νοούσα με τόση σαφήνεια ήταν αληθές, όχι επειδή αναγκαζόμουν από κάποια εξωτερική ισχύ να το κάνω, αλλά επειδή από το μεγάλο φως στο νού προέκυπτε μια μεγάλη κλίση στη βούληση11.

Κι ασφαλώς ο Καρτέσιος επιμένει να αποκαλεί ελεύθερη τούτη την αναπόδραστη συναίνεση σε ο,τι είναι εναργές, κι αυτό γιατί δίνει εδώ ένα εντελώς διαφορετικό νόημα στη λέξη ελευθερία. Η συναίνεση είναι ελεύθερη επειδή δεν βρίσκεται υπό την επήρεια κανενός εξωτερικού σε εμάς καταναγκασμού, δηλαδή δεν προκαλείται από καμιά κίνηση του σώματος η ψυχολογική παρόρμηση: δεν είμαστε στο πεδίο των παθών της ψυχής. Μόνο που, αν η ψυχή παραμένει ανεξάρτητη από το σώμα στη διαδικασία της ενάργειας και αν, σύμφωνα με τους όρους των Παθών της ψυχής, μπορούμε να ονομάσουμε την κατάφαση τών σαφώς και διακριτά αντιληπτών σχέσεων ως πράξη της σκεπτόμενης ουσίας στην ολότητά της, οι όροι ετούτοι δεν διατηρούν πλέον κανένα νόημα αν εξετάζουμε τη θέληση σε σχέση με τη νόηση. Διότι προ ολίγου ονομάζαμε ελευθερία τη δυνατότητα της θέλησης να αυτοκαθορίζεται όταν θα λέει ναί ή όχι σε ιδέες που συλλαμβάνει η νόηση, κάτι που σήμαινε, με άλλους όρους, ότι τίποτα δεν ήταν οριστικό και αμετάκλητο, ότι το μέλλον δεν ήταν ποτέ προβλέψιμο. Ενώ τώρα, η σχέση της νόησης με τη θέληση, όσον αφορά την ενάργεια, γίνεται αντιληπτή υπό μορφή αυστηρού νόμου, στον οποίο το σαφές και το διακριτό της ιδέας παίζουν ρόλο καθοριστικού παράγοντα ως προς την κατάφαση. Κοντολογίς, ο Καρτέσιος βρίσκεται πολύ πιο κοντά στους Σπινόζα και στους Λάιμπνιτς, οι οποίοι ορίζουν την ελευθερία ενός όντος με βάση την ανάπτυξη της ουσίας του ανεξάρτητα από την εκάστοτε εξωτερική δράση, μολονότι οι στιγμές τούτης της ανάπτυξης υποχρεωτικά και αυστηρά αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη. Εδώ ακριβώς φτάνει στο σημείο να αρνηθεί την ελευθερία της αδιαφορίας, ή μάλλον να τη θεωρήσει ως τον κατώτατο βαθμό ελευθερίας:

Για να είμαι ελεύθερος, δεν είναι ανάγκη να αδιαφορώ ως προς την επιλογή του ενός ή του άλλου εκ των δύο αντιθέτων μάλλον, όσο περισσότερο κλίνω προς το ένα, είτε επειδή κατανοώ εναργώς ότι εκεί βρίσκεται το αληθές και το αγαθό είτε επειδή ο Θεός διευθετεί έτσι το εσωτερικό της σκέψης μου, τόσο πιο ελεύθερα το εκλέγω και το αγκαλιάζω12.

Ο δεύτερος όρος της διάζευξης, «είτε επειδή ο Θεός διευθετεί έτσι το εσωτερικό της σκέψης μου», αφορά την πίστη καθαυτή. Στο εν λόγω πεδίο, καθώς η νόηση δεν μπορεί να είναι ο επαρκής λόγος της πράξης της πίστης, η θέληση διαπερνάται ολόκληρη από ένα εσωτερικό, υπερφυσικό φως που την καταυγάζει, το φως αυτό ονομάζεται Χάρις. Ίσως μας σκανδαλίζει να βλέπουμε τούτη την αυτόνομη και ατελεύτητη ελευθερία να καθορίζεται αίφνης από τη θεία χάρη, προδιατεθειμένη να καταφάσκει εκείνο που δεν βλέπει διόλου καθαρά. Αλλά, κατά βάθος, υπάρχει άραγε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό φως και σε τούτο το υπερφυσικό που είναι η Χάρις; Στη δεύτερη περίπτωση σαφέστατα εκείνος που καταφάσκει είναι ο Θεός, με τη μεσολάβηση της θέλησής μας. Αλλά το ίδιο δεν ισχύει και στην πρώτη περίπτωση; Αν πράγματι οι ιδέες έχουν είναι, αυτό οφείλεται στο ότι προέρχονται από τον Θεό. Το σαφές και το διακριτό δεν είναι παρά τα σημάδια της εσωτερικής συνοχής και της απόλυτης πυκνότητας του είναι της ιδέας. Κι αν τείνω ακατάσχετα να καταφάσκω την ιδέα, είναι ακριβώς γιατί η ιδέα βαραίνει πάνω μου με όλο της το είναι και με όλη την απόλυτη θετικότητά της. Αυτό το καθαρό και πυκνό είναι, χωρίς ρωγμή, χωρίς κενό, καταφάσκει μέσα μου από το ίδιο του το βάρος. Έτσι, όντας ο Θεός πηγή για κάθε είναι και για κάθε θετικότητα, ετούτη η θετικότητα, αυτή η πληρότητα ύπαρξης – η αληθινή κρίση – δεν θα μπορούσε να πηγάζει από μένα που είμαι ένα μηδέν, αλλά από εκείνον. Και σε τούτη τη θεωρία δεν διακρίνουμε μόνο μια προσπάθεια συμφιλίωσης της ρασιοναλιστικής μεταφυσικής με τη χριστιανική θεολογία: με το λεξιλόγιο της εποχής, αποδίδεται η συνείδηση που πάντοτε χαρακτήριζε τον επιστήμονα, ότι δηλαδή δεν είναι παρά ένα μηδέν, ένα απλό βλέμμα μπροστά στην αιώνια, ανένδοτη εσωτερική συνοχή των πραγμάτων, μπροστά στο ανυπολόγιστο βάρος της αλήθειας που ενατενίζει.

Τρία χρόνια αργότερα,το 1644, ο Καρτέσιος θα επανέλθει προκειμένου να μας παραχωρήσει την ελευθερία της αδιαφορίας:

«Έχουμε τέτοια συνείδηση της ελευθερίας και της αδιαφορίας μέσα μας, ώστε δεν υπάρχει τίποτε που να κατανοούμε εναργέστερα και τελειότερα· έτσι που η παντοδυναμία του Θεού να μη μας εμποδίζει να την πιστεύουμε»13. Πρόκειται όμως για απλή προφύλαξη: η τρομερή επιτυχία του Augustinus14 τον ανησυχούσε και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να καταδικαστεί από τη Σορβόννη. Θα πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι αυτή η καινούργια έννοια της ελευθερίας χωρίς το αυτεξούσιο εκτείνεται τώρα σε όλους τους τομείς που απασχολούν το στοχασμό του. Λέει ο Καρτέσιος στον Μερσέν15:

Απορρίπτεται αυτό που είπα, ότι αρκεί να κρίνεις ορθά για να πράττεις ορθά. Κι ωστόσο, μου φαίνεται ότι το καθιερωμένο δόγμα της Σχολής είναι «Voluntas non ferturin malum, nisi quatenusei sub aliqua ratione boni repraesentatur ab intellectu»16, εξού και το απόφθεγμα: «Omnis peccans est ignorans»·17 σαν να λέμε ότι, αν η νόηση δεν αναπαριστούσε στη θέληση τίποτα ως καλό, ενώ δεν θα ήταν έτσι, η θέληση δεν θα μπορούσε να αστοχήσει ως προς την ορθή επιλογή της.

Η θεωρία τώρα είναι πλήρης: η καθαρή θέαση του Καλού οδηγεί στην πράξη, όπως ακριβώς το διακριτό όραμα του Αληθούς οδηγεί στη συγκατάνευση. Διότι το Αγαθό και το Αληθές δεν είναι παρά ένα και το αυτό πράγμα: το Ον. Κι αν ο Καρτέσιος μπορεί να λέει ότι ποτέ δεν είμαστε τόσο ελεύθεροι παρά μόνον όταν πράττουμε το Αγαθό, είναι επειδή υποκαθιστά εδώ σε έναν ορισμό της ελευθερίας ως αξίας της πράξης (η άριστη πράξη είναι και η πιο ελεύθερη, αυτή που συμμορφώνεται με την τάξη του κόσμου) έναν ορισμό της ως αυτονομίας. Και τούτο είναι μέσα στη λογική της θεωρίας: αν δεν επινοούμε το δικό μας Αγαθό, αν το Αγαθό έχει μια ύπαρξη εκ των προτέρων ανεξάρτητη, πως θα μπορούσαμε να το βλέπουμε δίχως να το πράττουμε;

Κι όμως, στην αναζήτηση του Αληθούς, όπως και στην επιδίωξη του Αγαθού, συναντάμε και πάλι μια πραγματική αυτονομία του ανθρώπου. Αλλά μόνον όταν αυτός είναι ένα μηδέν. Χάρη στο δικό του μηδέν και στο βαθμό που σχετίζεται με το Μηδέν, με το Κακό, με την Πλάνη, ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τον Θεό, διότι ο Θεός, που είναι ατελεύτητη πληρότητα του είναι, δεν θα μπορούσε να συλλάβει μήτε να ρυθμίσει το μηδέν. Έθεσε εντός μου το θετικό· ευθύνεται ως δημιουργός για όλα όσα εντός μου είναι. Χάρη στο ανθρώπινο πεπερασμένο μου όμως και στα όριά μου, χάρη στη σκοτεινή μου όψη, απομακρύνομαι από αυτόν. Αν διατηρώ μια ελευθερία αδιαφορίας, είναι σε σχέση προς αυτό που δεν γνωρίζω, ή προς εκείνο που γνωρίζω ανεπαρκώς, προς ελλιπείς, ακρωτηριασμένες, συγκεχυμένες ιδέες. Σε όλα αυτά τα μηδέν, μηδέν κι εγώ ο ίδιος, μπορώ να πω όχι: μπορώ να μην αποφασίζω να δρω, να καταφάσκω. Εφόσον η τάξη των αληθειών υπάρχει έξω από εμένα, εκείνο που θα με ορίσει ως αυτονομία δεν είναι η δημιουργική επινόηση, είναι η απόρριψη. Μόνον απορρίπτοντας, σε βαθμό που να μην μπορούμε πλέον να απορρίψουμε, είμαστε ελεύθεροι. Έτσι, η μεθοδική αμφιβολία αποτελεί τον ίδιο τον τύπο της ελεύθερης πράξης:

«Nihilo minus... hanc in nobis libertatem esse experimur, ut semper ab iis credendis, quae non plane certa sunt et explorata possimus abstinere».18

Και αλλού:

«Mens quae propria libertate utens supponit ea omnia non existere, de quarum existentia vel minimum potest dubitare».19

Σε τούτη τη δύναμη να διαφεύγουμε, να αποδεσμευόμαστε, να οπισθοχωρούμε, αναγνωρίζουμε κάτι σαν προϊδεασμό της εγελιανής αρνητικότητας. Η αμφιβολία αγγίζει όλες τις προτάσεις που επιβεβαιώνουν κάτι πέρα από τη σκέψη μας· μπορώ, δηλαδή, να θέτω το υπαρκτό εντός παρενθέσεως, να ασκώ πλήρως την ελευθερία μου όταν, όντας εγώ ο ίδιος κενός και μηδέν, μηδενίζω ό,τι υπάρχει. Η αμφιβολία είναι διάρρηξη της επαφής με το είναι· χάρη σε αυτήν ο άνθρωπος έχει πάντα τη δυνατότητα να απαγκιστρώνεται απ' το υπαρκτό σύμπαν, ενατενίζοντάς το αίφνης άνωθεν ως καθαρή αλληλουχία φαντασμάτων. Υπό αυτή την έννοια, η αμφιβολία είναι η μεγαλοπρεπέστερη κατάφαση της ανθρώπινης επικράτειας: στην πραγματικότητα, η θεωρία του Κακού Δαίμονα δείχνει καθαρά ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από όλες τις απάτες, από όλες τις παγίδες· υπάρχει μια τάξη του αληθούς, γιατί ο άνθρωπος είναι ελεύθερος· ακόμη κι αν η τάξη αυτή δεν υπήρχε, θα αρκούσε ο άνθρωπος να είναι ελεύθερος ώστε να μην επικρατεί ποτέ η πλάνη. Ο άνθρωπος, όντας αυτή η καθαρή άρνηση, αυτή η καθαρή αναστολή της κρίσης, μπορεί, υπό τον όρο να μένει ακίνητος, όπως κάποιος που κρατά την αναπνοή του, να αποσύρεται οποιαδήποτε στιγμή από μια ψευδή και νοθευμένη φύση· μπορεί μάλιστα να αποσύρεται από κάθε δικό του φυσικό στοιχείο: από τη μνήμη του, τη φαντασία του, το σώμα του.

Μπορεί να αποσύρεται κι από τον ίδιο το χρόνο καταφεύγοντας στην αιωνιότητα της στιγμής: τίποτα δεν καταδεικνύει καλύτερα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ον της «φύσης». Τη στιγμή όμως που κατορθώνει τούτη την απαράμιλλη ανεξαρτησία, ενάντια στην παντοδυναμία του Κακού Δαίμονα, ενάντια στον ίδιο τον Θεό, αιφνιδιάζεται βλέποντας τον εαυτό του ως καθαρό μηδέν: ενώπιον τού είναι που έχει εξολοκλήρου τεθεί εντός παρενθέσεως, δεν μένει τίποτα περισσότερο από ένα απλό όχι, χωρίς σώμα, χωρίς ανάμνηση χωρίς γνώση, χωρίς πρόσωπο. Κι είναι αυτή ακριβώς η διαυγής άρνηση των πάντων που ο ίδιος κατορθώνει με το Cogito, όπως μαρτυρεί το χωρίο: «Dubito ergo sum, vel, quod idem est: Cogito ergo sum»20. Μολονότι αυτό το δόγμα εμπνέεται από τη στωική εποχή, κανείς πριν από τον Καρτέσιο δεν είχε τονίσει το συσχετισμό του αυτεξούσιου με την αρνητικότητα. Κανείς δεν είχε δείξει ότι η ελευθερία δεν προέρχεται διόλου από τον άνθρωπο ως τέτοιο, ως πληρότητα ύπαρξης ανάμεσα σε άλλες πληρότητες μέσα σε έναν κόσμο χωρίς χάσματα, αλλά, αντιθέτως, ως ο,τι αυτός δεν είναι, δηλαδή πεπερασμένος, οριοθετημένος. Μόνο που αυτή η ελευθερία δεν θα μπορούσε κατ' ουδένα τρόπο να είναι δημιουργική, αφού δεν είναι τίποτα. Δεν διαθέτει τη δύναμη να παράγει μια ιδέα: γιατί μια ιδέα είναι μια πραγματικότητα, δηλαδή διαθέτει ένα ορισμένο είναι που εγώ δεν μπορώ να της δώσω. Εξάλλου, ο ίδιος ο Καρτέσιος θα περιορίσει την εμβέλειά της, αφού, κατ' αυτόν, όταν εντέλει εμφανίζεται το είναι –το απόλυτο και τέλειο είναι, το απεριόριστα ατελεύτητο– δεν μπορούμε να του αρνηθούμε τη συναίνεσή μας. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι δεν οδήγησε ως τα άκρα τη θεωρία του περί αρνητικότητας: «Αφού η αλήθεια έγκειται στο είναι και το ψευδές μόνο στο μη-είναι»21. Η δύναμη της άρνησης που ενυπάρχει στον άνθρωπο, συνίσταται απλώς στο να απορρίπτει το ψευδές, κοντολογίς, στο να λέει όχι στο μη είναι. Αν μπορούμε να επιλέγουμε τη συγκατάνευσή μας στα έργα του Κακού Δαίμονα, τούτο δεν καθορίζεται διόλου ως προς το ότι είναι –δηλαδή ως προς το ότι, αληθή ή ψευδή, τουλάχιστον διαθέτουν, στο βαθμό που αποτελούν αναπαραστάσεις μας, ένα ελάχιστο είναι– αλλά ως προς το ότι δεν είναι, στοχεύουν δηλαδή ψευδώς αντικείμενα που δεν υπάρχουν. Αν μπορούμε να αποσυρθούμε από τον κόσμο, δεν είναι επειδή ο κόσμος υπάρχει στο ύψος και στην πληρότητα της μεγαλοπρέπειάς του, καθώς μια απόλυτη κατάφαση, αλλά επειδή εμφανίζεται σ' εμάς συγκεχυμένα μέσω των αισθήσεων και τον σκεφτόμαστε ατελώς μέσω κάποιων ιδεών των οποίων τα θεμέλια μας διαφεύγουν. Έτσι, ο Καρτέσιος παλινωδεί διαρκώς ανάμεσα στην ταύτιση της ελευθερίας με την αρνητικότητα ή την άρνηση του είναι –αυτό ακριβώς θα ήταν και η ελευθερία της αδιαφορίας– και στην ιδέα του αυτεξούσιου ως απλής άρνησης της άρνησης. Εν ολίγοις, του έλειψε η επεξεργασία της έννοιας της αρνητικότητας ως παραγωγικής. 

Σημειώσεις

11. Méditation quatrième. [Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, ό.π., σ. 137, «Τέταρτος Στοχασμός», VII, 58-59, η μεταφραση εδώ ελαφρώς παραλλαγμένη].
12. Méditation quatrième. [Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, ο.π., σ. 136, «Τέταρτος Στοχασμός, 57-58, η μετάφραση εδώ ελαφρώς παραλλαγμένη].
13. Principes..., §41. [Ντεκάρτ, Οι αρχές της φιλοσοφίας Ι & ΙΙ, εισαγωγή, μετάφραση, σχολιασμός Βασιλική Γρηγοροπούλου, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2012, άρθρο 41, σ. 128· η τελευταία φράση δεν υπάρχει στην ελληνική έκδοση.]
14. [Augustinus (1640): Θεολογική πραγματεία του επισκόπου Ιανσένιου (Cornelius Jansen ή Jansenius, 1585-1638), το κίνημα του οποίου, ο γιανσενισμός, καταδικάστηκε από τη ρωμαϊκή καθολική Εκκλησία – επρόκειτο για οπαδούς του 'Αγίου Αυγουστίνου.]
15. [Marin Mersenne (1588-1648): Γάλλος ιερωμένος, μαθηματικός και φιλόσοφος, σύγχρονος του Καρτέσιου. Ανήκε στο φραγκισκανικό τάγμα των Μινοριτών Αδελφών (Ordo Minimorum.)]
16. [«Η θέληση δεν στρέφεται στο κακό, εκτός αν, για κάποιους λόγους, ο νούς παριστάνει το κακό ως καλό.»]
17. [Aμαρτάνουμε μόνο εν αγνοία μας.»]
18. [«Αισθανόμαστε εντούτοις μέσα μας μια ελευθερία που μας επιτρέπει να απέχουμε από το να πιστεύουμε σε πράγματα που δεν είναι βέβαια και δεν τα έχουμε εξετάσει», Ντεκάρτ, Οι αρχές της φιλοσοφίας Ι & ΙΙ, ο.π., άρθρο 6, σ. 97.]
19. [«Το πνεύμα..., κάνοντας χρήση της ελευθερίας του, υποθέτει ότι δεν υπάρχουν όλα εκείνα περί της ύπαρξης των οποίων μπορεί να αμφιβάλλει έστω και κατ' ελάχιστον...», Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, ο.π., Σύνοψη, 12, σ. 51].
20. Recherche de la Vérité. [«Αμφιβάλω άρα υπάρχω, ή, πράγμα που είναι το ίδιο: Σκέπτομαι άρα υπάρχω.» Descartes, La Recherche de la Vérité par la lumière naturelle, 1684].
21. [Επιστολή] προς τον Clerselin, 23 Απριλίου 1649.

ΣΥΝΑΝΤΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΝΟΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΕΞΑΛΛΟΥ, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΤΟ ΝΟΥ. ΔΙΟΤΙ ΣΤΟ ΝΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΘΕΛΗΣΗ , ΣΑΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΝΩΜΕΝΑ.
Σ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ, ΣΤΟ ΡΗΓΜΑ ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ Ο ΑΘΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΛΟΥ, ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟΥ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ ΗΔΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΚΑΘΟΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ, ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΕΝ ΠΟΛΛΟΙΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ. 
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, ΣΑΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΕΦΕΡΕ ΣΑΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΥΠΑΚΟΗΣ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ, ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΑΥΘΕΝΤΙΑΣ. ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΚΕΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ  ΔΙΠΛΑΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΟΘΗΚΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΥΠΗΡΞΕ ΤΟΣΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΔΙΟΤΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΟΥ ΝΟΥ, ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ, ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ, ΕΘΕΣΕ ΤΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΑΣΚΑΛΟ.

Οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους! | Πεμπτουσία (pemptousia.gr)

Οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους!

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως

Δεν υπάρχουν σχόλια: