Συνέχεια από: Παρασκευή 23 Απριλίου 2021
Sein und Cogitationes ε
Zu Heideggers Descartes-Kritik
Είναι και Συλλογισμοί (η ρέουσα ζωή τής συνείδησης σύμφωνα με τον Husserl)
Περί της κριτικής του Heidegger στον Descartes
Του Friedrich-Wilhelm von Herrmann,
στον συλλογικό τόμο Durchblicke, αφιέρωμα για τα 80α γενέθλια του Martin Heidegger
Εκδόσεις Vittorio Klostermann, Frankfurt am Main, 1970
Στη συνέχεια της σκιαγράφησης
των ουσιαστικών προσδιορισμών της cogitatio από πλευράς του Heidegger, θα θέσουμε το ερώτημα, μήπως η υπέρβαση της λήθης του
Είναι μέσα στην καρτεσιανή οντολογία, μπορεί να πραγματοποιηθεί και με τον εξής
τρόπο: η αναπαράσταση του ανθρώπου επανέρχεται στην κατανόηση του Είναι, και η
αναπαραστατικότητα και βεβαιότητα του αντικειμενοποιημένου υπαρκτού κατανοείται
ως τρόπος ύπαρξης του υπαρκτού, που δεν αποκλείει τον αποκεκαλυμμένο χαρακτήρα
του Είναι, αλλά προϋποτίθεται ως συνθήκη του.
Ο καθορισμός της ουσίας της
cogitatio, την οποία ο Heidegger μεταφράζει με την
έννοια «αναπαράσταση», όπου διακρίνει μεταξύ της πράξης της αναπαράστασης και του
αναπαριστώμενου αντικειμένου, δεν είναι μια διερεύνηση βασιζόμενη στην ανάλυση των
προθέσεων, με την έννοια της ανάλυσης των προθέσεων σύμφωνα με τον Husserl, αλλά είναι μια διερεύνηση «ιστορική, δηλαδή μια
περισυλλογή που κατευθύνεται στις αποφάσεις που πηγάζουν από την ουσία (Wesensentscheidungen).»24 Για τον λόγο αυτό, το cogitare πρέπει να είναι το
επόμενο θέμα της περισυλλογής. Ο Heidegger επισημαίνει, πως ο Descartes χρησιμοποιεί το ρήμα cogitare με την ίδια σημασία
όπως και το ρήμα percipere(αντιληψη). Ξεκινώντας
από τη σημασία «να κυριαρχήσεις πάνω σε ένα πράγμα», ερμηνεύει την έννοια που
χρησιμοποιεί ο Descartes ως «να μπω στη θέση» (Sich-zu-stellen) με την έννοια «βάζω ενώπιον μου» (Vor-sich-stellen) και «βάζω ενώπιον» (Vor-stellen). Είναι σημαντικό να κατανοηθεί με αυτή την κυριολεκτική
έννοια το cogitare και το percipere στον Descartes25. Η έννοια
της perceptio
εμπεριέχει τόσο το percipere, την πράξη δηλαδή του «φέρνω ενώπιον μου», όσο και το perceptum, δηλαδή το μέσα στην πράξη αυτή «ενώπιον μου φερμένο». Αυτό
πάλι, ο Heidegger το ερμηνεύει ως κάτι που κατέστη «ορατό», και από εδώ
συνάγει την ίδιας σημασίας χρήση της έννοιας idea ως perceptio. Σημαντική είναι η επισήμανση πως idea δεν σημαίνει μόνο αυτό
που έχει φανταστεί-αναπαραστήσει κανείς, αλλά και την πράξη της αναπαράστασης26.
Η πρώτη δομική ορμή (Strukturmoment) του cogitare ως αναπαράστασης (προ-θέσης)
είναι το «να φέρει προς τον εαυτό του» και το «να σταθεί ενώπιον του εαυτού
του» το αναπαριστώμενο. Η πρόταση αυτή θέλει να πει, πως το αναπαριστώμενο δεν
είναι δεδομένο μόνο σε αυτόν που αναπαριστά κάτι, αλλά και πως σ'αυτόν
«προς-φέρεται ως διαθέσιμο»27. Η αναπαράσταση όπως την στοχάστηκε ο Descartes έχει την
χαρακτηριστική της ουσία στο ότι, «τοποθετείται από μόνη υπό την συνθήκη, ώστε
το προς τοποθετημένο, μέσα σε αυτό που είναι και όπως είναι, δεν αφήνει πια
καμιά αμφιβολία»28. Έχει τον χαρακτήρα της εξασφάλισης του αναπαραστημένου.
Μέσα στο «να φέρει προς τον εαυτό του» βρίσκεται αποφασισμένο πως η
αναπαράσταση φέρνει το αναπαριστώμενο προς αυτόν που αναπαριστά. Ο αναπαριστών
(Vorstellende) «κυνηγά»
(stellt nach) το αναπαριστώμενο, το τοποθετεί ενώπιον του (vor sich stellt) το φέρνει στην εξουσία του και το εξασφαλίζει με τον
τρόπο αυτό. Στο σημείο αυτό φαίνεται ήδη, πως η ουσία της αναπαράστασης φέρνει
μαζί της την αλήθεια ως εξασφάλιση, με την σημασία της βεβαιότητας. Με τον τρόπο
αυτό αναδεικνύονται δυο δομικές ορμές της αναπαράστασης: κατά πρώτον, η σχέση τής
αναπαράστασης (προ-θέσης) προς το αναπαριστώμενο (προ-τεθειμένο), και δεύτερον,
η μεταφορά (προς-θέση) του αναπαραστημένου προς τον αναπαριστώντα. Η τρίτη
δομική ορμή είναι «η τοποθέτηση» του αναπαριστώντος ενώπιον του αναπαραστημένου
μέσα στην πράξη της αναπαράστασης. Μπορεί λοιπόν να φανεί πώς και κατά πόσον η
αναπαράσταση είναι ως συνείδηση πάνω απ’ όλα αυτοσυνειδησία. Το cogito είναι ουσιωδώς πάντα me cogitare. Αυτό λέει πως σε κάθε αναπαράσταση, δεν αναπαρίσταται
μόνο το αντικείμενο, αλλά και το αναπαριστάνον εγώ αναπαρίσταται μαζί με το
αντικείμενο. Αλλά πως; Όχι με τον ίδιο τρόπο όπως το αναπαριστώμενο
αντικείμενο,-δηλαδή όχι με τρόπο ώστε στην αναπαράσταση ενός πράγματος, το
αναπαριστάνον εγώ να έρχεται στην πλευρά του αντικειμένου. Το πως το
αναπαριστάνον εγώ αναπαρίσταται μαζί κατά την αναπαράσταση, ο Heidegger το καθορίζει ως εξής:
«Το αναπαριστάνον εγώ παρουσιάζεται μαζί σε κάθε «εγώ παρουσιάζω» (ich stelle vor)
πολύ πιο ουσιαστικά και αναγκαία, δηλαδή, ως εκείνο, προς το οποίο και σε
αναφορά προς το οποίο και ενώπιον του οποίου τοποθετείται κάθε προ-τεθειμένο
(αναπαρασταθέν)»29. Μέσω του τρόπου, με τον οποίο ο αναπαριστών αναφέρει
το αντικείμενο στο αναπαριστάνον εγώ, και καθιστά έτσι το αντικείμενο
προ-τεθειμένο (Vor-gestellt) της εξασφαλίζουσας προ-θέσης (Vor-stellen),τό αναπαριστάνον εγώ αναπαρίσταται μαζί (με το
αντικείμενο) κατά την πράξη τής αναπαράστασης30. Αν και δεν αναπαρίσταται
θεματικά όπως το αναπαριστάμενο αντικείμενο, αλλά μη θεματικά ως πόλος-εγώ όλων
των cogitationes, αυτός ο
αφανής τρόπος της συν-αναπαράστασης, έχει μια πιο καθοριστική λειτουργία για
την δόμηση της ουσίας του cogitatio, από την θεματική αναπαράσταση του αντικειμένου. Για τον
λόγο αυτό μπορεί ο Descartes να χρησιμοποιεί τον
όρο conscientia με την ίδια σημασία που έχουν το cogitatio και το cogitare. Μέσα στην «συν-γνώση» το εγώ γνωρίζει για τον εαυτό
του, πως αναπαριστάμενο αναφέρεται σε κάτι, συν-αναπαρίσταται στην πράξη της
αναπαράστασης. Με τον τρόπο αυτό, η ανθρώπινη συνείδηση ενός πράγματος είναι
πρώτα απ’ όλα αυτοσυνειδησία. Η συνείδηση ως αυτοσυνειδησία επιτρέπει την
συνείδηση για τα αντικείμενα. Το αναπαριστάνον εγώ ή ο εαυτός, το οποίο
συν-αναπαρίσταται στην πράξη της αναπαράστασης, είναι αυτό που βρίσκεται στη
βάση, το sub-iectum31.
Ο Heidegger επισημαίνει, πως ήδη πριν από τον Descartes είχε διαπιστωθεί η αναφορά της αναπαράστασης και τού μέσα σε αυτήν αναπαριστώμενου σε ένα αναπαριστάνον εγώ. Το αποφασιστικά καινούργιο στον καρτεσιανό καθορισμό του cogitare, συνίσταται στο ότι η αναφορά στον αναπαριστάνοντα, και με τον τρόπο αυτό ο αναπαριστάνων ως τέτοιος, «αναλαμβάνει ένα ουσιαστικό ρόλο ως μέτρο γι’ αυτό, το οποίο συμβαίνει και πρέπει να συμβαίνει, στην πρό-θέση ως παρά-θέση (τίθεται δίπλα, Bei-stellen) του Υπαρκτού»32. Σύμφωνα με τον Heidegger, η ουσία της αναπαράστασης μετέφερε το βάρος της στο να-θέσει τον εαυτό του-ενώπιον τού αναπαραστόμενου Υπαρκτού33. Επειδή ο Descartes αναφέρεται σε όλους τους τρόπους συμπεριφοράς προς το Υπαρκτό, όπως αντίληψη, αίσθηση, κατάφαση, άρνηση, φαντασία, βούληση και τοποθέτηση (προς αυτό) με τον όρο cogitationes, η ανθρώπινη αναφορά προς το Υπαρκτό καταλήγει υπό την κυριαρχία της τριπλής ουσίας του cogitatio34. Αυτό όμως σημαίνει, σκεπτόμενοι βάσει της ιστορία του Είναι, η περί αυτού απόφαση, πως από εδώ και στο εξής, το Είναι του Υπαρκτού θα κατανοείται ως αναπαραστατικότητα και η αλήθεια μόνο ως βεβαιότητα (certitudo), και μόνο αυτή η κατανόηση τους θα είναι επιτρεπτή35. Το Eίναι ως αναπαραστατικότητα (Vorgestelltheit) έχει για τον Heidegger την ίδια σημασία όπως και το Είναι ως αντικειμενικότητα (Gegenständlichkeit). Ο αναπαριστών φέρνει το Υπαρκτό ως κάτι το οποίο στέκεται απέναντι, ως κάτι που βρίσκεται απέναντι από τον αναπαριστώντα, ενώπιον του, το αναφέρει στον εαυτό του και την αναπαράσταση την οποία εκτελεί, και με τον τρόπο αυτό το εξαναγκάζει μέσα σε αυτή την αναφορά πίσω προς τον εαυτό του, καθώς η περιοχή αυτή είναι καθοριστική36. Μέσα σε αυτήν ακριβώς τη διαδικασία εμφανίζεται το Υπαρκτό ως αντικείμενο, το Είναι του οποίου είναι η αντικειμενικότητα. Επειδή η αναπαράσταση αναφέρει το αναπαριστανόμενο στον αναπαριστάνοντα, η παρουσία του αναπαρασταθέντος καθορίζεται μέσω της re-praesentatio ως η ουσία της νεωτερικής αναπαράστασης. Το Υπαρκτό ως το αναπαρασταθέν πρέπει νά επιδεικνύει την ταυτότητα του, εξαιτίας της παρουσίας του (ιδιότητας ως ύπαρξη: Seiendheit) μέσα στην repraesentatio του αναπαριστώντος υποκειμένου. Με αυτή την έννοια πρέπει να κατανοηθεί η πρόταση του Heidegger: «Ο άνθρωπος θα γίνει εκπρόσωπος του Υπαρκτού με την έννοια του αντικειμενικού»37. Η τριπλή ουσία τής σύμφωνα με την καρτεσιανή σκέψη εννοημένης αναπαράστασης, όπως την ερμήνευσε ο Heidegger, περιέχει την σύμφωνα με την ιστορία του Είναι απόφαση περί της ουσίας του Είναι, της αλήθειας και του ανθρώπου. Πάνω στο υπόστρωμα τού προηγουμένως παρατεθειμένου σκιαγραφήματος τής ουσίας τού cogitatio ερμηνεύει την πρώτη και την πιο βέβαιη πρόταση της μεταφυσικής του Descartes: ego cogito, ergo sum, ως εξής: «Η πρόταση λέει κάτι για την σύνδεση μεταξύ cogito και sum. Η πρόταση λέει, πως εγώ είμαι ως προ-θέτων (Vor-stellende), πως όχι μόνο το Είναι μου καθορίζεται ουσιαστικά από αυτή την αναπαράσταση, αλλά πως η αναπαράσταση μου (που εγώ εκτελώ) ως καθοριστική re-praesentatio αποφασίζει για την παρουσία κάθε αναπαραστημένου, δηλαδή αυτού που εννοείται μέσα σε αυτό, δηλαδή για το Είναι αυτού ως Υπαρκτού. Η πρόταση λέει: η αναπαράσταση, η οποία είναι ουσιωδώς αναπαραστημένη ενώπιον του εαυτού της, θεωρεί το Είναι αναπαραστατικότητα και την αλήθεια βεβαιότητα. Αυτό, πάνω στο οποίο όλα επιστρέφουν, ως πάνω σε σταθερό έδαφος, είναι η πλήρης ουσία της αναπαράστασης καθ’ εαυτής, εφόσον από την ουσία αυτή καθορίζεται και η ουσία του Είναι και της αλήθειας, αλλά και η ουσία του ανθρώπου ως αναπαριστώντος, αλλά και το είδος του καθορισμού αυτού»38. Η ερμηνεία αυτή της θεμελιώδους καρτεσιανής τοποθέτησης διεξάγεται με την γνώση για την μέσα σε αυτή την τοποθέτηση εκδηλούμενη λήθη του Είναι και μέσα στη διερευνητική ματιά προς την πρωταρχική ουσία του Είναι, της αλήθειας και του ανθρώπου. Διατυπώνοντας το αρνητικά μπορούμε να πούμε: ο Descartes δεν βλέπει την πρωταρχική ουσία του Είναι στην από-κάλυψη, την πρωταρχική ουσία της αλήθειας στην μη απόκρυψη και την πρωταρχική ουσία του ανθρώπου στην εκστατική του ανοικτοσύνη για το αποκαλυπτόμενο Είναι. «Η αναπαράσταση δεν είναι πια η αντίληψη αυτού που είναι παρόν, στον μη κρυμμένο χαρακτήρα του οποίου ανήκει η αντίληψη, και μάλιστα ως ένα ιδιαίτερο είδος παρουσίας προς το μη κρυμμένο παρόν»39.
Συνεχίζεται
ΣΧΟΛΙΟ: Ας δούμε όμως πώς κατέστη δυνατή η κατασκευή τού Καρτεσιανού ΕΓΩ τό οποίοο γύρισε σελίδα στήν φιλοσοφία καί τήν θεολογία, δίνοντας σήμερα τήν ευκαιρία τής επανερμηνείας στόν Χάιντεγκερ, θεμελιώνοντας τοιουτοτρόπως τήν απόρριψη τής Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας καί τήν υποτιθέμενη συνέχειά της στόν Σχολαστικισμό.
Η ισχυρότερη πηγή
αμφιβολίας, σύμφωνα με τον Descartes,
είναι η ιδέα ενός
παντοδύναμου Θεού:
" “Ακλόνητα ριζωμένη στον νού μου είναι η προ πολλού υφιστάμενη γνώμη ότι υπάρχει ένας παντοδύναμος Θεός, ο οποίος με κάνει το είδος του πλάσματος που είμαι. Πώς γνωρίζω ότι δεν έγινε αίτιος να μην υπάρχει ή ούτε ουρανός ούτε εκτεινόμενο πράγμα ούτε σχήμα ούτε μέγεθος ούτε τόπος, ενώ συγχρόνως εξασφάλισε ότι όλα αυτά τα πράγματα θα φαίνονται σ’εμένα να υπάρχουν όπως ακριβώς κάνουν τώρα; Ακόμη περισσότερο, αφού ενίοτε πιστεύω ότι κάποιοι άλλοι πλανώνται σε περιπτώσεις όπου νομίζουν ότι διαθέτουν την πιο τέλεια γνώση, δεν είναι πιθανό να σφάλλω κατά παρόμοιο τρόπο κάθε φορά που προσθέτω δύο και τρία ή υπολογίζω τις πλευρές ενός τετραγώνου, ή σε κάποιο ακόμη πιο απλούστερο ζήτημα, εάν τούτο είναι νοητό;” (ΑΤ, 7:21 CSM, 2:14).
“Ο Descartes αρχίζει τον Δεύτερο Στοχασμό υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαίο να ανακαλύψουμε ένα αρχιμήδειο σημείο στο οποίο να στηριχθούμε για να αναζητήσουμε βεβαιότητα και ισχύ. Ανακαλύπτεται αυτό το σημείο στον ίδιο τον άνθρωπο. Ο Descartes ισχυρίζεται ότι ακόμη κι αν ο άνθρωπος εξαπατάται από κάποια κακόβουλη μεγαλοφυΐα, αναμφίβολα υπάρχει. «Αφήστε τον να με εξαπατά όσο μπορεί, ποτέ δεν θα καταφέρει να είμαι τίποτα ενόσω σκέπτομαι ότι είμαι κάτι. […] Αυτή η απόφανση είμαι, υπάρχω είναι κατ’ανάγκην αληθής οποτεδήποτε τίθεται από εμένα ή συλλαμβάνεται στον νου μου» (ΑΤ, 7:25 CSM, 2:17).
Το αρχιμήδειο σημείο του Descartes είναι επομένως η βεβαιότητα της δικής του ύπαρξης."
Τό ergo sum λοιπόν τού Καρτέσιου είναι ένα τείχος προστασίας τού ανθρώπου απέναντι στήν τρομακτική απειλή ενός παντοδύναμου θεού. Από εδώ ξεκινά ο Νέος Κόσμος. Αμέσως μετά τήν πτώση τής Κων/πόλεως. Υπάρχει λοιπόν ένα παραπέτασμα πού χωρίζει τήν διάνοιά μας από τό πνευματικό στοιχείο τήε φύσης μας, όπως ακριβώς υπάρχει ένα εωσφορικό παραπέτασμα στήν καρδία μας πού μάς χωρίζει από τά βάθη τής καρδίας όπου βρίσκεται ο νούς καί η χάρις τού βαπτίσματος. Αυτό τό αληθινό Εγώ κυριαρχεί σήμερα στό φιλοσοφικό καί ψυχολογικό τοπίο τής Ανατολής καί τής Δύσης μέ τό ένδυμα τού υπαρξισμού. Εισήλθε στήν ιστορία δημιουργώντας τό σιδηρούν παραπέτασμα καί διά τού οικουμενισμού θά ιδρύσει τό απόλυτο παραπέτασμα τής εποχής τού αντιχρίστου, προστατεύοντάς μας από τό θεό. Τά προστατευτικά μέτρα απέναντι στόν Χριστό Σωτήρα καί τήν Θ. Ευχαριστία είναι η αρχή τής απωλείας.
1 σχόλιο:
Ουσιαστικά λεει οτι η συνείδηση προυποθέτει την αυτοσυνειδηση λόγω της φύσης της αναπαράστασης - για να υπάρξει αναπαράσταση ο αναπαρίστων αναπαρίσταται. Αρα το Ειναι καθίσταται αναπαραστατικότητα κ η αληθεια βεβαιοτητα. Μα το συμπέρασμα είναι μούφα, δεν ακολουθεί, γιατι δεν διαφερει σε τπτ το οτι η αυτοσυνείδηση ειναι προυποθεση της συνείδησης απο το οτι ειναι η φυση της αναπαράστασης να αναπαρίσταται ο αναπαριστων. Πρόκειται για λογική ανακολουθια - μπορουμε να πουμε λοιπον οτι το παραπετασνα που δημιουργειται (δλδ αυτο οου χωριζει την διανοια απο το πνευ.ματικο στοιχειο και οχι αυτο της καρδίας ) και καθιστα το Ειναι αναπαραστατικοτητα κ την αληθεια βεβαιοτητα ειναι μια ανακολουθια; Είναι το εγκλωβισμενο πισω απο το παραπετασμα υποκειμενο εγκλωβισμενο σε ενα λογικο ατοπημα της διανοίας;
Δημοσίευση σχολίου