Συνεχίζεται από:Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου 2014
Δημιουργώντας την Θρησκεία της Ανατολής
Το πνευματικό σώμα
Πολιτική πνευματικότητα
Οι μουσουλμάνοι στην Ινδία και την Κίνα β
Η επέκταση του ισλάμ στην Ασία
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την έννοια του εθνικού πολιτισμού είναι η υπόθεση πως ριζώνει στους ανθρώπους και το έδαφος. Είναι σημαντικό για τον εθνικισμό να δείξει πως ο πολιτισμός δεν προέρχεται από «κάπου αλλού», αλλά ότι είναι προϊόν της συγκεκριμένης περιοχής και του πληθυσμού της. Και πράγματι υπάρχουν συνέχειες και μερικές φορές ιστορίες με βάθος. Κατά πρώτον, πρωτο-εθνικιστικοί σχηματισμοί στην εθνικότητα, την γλώσσα, ή την θρησκεία παρέχουν το υλικό του εθνικισμού. Εθνικές παραδόσεις μπορούν να «επινοηθούν» και τα έθνη μπορούν να γίνουν αντικείμενο «φαντασίας», αλλά αυτά δεν γίνονται έτσι πρόχειρα. Επιπλέον, αυτά δεν αποτελούν ένα αφανές όλο, ένα μονολιθικό πολιτισμό, αλλά μάλλον μια θεωρητική κατασκευή, στην οποία ανταγωνίζονται διάφορες εκδοχές σε μια κοινωνική συζήτηση και διαμάχη. Αλλά πιο βαθείς και από τον πρωτο-εθνικισμό, που προηγείται του εθνικισμού, υπάρχουν και οι αρχαίες αντιλήψεις περί γλωσσικής, θρησκευτικής και εθνικής ενότητας, που συνδέονται με αντιλήψεις περί τοπικής κυριαρχίας, που βρίσκονται για παράδειγμα στους αρχαίους Εβραίους, Έλληνες, Ινδούς και Κινέζους3. Αυτές οι αρχαίες αντιλήψεις των ιερών γεωγραφιών μαζί με τις ιερές ιστορίες συγκεκριμένων λαών παρέχουν μεγάλο μέρος του υλικού που χρησιμοποιείται στην εθνικιστική φαντασία. Όλο αυτό το υλικό πρέπει να μεταμορφωθεί για να υπηρετήσει τον εθνικισμό. Η θρησκεία πρέπει να εθνικοποιηθεί στην σύγχρονη περίοδο.
Σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπου οι θρησκείες μπορεί να ανταγωνίζονται, οι θρησκείες πρέπει είτε να καθαριστούν από το διαχωριστικό τους δυναμικό, με το να εγκλειστούν στον εθνικό πολιτισμό, είτε να γίνουν κάτι εντελώς διαφορετικό, που βρίσκεται εκτός του εθνικού πολιτισμού-με άλλα λόγια να γίνουν ένα άλλο έθνος. Οι θρησκείες πρέπει να γίνουν μέρος της εθνικής ταυτότητας, και οι ιστορίες περί θρησκευτικών συγκρούσεων πρέπει να κοπούν έτσι, ώστε να ταιριάζουν στην διήγηση της εθνικής ενότητας, ή πρέπει να αποκλειστούν από το έθνος. Ακόμα και αν η διαδικασίες της ομογενοποίησης και αφομοίωσης κυριαρχούν, δεν είναι ποτέ πλήρως επιτυχείς, γιατί ο εθνικισμός όχι μόνο ενώνει αλλά και διαφοροποιεί δημιουργώντας εναλλακτικούς εθνικισμούς ή τοπικές ταυτότητες. Επειδή στα μοντέρνα έθνη-κράτη είναι σημαντική η πολιτική των αριθμών, η οποία παράγει πλειονότητες και μειονότητες, η θρησκεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεμέλιο της εθνικιστικής πλειονότητας αλλά και της ταυτότητας των μειονοτήτων.
Το ισλάμ στην Ινδία και την Κίνα θεωρείται ότι «έρχεται απ’ έξω», και ότι δεν ανήκει πλήρως στον εθνικό πολιτισμό. Οι μουσουλμάνοι στην Ινδία και την Κίνα συμφωνούν ως ένα βαθμό με την άποψη αυτή, τονίζοντας την αξία που έχει η σύνδεση με τον αραβικό κόσμο, και ιδιαίτερα με την Hejaz, την ιερή περιοχή όπου βρίσκονται η Μέκκα και η Μεδίνα. Επειδή ο τονισμός της αξίας αυτού του δεδομένου είναι ενδογενής του ισλάμ, είχε αποκτήσει σημασία κατά τον 19ο αιώνα, δια της επέκτασης της λαϊκής συμμετοχής στην hajj (προσκύνημα στην Μέκκα)4. Είναι ιστορικά σαφές πως το ισλάμ ήρθε στην Ινδία «από κάπου αλλού», αλλά κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί και για τον βραχμανισμό, που τον έφεραν ινδό-ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που μετανάστευσαν στην Ινδία. Ο εξωτερικός χαρακτήρας του Βραχμανισμού όμως δεν τονίζεται, και ο Βραχμανισμός θεωρείται ως ενδογενής, σε αντίθεση με το ισλάμ, αν και οι Ινδοί δεν αρνούνται την σχέση του σανσκριτικού και βραχμανικού πολιτισμού με τις ινδό-ευρωπαϊκές γλώσσες και πολιτισμούς, και είναι εν γένει περήφανοι για την σύνδεση αυτή. Οι Βρετανοί διανοούμενοι ανακάλυψαν τις συνδέσεις αυτές κατά τον 18ο αιώνα, και επομένως δεν ανήκουν στην κοινή αντίληψη περί Βραχμανισμού και Ινδουισμού. Στην Κίνα βρίσκουμε μια ισχυρή πολιτισμική τοποθέτηση που δίνει έμφαση στην ενότητα της εθνικής πλειονότητας των Χαν, όπως και την συνέχεια του πολιτισμού τους. Οι μειονότητες αναγνωρίζονται και θεωρείται ότι εξαρτώνται από τον πολιτισμό των Χαν, όπως και ότι είναι φόρου υποτελείς στο κινέζικό αυτοκρατορικό κράτος. Οι Ουιγούροι μουσουλμάνοι είναι μόνο μια από τις εθνικότητες που έχουν τοπική αυτονομία. Ο βαθμός στον οποίο οι Ουιγούροι τονίζουν την σχέση τους με την κεντρική Ασία και την Τουρκία σχετίζεται άμεσα με την πολιτική σχέση που έχουν με το Πεκίνο. Οι μουσουλμάνοι Hui είναι διασκορπισμένοι σε όλη την Κίνα, και εν γένει δεν σχηματίζουν μεγάλες ομάδες σε καμιά περιοχή. Φυσικά, και για τους μουσουλμάνους στην Κίνα, η αναφορά στην Hejaz είναι σημαντική.
Ιστορικά, οι άγιοι, οι έμποροι και οι στρατιώτες ήταν τα μέσα της επέκτασης του ισλάμ στην νότιο Ασία. Είναι μερικές φορές δύσκολο να διακριθούν αυτές οι τρεις κατηγορίες. Τα κέντρα των σούφι ήταν ταυτόχρονα κέντρα θρησκείας, εμπορίου και πολιτικής εξουσίας. Στις παράκτιες περιοχές ήταν οι Άραβες έμποροι από τον Περσικό Κόλπο που έφεραν το ισλάμ, ενώ οι τούρκικοι στρατοί έφεραν το ισλάμ στον Βορρά. Οι αδελφότητες των σούφι και οι τάφοι τους ήταν κεντρικής σημασίας για την επέκταση αυτή, και συνέχισαν να είναι κεντρικής σημασίας για το ισλάμ στην νότιο Ασία, μέχρι που εμφανίστηκαν τα μεταρρυθμιστικά κινήματα του ισλάμ προς το τέλος του 19ου αιώνα. Οι άγιοι των σούφι έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην μεταστροφή των κατοίκων της νότιας Ασίας προς το ισλάμ. Δεδομένου ότι οι πρακτικές των σούφι είναι συγκρητιστικές, με την έννοια ότι μάλλον συμπεριλαμβάνουν παρά αποκλείουν ανθρώπους, οι οπαδοί κάποιου σούφι άγιου δεν χρειαζόταν να απομακρυνθούν από αυτούς που δεν ήταν οπαδοί. Όταν οι λατρείες των σούφι είχαν καταστεί πιο κεντρικές για την οργάνωση των φυλών και τον έλεγχο των εδαφών και ανθρώπων, τέτοιες λατρείες κατέστησαν την ισλαμική ταυτότητα πιο κεντρικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, πράγμα που καταλήγει σε μια μακροχρόνια διαδικασία αιώνων. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό πρακτικών-για παράδειγμα, που σχετίζονται με την καθαρότητα και την ιεραρχία-που είναι χαρακτηριστικές για την ινδική κοινωνία, και επομένως ερμηνεύονται συχνά ως ινδικές (ή αν θέλετε ινδουιστικές), συνέχισαν να εφαρμόζονται από τους μουσουλμάνους μέχρι και τον 20ο αιώνα, και μερικοί τις εφαρμόζουν μέχρι σήμερα. Οι μορφές της διατήρησης των ορίων που συνδέονται με την ισλαμική ταυτότητα, διέφεραν σε μεγάλο βαθμό από τόπο σε τόπο στην νότιο Ασία. Μπορούμε όμως να πούμε, πως μόνο κατά τον 20ο αιώνα, στην διαδικασία του αγώνα των εθνικιστών, οι τρόποι αυτοί ενοποιήθηκαν και πολιτικοποιήθηκαν. Με αυτή την έννοια η ανάπτυξη της ισλαμικής ταυτότητας συνδέεται στενά με την ανάπτυξη της άλλης σημαντικής ταυτότητας, της Ινδουιστικής.
Τούρκοι, Αφγανοί, Ιρανοί και Μογγόλοι νομάδες επεκτάθηκαν για αιώνες στην νότιο ασιατική υπό-ήπειρο. Αν και εθνικά διαφορετικοί και συχνά σε σύγκρουση ο ένας με τον άλλο, έφεραν μαζί τους τις σουνιτικές και σιιτικές τους πεποιθήσεις, και τις ανέπτυξαν σε κέντρα μάθησης, τόσο στην καρδιά του ισλαμικού κόσμου όσο και σε αλληλεπίδραση με τις ινδουιστικές πεποιθήσεις και πρακτικές. Η μεγάλη ποικιλία των ινδό-ισλαμικών πρακτικών κατανοείται ίσως καλύτερα αν δώσουμε προσοχή στην τέχνη και την ποίηση που αναπτύχθηκαν υπό την αιγίδα μουσουλμάνων αρχόντων. Η πιο σημαντική προφανώς είναι η αυτοκρατορία Mughal, εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι δεν ήταν ένα μονολιθικό μοντέρνο κράτος, αλλά σύμφωνα με τον Tambiah, ένα γαλαξιακό κράτος με ένα αριθμό διαφορετικών κέντρων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας5. Όποιες και να ήταν οι προσπάθειες των μουσουλμάνων αρχόντων να διαδώσουν το ισλάμ στην υπό-ήπειρο –και προφανώς υπάρχει μεγάλη εθνικιστική διαμάχη επί του θέματος- το κύριο συμπέρασμα είναι πως οι περισσότεροι δεν έγιναν μουσουλμάνοι, αν και πολλοί πήγαιναν και ακόμα πηγαίνουν στα ιερά των σούφι, και το ισλάμ ήταν το ισλάμ των Ινδών που μετεστράφησαν και ήταν επομένως βαθιά επηρεασμένοι από τις ινδικές πρακτικές.
Στρεφόμενοι προς την Κίνα, μερικά βασικά στοιχεία της ιστορίας της νότιας Ασίας επαναλαμβάνονται. Νομάδες της κεντρικής Ασίας διαφόρων εθνικών ταυτοτήτων μετανάστευσαν στην τεράστια περιοχή που σήμερα ονομάζεται Xinjiang (αποτελεί το ένα έκτο της σημερινής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας). Άραβες έμποροι ταξίδεψαν με πλοία στις παράκτιες περιοχές και συνέδεσαν την Κίνα με το τεράστιο ναυτεμπορικό δίκτυο. Οι τάφοι των προγόνων και οι σούφι άγιοι παίζουν σημαντικό ρόλο για την ταυτότητα των Κινέζων μουσουλμάνων. Δεδομένου ότι η καταγωγή και οι πρόγονοι παίζουν εν γένει κεντρικό ρόλο στην κινέζικη κοινωνία, ο τάφος είναι σημάδι διαφορετικότητας που αναγνωρίζεται στην ευρύτερη κοινωνία, όπου επικρατεί η λατρεία των προγόνων. Οι γενεαλογίες των σούφι, Qadariya και Naqsbabdiyya, επεκτάθηκαν την Κίνα, και όπως και στην Ινδία, από τον 19ο αιώνα βρίσκει κανείς τις συνηθισμένες συζητήσεις περί του τόπου λατρείας των ιερών του ισλάμ6.
Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Ινδίας και Κίνας, είναι πως οι μουσουλμανικές ομάδες δεν εισήλθαν ποτέ στο κεντρικό κράτος της Κίνας. Το κράτος είχε κατακτηθεί από μια ομάδα Manchu που «ήρθε απ’ έξω» όπως και οι Moghuls, με την διαφορά ότι οι Manchu δεν ήταν μουσουλμάνοι. Η δυναστεία Manchu Qing κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να δείξει πως έχει εκπολιτισθεί πλήρως, υιοθετώντας και προωθώντας τις αξίες του Κονφουκιανισμού. Η εθνικότητα τους όμως συνέχισε να παίζει ρόλο, πράγμα που οδήγησε επαναστάσεις εναντίον τους, μέχρι το τέλος της δυναστείας Qing. Οι περιπλοκές της ιστορίας των Manchu στην Κίνα είναι μια καλή απεικόνιση του πως η λεγόμενη ενότητα του κινέζικου πολιτισμού επικαλύπτει την συνεχιζόμενη σημασία των εθνικών διαφορών7.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου