Συνέχεια από Δευτέρα, 9 Μαρτίου 2015
Ο Έρως είναι ένας μεγάλος Δαίμων, ένας ενδιάμεσος μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή απ’ τον κόσμο τού γίγνεσθαι ψηλά στον υπερουράνιο τόπο, όπου έχουν οι θεοί και τα αρχέτυπα την πατρίδα τους. Σ’ αυτούς τούς μυθικούς χώρους, μορφές και τύχες είδε ο Πλάτων ως ποιητής – φιλόσοφος την ουσία τού κόσμου. Και είμαστε εμείς μακριά απ’ το να περιορίσουμε εννοιολογικά και μόνο το όραμά του: θα προσπαθήσουμε να τον ακολουθήσουμε μέχρι το μυστικό τής ύψιστης σφαίρας.
P A U L F R I E D L Ȁ N D E R
Π Λ Α Τ Ω Ν
( 1ος τόμος: Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
Walter de Gruyter u. Co, Berlin 1964 )
KΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ / ΑΡΡΗΤΟΝ
Δεν γνωρίζουμε τίποτα, για το πώς συνειδητοποιούσε αυτό το μυστικό ο Πλάτων. Γνωρίζουμε όμως ότι τον συνάντησε ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης ζούσε, με όλη την ιδιαίτερότητά του, απολύτως την ζωή τών συμπολιτών του στην αγορά και στο συμπόσιο, στην εκκλησία τού δήμου και στη μάχη. Από κει όμως ‘ανέβαινε’ η ζωή του στο επίπεδο της σοφίας, και χανόταν στο άρρητο και το μεταφυσικό. Δεν θα γνώριζε ο ίδιος να ‘καταθέση’, για τί πράγμα ρωτούσε και δίδασκε να ρωτάμε, και τί ακριβώς απλώς ο ίδιος ζούσε και ‘απλώς ο ίδιος πέθαινε’. Συνειδητοποιούσε άραγες διαφορετικά αυτό το μυστικό ύψος ο ‘φορέας’ του, απ’ ό,τι στην ‘πλήρη’ ζωή, στο αίσθημα της θεϊκής του κλήσης, στην προσευχή προς τον Θεό που τον είχε καλέσει; Εξωτερικά το έβλεπε κανείς, όταν στέκονταν ξαφνικά (εκείνος…) ο ακούραστος ομιλητής και ερωτητής, και βυθίζονταν στη σιωπή, είτε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα κοντά στο σπίτι που τον είχαν καλέσει, είτε στο στρατόπεδο από νωρίς το πρωί κι ολόκληρη τη μέρα και όλη τη νύχτα μέχρι την επόμενη ανατολή. «Και αναχωρούσε, αφού είχε προσευχηθή στον Ήλιο». Για όποιον έβλεπε βαθύτερα, ήταν ένα ‘μυστικό’ που διαπερνούσε όλη του την έκφραση.
Στον Πλάτωνα κατέστη, αυτό που ρωτούσε ο Σωκράτης, ερώτηση και απάντηση, κι αυτό που ζούσε ο Σωκράτης, ζωή και διδασκαλία. Ρωτάει ο Σωκράτης: τί είναι το Δίκαιο; Κι αφήνει να δουν οι άλλοι, ότι δεν το γνωρίζουν. Ψάχνει την απάντηση στην έννοια, αλλά τη δίνει τελικά στην ζωή και στον θάνατό του. Και ‘βλέπει’ και ‘διαμορφώνει’ αυτήν την ζωή και τον θάνατο ο Πλάτων. Που βλέπει όμως και περισσότερα: ανακαλύπτει και τη φιλοσοφική απάντηση, ‘κοιτάζοντας’ μέσα απ’ τη μορφή τού Σωκράτη την Ιδέα. «Το Δίκαιο» ως αιώνια ύπαρξη και αρχέτυπο, ιδωμένο και φανερωμένο: αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα του Σωκράτη, ‘διαβασμένη’ στην ίδια την πραγματικότητα, που ονομαζόταν Σωκράτης.
Αν έχη σπουδάσει κανείς κείμενα σύγχρονων στοχαστών για την «πλατωνική διδασκαλία τών Ιδεών» και επιστρέψη μετά στους ίδιους τους διαλόγους τού Πλάτωνα, πρέπει να εξοικειωθή κατ’ αρχάς με την έκπληξη, πόσο λίγο παρουσιάζεται εκεί στην πραγματικότητα αυτό το βασικό κομμάτι τής πλατωνικής φιλοσοφίας. Συναντάμε στους πρώιμους διαλόγους, και μέχρι και τον «Γοργία», υπαινιγμούς και μόνο, για το ότι υπάρχει κάτι όπως ένα καθεαυτό Αγαθό, ένα ύψιστο Εραστό, κι ένα αληθινά Ωραίο. ‘Συσσωρεύει’ π.χ. (φαινομενικά τουλάχιστον) αποδείξεις αθανασίας, που προϋποθέτουν την ύπαρξη της Ιδέας ο «Φαίδων». Ενώ βρίσκουμε να περιγράφεται ο δρόμος στο «Συμπόσιο», που ‘αναβιβάζει’ στις αιώνιες ουσίες, κι έναν μύθο που εξυφαίνεται μέσα απ’ τον χώρο τών Ιδεών στον «Φαίδρο», και να φανερώνεται μέσα απ’ τις επιστήμες, συμβολισμένη με μια μεγάλη αλληγορία δρόμου, ουσίας και ενέργειας η ‘άνοδος’ στην «Πολιτεία», και να συζητούνται διεξοδικά οι απορίες (Αporien) τής διδασκαλίας στον «Παρμενίδη», και οι λογικές της προϋποθέσεις και συνέπειες σε άλλα όψιμα έργα. Δεν υπάρχει όμως πουθενά μια καθεαυτή «διδασκαλία», και κανένα σύστημα που να ‘περικλείη’ την τάξη αυτών τών μορφών, να ‘μεταδίδη’ τη γνώση τους και να ‘εξηγή’ τη σχέση τους προς τον κόσμο τών φαινομένων.
Το γιατί ‘συμβαίνει’ αυτό, μας το διδάσκει η «Έβδομη επιστολή», που τις σημαντικότερες ‘φράσεις’ της τις συναντάμε πάντοτε ‘μπροστά’ μας: Δεν υπάρχει κανένα κείμενο του Πλάτωνα, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να υπάρξη, γι’ αυτό που είναι πράγματι ‘σοβαρό’ γι’ αυτόν στη διδασκαλία του, «γιατί δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ρητό, και δεν μπορεί να ειπωθή όπως άλλα αντικείμενα της διδασκαλίας». Δεν υπάρχει (λοιπόν…) αμφιβολία, πως πρόκειται για τη σφαίρα τών Ιδεών. - Γιατί δεν μπορεί να γραφή όμως τίποτα γι’ αυτήν, και γιατί δεν μπορεί να ‘εκφραστή’; Επειδή δεν προορίζεται, απ’ τη μια, για τον καθέναν: Πρέπει να είναι «καλώς φτιαγμένος και δημιουργημένος», για να ‘συγκινηθή’ απ’ το «καλώς δημιουργημένο» κανείς. Απαιτείται λοιπόν και μια «συγγένεια», κοντά στις πνευματικές ικανότητες της μάθησης και της μνήμης. Πρέπει να συνδυαστή δηλ., με τις απαραίτητες ικανότητες, και μια ιδιαίτερη «ιδεατότητα» της ψυχής. Αν και ανήκη, όπως ‘δηλώνεται’ στον «Φαίδωνα», στο βασίλειο των Ιδεών καθεαυτή η ανθρώπινη ψυχή, δείχνει ωστόσο διαβαθμίσεις ανάμεσα στις ίδιες τις ψυχές ο μύθος τής ψυχής στον «Φαίδρο», ανάλογα με το αν μπόρεσαν να ανυψωθούν για περισσότερο ή λιγότερο χρόνο στον υπερουράνιο τόπο, κι αν ακολούθησαν τον ύψιστο Δία ή έναν άλλον θεό. Και αντιλαμβανόμαστε έτσι τί εννοείται πράγματι, στη λιγότερο αστραφτερή γλώσσα τής «Επιστολής», με τη λέξη «συγγένεια»: αφορά μόνο στους ‘λίγους’, τους ‘σπάνιους’ ή ‘ασυνήθιστους’. Ενώ απαιτείται και «μια μακροχρόνια συμβίωση (δασκάλου και μαθητή) κι ένας από κοινού κόπος γι’ αυτόν τον σκοπό» εδώ. - Υπάρχει μια οδός γνώσης, που ανεβαίνει εντελώς συγκεκριμένα ‘σκαλοπάτια’: απ’ το όνομα ή τη λέξη (όνομα), στην έκφραση (λόγος, ορισμός – λόγος), και μετά στην απεικόνιση, τη θέα, και την αντίληψη (είδωλον 342 Β, όψεις τε καί αισθήσεις 344 Β), μέχρι τις υψηλότερες και ύψιστες ‘πράξεις γνώσης’. Και πρέπει να επαναληφθή συχνά, ‘ανεβαίνοντας’ και ‘κατεβαίνοντας’, αυτός ο δρόμος, και να «τριβούν ανάμεσά τους (τριβόμενα πρός άλληλα αυτών έκαστα – 344Β)» οι μορφές τής αντίληψης, μέχρι να ‘εκλάμψη’, μετά από μεγάλο κόπο και εργασία (μόγις), ξαφνικά (εξαίφνης) η γνώση τού νου (εξέλαμψε φρόνησις περί έκαστον καί νούς), ή «να μεταπηδήση», όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, «η σπίθα και να ανάψη η φωτιά και το πυρ στην ψυχή τού συντρόφου» (341 C). - Ας αρκεστούμε προσώρας όσον αφορά στον δρόμο τής γνώσης, στο ότι είναι εν μέρει εννοιολογικού ή γλωσσικού μάλλον είδους, όπως η λέξη και η πρόταση, και εν μέρει ‘θεωρητικού’ μάλλον είδους, όπως η απεικόνιση και το ομοίωμα, οι βαθμίδες του. Όπου ‘καλείται’ όμως ήδη να μετέχη η «γνώση τού πέμπτου» (επιστήμη τού πέμπτου – 342 Ε), του αληθινά δηλ. όντος, και στις δυό μορφές τής πνευματικής ‘διεργασίας’. Με σκοπό, μια ‘νοητική (νοητή…) θέα’. «’Γενάται’ (όμως…) σπάνια, στους σπάνιους» το Ύψιστο. Μπορεί να υποδηλωθή βέβαια ο δρόμος τής γνώσης, κι αυτό ισχύει στην «Επιστολή». Αλλά είναι δυό διαφορετικά πράγματα, το να τον δείξης και το να τον πορευθής. Υπάρχει ένα Άρρητο στον σκοπό του. Θα μπορούσαμε (μάλιστα…) να ‘υποθέσουμε’, πως φανερώνεται ένα μυστικό βασίλειο κι ένας προσωπικός δρόμος ‘σωτηρίας’ (ή θεραπείας…) εδώ, αν δεν ‘φανταζόμασταν’ αμέσως κάτι το ‘μεθυσμένα’ εκστατικό στη μυστικότητα, και κάτι το ‘παπαδίστικο’ στην οδό σωτηρίας.
Παραμένει προνόμιο του Πλάτωνα, το ότι μπόρεσε να μιλήση αυτός και μόνο αδογμάτιστα για τον ‘δρόμο’ και τον ‘σκοπό’, τη στιγμή που διατρέχει, σχεδόν αναγκαία, κάθε πλατωνική ερμηνεία τον κίνδυνο του δογματισμού. Και θα ήταν το λιγότερο που μπορούμε να ‘ευχηθούμε’, να συνειδητοποιή κάθε ερμηνεία αυτόν τον κίνδυνο. Δεν διαρθρώνεται καθόλου (στο εσωτερικό του) αυτό που ονομάζει «το Πέμπτο», το αληθινά υπάρχον, στην «Έβδομη Επιστολή» ο Πλάτων. Δεν ανυψώνεται δηλ. σε μιαν ιδιαίτερη θέση το Αγαθό, αλλά ‘μένει’ να υφίσταται δίπλα στον Βαθμό και στην Πληρότητα, στο Ωραίο και στο Δίκαιο, χωρίς καμμιά διάκριση˙ όπως εκείνη που του αποδίδει π.χ., προς έκπληξη των ακροατών του, στην «Πολιτεία» ο Σωκράτης. Γι’ αυτό και ‘σφραγίζεται’ όλη εκείνη η περιοχή τού Είναι με τη σφραγίδα τρόπον τινά τού Αρρήτου στην «Επιστολή». Πρέπει να προσέξουμε λοιπόν (κι εμείς…), να μη ‘σκληρυνθή’ μέσα στα χέρια μας σε δόγμα (Dogma) αυτό, που μια και μόνον ωστόσο φορά – αν εξαιρέσουμε τον μύθο τού «Τίμαιου» - , και με μισο-μυθική ακόμα και τότε έκφραση, διαμορφώθηκε (‘σχηματίστηκε’…), με αλησμόνητη πράγματι ενέργεια, στον εσώτατο χώρο τής «Πολιτείας». Όπου και παρουσιάζεται στο μέσον τού μεγάλου (αυτού…) έργου, κι αφού έχει ‘ανεγερθή’ ουσιαστικά το οικοδόμημα, το ερώτημα για το ύψιστο αντικείμενο της διδασκαλίας (μέγιστον μάθημα – 504D). Που το είχε παραβλέψει επί μακρόν, και σαν να είχε ‘κρυφτή’ απ’ αυτό ο διάλογος (503 Α). Ενώ αντιστέκεται ακόμα και σ’ αυτήν τη στιγμή, και πιέζεται απ’ τους συνομιλητές του ο Σωκράτης (506 Β). Είμαστε (μάλιστα…) πεπεισμένοι, πως πρόκειται ασφαλώς για κάτι το εντελώς σημαντικό, και πως θα διανυθή τώρα κι ο «υπόλοιπος δρόμος», μέσα απ’ τον οποίον και θα ανυψωθούν όλα τα Προσωρινά που ειπώθηκαν μέχρι τώρα για τις αρετές στην Ακρίβεια (435 D, 504 B), και θα «εκφραστή», αυτό που ήταν μέχρι τώρα μόνον «περίγραμμα» (υπογραφή), «πλήρως» (504 D). Και θα ‘διευθετηθή’ τότε πλήρως, κατέχοντας αυτήν τη γνώση ο οδηγός της, η Πολιτεία (506 Α). Προσδοκάται λοιπόν η πληρότητα ακριβώς τού Όλου εδώ. - ‘Διαψεύδει’ ωστόσο αυτήν την τόσο τεταμένη αναμονή, καθώς φανερώνεται πάλι σαν κάποιος που ‘δεν γνωρίζει’ ο Σωκράτης. Δεν θ’ ‘ακουστή’ αυτό που πράγματι υπάρχει, και θα πρέπη να αρκεστούμε στο ότι θα παραμείνη τόσο ‘προσωρινή’, όσο και μέχρι τώρα με τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές η συζήτηση. Πολύ μακριά απ’ το να αποτελέση ‘ολοκλήρωση’ της προηγούμενης συζήτησης η τωρινή, θα παραμείνη μάλλον εξίσου ατελές με τα προηγούμενα κι αυτό που περιμένουμε ν’ ακούσουμε τώρα εδώ. Θα υπήρχε Γνώση, αν μαθαίναμε «τί είναι το Αγαθό». Αλλά υφίσταται γι’ αυτό το ίδιο, τον «Πατέρα», σιωπή. Και θ’ ακούσουμε μόνο για τον ‘γόνο’ τού Αγαθού (έκγονος τού αγαθού), και θ’ αντικρύσουμε μόνον ως εικόνα, από μακριά, την πραγματικότητα. Όπως δίνει στον κόσμο τού γίγνεσθαι και της (αισθητής…) αντίληψης το φως στα πράγματα, ώστε να μπορούν να γίνουν ορατά, και τη δύναμη της όρασης στο μάτι, ώστε να μπορή να δη, ο ήλιος, έτσι δίνει και στον κόσμο τού Είναι την καθαρή ‘αναγνώριση’ (την αλήθεια του) στο αντικείμενο της γνώσης, αλλά και την ικανότητα να γνωρίση αληθινά στο πνεύμα, εκείνο το ύψιστο Αγαθό. - Και ‘μεταφέρεται’ κατόπιν απ’ την περιοχή τής γνώσης σε κείνην τού Είναι η αλληγορία: όπως ‘χαρίζει’ το να γίνη και το να αναπτυχθή αυτό που ‘γίνεται’ σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά και τον νόμο σύμφωνα με τον οποίον αυτό ‘γίνεται’ ο ήλιος, έτσι παρέχει και στα πράγματα που ‘υπάρχουν’ το Είναι τους, αλλά και την τάξη κατά την οποία αυτά ‘υπάρχουν’ το αρχέτυπο του Αγαθού. Οφείλουν δηλ. σε κείνην την ύψιστη Πληρότητα και Τελειότητα το ότι είναι πλήρη και τέλεια ο αληθινός Κύκλος και η αληθινή Δικαιοσύνη. Και καθίσταται έτσι μια έσχατη τελικά απόσταση, πάνω και πέρα απ’ το επίπεδο του Είναι, ορατή. Κι όπως δεν είναι η ίδια ένα Γίγνεσθαι η αιτία τού Γίγνεσθαι, έτσι δεν είναι κι η ίδια μια Φύση ή Ουσία η χορηγός τής Ουσίας. Φτάνοντας στο πιο μεγαλειώδες έτσι παράδοξο: ότι δεν είναι η ίδια Ουσία, αλλά πέρα ακόμα κι απ’ το Είναι, και επέκεινα της ουσίας. Κι αν υφίσταται μια γνώση τού Όντος, μια μη συμπερασματική βέβαια ήδη γνώση εδώ, δεν μπορεί να υφίσταται γι’ αυτό που είναι «επέκεινα» ούτε κι αυτή η γνώση. «Μην προσθέσης τίποτα, όταν θα έχης εκφράση το Αγαθό˙ γιατί θα το καταστήσης τότε, με κάθε τι που θα προσθέσης, απλώς και μόνον ελαττωματικό», λέει ο Πλωτίνος (ΙΙΙ 8, 11), εντελώς με την έννοια, όπως φαίνεται κατ’ αρχήν, του Πλάτωνα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να πη τίποτα γι’ αυτό κι ο Σωκράτης, που ‘καλείται’ να είναι κάποιος που αγνοεί, εφ’ όσον ‘αγγίζεται’ εδώ το Άρρητο. Υφίσταται (μάλιστα…) μια ύψιστα παράδοξη ένταση στην εξής αντίθεση (Antithese): στο ότι αποκαλύπτουν μόνον οι Λόγοι (Logoi), απ’ τη μια, το Είναι για τον Πλάτωνα – «μου φαινόταν, πως έπρεπε να καταφύγη κανείς στους Λόγους και να δη σ’ αυτούς την αληθινή φύση τών υπαρχόντων πραγμάτων», λέγεται στον «Φαίδωνα» (99 Α) - , ενώ ‘διαφεύγει’ (‘προεξέχει’…) ακριβώς απ’ το Είναι κάτι, που είναι επέκεινα απ’ το κάθε τι, και δεν μπορούν να το ‘αντιληφθούν’ γι’ αυτό ούτε κι οι Λόγοι. Και ‘χάνεται’ (‘εξαφανίζεται’…) έτσι στη ‘μυστικότητα’ το Ύψιστο. Χωρίς να πρόκειται βέβαια – διαφορετικά πάλι απ’ ό,τι στον Πλωτίνο – για κάποιο μυστήριο (Mysterium), από κείνα που θα μπορούσε να τα ‘βεβηλώση’ ο λόγος. «Το ότι είναι το αρχέτυπο του Αγαθού το ύψιστο αντικείμενο της διδασκαλίας, το έχεις ακούσει (ήδη…) συχνά» (505 Α), λέει ο Σωκράτης. Που σημαίνει πως κατευθύνθηκε ήδη προηγουμένως, συχνά προς τα εκεί ο λόγος, κι ότι έπρεπε (εξάλλου…), εφ’ όσον είναι εκεί η πηγή κι ο σκοπός τών πάντων, να κατευθυνθή. Δεν έγινε όμως και ‘γνωστό’, ούτε και ‘συζητήθηκε’. Γιατί μπορεί μεν να το ονομάση, όχι όμως και να το ‘εκφράση’ κανείς, και δεν χρειάζεται να ‘περιφραχθή’ τεχνικά με απαγορεύσεις και σύμβολα όπως (μια…) «εσωτερική διδασκαλία», αφού το προστατεύει η ίδια του η ‘φύση’, και το ότι είναι «επέκεινα» μάλλον «από κάθε ουσία», απ’ το να βεβηλωθή.
«Είναι μια μεγάλη διαφορά, αν αγωνίζομαι κι αν ‘προσπαθώ’ απ’ το φως προς το σκοτάδι ή απ’ το σκοτάδι προς το φως· αν επιδιώκω να ‘συγκαλυφθώ’ μ’ ένα ορισμένο ‘λυκαυγές’ όταν δεν βρίσκω τη σαφήνεια, ή αν προσπαθώ ν’ ανασύρω, πεπεισμένος πως ‘αναπαύεται’ σ’ έναν βαθύ και δυσερεύνητο πυθμένα το Σαφές, κι απ’ αυτόν τον ‘δύσκολο’ πάντοτε να εκφρασθή πυθμένα αυτό που είναι δυνατόν». Δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε, πως έτεινε με πάθος απ’ το σκοτάδι προς το φως ο Πλάτων. Και πως δεν είναι τίποτε άλλο από μια συνεχώς ανανεούμενη προσπάθεια ολόκληρο το έργο του, να ανασύρη από κείνον τον βαθύ πυθμένα, για τον οποίον μιλάει παραπάνω κι ο Γκαίτε, αυτό που είναι δυνατόν· θα παρανοούσε δε πάρα πολύ τα όσα λέγονται, όποιος υποψιαζόταν ηθελημένα, μυστικά ‘καμώματα’ εδώ. Δεν είναι (φυσικά…) ένας πλατωνικός ο Πλάτων. Και γνώριζε, όπως κανένας ίσως άλλος, και τα δυό: και τους Λόγους (Logoi) και το Άρρητον (Arrethon), κι ότι έπρεπε να περάση αναντίρρητα μέσα απ’ τους Λόγους για να πλησιάση, όσο είναι αυτό δυνατόν στον άνθρωπο, το Άρρητον κανείς, αλλά και ότι ‘εκβάλλουν’ (οδηγούν…) αναντίρρητα στο Άρρητον οι Λόγοι.
Το να οδηγήση στη θέα τής Ιδέας και στην ΄προαίσθηση’ του ύψιστου Αγαθού, αυτό είναι το έργο τού Πλάτωνα. Μήπως είναι δε και το πραγματικό νόημα της διαλογικής του ποίησης αυτό; Υπάρχουν βέβαια ιδιαίτερες ‘διαδρομές’ που οδηγούν προς αυτόν τον σκοπό σ’ αυτήν την ‘ποίηση’. Κι ενώ ‘υπαινίσσεται’ ήδη εν συντομία, μια ‘συμπεριφορά’ (διαγωγή) μέσα από τέσσερις συγκεκριμένες βαθμίδες προς τη «γνώση τού Πέμπτου (στοιχείου…)», του ύψιστου δηλ. Όντος, η «Έβδομη Επιστολή», διακρίνονται (σαφώς…) τρεις δρόμοι στα κυρίως του έργα. Με τη φημισμένη κατ’ αρχάς αλληγορία τού φυλακισμένου, απελευθερωμένου και ανερχόμενου στο φως ανθρώπου ως τον κυρίως δρόμο στην «Πολιτεία», που ερμηνεύεται μάλιστα κατηγορηματικά ως ο «διαλεκτικός δρόμος» κατόπιν. Ενώ αναγγέλλει την κλίμακα που ‘ανεβαίνει’ προς την αιώνια ωραιότητα ο αληθινός εραστής στο «Συμπόσιο» η ‘προφήτις’ Διοτίμα, όπου μπορεί να προστεθή κι ο μύθος τής ψυχής, που αποκτά φτερά κι ‘αναπετά’ προς τον υπερουράνιο τόπο, στον «Φαίδρο». Και υπάρχει κι ο έπαινος τελικά τού να ΄λυθή’ η ψυχή απ’ το σώμα στον «Φαίδωνα», που αντιλαμβάνεται ως μια πορεία προς έναν τέτοιον σκοπό την ζωή τού φιλοσόφου, και ως τελείωση μιας τέτοιας ζωής τον θάνατό του. Μπορούμε να ονομάσουμε λοιπόν κι εμείς ως οδό τής γνώσης, οδό τού έρωτα και οδό τού θανάτου αυτές τις τρεις οδούς, που αποτελούν μία τελικά, σε τρεις μορφές, οδό. Καθώς ‘επιτελούν’ κι ο έρωτας κι ο θάνατος γνώση, ενώ δεν υπάρχει χωρίς τον έρωτα και χωρίς τον θάνατο, που την τελειοποιεί, (αληθινή…) γνώση. Και προκύπτει έτσι, σχεδόν από μόνο του το ‘αίτημα’, να ‘θεωρήσουμε’ σε έναν τους τρεις δρόμους.
Tο πιο γενικό που ισχύει είναι, ότι θεωρείται ακριβώς παντού με την εικόνα τής οδού και τού δρόμου αυτό για το οποίο μιλάμε. ‘Μιλάει’ έτσι για τη διαλεκτική πορεία (532 Β) η «Πολιτεία», ενώ υπάρχουν παντού λέξεις τού πορεύεσθαι, του προβαίνειν, του οδηγείν, και ΄προδίδει’ ακόμα και σήμερα ως ο «δρόμος προς κάτι», έστω και αποδυναμωμένος, πως κατάγεται απ’ αυτήν την εικόνα η (λεγόμενη…) «μέθ-οδος» (Πολιτεία 533 C, Φαίδων 79 Ε). Έχει (μάλιστα…) μια συγκεκριμένη διεύθυνση αυτός ο δρόμος: οδηγεί προς τα επάνω· ανυψώνοντας με τη δύναμη των φτερών προς τα εκεί όπου κατοικούν οι θεοί την ψυχή στον «Φαίδρο» (246 D). Ενώ υπάρχει ακόμα κι εκεί ‘άλλη μια’ άνοδος, καθώς οδηγούν τα άρματά τους προς το συμπόσιο και την απόλαυση των αιωνίων μορφών ψηλά στον ουράνιο θόλο οι θεοί (247 Α). «Να ανέλθουμε απ’ αυτά τα πράγματα εδώ, με τον σωστό παιδικόν έρωτα», διδάσκει η Διοτίμα στο «Συμπόσιο» (211 Β). Προσδιορίζεται δε εντελώς απ’ την ίδια άποψη και η αλληγορία (ο μύθος…) τού σπηλαίου στην «Πολιτεία», όπου και ερμηνεύεται ή εξηγείται «η άνοδος και η θέα αυτού που βρίσκεται (εκεί…) επάνω» (η άνω ανάβασις) με τον «δρόμο» πάλι «που ανεβαίνει προς τον νοητό τόπο η ψυχή» (εις τόν νοητόν τόπον τής ψυχής άνοδος – 517 Β). Βρίσκεται λοιπόν μια εντελώς πρωτογενής ή ‘πηγαία’ σκέψη της ανθρωπότητας σ’ αυτό το ‘επάνω’: εκεί που φέγγει το φως, κι εκεί όπου ‘ανυψώνεται’ η κεφαλή μας, εκεί τοποθετούμε και τον Θεό, την αλήθεια, την καθαρότητα, ακόμα κι αν γνωρίζουμε μαζί με τον Πλάτωνα, ότι προσφέρει εξίσου λίγο τον σωστό τους σκοπό στα μάτια τής ψυχής ο χώρος τού έναστρου ουρανού, όπως και η αντίστροφη (ακριβώς…) κατεύθυνση.
‘Γίνεται’ κλιμακωτά η άνοδος. Ονομάζει τέσσερις βαθμίδες η «Έβδομη Επιστολή», που πρέπει να τις ανέβη και να τις κατέβη επανειλημμένα κανείς, χωρίς να παραλείψη καμμιά (άνω καί κάτω μεταβαίνουσα εφ’ έκαστον). Περιγράφει δε την κλίμακα του έρωτα, αξιώνοντας να περνάη κανείς «το ένα μετά το άλλο και με τον σωστό τρόπο» τα σκαλοπάτια της (εφεξής τε καί ορθώς – 210 Ε), και τονίζοντας άλλη μια φορά στο τέλος την ακολουθία τους (211 C) η Διοτίμα. Ενώ παρουσιάζει κατ’ αρχάς με την αλληγορία τού σπηλαίου τη «διαλεκτική πορεία» η «Πολιτεία», για να δείξη κατόπιν, εξηγώντας την ως τον δρόμο μέσα απ’ τις επιστήμες ‘επάνω’ προς τη διαλεκτική, και μέσα απ’ τη διαλεκτική προς τον (τελικό…) σκοπό, ότι ισχύει κι εδώ η ίδια, συγκεκριμένη πάλι τελικά σειρά (532 Β).
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου